Τον φετινό χειμώνα παρουσιάζεται στην Αθήνα μια ακόμα παλιά ελληνική κωμωδία που ακολουθεί τη διαδρομή θέατρο-σινεμά-τηλεοπτική οθόνη-θέατρο: κακά τα ψέματα, έτσι ακριβώς πρέπει να περιγράφουμε τη διαδρομή αυτή, οι τηλεοπτικές οθόνες είναι ένας σημαντικός σταθμός της και χωρίς αυτόν πιθανότατα τα έργα αυτά δεν θα είχαν σήμερα τη λαϊκή απήχηση και την εμπορική δύναμη που έχουν. Γιατί αυτό είναι το "εμπορικό παράδοξο": παρά τη συνεχή προβολή τους από τις τηλεοπτικές οθόνες, οι ελληνικές κωμωδίες της εικοσαετίας 1950-1970 εξακολουθούν να αποτελούν πόλο έλξης για το θεατρόφιλο κοινό. Θα πρέπει να πλησιάζουν τις είκοσι οι παλιές κωμωδίες που ανέβηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια σε αθηναϊκές σκηνές οδηγώντας μας σε συγκρίσεις και κρίσεις για την αντοχή των έργων και την αποτελεσματικότητα των αναγνώσεών τους από τους/τις νεότερους/ες καλλιτέχνες/ιδες. Δεν είναι πάντα θετική η αποτίμηση--κορυφαία θέση ανάμεσα σε αυτά τα εγχειρήματα θα έλεγα πως κατέχουν η Θεία από το Σικάγο που διασκεύασε σε μουσική κωμωδία η Άννα Παναγιωτοπούλου (με τη συνεργασία του Σιδερή Πρίντεζη στις μουσικές επιλογές) αλλά και το Η γυνή να φοβήται τον άνδρα που παρουσίασαν πιο πρόσφατα ο Γιάννης Μπέζος και η Ναταλία Τσαλίκη (με εξαιρετικά τραγούδια της Δήμητρας Γαλάνη και της Λίνας Νικολακοπούλου). Στη στήλη με τις επιτυχίες πάντως θα πρόσθετα φέτος την επιστροφή στο Μικρό Παλλάς της κωμωδίας Μια τρελή τρελή σαραντάρα που στηρίζεται στο ομότιτλο σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης το 1970 με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου.
Η ιστορία της Τρελής τρελής σαραντάρας ξεκινάει στη δεκαετία του '50, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος γράφουν την κωμωδία Σαράντα και... Αν και ως χρονολογία συγγραφής του έργου αναφέρεται το 1957, η πρώτη του παρουσίαση γίνεται από τον θίασο της Μαίρης Αρώνη στο θέατρο Ακροπόλ τα Θεοφάνεια του 1960 (το έργο διαδέχτηκε τη Μαντώ Μαυρογένους του Γεωργίου Ρούσσου που παρουσίαζε στο Ακροπόλ η Μαίρη Αρώνη από τον Οκτώβριο του '59--ήταν η εποχή που, όπως γράφει σε ένα από τα βιβλία της η Σπεράντζα Βρανά, ο Βασίλης Μπουρνέλλης είχε ερωτευτεί παράφορα την πρόζα και έκανε απιστίες στη μεγάλη του αγάπη, την επιθεώρηση, παραχωρώντας τον ναό της σε θιάσους πρόζας).
Η Μαίρη Αρώνη ερμήνευσε σπιρτόζικα (αναφέρει το Θέατρο '60 του Θεόδωρου Κρίτα) τον ρόλο της Τζένης, της σαραντάρας χήρας που αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις της οικογένειάς της όταν προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Τα αδέλφια της έπαιξαν στην παράσταση του Ακροπόλ ο Ανδρέας Φιλιππίδης και η Μαρίκα Ραυτοπούλου. Τον ρόλο της Καίτης, της φίλης με την οποία η Τζένη μοιράζεται τα μυστικά της, ερμήνευσε η Λίλη Παπαγιάννη. Η Τασσώ Καββαδία έπαιζε τη στριμμένη οικονόμο του σπιτιού, την Αϊρίν, ενώ το υπηρετικό προσωπικό συμπλήρωναν η Αλίκη Ζαβερδινού (Τούλα) και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς (Αντρέας, σωφέρ). Τον κύριο Χατζηθωμά, υποψήφιο γαμπρό για την Τζένη, έπαιζε ο Χριστόφορος Χειμάρας. Ο Θεόδωρος Μορίδης εμφανιζόταν στον ρόλο του Ναύαρχου, ενώ τους άλλους οικογενειακούς φίλους της Τζένης έπαιζαν η Καίτη Χρονοπούλου (Ρίτα) και ο Σπύρος Ολύμπιος (Νάσος). Αξίζει να τονίσουμε ότι στο Σαράντα και... δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής το αντικείμενο του πόθου της Τζένης. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από εκείνον, αλλά εκείνος παραμένει απών (σύμφωνα με το Θέατρο ΄60, ακούγεται μόνο η φωνή του Αντρέα Μπάρκουλη σε ένα τραγούδι του Τάκη Μωράκη).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος ήταν πρωτοπόροι σε ό,τι αφορά το θέμα του έργου: το θεατρόφιλο κοινό σε όλον τον κόσμο απόλαυσε τις περιπέτειες της σαραντάρας που ερωτεύεται έναν άντρα νεότερό της μέσα από το έργο των Μπαριγιέ και Γκρεντί Σαράντα καράτια που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1966 (και στην Ελλάδα το 1968 από την Έλλη Λαμπέτη). Οι Διόσκουροι όμως παρουσίασαν το θέμα της ερωτευμένης σαραντάρας αρκετά χρόνια νωρίτερα. Μπορεί βέβαια ο άντρας που ερωτεύεται η Τζένη να μην είναι νεότερός της, ωστόσο οι προσπάθειες της σαραντάρας χήρας να χαρεί τον έρωτα κόντρα στις κοινωνικές προκαταλήψεις ήταν θέμα αρκετά ρηξικέλευθο για τα συντηρητικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας του '59-60...
Οι παραστάσεις του Σαράντα και... κράτησαν ενάμιση μήνα, μέχρι την 21η Φεβρουαρίου 1960 (ο θίασος της Αρώνη παρουσίασε στη συνέχεια το έργο Η διαβολεμένη μυλωνού του Αλεσάντρο Κάσονα), αλλά η Μαίρη Αρώνη συναντήθηκε και πάλι με τον ρόλο δέκα χρόνια μετά, στους ραδιοθαλάμους του τότε ΕΙΡ, στη ραδιοφωνική προσαρμογή του έργου (η οποία κυκλοφόρησε και σε CD με τη Ραδιοτηλεόραση πριν από λίγο καιρό). Στο πλευρό της Αρώνη και πάλι γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης, η Βίλμα Κύρου, ο Γιώργος Μοσχίδης, η Αλίκη Ζωγράφου κ.ά. Ωστόσο την ίδια χρονιά το Σαράντα και... αποκτά ένα μαζικό κοινό και περνά στην αθανασία, χάρη στη Φίνος Φιλμ, τον ίδιο τον Σακελλάριο που το διασκεύασε για το σινεμά, τον Γιάννη Δαλιανίδη που το σκηνοθέτησε και φυσικά τη Ρένα Βλαχοπούλου που ανέλαβε τον ρόλο της Τζένης.
Όταν στα τελευταία χρόνια της ζωής της οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν τη Ρένα ποια είναι η αγαπημένη της ταινία, εκείνη είχε πια εγκαταλείψει τις συνηθισμένες απαντήσεις της ("Όλες τις αγαπώ εξίσου", "Δεν θυμάμαι τα παλιά") και δήλωνε πως αγαπημένη της ταινία ήταν το Μια τρελή τρελή σαραντάρα: δεν επέλεγε τη Χαρτοπαίχτρα που για μεγάλη μερίδα κοινού και κριτικών είναι η πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της--και μάλιστα σε ρόλο που δεν γράφτηκε για εκείνη--ούτε κάποιο από τα μουσικοχορευτικά φιλμ που δικαίωναν τις μουσικοθεατρικές της καταβολές. Προτιμούσε τη Σαραντάρα: η ίδια έλεγε ότι απολάμβανε τους καβγάδες της με την κινηματογραφική αδελφή της Αιμιλία, την οποία αποκαλούσε χαριτωμένα Κοκάλω (παρατσούκλι που σκαρφίστηκε η ίδια η Ρένα στη διάρκεια των γυρισμάτων): η Τασσώ Καββαδία ερμήνευσε απολαυστικά τον ρόλο, μετατρέποντας σε κωμικό τον ρόλο της στρίγγλας που ερμήνευε σε δραματικές ταινίες για περισσότερο από 15 χρόνια--και αξίζει να υπενθυμίσω ότι μέχρι το τέλος της ζωής της η Καββαδία δεν έπαψε να λέει ότι από τις τόσες συμπρωταγωνίστριές της ξεχώριζε τη Ρένα Βλαχοπούλου για την αυθεντικότητα του ταλέντου της, την απλότητα του χαρακτήρα της και τη ζωντάνια της. Πέρα όμως από τους κινηματογραφικούς καβγάδες, υποπτεύομαι ότι η Ρένα προτιμούσε την ταινία αυτή επειδή το θέμα της την άγγιζε ιδιαίτερα: όπως η ηρωίδα, έτσι και η ίδια δεν δίστασε να φτιάξει τη ζωή της σε μια ηλικία κάπως προχωρημένη για τα δεδομένα της εποχής: γνώρισε (1965) και παντρεύτηκε (1967) τον τρίτο της σύζυγο, τον Γιώργο Λαφαζάνη όταν είχε πατήσει για... καλά τα σαράντα (ή, όπως συνήθιζε να λέει ο Σακελλάριος για τον εαυτό του, όταν τα είχε πια... ξεκοιλιάσει!), ενώ ερμήνευσε τη σαραντάρα Τζένη όταν είχε περάσει για τα καλά και τα... σαράντα πέντε--επιμελώς βλέπετε αποφεύγω να αναφέρω ακριβείς ηλικίες γιατί φοβάμαι μήπως την εκνευρίσω εκεί που είναι...
Στην ταινία η Ρένα δίνει το... συνηθισμένο ρεσιτάλ ερμηνείας της, πετώντας δολοφονικές ατάκες προς κάθε κατεύθυνση και προκαλώντας αβίαστο γέλιο. Πλαισιώνεται βέβαια και από εξαιρετικούς/ές ηθοποιούς: εκτός από την Καββαδία (που υπενθυμίζω ότι στο θεατρικό Σαράντα και... ερμήνευε την εξίσου στριμμένη οικονόμο του σπιτιού, την Ειρήνη που στην ταινία ερμηνεύει απολαυστικά η Πόπη Άλβα), εμφανίζονται ο Γιάννης Μιχαλόπουλος στον ρόλο του Ορέστη, η Μέλπω Ζαρόκωστα στον ρόλο της Καίτης, ο Γιώργος Γαβριηλίδης στον ρόλο του Χατζηθωμά και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς στον ρόλο του Καπετάνιου--υπενθυμίζω ότι και ο Καλλιβωκάς εμφανιζόταν ως σωφέρ στη θεατρική εκδοχή του έργου. Στην ταινία όμως εμφανίζεται επιτέλους και ο... Τάκης, δηλαδή ο άντρας που ερωτεύεται τρελά η τρελή σαραντάρα: τον υποδύεται ο γοητευτικότατος Αντρέας Μπάρκουλης (που στο θεατρικό Σαράντα και... ακουγόταν απλώς να τραγουδάει!). Η παρουσία του Τάκη δεν είναι απλώς απαίτηση του κινηματογραφικού μέσου για μια πιο ρεαλιστική παρουσίαση της ιστορίας της Τζένης: ενισχύει την ταύτιση του θεατή με τη λαχτάρα της ηρωίδας για ζωή, την ανάγκη της για επανάσταση και τη χαρά της για αυτή τη σπουδαία αλλαγή στη ζωή της.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες στο τέλος της σεζόν 1969-70 (στη διάρκεια της οποίας η Ρένα είχε ήδη θριαμβεύσει ως Παριζιάνα) και συγκεκριμένα στις 13 Απριλίου 1970. Οι κριτικές ήταν συνήθως επιφυλακτικές με τις ταινίες του λαϊκού σινεμά και έτσι δεν εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για την ταινία, τόνισαν όμως τη συμβολή της Ρένας με το μπρίο της και τον διασκεδαστικό οίστρο της. Στις αίθουσες Α΄ προβολής της πρωτεύουσας, η ταινία "έκοψε" 300.495 εισιτήρια και κατέκτησε τη 10η θέση στον πίνακα εισιτηρίων.
Πενήντα δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα του θεατρικού έργου και σαράντα δύο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας η τρελή σαραντάρα επέστρεψε στο θέατρο. Ο τίτλος που επιλέχθηκε για την παράσταση που έστησε με κέφι και γρήγορους ρυθμούς (ειδικά στο πρώτο μέρος) ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στη σκηνή του Μικρού Παλλάς είναι ο κινηματογραφικός και αυτό είναι σωστό εφόσον η παράσταση στηρίζεται κυρίως στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου: ο Θοδωρής Πετρόπουλος διασκεύασε το σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου (λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και το αρχικό κείμενο των Διόσκουρων), κρατώντας τα γεγονότα που παρουσιάζει η ταινία και αναπτύσσοντας κάποιες από τις αφηγήσεις των ηρώων σε ολοκληρωμένες σκηνές (η εναρκτήρια σκηνή στο κέντρο όπου εργάζεται ο Τάκης λειτουργεί εξαιρετικά ως εισαγωγή του έργου). Κρατήθηκαν επίσης τα δυο τραγούδια του Μίμη Πλέσσα που ακούγονται στην ταινία από τη Ρένα και τον Μπάρκουλη (το "Έχω δικαίωμα κι εγώ" τραγουδά ζωντανά στην παράσταση η Βίκυ Σταυροπούλου με πολύ κέφι). Κρατήθηκε τέλος--και αυτό είναι έκπληξη--το χορευτικό στο οποίο βρίσκεται μπλεγμένη η Τζένη για να ξεφύγει από τα μάτια του Χατζηθωμά και άλλων γνωστών της στο κέντρο όπου εμφανίζεται ο καλός της. Στην ταινία του Δαλιανίδη η σκηνή αυτή δίνει στη Ρένα Βλαχοπούλου την ευκαιρία να παρουσιάσει ένα κωμικό χορευτικό, μάλλον μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού σινεμά (κάτι που είχε επισημάνει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης συγκρίνοντάς το με ένα χορευτικό της Julie Andrews στο μιούζικαλ Star!), αφού καμιά άλλη ηθοποιός δεν έχει συνδυάσει με αυτόν τον τρόπο κωμικό παίξιμο και χορευτικές/ακροβατικές ικανότητες. Στη σκηνή (και ως ένα σημείο και στην... πλατεία!) του Μικρού Παλλάς η Βίκυ Σταυροπούλου βαδίζει ή, μάλλον, χορεύει στα χνάρια της αξέχαστης ηθοποιού και μας αιφνιδιάζει με τα ακροβατικά της καμώματα οδηγώντας σε μια απολαυστική κορύφωση το πρώτο μέρος της παράστασης.
Η Βίκυ Σταυροπούλου λοιπόν αναμετριέται με έναν ρόλο που έχει σφραγίσει η ερμηνεία της Ρένας Βλαχοπούλου. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για έναν/μία ηθοποιό να αναλαμβάνει ρόλους που ταυτίζονται στη συλλογική μνήμη του κοινού με τόσο μεγάλα ταλέντα. Η Βίκυ Σταυροπούλου τολμά να το κάνει και δεν χάνει. Είναι άδικο να τη συγκρίνει κανείς με τη Ρένα--και είναι ακόμα πιο άδικο να ισχυριστεί κανείς ότι η Σταυροπούλου προσπαθεί να μιμηθεί τη Ρένα. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς μακριά από τις προθέσεις της: και τις δυο ηθοποιούς χαρακτηρίζει η εξαιρετική αίσθηση του timing της ατάκας--βασικό χαρακτηριστικό των μεγάλων κωμικών--, η αμεσότητα και η ετοιμότητά τους πάνω στη σκηνή, αλλά ο τρόπος που παίζουν είναι διαφορετικός. Η Ρένα Βλαχοπούλου ως σαραντάρα Τζένη είναι μια φοβισμένη επαναστάτρια: όπως θα άρμοζε σε μια ώριμη γυναίκα πριν από τέσσερις δεκαετίες, επιθυμεί να χαρεί τον έρωτα με τον Τάκη αλλά δεν της είναι εύκολο να σπάσει τα κοινωνικά δεσμά. Η Βίκυ Σταυροπούλου ως σαραντάρα Τζένη είναι πιο θαρραλέα. Ίσως επειδή το έργο παίζεται σήμερα, ίσως επειδή έτσι ταιριάζει περισσότερο στη δική της ιδιοσυγκρασία, η Σταυροπούλου επαναστατεί με λιγότερες ενοχές, είναι πιο διεκδικητική και εκδηλώνει με μεγαλύτερη ευκολία την ερωτική λαχτάρα της για τον Τάκη. Ετοιμόλογη, δυναμική, απρόβλεπτη κάποιες φορές, η Σταυροπούλου σηκώνει με ευκολία την παράσταση του Μικρού Παλλάς στους ώμους της, δίχως όμως να επισκιάζει τις ωραίες ερμηνείες των συναδέλφων της.
Έτσι, λάμπουν στη σκηνή (αλλά και στην πλατεία!) του Μικρού Παλλάς τα "αδέλφια" της: ο Δημήτρης Μαυρόπουλος και η Ελένη Κρίτα είναι πολύ καλοί στους ρόλους τους καταφέρνοντας--ιδιαίτερα η δεύτερη--να γίνουν αντιπαθητικοί στο κοινό. Εξίσου... αντιπαθητική είναι και η Νεφέλη Ορφανού, μακριά από τις υπερβολές του παρελθόντος, καταφέρνει αποτελεσματικά να κάνει δύσκολη τη ζωή της Τζένης. Προσπαθεί όμως να την κάνει πιο εύκολη η Βάσω Γουλιελμάκη, ως φίλη της Τζένης, και μας κερδίζει με τη συνωμοτική της διάθεση και την αφοσίωσή της στη φίλη της. Απολαυστικός ως Χατζηθωμάς, δίχως να παραπέμπει καθόλου στον Γιώργο Γαβριηλίδη, είναι ο Στράτος Χρήστου. Ο Κωνσταντίνος Κακούρης προσφέρει μια διακριτικά γοητευτική παρουσία ως Τάκης. Τη διανομή συμπληρώνουν ο Γιώργος Δεπάστας ως Καπετάνιος, ο χορευτής Ivan Svitailo, που βοηθάει τη Βίκυ Σταυροπούλου να απογειωθεί αλλά και να προσγειωθεί, και ο Μάρκος Μπούγιας στον ρόλο του σωφέρ. Αν δεν τον δείτε να υποκλίνεται στο φινάλε του έργου μην απορήσετε: ο Μάρκος Μπούγιας είναι ο ταξιθέτης του Μικρού Παλλάς και προφανώς έχει ήδη επιστρέψει στα καθήκοντά του πριν ανάψουν και πάλι τα φώτα της πλατείας.
Η Μαρία Τσαγκάρη αξιοποίησε τις περιορισμένες δυνατότητες της σκηνής του Μικρού Παλλάς για να στήσει τα σκηνικά του έργου, ενώ τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου παραπέμπουν στην εποχή που εκτυλίσσεται η υπόθεση του έργου (τέλος της δεκαετίας του '60, αρχές του '70). Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και η μουσική επιμέλεια (και διδασκαλία) του Αλέξιου Πρίφτη συμβάλλουν στην επιτυχία της παράστασης που σας προτείνω να δείτε: θα φύγετε από το θέατρο με περισσότερη αισιοδοξία και με κέφι που μεταδίδουν... "ύπουλα" οι ηθοποιοί της.
Και δυο ρενο-φανατικές σκέψεις που έκανα βλέποντας την παράσταση. Η πρώτη αφορά τη Ρένα Βλαχοπούλου. Χαιρόμουν την ερμηνεία της Σταυροπούλου, αλλά το μυαλό μου πήγαινε συχνά στο παίξιμο της Ρένας. Επειδή ακριβώς οι ερμηνείες τους είναι διαφορετικές, ανακάλυπτα ξανά μέσα από τη μνήμη μου τους τρόπους με τους οποίους η Ρένα έλεγε τις ατάκες της ή συνομιλούσε με τους/τις άλλους/ες ηθοποιούς. Η καινούρια ανάγνωση του έργου από τη Βίκυ Σταυροπούλου ενίσχυσε την ανάμνηση της Ρένας και της δικιάς της υποκριτικής--δίχως όμως αυτό να αποβαίνει σε βάρος της Σταυροπούλου. Η δεύτερη σκέψη αφορά τη Βίκυ Σταυροπούλου: πρόκειται μάλλον για ανάμνηση, καθώς τη θυμάμαι, μαζί με τον φίλο και συγκάτοικό της Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, στην κηδεία της Ρένας Βλαχοπούλου. Διακριτικές παρουσίες κι οι δυο τους, ένιωσα πολύ όμορφα που ήρθαν, ηθοποιοί εκείνοι νεότερης γενιάς που μπορεί να μη συνεργάστηκαν μαζί της αλλά ένιωσαν προφανώς την ανάγκη να αποχαιρετίσουν μια γυναίκα που σημάδεψε τον χώρο τους και ίσως τη θεωρούσαν και δασκάλα τους. Τη στιγμή που άλλοι/ες καλλιτέχνες/ιδες που βρίσκονταν πιο "κοντά" στη Ρένα δεν ήρθαν για εκείνο το τελευταίο αντίο, η διακριτική παρουσία της Σταυροπούλου και του Χατζηπαναγιώτη, το ζεστό εκείνο μεσημέρι του Ιουλίου, μαρτυρούσε πολλά για το ήθος τους.
Η ιστορία της Τρελής τρελής σαραντάρας ξεκινάει στη δεκαετία του '50, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος γράφουν την κωμωδία Σαράντα και... Αν και ως χρονολογία συγγραφής του έργου αναφέρεται το 1957, η πρώτη του παρουσίαση γίνεται από τον θίασο της Μαίρης Αρώνη στο θέατρο Ακροπόλ τα Θεοφάνεια του 1960 (το έργο διαδέχτηκε τη Μαντώ Μαυρογένους του Γεωργίου Ρούσσου που παρουσίαζε στο Ακροπόλ η Μαίρη Αρώνη από τον Οκτώβριο του '59--ήταν η εποχή που, όπως γράφει σε ένα από τα βιβλία της η Σπεράντζα Βρανά, ο Βασίλης Μπουρνέλλης είχε ερωτευτεί παράφορα την πρόζα και έκανε απιστίες στη μεγάλη του αγάπη, την επιθεώρηση, παραχωρώντας τον ναό της σε θιάσους πρόζας).
Η Μαίρη Αρώνη ερμήνευσε σπιρτόζικα (αναφέρει το Θέατρο '60 του Θεόδωρου Κρίτα) τον ρόλο της Τζένης, της σαραντάρας χήρας που αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις της οικογένειάς της όταν προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Τα αδέλφια της έπαιξαν στην παράσταση του Ακροπόλ ο Ανδρέας Φιλιππίδης και η Μαρίκα Ραυτοπούλου. Τον ρόλο της Καίτης, της φίλης με την οποία η Τζένη μοιράζεται τα μυστικά της, ερμήνευσε η Λίλη Παπαγιάννη. Η Τασσώ Καββαδία έπαιζε τη στριμμένη οικονόμο του σπιτιού, την Αϊρίν, ενώ το υπηρετικό προσωπικό συμπλήρωναν η Αλίκη Ζαβερδινού (Τούλα) και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς (Αντρέας, σωφέρ). Τον κύριο Χατζηθωμά, υποψήφιο γαμπρό για την Τζένη, έπαιζε ο Χριστόφορος Χειμάρας. Ο Θεόδωρος Μορίδης εμφανιζόταν στον ρόλο του Ναύαρχου, ενώ τους άλλους οικογενειακούς φίλους της Τζένης έπαιζαν η Καίτη Χρονοπούλου (Ρίτα) και ο Σπύρος Ολύμπιος (Νάσος). Αξίζει να τονίσουμε ότι στο Σαράντα και... δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής το αντικείμενο του πόθου της Τζένης. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από εκείνον, αλλά εκείνος παραμένει απών (σύμφωνα με το Θέατρο ΄60, ακούγεται μόνο η φωνή του Αντρέα Μπάρκουλη σε ένα τραγούδι του Τάκη Μωράκη).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος ήταν πρωτοπόροι σε ό,τι αφορά το θέμα του έργου: το θεατρόφιλο κοινό σε όλον τον κόσμο απόλαυσε τις περιπέτειες της σαραντάρας που ερωτεύεται έναν άντρα νεότερό της μέσα από το έργο των Μπαριγιέ και Γκρεντί Σαράντα καράτια που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1966 (και στην Ελλάδα το 1968 από την Έλλη Λαμπέτη). Οι Διόσκουροι όμως παρουσίασαν το θέμα της ερωτευμένης σαραντάρας αρκετά χρόνια νωρίτερα. Μπορεί βέβαια ο άντρας που ερωτεύεται η Τζένη να μην είναι νεότερός της, ωστόσο οι προσπάθειες της σαραντάρας χήρας να χαρεί τον έρωτα κόντρα στις κοινωνικές προκαταλήψεις ήταν θέμα αρκετά ρηξικέλευθο για τα συντηρητικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας του '59-60...
Οι παραστάσεις του Σαράντα και... κράτησαν ενάμιση μήνα, μέχρι την 21η Φεβρουαρίου 1960 (ο θίασος της Αρώνη παρουσίασε στη συνέχεια το έργο Η διαβολεμένη μυλωνού του Αλεσάντρο Κάσονα), αλλά η Μαίρη Αρώνη συναντήθηκε και πάλι με τον ρόλο δέκα χρόνια μετά, στους ραδιοθαλάμους του τότε ΕΙΡ, στη ραδιοφωνική προσαρμογή του έργου (η οποία κυκλοφόρησε και σε CD με τη Ραδιοτηλεόραση πριν από λίγο καιρό). Στο πλευρό της Αρώνη και πάλι γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Γιάννης Γκιωνάκης, η Βίλμα Κύρου, ο Γιώργος Μοσχίδης, η Αλίκη Ζωγράφου κ.ά. Ωστόσο την ίδια χρονιά το Σαράντα και... αποκτά ένα μαζικό κοινό και περνά στην αθανασία, χάρη στη Φίνος Φιλμ, τον ίδιο τον Σακελλάριο που το διασκεύασε για το σινεμά, τον Γιάννη Δαλιανίδη που το σκηνοθέτησε και φυσικά τη Ρένα Βλαχοπούλου που ανέλαβε τον ρόλο της Τζένης.
Όταν στα τελευταία χρόνια της ζωής της οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν τη Ρένα ποια είναι η αγαπημένη της ταινία, εκείνη είχε πια εγκαταλείψει τις συνηθισμένες απαντήσεις της ("Όλες τις αγαπώ εξίσου", "Δεν θυμάμαι τα παλιά") και δήλωνε πως αγαπημένη της ταινία ήταν το Μια τρελή τρελή σαραντάρα: δεν επέλεγε τη Χαρτοπαίχτρα που για μεγάλη μερίδα κοινού και κριτικών είναι η πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της--και μάλιστα σε ρόλο που δεν γράφτηκε για εκείνη--ούτε κάποιο από τα μουσικοχορευτικά φιλμ που δικαίωναν τις μουσικοθεατρικές της καταβολές. Προτιμούσε τη Σαραντάρα: η ίδια έλεγε ότι απολάμβανε τους καβγάδες της με την κινηματογραφική αδελφή της Αιμιλία, την οποία αποκαλούσε χαριτωμένα Κοκάλω (παρατσούκλι που σκαρφίστηκε η ίδια η Ρένα στη διάρκεια των γυρισμάτων): η Τασσώ Καββαδία ερμήνευσε απολαυστικά τον ρόλο, μετατρέποντας σε κωμικό τον ρόλο της στρίγγλας που ερμήνευε σε δραματικές ταινίες για περισσότερο από 15 χρόνια--και αξίζει να υπενθυμίσω ότι μέχρι το τέλος της ζωής της η Καββαδία δεν έπαψε να λέει ότι από τις τόσες συμπρωταγωνίστριές της ξεχώριζε τη Ρένα Βλαχοπούλου για την αυθεντικότητα του ταλέντου της, την απλότητα του χαρακτήρα της και τη ζωντάνια της. Πέρα όμως από τους κινηματογραφικούς καβγάδες, υποπτεύομαι ότι η Ρένα προτιμούσε την ταινία αυτή επειδή το θέμα της την άγγιζε ιδιαίτερα: όπως η ηρωίδα, έτσι και η ίδια δεν δίστασε να φτιάξει τη ζωή της σε μια ηλικία κάπως προχωρημένη για τα δεδομένα της εποχής: γνώρισε (1965) και παντρεύτηκε (1967) τον τρίτο της σύζυγο, τον Γιώργο Λαφαζάνη όταν είχε πατήσει για... καλά τα σαράντα (ή, όπως συνήθιζε να λέει ο Σακελλάριος για τον εαυτό του, όταν τα είχε πια... ξεκοιλιάσει!), ενώ ερμήνευσε τη σαραντάρα Τζένη όταν είχε περάσει για τα καλά και τα... σαράντα πέντε--επιμελώς βλέπετε αποφεύγω να αναφέρω ακριβείς ηλικίες γιατί φοβάμαι μήπως την εκνευρίσω εκεί που είναι...
Στην ταινία η Ρένα δίνει το... συνηθισμένο ρεσιτάλ ερμηνείας της, πετώντας δολοφονικές ατάκες προς κάθε κατεύθυνση και προκαλώντας αβίαστο γέλιο. Πλαισιώνεται βέβαια και από εξαιρετικούς/ές ηθοποιούς: εκτός από την Καββαδία (που υπενθυμίζω ότι στο θεατρικό Σαράντα και... ερμήνευε την εξίσου στριμμένη οικονόμο του σπιτιού, την Ειρήνη που στην ταινία ερμηνεύει απολαυστικά η Πόπη Άλβα), εμφανίζονται ο Γιάννης Μιχαλόπουλος στον ρόλο του Ορέστη, η Μέλπω Ζαρόκωστα στον ρόλο της Καίτης, ο Γιώργος Γαβριηλίδης στον ρόλο του Χατζηθωμά και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς στον ρόλο του Καπετάνιου--υπενθυμίζω ότι και ο Καλλιβωκάς εμφανιζόταν ως σωφέρ στη θεατρική εκδοχή του έργου. Στην ταινία όμως εμφανίζεται επιτέλους και ο... Τάκης, δηλαδή ο άντρας που ερωτεύεται τρελά η τρελή σαραντάρα: τον υποδύεται ο γοητευτικότατος Αντρέας Μπάρκουλης (που στο θεατρικό Σαράντα και... ακουγόταν απλώς να τραγουδάει!). Η παρουσία του Τάκη δεν είναι απλώς απαίτηση του κινηματογραφικού μέσου για μια πιο ρεαλιστική παρουσίαση της ιστορίας της Τζένης: ενισχύει την ταύτιση του θεατή με τη λαχτάρα της ηρωίδας για ζωή, την ανάγκη της για επανάσταση και τη χαρά της για αυτή τη σπουδαία αλλαγή στη ζωή της.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες στο τέλος της σεζόν 1969-70 (στη διάρκεια της οποίας η Ρένα είχε ήδη θριαμβεύσει ως Παριζιάνα) και συγκεκριμένα στις 13 Απριλίου 1970. Οι κριτικές ήταν συνήθως επιφυλακτικές με τις ταινίες του λαϊκού σινεμά και έτσι δεν εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για την ταινία, τόνισαν όμως τη συμβολή της Ρένας με το μπρίο της και τον διασκεδαστικό οίστρο της. Στις αίθουσες Α΄ προβολής της πρωτεύουσας, η ταινία "έκοψε" 300.495 εισιτήρια και κατέκτησε τη 10η θέση στον πίνακα εισιτηρίων.
Πενήντα δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα του θεατρικού έργου και σαράντα δύο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας η τρελή σαραντάρα επέστρεψε στο θέατρο. Ο τίτλος που επιλέχθηκε για την παράσταση που έστησε με κέφι και γρήγορους ρυθμούς (ειδικά στο πρώτο μέρος) ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στη σκηνή του Μικρού Παλλάς είναι ο κινηματογραφικός και αυτό είναι σωστό εφόσον η παράσταση στηρίζεται κυρίως στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου: ο Θοδωρής Πετρόπουλος διασκεύασε το σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου (λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και το αρχικό κείμενο των Διόσκουρων), κρατώντας τα γεγονότα που παρουσιάζει η ταινία και αναπτύσσοντας κάποιες από τις αφηγήσεις των ηρώων σε ολοκληρωμένες σκηνές (η εναρκτήρια σκηνή στο κέντρο όπου εργάζεται ο Τάκης λειτουργεί εξαιρετικά ως εισαγωγή του έργου). Κρατήθηκαν επίσης τα δυο τραγούδια του Μίμη Πλέσσα που ακούγονται στην ταινία από τη Ρένα και τον Μπάρκουλη (το "Έχω δικαίωμα κι εγώ" τραγουδά ζωντανά στην παράσταση η Βίκυ Σταυροπούλου με πολύ κέφι). Κρατήθηκε τέλος--και αυτό είναι έκπληξη--το χορευτικό στο οποίο βρίσκεται μπλεγμένη η Τζένη για να ξεφύγει από τα μάτια του Χατζηθωμά και άλλων γνωστών της στο κέντρο όπου εμφανίζεται ο καλός της. Στην ταινία του Δαλιανίδη η σκηνή αυτή δίνει στη Ρένα Βλαχοπούλου την ευκαιρία να παρουσιάσει ένα κωμικό χορευτικό, μάλλον μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού σινεμά (κάτι που είχε επισημάνει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης συγκρίνοντάς το με ένα χορευτικό της Julie Andrews στο μιούζικαλ Star!), αφού καμιά άλλη ηθοποιός δεν έχει συνδυάσει με αυτόν τον τρόπο κωμικό παίξιμο και χορευτικές/ακροβατικές ικανότητες. Στη σκηνή (και ως ένα σημείο και στην... πλατεία!) του Μικρού Παλλάς η Βίκυ Σταυροπούλου βαδίζει ή, μάλλον, χορεύει στα χνάρια της αξέχαστης ηθοποιού και μας αιφνιδιάζει με τα ακροβατικά της καμώματα οδηγώντας σε μια απολαυστική κορύφωση το πρώτο μέρος της παράστασης.
Η Βίκυ Σταυροπούλου λοιπόν αναμετριέται με έναν ρόλο που έχει σφραγίσει η ερμηνεία της Ρένας Βλαχοπούλου. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για έναν/μία ηθοποιό να αναλαμβάνει ρόλους που ταυτίζονται στη συλλογική μνήμη του κοινού με τόσο μεγάλα ταλέντα. Η Βίκυ Σταυροπούλου τολμά να το κάνει και δεν χάνει. Είναι άδικο να τη συγκρίνει κανείς με τη Ρένα--και είναι ακόμα πιο άδικο να ισχυριστεί κανείς ότι η Σταυροπούλου προσπαθεί να μιμηθεί τη Ρένα. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς μακριά από τις προθέσεις της: και τις δυο ηθοποιούς χαρακτηρίζει η εξαιρετική αίσθηση του timing της ατάκας--βασικό χαρακτηριστικό των μεγάλων κωμικών--, η αμεσότητα και η ετοιμότητά τους πάνω στη σκηνή, αλλά ο τρόπος που παίζουν είναι διαφορετικός. Η Ρένα Βλαχοπούλου ως σαραντάρα Τζένη είναι μια φοβισμένη επαναστάτρια: όπως θα άρμοζε σε μια ώριμη γυναίκα πριν από τέσσερις δεκαετίες, επιθυμεί να χαρεί τον έρωτα με τον Τάκη αλλά δεν της είναι εύκολο να σπάσει τα κοινωνικά δεσμά. Η Βίκυ Σταυροπούλου ως σαραντάρα Τζένη είναι πιο θαρραλέα. Ίσως επειδή το έργο παίζεται σήμερα, ίσως επειδή έτσι ταιριάζει περισσότερο στη δική της ιδιοσυγκρασία, η Σταυροπούλου επαναστατεί με λιγότερες ενοχές, είναι πιο διεκδικητική και εκδηλώνει με μεγαλύτερη ευκολία την ερωτική λαχτάρα της για τον Τάκη. Ετοιμόλογη, δυναμική, απρόβλεπτη κάποιες φορές, η Σταυροπούλου σηκώνει με ευκολία την παράσταση του Μικρού Παλλάς στους ώμους της, δίχως όμως να επισκιάζει τις ωραίες ερμηνείες των συναδέλφων της.
Έτσι, λάμπουν στη σκηνή (αλλά και στην πλατεία!) του Μικρού Παλλάς τα "αδέλφια" της: ο Δημήτρης Μαυρόπουλος και η Ελένη Κρίτα είναι πολύ καλοί στους ρόλους τους καταφέρνοντας--ιδιαίτερα η δεύτερη--να γίνουν αντιπαθητικοί στο κοινό. Εξίσου... αντιπαθητική είναι και η Νεφέλη Ορφανού, μακριά από τις υπερβολές του παρελθόντος, καταφέρνει αποτελεσματικά να κάνει δύσκολη τη ζωή της Τζένης. Προσπαθεί όμως να την κάνει πιο εύκολη η Βάσω Γουλιελμάκη, ως φίλη της Τζένης, και μας κερδίζει με τη συνωμοτική της διάθεση και την αφοσίωσή της στη φίλη της. Απολαυστικός ως Χατζηθωμάς, δίχως να παραπέμπει καθόλου στον Γιώργο Γαβριηλίδη, είναι ο Στράτος Χρήστου. Ο Κωνσταντίνος Κακούρης προσφέρει μια διακριτικά γοητευτική παρουσία ως Τάκης. Τη διανομή συμπληρώνουν ο Γιώργος Δεπάστας ως Καπετάνιος, ο χορευτής Ivan Svitailo, που βοηθάει τη Βίκυ Σταυροπούλου να απογειωθεί αλλά και να προσγειωθεί, και ο Μάρκος Μπούγιας στον ρόλο του σωφέρ. Αν δεν τον δείτε να υποκλίνεται στο φινάλε του έργου μην απορήσετε: ο Μάρκος Μπούγιας είναι ο ταξιθέτης του Μικρού Παλλάς και προφανώς έχει ήδη επιστρέψει στα καθήκοντά του πριν ανάψουν και πάλι τα φώτα της πλατείας.
Η Μαρία Τσαγκάρη αξιοποίησε τις περιορισμένες δυνατότητες της σκηνής του Μικρού Παλλάς για να στήσει τα σκηνικά του έργου, ενώ τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου παραπέμπουν στην εποχή που εκτυλίσσεται η υπόθεση του έργου (τέλος της δεκαετίας του '60, αρχές του '70). Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και η μουσική επιμέλεια (και διδασκαλία) του Αλέξιου Πρίφτη συμβάλλουν στην επιτυχία της παράστασης που σας προτείνω να δείτε: θα φύγετε από το θέατρο με περισσότερη αισιοδοξία και με κέφι που μεταδίδουν... "ύπουλα" οι ηθοποιοί της.
Και δυο ρενο-φανατικές σκέψεις που έκανα βλέποντας την παράσταση. Η πρώτη αφορά τη Ρένα Βλαχοπούλου. Χαιρόμουν την ερμηνεία της Σταυροπούλου, αλλά το μυαλό μου πήγαινε συχνά στο παίξιμο της Ρένας. Επειδή ακριβώς οι ερμηνείες τους είναι διαφορετικές, ανακάλυπτα ξανά μέσα από τη μνήμη μου τους τρόπους με τους οποίους η Ρένα έλεγε τις ατάκες της ή συνομιλούσε με τους/τις άλλους/ες ηθοποιούς. Η καινούρια ανάγνωση του έργου από τη Βίκυ Σταυροπούλου ενίσχυσε την ανάμνηση της Ρένας και της δικιάς της υποκριτικής--δίχως όμως αυτό να αποβαίνει σε βάρος της Σταυροπούλου. Η δεύτερη σκέψη αφορά τη Βίκυ Σταυροπούλου: πρόκειται μάλλον για ανάμνηση, καθώς τη θυμάμαι, μαζί με τον φίλο και συγκάτοικό της Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, στην κηδεία της Ρένας Βλαχοπούλου. Διακριτικές παρουσίες κι οι δυο τους, ένιωσα πολύ όμορφα που ήρθαν, ηθοποιοί εκείνοι νεότερης γενιάς που μπορεί να μη συνεργάστηκαν μαζί της αλλά ένιωσαν προφανώς την ανάγκη να αποχαιρετίσουν μια γυναίκα που σημάδεψε τον χώρο τους και ίσως τη θεωρούσαν και δασκάλα τους. Τη στιγμή που άλλοι/ες καλλιτέχνες/ιδες που βρίσκονταν πιο "κοντά" στη Ρένα δεν ήρθαν για εκείνο το τελευταίο αντίο, η διακριτική παρουσία της Σταυροπούλου και του Χατζηπαναγιώτη, το ζεστό εκείνο μεσημέρι του Ιουλίου, μαρτυρούσε πολλά για το ήθος τους.