Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Έφυγε η γιαγιά Δανάη...

Ετοίμαζα μια ανάρτηση για τον Κώστα Γιαννίδη, που χτες συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τον θάνατό του, και, γράφοντας για την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το "Θα ξανάρθεις", έστελνα χαιρετίσματα στην αγαπημένη μας γιαγιά Δανάη. Λίγη ώρα μετά μου τηλεφώνησε ένας φίλος για να μου πει ότι η Δανάη, η μεγάλη μας Δανάη Στρατηγοπούλου πέθανε σήμερα το πρωί, πλήρης ημερών, στα 96 της χρόνια. Θα ακολουθήσει φυσικά αφιέρωμα στη Δανάη λίγο αργότερα. Προς το παρόν, ας την ακούσουμε από την τελευταία της δισκογραφική δουλειά να μας τραγουδάει το πρώτο της τραγούδι, το "Θα ξανάρθεις" των Κώστα Γιαννίδη-Αλέκου Σακελλάριου. Γιαγιά Δανάη, καλό σου ταξίδι...

Κώστας Γιαννίδης

Το Σαββατοκύριακο αυτό συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατο δύο σπουδαίων ελλήνων συνθετών. Στις 17 Ιανουαρίου 1984 πέθανε ο κορυφαίος συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού Κώστας Γιαννίδης και την επόμενη μέρα, στις 18 Ιανουαρίου 1984, πέθανε ο κορυφαίος συνθέτης του ρεμπέτικου Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δοξάστηκε όσο ζούσε, δοξάζεται, δικαίως, και τώρα που έφυγε από τη ζωή. Ο Κώστας Γιαννίδης όμως, θύμα της μοίρας του «ελαφρού» τραγουδιού, έχει κάπως ξεχαστεί. Χρέος λοιπόν του blog αυτού να θυμηθεί αυτή την τεράστια μουσική προσωπικότητα—καθώς μάλιστα συναντήθηκε αρκετά και με τη Ρένα Βλαχοπούλου στα πρώτα βήματα της καριέρας της.


Αν ο Αττίκ και ο Χρήστος Χαιρόπουλος ήταν οι δυο σημαντικότεροι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού που πρωταγωνίστησαν στη δεκαετία του ’20, ο Κώστας Γιαννίδης μαζί με τον Μιχάλη Σουγιούλ είναι οι καινούριοι πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ’30 (δίχως φυσικά να επισκιάζουν το έργο των άλλων δύο μεγάλων δημιουργών). Το ιδιαίτερο με τον Κώστα Γιαννίδη είναι ότι διέπρεψε όχι μόνο στο ελαφρό τραγούδι αλλά και στη λεγόμενη σοβαρή ή λόγια μουσική: με το αληθινό του όνομα, Γιάννης Κωνσταντινίδης, έγραψε σημαντικά έργα για πιάνο αλλά και για ορχήστρα. Αυτή του η δραστηριότητα είναι φυσικά απόρροια των σημαντικών μουσικών σπουδών του, οπότε ας πάρουμε το νήμα από την αρχή...


Το ξεκίνημα

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1903. Γόνος εύπορης οικογένειας, είδε από πολύ μικρός θέατρο (στην αγκαλιά της νονάς του, όπως θυμόταν στην εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου Οι παλιοί μας φίλοι, είδε την πρώτη του παράσταση που ήταν απογοήτευση για εκείνον γιατί για κάποιον λόγο περίμενε ότι θα έβλεπε θηρία επί σκηνής!) και φυσικά σπούδασε μουσική. Λίγο πριν την καταστροφή του 1922 η οικογένειά του τον έστειλε στη Γερμανία για να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του. Μαθήτευσε δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους: Καρλ Ράισλερ (πιάνο), Πάουλ Γιουάν (ανώτερα θεωρητικά και σύνθεση), Καρλ Έρενσμπεργκ (διεύθυνση ορχήστρας) και Κουρτ Βάιλ (ενορχήστρωση—πριν ο Βάιλ γίνει ο διάσημος συνθέτης των έργων του Μπρεχτ, τον καιρό που ήταν μαθητής του και ο Νίκος Σκαλκώτας, φίλος του Κώστα Γιαννίδη). Λόγω της καταστροφής της Σμύρνης όμως, η οικογένειά του δεν μπορεί πλέον να τον συντηρεί και έτσι αναγκάζεται να δουλέψει σε διάφορα μουσικά πόστα: πιανίστας σε καμπαρέ, ζαχαραπλαστεία, μπαρ, στον βωβό κινηματογράφο, στο ραδιόφωνο. Σύντομα θα ασχοληθεί και με το θέατρο. Γράφει την πρώτη του οπερέτα (Το μικρόβιο της αγάπης) για ένα επαρχιακό θέατρο της Βόρειας Γερμανίας την οποία ενορχηστρώνει με τη βοήθεια του φίλου του Νίκου Σκαλκώτα. Όλες αυτές του οι δραστηριότητες τον βοηθούν να γνωρίσει καλά τα μυστικά της ελαφράς μουσικής και του μουσικού θεάτρου, μυστικά που θα του φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα λίγο καιρό αργότερα, στην Ελλάδα.


Επέστρεψε το 1931 στην Ελλάδα, για να συνοδέψει ελληνολάτρεις φίλους του σε διακοπές στην Αστυπάλαια και, γοητευμένος από το ελληνικό τοπίο, «κόλλησε» εδώ. Άλλωστε η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία δεν ευνοούσε την επιστροφή του εκεί. Γνωρίζεται με τον Δημήτρη Γιαννουκάκη και γράφει μαζί του την πρώτη του οπερέτα: Η κουμπάρα μας. Απογοητεύεται από τον τρόπο που λειτουργεί το αθηναϊκό θέατρο (η Κουμπάρα παίχτηκε μόνο για δεκαπέντε μέρες γιατί ο θιασάρχης Παπαϊωάννου έπρεπε να φύγει στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε κάποιο συμβόλαιο) και προτιμά να γράφει μουσική για θεατρικά έργα που ανέβαιναν κυρίως καλοκαίρι και γνώριζαν μεγαλύτερη επιτυχία από τις χειμερινιές παραστάσεις, για να μην πηγαίνει χαμένος ο κόπος του! Η πρώτη του επιθεώρηση είχε τίτλο Αέρας Φρέσκος και ανέβηκε στο θέατρο «Εντέν» του Θησείου—τότε που το Θησείο θεωρούνταν εξοχή... Ο Γιαννουκάκης του λέει ότι δεν μπορεί να υπογράφει τα έργα με το ονόμα «Γ. Κωνσταντινίδης» γιατί το κοινό θα τον μπερδεύει με τον καταξιωμένο συνθέτη Γρηγόρη Κωνσταντινίδη. Έτσι σκέφτονται και οι δυο το ψευδώνυμο «Κώστας Γιαννίδης» (για τους φίλους του όμως παρέμεινε ο Γιάγκος!).


Αξέχαστα τραγούδια...

Για τα πρώτα του έργα έγραψε μαζί με τον Γιαννουκάκη μερικά τραγούδια (από τα οποία το πιο γνωστό είναι το «Ξέχασέ με») ωστόσο η πρώτη ουσιαστικά μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1933 όταν έγραψε μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο Αλέκο Σακελλάριο το περίφημο «Θα ξανάρθεις» που τραγούδησε η επίσης πρωτοεμφανιζόμενη στη δισκογραφία Δανάη Στρατηγοπούλου. Το τραγούδι αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, παρόλο που δεν ήταν θεατρικό τραγούδι, δεν ξεκίνησε δηλαδή την καριέρα του από κάποια επιθεώρηση, όπως γινόταν τότε, και αυτό, έλεγε ο Γιαννίδης, αποδείκνυε τη μεγάλη ερμηνευτική δύναμη της Δανάης. Το ηχογράφησαν και άλλοι/ες σε δίσκο, ωστόσο η εκτέλεση της Δανάης ήταν αυτή που αγαπήθηκε και έμεινε στον χρόνο. Η ίδια η Δανάη όμως δεν ήταν ευχαριστημένη από την ερμηνεία της αυτή. Θεωρούσε ότι ήταν λίγο «επιθετική», έτσι το 1977 αποφάσισε να το ηχογραφήσει ξανά, ολοκληρώνοντας τη δισκογραφική της καριέρα με το ίδιο τραγούδι που όμως το ερμήνευσε πλέον με τον τρόπο που εκείνη ήθελε, τρυφερά. Αυτήν την ηχογράφηση ακούμε εδώ στο blog, στέλνοντας την αγάπη μας στη γιαγιά Δανάη.


Μετά το «Θα ξανάρθεις», ο Κώστας Γιαννίδης γίνεται πλέον ο αγαπημένος του αθηναϊκού κοινού. Κάθε χρόνο χαρίζει στο θεατρόφιλο κοινό της πρωτεύουσας (αλλά και στο μουσικόφιλο κοινό όλης της Ελλάδας, αρχικά μέσα από τους δίσκους και έπειτα από τη Ραδιοφωνία) καινούριες επιτυχίες. Συνεργάζεται με όλες τις μεγάλες φωνές του ελαφρού τραγουδιού: την Κάκια Μένδρη («Μην περιμένεις», «Ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες, ποτέ σου»), τον Κώστα Μανιατάκη («Κι όλο μου λες πως πια δεν μ’ αγαπάς, γιατί, γιατί, γιατί»), τον Νίκο Περδίκη («Δως μου δυο φιλιά κι ας είναι ψεύτικα»), την Κούλα Νικολαΐδου («Θα ‘ρθω μια νύχτα με φεγγάρι»). Κάποια από τα τραγούδια του λανσάρουν ηθοποιοί στις παραστάσεις: ο Πέτρος Κυριακός και η Μαρία Καλουτά τραγουδούν το «Λες και ήταν χτες» και το «Σπιτάκι μου παλιό».

Ας ακούσουμε σ' αυτό το σημείο την αδελφή της Μαρίας Καλουτά, τη θαλερή Άννα, να ερμηνεύει το "Λες και ήταν χτες" και το "Σπιτάκι μου παλιό" από την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου Οι παλιοί μας φίλοι (1983).




Η Σοφία Βέμπο τραγουδά Κώστα Γιαννίδη

Η συνάντηση όμως που σημάδεψε ανεξίτηλα αυτή την περίοδο του ελληνικού τραγουδιού ήταν η συνεργασία του Κώστα Γιαννίδη με τη μεγάλη Σοφία Βέμπο. Για τη φωνή της Σοφίας Βέμπο ο Γιαννίδης θα κάνει την επανάστασή του: δεν αντέχει να γράφει πια μόνο ταγκό (όπως απαιτούσαν οι θεατρικοί επιχειρηματίες και οι παράγοντες της δισκογραφίας της εποχής) και της γράφει μερικά γοητευτικότατα βαλς: «Κάποιο μυστικό», «Ψεύτικα βγήκανε όσα ονειρεύτηκα» και το υπέροχο «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» (όλα σε στίχους των Β. Σπυρόπουλου-Παν. Παπαδούκα). Ειδικά για αυτό το τελευταίο τραγούδι που γνώρισε μεν επιτυχία όχι όμως τόση όση τα ταγκό, ο θρυλικός επιχειρηματίας Φώτης Σαμαρτζής του είπε «Δεν μπορείτε εσείς, κύριε Γιαννίδη, να παίζετε με τα λεφτά τα δικά μου!» Αυτό ο Γιαννίδης το θυμόταν μέχρι το τέλος της ζωής του και καλοτύχιζε τους σύγχρονους συνθέτες για τη δύναμη που είχαν ως δημιουργοί και διαχειριστές της μουσικής τους. Άλλες μεγάλες επιτυχίες της Βέμπο σε μουσική Γιαννίδη είναι το «Αφήστε με να πιω», το ιδιαίτερο «Παίξε τσιγγάνε» καθώς και τα τραγούδια που έγραψε ο Γιαννίδης για την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο στην ταινία Η προσφυγοπούλα.



Η προσφυγοπούλα είχε την τύχη να γυριστεί στην Αίγυπτο με τα πιο σύγχρονα μέσα της εποχής (και σύγχρονο ήχο!) και την ακόμα μεγαλύτερη τύχη να σωθεί (αντίθετα από άλλες ελληνικές ταινίες του μεσοπολέμου). Έτσι έχουμε σήμερα την ευκαιρία να απολαμβάνουμε τη Βέμπο του 1937-38 να τραγουδά (ζωντανά, γιατί τότε δεν υπήρχε play back στις ταινίες) αλλά και να αντιληφθούμε το μεγαλείο του κινηματογραφικού συνθέτη Γιάννη Γιαννίδη (όπως αναφέρεται το όνομά του στους τίτλους της ταινίας):

η εμπειρία του ως πιανίστα των γερμανικών βωβών κινηματογράφων του πρόσφερε πολύτιμη γνώση για την κινηματογραφική μουσική: ντύνει τις εικόνες της Προσφυγοπούλας με ευστοχία και μοναδική ευαισθησία και βέβαια δίνει την ευκαιρία στη Βέμπο να τραγουδήσει πέντε υπέροχα τραγούδια—ανάμεσά τους το δημοτικοφανές «Ο Γιάννος κι η Παγώνα», το «Ζητώ να σε ξεχάσω» και το μοναδικό «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος» που σας καλώ να θυμηθείτε εδώ από τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη (ενορχήστρωση: Στέλιος Φωτιάδης, από την εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου Οι παλιοί μας φίλοι, 1983).




Η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδά Κώστα Γιαννίδη

Κάπου εκεί ο Κώστας Γιαννίδης συναντά τη Ρένα Βλαχοπούλου. Ένα από τα τραγούδια που γράφει για τη Σοφία Βέμπο το καλοκαίρι του 1940, το «Πάψε να κλαις» σε στίχους Δημήτρη Γιαννουκάκη και Δημήτρη Ευαγγελίδη, αρνείται η Columbia να το δισκογραφήσει (για άλλη μια φορά ο συνθέτης Γιαννίδης είναι θύμα των υπαλλήλων) και έτσι η αντίπαλη εταιρία Odeon-Parlophone δίνει την ευκαιρία στην πρωτοεμφανιζόμενη κερκυραία τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου να ηχογραφήσει τον πρώτο της δίσκο (στην άλλη πλευρά η Ρένα τραγουδά το «Θα φύγω για πάντα» των Φαρούγια-Κοφινιώτη). Ποιος ξέρει σε ποιου συλλέκτη τη δισκοθήκη βρίσκεται αυτός ο θησαυρός. Ωστόσο πρόσφατα ανακλύφθηκε η δεύτερη δισκογραφική συνάντηση του Κώστα Γιαννίδη με τη Ρένα Βλαχοπούλου: το πολεμικό τραγούδι «Πήγαινε κι όταν θα ‘ρθεις» από την Πολεμική Αθήνα, την τρίτη πολεμική επιθεώρηση του θεάτρου «Μοντιάλ» (1941) (βλ. σχετικά εδώ).


Στα χρόνια της Κατοχής η Ρένα Βλαχοπούλου θα συναντήσει ξανά τον Κώστα Γιαννίδη. Χειμερινή περίοδος 1942-43. Οι καλλιτέχνες και οι καλλιτέχνιδες του ελληνικού θεάτρου γνωρίζουν το μαρτύριο του «ντουμπλαρίσματος». Ντουμπλάρισμα εκείνα τα χρόνια ονόμαζαν τις διπλές εμφανίσεις των καλλιτεχνών σε δυο διαφορετικά θέατρα, την ίδια μέρα! Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να παίξουν το νούμερό τους στην απογευματινή παράσταση του ενός θεάτρου, να πάνε στο δεύτερο θέατρο για την απογευματινή επίσης, να επιστρέψουν στο πρώτο θέατρο για τη βραδινή παράσταση και να πάνε και πάλι στο δεύτερο θέατρο για τη βραδινή.

Τη σεζόν εκείνη η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανίζεται παράλληλα στο θέατρο «Πάνθεον» της οδού Πανεπιστημίου και στο θέατρο «Παπαϊωάννου» της οδού Πατησίων. Στο μεν «Πάνθεον» συντροφιά με τον Γιάννη Σπάρτακο κάνουν τη μουσική τους επανάσταση με τις τζαζ επιτυχίες τους. Στο δε «Παπαϊωάννου» ακολουθεί πιο... κλασικά μονοπάτια συνεργαζόμενη με τη σταθερή αξία που λέγεται Κώστας Γιαννίδης. Η συγκομιδή της σεζόν είναι τέσσερις παραστάσεις στο «Πάνθεον» (όλες επιθεωρήσεις, από τις οποίες ξεπηδούν τα σουξέ του Σπάρτακου και οι ιταλικές επιτυχίες που παρουσιάσαμε και παλιότερα στο blog) και άλλες 4 παραστάσεις στο «Παπαϊωάννου», όπου ο θίασος Πέτρου Κυριακού, Ορέστη Μακρή, Σοφίας και Καίτης Βερώνη με συμμετοχή του Γιάννη Πρινέα και τραγουδίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου παρουσιάζει τρεις επιθεωρήσεις: Αθηναϊκά μοτίβα (όπου η Ρένα τραγουδάει το «Κατερίνα, Κατερινάκι, Κατινιώ» των Κώστα Γιαννίδη-Α. Σαράφη), Η προπολεμική και Αλήθειες και ψευτιές (όπου η Ρένα τραγουδά το «Στα σκοτεινά» των Κώστα Γιαννίδη-Δημήτρη Γιαννουκάκη) και μία «αθηναϊκή μουσική ηθογραφία» του Δημήτρη Ευαγγελίδη με τίτλο Έτσι είν’ η ζωή στην οποία η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδάει, μεταξύ άλλων, το ομότιτλο τραγούδι. Οι υπέροχοι στίχοι του Δημήτρη Ευαγγελίδη ντύνονται μοναδικά από τη μουσική του Κώστα Γιαννίδη:


Χαρές και λύπες όλα ψεύτικα,
το σκέφτηκα το είδα,
ψέμα κι η κάθε ελπίδα
κι αλήθεια η ρυτίδα.
Όλα στον κόσμο είναι χίμαιρα,
το σήμερα μη χάνεις.
Τρέχει και δεν το φτάνεις
το τρένο της ζωής.
Έτσι είν’ η ζωή, μικρό μου,
πάντα, έτσι είν’ η ζωή.
Κι όποιος δεν τη ζει πικρά μετανοεί.
Νιάτα που γερνούν, χαρές που φεύγουν,
πόνοι που περνούν.
Μικρό μου, έτσι είν’ η ζωή,
λουλούδι που φυλορροεί.
Τον χρόνο τώρα τον αντέχουμε
και τρέχουμε αθώοι.
Κι αυτός με το ρολόι,
πόση ζωή μας τρώει.
Κι όταν εκείνος βγάλει τ’ άχτι του,
τη στάχτη του μας ρίχνει.
Παλιάς φωτιάς τα ίχνη
που μένουν στα μαλλιά.
Έτσι είν’ η ζωή μικρό μου...


Η πρεμιέρα του Έτσι είν’ η ζωή δόθηκε την Πρωτοχρονιά του 1943 και οι παραστάσεις κράτησαν για ενάμιση περίπου μήνα. Μια από τις καλές κριτικές που γράφτηκαν για την παράσταση αυτή κάνει λόγο για την πρωτοτυπία των «προ ριντώ δυο τραγουδιών με [την] μοναδικήν Ρένα Βλαχοπούλου που ξεκουράζουν τον θεατή» Φυσικά, λόγω της Κατοχής, κανένα από αυτά τα τραγούδια δεν δισκογραφείται τότε. Το «Έτσι είν’ η ζωή» θα βρει τον δισκογραφικό δρόμο του πολύ αργότερα, αρχικά με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη, στη συνέχεια σε δίσκους με επανεκτελέσεις από άλλους καλλιτέχνες (Ελίζα Μαρέλι, Φώτης Πολυμέρης) και στα νεότερα χρόνια από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τη Μαρινέλλα. Σήμερα όμως στο blog έχουμε έναν σπάνιο συνδυασμό: αρχικά ακούμε την πρώτη διδάξασα Ρένα Βλαχοπούλου να τραγουδάει ακαπέλα το ρεφραίν του τραγουδιού αυτού στην Ελένη Μενεγάκη, στη διάρκεια μιας από τις τελευταίες συντεντεύξεις που έδωσε η Ρένα στην ελληνική τηλεόραση (Πρωινός Καφές, Ιανουάριος 1999). Στη συνέχεια ακούμε τη μοναδική Δήμητρα Γαλάνη να ερμηνεύει το τραγούδι σε ένα αφιέρωμα του Γιώργου Παπαστεφάνου στον Κώστα Γιαννίδη (Οι παλιοί μας φίλοι, 1983), στο οποίο μάλιστα εμφανίζεται και ο ίδιος ο συνθέτης.


Μετά την απελευθέρωση ο Κώστας Γιαννίδης θα γράψει αρκετά ακόμα υπέροχα τραγούδια: «Τι σου λένε τα λουλούδια» που δισκογραφούν ταυτόχρονα η Ρένα Βλαχοπούλου και η Νίτσα Μόλυ, «Χτες το βράδυ» που δισκογραφούν η Στέλλα Γκρέκα και η Δανάη, αλλά και το περίφημο «Τραγούδι της Μαρίνας» που τραγουδά η Στέλλα Γκρέκα αρχικά στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Μαρίνα και έπειτα σε δίσκους. Εκτός από τη Μαρίνα γράφει μουσική για μερικές ακόμα ταινίες (από τις οποίες σημαντικότερη είναι Οι Γερμανοί ξανάρχονται του Αλέκου Σακελλέριου).


Το «Χτες το βράδυ», ερμηνεύει με τζαζ διάθεση η Δήμητρα Γαλάνη, από την εκπομπή του Γ. Παπαστεφάνου "Οι παλιοί μας φίλοι" (1983). Ενορχήστρωση: Στέλιος Φωτιάδης


Ο συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης

Ωστόσο η κατάσταση στη δισκογραφία. στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο αρχίζει να γίνεται ανυπόφορη για τον σπουδαίο συνθέτη. Δεν αντέχει πλέον να εξαρτάται από τη βούληση των υπαλλήλων των δισκογραφικών εταιριών ή των ανίδεων παραγόντων του θεάτρου και του σινεμά. Επιπλέον, νιώθει ότι θέλει να επιστρέψει στις κλασικές μουσικές του σπουδές και να εκφραστεί μέσα από πιο λόγιους δρόμους, με αφετηρία όμως την ελληνική μουσική παράδοση.


Έπειτα από προτροπή του Δημήτρη Μητρόπουλου γράφει έργα για ορχήστρα: τις Δύο Δωδεκανησιακές Σουίτες, τη Μικρασιατική Ραψωδία. Ο διευθυντής του Ωδείου Αθηνών Σπυρ. Φαραντάτος του ζητά ελληνικά κομμάτια για πιάνο για να παίζουν τα παιδιά στο Ωδείο: χρησιμοποιεί ελληνικές μελωδίες και γράφει τα 44 παιδικά κομμάτια σε λαϊκά θέματα. Ο Φαραντάτος ενθουσιάζεται και θέλει να τα επιβάλει ως υποχρεωτικό ρεπερτόριο του Ωδείου—κάτι που αποδεικνύεται αδύνατο καθώς οι απαιτήσεις τους ξεπερνούν συχνά τις ικανότητες των δασκάλων και τα κομμάτια αυτά περνούν τελικά στο ρεπερτόριο των σολίστ του πιάνου. Όσοι περάσαμε από τα ελληνικά ωδεία, συναντηθήκαμε κάποια στιγμή είτε με αυτά τα «παιδικά» κομμάτια είτε με τους Ελληνικούς νησιωτικούς χορούς για πιάνο του Γιάννη Κωνσταντινίδη, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για αυτό του το συνθετικό έργο που περιελάμβανε ακόμα έργα μουσικής δωματίου αλλά και φωνητικής μουσικής. Ο ιστορικός του ελληνικού τραγουδιού Κώστας Μυλωνάς θεωρεί ότι ο Κωνσταντινίδης/Γιαννίδης, με αυτές τις δυο παράλληλες πορείες στον κόσμο της μουσικής, είναι ο πιο ολοκληρωμένος συνθέτης που πέρασε από το ελληνικό τραγούδι μέχρι την εμφάνιση του Θεοδωράκη, του Μαμαγκάκη και του Κουνάδη.


Στο ΕΙΡ

Στα χρόνια του ’50 λοιπόν, όταν δεν συνθέτει κλασική μουσική, ο Γιαννίδης ασχολείται κυρίως με τη ραδιοφωνία. Ιδρυτής της Ορχήστρας Ελαφράς Μουσικής του ΕΙΡ θα τη διευθύνει πάρα πολλές φορές και θα χαρίσει στο αρχείο της ΕΡΑ απίστευτους μουσικούς θησαυρούς, ανεπανάληπτα ελαφρά κομμάτια που τραγουδούν φωνές όπως η Νάνα Μούσχουρη (που πάντα δηλώνει πόσο πολύ τη βοήθησε ο Γιαννίδης στα πρώτα της βήματα, πριν την αναλάβουν ο Μίμης Πλέσσας και ο Μάνος Χατζιδάκις), η Τζένη Βάνου και άλλες. Κάπου εκεί θα πραγματοποιηθεί και η τελευταία καταγεγραμμένη συνάντησή του με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Ο Γιαννίδης είναι μουσικός υπεύθυνος για τη ραδιοφωνική σειρά Η ιστορία της ελληνικής επιθεωρήσεως που δυστυχώς σταμάτησε στην έβδομη εκπομπή αλλά ευτυχώς διασώζεται στο αρχείο της ΕΡΑ. Σ’ αυτές τις εκπομπές ο Γιαννίδης ενορχηστρώνει και διευθύνει επιθεωρησιακά νούμερα και τραγούδια των αρχών του 20ού αιώνα που ερμηνεύουν σπουδαίες παρουσίες του μουσικού θεάτρου: η Σωτηρία Ιατρίδου, η Μαρίκα Νέζερ, ο Μήτσος Μυράτ, ο Γιώργος Γαβριηλίδης, ο Κούλης Στολίγκας, ο Κώστας Μανιατάκης και, φυσικά, η Ρένα Βλαχοπούλου που τραγουδάει μοναδικά επτά τραγούδια (στις πέντε από τις επτά εκπομπές), με κορυφαία στιγμή την υπέροχη «Σερενάτα της Μοδιστρούλας» του Αττίκ.


Προς το τέλος

Στα χρόνια του ’50 ο Γιαννίδης θα δώσει ελάχιστα νέα ελαφρά τραγούδια. Σημαντικότερο από αυτά είναι το γλυκόπικρο «Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια» που τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο στην ομότιτλη ηθογραφία του Μίμη Τραϊφόρου. Ο Γιαννίδης θα αποχαιρετήσει οριστικά το ελαφρό τραγούδι με τρεις απανωτές βραβεύσεις! Το 1960 κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού της Βαρκελώνης με το «Ξύπνα, αγάπη μου» που τραγουδά η Νάνα Μούσχουρη (σε δικούς του στίχους).

Το 1961 κερδίζει το δεύτερο βραβείο στο ίδιο Φεστιβάλ με το «Σαν αντικρύζω τα δυο σου γκρίζα ματάκια» και το 1962 το πρώτο βραβείο στο 1ο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης με τις «Αλυσίδες» που τραγούδησε η αξέχαστη Καίτη Μπελίντα (στίχοι Σ. Χριστοφή). Λίγο πριν αποσυρθεί, όμως, φρόντισε να αποδείξει ότι μπορεί να συνθέσει και λαϊκό τραγούδι: συνθέτει μια σειρά δημοτικοφανών και λαϊκών τραγουδιών από τα οποία αποδεικνύονται δημοφιλέστερα τα «Νέα της Αλεξάντρας» που τραγουδά ο Βαγγέλης Περπινιάδης (το εξώφυλλο της παρτιτούρας σχεδίασε ο Μποστ).


Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του έζησε σεμνά και αθόρυβα, δίνοντας κάποιες σποραδικές συνεντεύξεις στις οποίες θυμόταν με χιούμορ, μετριοφροσύνη και διακριτικότητα τα επιτεύγματά του, τους συνεργάτες και τις συνεργάτιδές του και μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού τραγουδιού και θεάτρου. Πέθανε σχεδόν ξεχασμένος, λίγους μήνες μετά την προβολή ενός αφιερώματος στο έργο του που επιμελήθηκε ο Γιώργος Παπαστεφάνου, στις 17 Ιανουαρίου 1984. Την επόμενη μέρα πέθανε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Στην κηδεία του Τσιτσάνη παραβρέθηκε σύσσωμος ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος. Στην κηδεία του Γιαννίδη πήγαν ελάχιστοι/ες. Οι φίλοι/ες του ελαφρού τραγουδιού διαμαρτυρήθηκαν (και δικαιολογημένα) για αυτό, ιδίως για την πλήρη αδιαφορία της πολιτείας. Ίσως ο ίδιος ο Γιαννίδης, με τη φιλοσοφημένη του στάση απέναντι στη ζωή και τα καλλιτεχνικά δρώμενα, να δεχόταν πιο στωικά αυτή την κατάσταση. Ο ίδιος άλλωστε με αξιοπρέπεια και συνέπεια επέλεξε να αποσυρθεί και να παραμείνει διακριτικά στο περιθώριο. Ωστόσο η ιστορία του τραγουδιού επιβάλλει σήμερα εμείς να μην τον ξεχάσουμε. Στα πολλά αφιερώματα που έγιναν στον σπουδαίο Βασίλη Τσιτσάνη σε διάφορα blog, έντυπα και εκπομπές, αλλά και στις ελάχιστες αναφορές στον Κώστα Γιαννίδη (πχ στο blog Αποχρώσεις ή στη σημερινή εκπομή του Βασίλη Αγγελικόπουλου στο Δεύτερο) ας προστεθεί και αυτό το κείμενο. Ελπίζω να δικαιώνει ως ένα βαθμό τη μνήμη του.


Ο Κώστας Γιαννίδης στο σήμερα

Αν και εξίσου δημοφιλής στην εποχή του με τον σύγχρονό του Μιχάλη Σουγιούλ, ο Κώστας Γιαννίδης και το έργο του δεν έχουν σήμερα την ίδια απήχηση που έχει το έργο του Σουγιούλ. Αφενός ο Σουγιούλ διακρίθηκε ιδιαίτερα στα αρχοντορεμπέτικα που, όντας συγγενικό είδος με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, άντεξαν στον χρόνο και τραγουδιούνται από εκπροσώπους όλων των ειδών και των γενεών. Αφετέρου ο Σουγιούλ είχε την τύχη να έχει τρεις θαυμάσιες κόρες που αγωνίζονται για τη διάδοση και την αναβίωση του έργου του πατέρα τους. Ο Γιαννίδης επιβιώνει σήμερα κυρίως μέσα από τη μνήμη και τις επιλογές κάποιων ερμηνευτριών/τών που συγκινούνται ακόμα από το έργο του. Λίγο καιρό μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε μια ολοκληρωμένη δισκογραφική πρόταση που επιμελήθηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο εξαίρετος κύριος Γιαννίδης με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά αποτελεί μια υποδειγματική εργασία πάνω στο έργο του μεγάλου δημιουργού. Από κει και πέρα, υπάρχουν πάντα μεμονωμένες περιπτώσεις επανεκτελέσεων τραγουδιών του Γιαννίδη. Κορυφαία η περίπτωση της Δήμητρας Γαλάνη που όσο ακόμα ζούσε ο συνθέτης τραγούδησε το «Ξύπνα, αγάπη μου», στον εξαιρετικό της δίσκο Ατέλειωτος Δρόμος (μια επανεκτέλεση που της έδωσε την ευκαιρία στον συνθέτη και την ερμηνεύτρια να γνωριστούν και να αλληλοεκτιμηθούν—η ίδια η Γαλάνη ζήτησε την άδειά του για να τραγουδήσει το κομμάτι και αυτό τον είχε εντυπωσιάσει). Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε υπέροχα τα τελευταία χρόνια σε συναυλίες (πιο πρόσφατα στο αφιέρωμα στη Σοφία Βέμπο τον Ιούνιο του 2006) το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος» αλλά και το «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα». Το «Θα ξανάρθεις» τραγούδησαν πολύ όμορφα τόσο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου όσο και η Αρλέτα. Επίσης Γιαννίδη τραγουδά εξαιρετικά και η Χαρά Κεφαλά αφενός με τον Ζαχαρία Καρούνη στις παραστάσεις τους στο Τρένο του Ρουφ και αφετέρου με τη συνοδεία της Ευγενίας Καρλαύτη στην παράσταση Μια Χαρά στο φουαγιέ στο Αγγέλων Βήμα (ερμηνείες που βρίσκονται και στα σχετικά CD). Η πιο πρόσφατη επανεκτέλεση τραγουδιού του Γιαννίδη έγινε από τον Δώρο Δημοσθένους: στο CD του One for the Road ερμηνεύει γοητευτικά το «Πόσο λυπάμαι». Ίσως είναι το πιο πολυτραγουδισμένο κομμάτι του Γιαννίδη στα νεότερα χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί πως το ίδιο αυτό τραγούδι ερμήνευε μοναδικά στο θέατρο (και παρά λίγο και σε CD) η Νατάσα Μανίσαλη ως Σοφία Βέμπο (και με τη συνοδεία της Δάφνης Λαμπρόγιαννη) στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου Βίρα τις Άγκυρες τη διετία 1997-1999, αλλά και οι Μπέσυ Μάλφα, Νίκος Ψαρράς και Μαρία Κατσανδρή στην έργο Βαλς Εξιτασιόν της Ελένης Πέγκα που ανέβηκε στο θέατρο Αμόρε το 1997: επρόκειτο για ένα έργο εμπνευσμένο από τη ζωή του Κώστα Γιαννίδη, που αν και δεν ήταν μια πιστή βιογραφία του συνθέτη, μετέφερε με αρκετή επιτυχία την ατμόσφαιρα της εποχής του, χάρη φυσικά και στα πανέμορφα τραγούδια του με τα οποία ήταν διανθισμένη η παράσταση εκείνη...


ΠΗΓΕΣ: Πολύτιμος οδηγός για αυτό το κείμενο στάθηκαν οι απολαυστικές συνεντεύξεις του Κώστα Γιαννίδη στον Γιώργο Παπαστεφάνου (στην εκπομπή της ΕΡΤ Οι παλιοί μας φίλοι, 1983) και στον Μίμη Πλέσσα (σε δύο από τις τρεις σχετικές εκπομπές της σειράς Ας μιλήσουμε για μουσική (1978) του Δεύτερου Προγράμματος της ΕΡΑ που μεταδόθηκαν ξανά χτες, Σάββατο 17/1/09, από την εκπομπή 70 χρόνια ραδιοφωνίας που επιμελείται ο Σιδερής Πρίντεζης. Η τρίτη εκπομπή θα μεταδοθεί το ερχόμενο Σάββατο 24/1/09). Για το έργο του Κώστα Γιαννίδη έχει γράψει ο Κώστας Μυλωνάς στον πρώτο τόμο της Ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού (Κέδρος, 1984) και σε άλλα βιβλία του. Μέρος του πιανιστικού έργου του Γιάννη Κωνσταντινίδη έχει αναλυθεί από τον Κώστα Τσούγκρα στο βιβλίο του Τα 44 παιδικά κομμάτια του Γιάννη Κωνσταντινίδη: ανάλυση με χρήση της γενετικής θεωρίας της τονικής μουσικής. (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2003). Με το ορχηστρικό έργο του Γιάννη Κωνσταντινίδη έχει ασχοληθεί ο Γιώργος Σακαλλιέρος στη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Γιάννης Κωνσταντινίδης (1903-1984): η ζωή και το έργο του: αναλυτική προσέγγιση και παρουσίαση του συνθετικού του ύφους, με άξονα τα έργα για ορχήστρα (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2005). Πληροφορίες αντλήθηκαν επίσης από το σχετικό λήμμα στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής του Τάκη Καλογερόπουλου.