Στις 28 Ιουλίου 1976 η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανιζόταν στην επιθεώρηση Στη φωλιά του ΚούΚου...ε που είχε ανέβει στο θέατρο Παρκ στις 19 Ιουνίου. Τα κείμενά της είχαν γράψει ο Κώστας Νικολαΐδης και ο Πυθαγόρας και τη μουσική της ο Ζακ Ιακωβίδης (και ο αρχικός τίτλος της ήταν Στα σαγόνια του Λαμπρία, στη φωλιά του ΚούΚου...ε). Δεν είμαι σίγουρος για τη σειρά με την οποία πρέπει να παρουσιάσω τα ονόματα των ηθοποιών, αφού υπήρχε το εξής τερτίπι στο πρόγραμμα: αριστερά κάποια ονόματα με πρώτο του Σωτήρη Μουστάκα και δεξιά, χώρια, τα ονόματα της Ρένας Βλαχοπούλου και του Θανάση Βέγγου (και οι φωτογραφίες τους βρίσκονταν σε ένα ένθετο φύλλο, το συνήθιζε αυτό τότε ο παραγωγός Βαγγέλης Λιβαδάς).
Και η διαφήμιση τοποθετεί το όνομα της Ρένας μόνο του, στα δεξιά, και μέσα σε συννεφάκι με τον χαρακτηρισμό "ανεπανάληπτη", ενώ "συμμετέχει" ("εκτάκτως" σε κάποιες διαφημίσεις) ο Θανάσης Βέγγος (που άρχισε να εμφανίζεται στο έργο μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα, στις 26 Ιουνίου).
Οι δύο συγγραφείς σε δήλωσή τους προς τον Τύπο "βεβαιώνουν ότι έδωσαν όλον τον εαυτό τους για να γράψουν 'μια επιθεώρηση επίκαιρη γεμάτη πολιτική και κοινωνική σάτιρα, μ' ένα πνεύμα προοδευτικό, δίνοντας την εικόνα της σύγχρονης ζωής καυστικά, ανεπηρέαστα, αδέσμευτα και προπαντός γελαστικά'" (Τα Νέα, 19-6-1976). Κάποια από τα νούμερα της παράστασης ήταν το "Στα σαγόνια της εφορίας" με τη Ρένα Βλαχοπούλου, απαυδισμένη από τη θεατρική της ζωή και το κυνηγητό της εφορίας, αλλάζει διαρκώς επαγγέλματα, από γκαρσόνα μέχρι τροτέζα, το "Τιμάριθμε, κατέβα να φάμε" με τον Θανάση Βέγγο, ανθρωπάκι του λαού και το "Μια πλύστρα βγάζει τα άπλυτα", ένα "νούμερο καθάρσεως" με τον Γιάννη Βογιατζή, Ο Σωτήρης Μουστάκας και ένα γκρουπ τρελών στο νούμερο "Στη φωλιά του κούκου" εκτελούν μια επίκαιρη παρωδία της ομότιτλης κινηματογραφικής επιτυχίας (που είχε παρουσιαστεί και σε αθηναϊκό θέατρο λίγους μήνες νωρίτερα). Στο δεύτερο μέρος του έργου παρουσιαζόταν μια παρωδία του σίριαλ Οι δίκαιοι με ολόκληρο τον θίασο.
Προτού σας παρουσιάσω τις κριτικές που γράφτηκαν για την παράσταση, σκέφτηκα να κάνω έναν αρκετά μεγάλο περίπατο στις επιθεωρησιακές σκηνές του καλοκαιριού του 1976. Βασικός οδηγός μου είναι κάποια ρεπορτάζ του Μπάμπη Κομνηνού στον Ταχυδρόμο, από τα οποία παρουσιάζω κάποια εκτενή αποσπάσματα. Η αίσθηση που μου δημιουργείται είναι ότι οι επιθεωρήσεις του καλοκαιριού εκείνου δεν είχαν καταφέρει να παρουσιάσουν πολύ ενδιαφέροντα κείμενα...
Δυστυχώς όμως αν κάτι λείπει από τις επιθεωρήσεις, που παίζονται φέτος καλοκαίρι στην Αθήνα, είναι ακριβώς η σημερινή πραγματικότητα. Είναι πραγματικά περίεργο, αλλά τη στιγμή που η εσωτερική και η διεθνής πραγματικότητα προσφέρουν τόσα καυτά θέματα, συγγραφείς δοκιμασμένοι, με επιτυχίες στο παρελθόν--ακόμα και μέσα στην τόσο δύσκολη για την επιθεώρηση εφταετία--φαίνεται να νοιώθουν αμηχανία μπροστά στα σημερινά προβλήματα και καταφεύγουν τις περισσότερες φορές σε δυο εύκολες λύσεις: Τη νοσταλγική αναπόληση παλιών καλών καιρών και την τηλεόραση--τον φοβερό αυτό παραμορφωτικό καθρέφτη της επικαιρότητας.
Ρετρό...
Η νοσταλγική αναπόληση, το "ρετρό" όπως το λένε σήμερα, είναι η μεγάλη μόδα της εποχής. Σε μεγάλες ή μικρές δόσεις υπάρχει σε όλες σχεδόν τις φετεινές επιθεωρήσεις.
Ο Ορέστης Λάσκος με τους συνεργάτες του αναβιώνουν το κατοχικό βαριετέ "Αλκαζάρ" στο θέατρο "Μινώα", ενώ η επιθεώρηση που παίζεται στο "Δελφινάριο" μάς μεταφέρει 50 χρόνια πίσω, στο παλιό θέατρο Φαλήρου. "Φάληρο 1926-1976" ονομάζεται και το χορευτικό ρετρό που παρουσιάζουν στο "Αθηναϊκό Κηποθέατρο" ο Δαρζέντας με την Ντόροθυ και το μπαλέτο τους, ενώ στο ίδιο θέατρο υπάρχει και άλλη αναδρομή, με σκετσάκια αυτή τη φορά, και με αφορμή ένα παγκάκι του πάρκου που "θυμάται". Αλλά και ο Αλέκος Λειβαδίτης στο ίδιο θέατρο "θυμάται", παρέα με μια λατέρνα, η Μπελίντα, στο "Δελφινάριο" μάς θυμίζει τα παλιά τραγούδια της, στο φινάλε του θεάτρου "Μπουρνέλλη" βρίσκουμε ένα "ρετρό στο λαϊκό τραγούδι"--που ουσιαστικά δεν είναι καθόλου "ρετρό", αφού τα τραγούδια που ακούγονται δεν έπαψαν ποτέ να τραγουδιούνται, και τα νοιώθουν πολύ δικά τους και πολύ σημερινά ακόμα και οι πιο νέοι από τους θεατές.
Και η μόδα του ρετρό φτάνει σχεδόν στον παροξυσμό με το "ρετρό μετά 50 χρόνια" που παρουσιάζει ο Παράβας στο "Δελφινάριο". Το εύρημα είναι καταρχήν έξυπνο--ο Παράβας γυρίζει το 2026 στο καμαρίνι του και "θυμάται" το 1976--η ερμηνεία είναι θαυμάσια, η όλη δομή του νούμερου αριστοτεχνική και θα χειροκροτούσαμε μια πραγματική δημιουργία αν δεν ξέπεφτε ξαφνικά σε φτηνή δημαγωγία και σε ένα ακόμα φτηνότερο λιβανωτό του Καραμανλή.
Ο Ορέστης Λάσκος και ο Μητσάρας στην πρώτη εκδοχή του "Ρετρό" στο θέατρο Μινώα. Πηγή: Ταχυδρόμος, 24-6-1976 |
Πάντως, η πιο πετυχημένη, εμπορικά τουλάχιστον, αναβίωση του ρετρό (αυτή που αν δεν κάνω λάθος αποτέλεσε την αφετηρία για να γνωρίσει νέες δόξες το ελαφρό τραγούδι με ανατυπώσεις παλιών ηχογραφήσεων στις 33 στροφές) συνέβαινε στη σκηνή του θεάτρου Μινώα, με τη συνεργασία του Γιώργου Λαζαρίδη και του Ορέστη Λάσκου. Παρουσιάστηκαν δύο διαφορετικές εκδοχές ως δεύτερο μέρος δύο επιθεωρήσεων αντίστοιχα, Μια τρύπα στο νερό και Ο Καραγκιόζης στο Αιγαίο. Και στις δύο εκδοχές πρωτοστατούσε ο Λάσκος ως κονφερανσιέ του παλιού βαριετέ Αλκαζάρ και παρουσίαζε το πρόγραμμα μιας κατοχικής βραδιάς (του 1943 και του 1944 αντίστοιχα) και μαέστρος, βασικό συστατικό ενός τέτοιου εγχειρήματος, ήταν ο Γιώργος Νιάρχος. Στην πρώτη παράσταση αστέρια του προγράμματος ήταν η πολυτάλαντη Νινή Ζαχά, ο τενόρος Κώστας Μανιατάκης και ο θρυλικός λαϊκός κωμικός Μητσάρας.
Η Νινή Ζαχά παίζει κλαρινέτο στην πρώτη εκδοχή του "Ρετρό" στο θέατρο Μινώα. Πηγή: Ταχυδρόμος, 24-6-1976 |
Παρόλο που οι κριτικές και τα ρεπορτάζ ήταν θετικότατα για τους παραπάνω μύθους του παλιού βαριετέ, υπήρχε διχογνωμία για το αν το εγχείρημα ήταν πετυχημένο. Ο Μπ. Κομνηνός (Ταχυδρόμος, 24-6-1976) έγραψε για την πρώτη εκδοχή πως "Οι 'παρενθέσεις' με τα χωνιά και τα επαναστατικά συνθήματα, με τις εκτελέσεις και τις λαθραίες ραδιοφωνικές εκπομπές, είναι πολύ αδύνατες και επιφανειακές και δεν μπορούν να ανασυνθέσουν ούτε υπαινικτικά την 'πραγματικότητα' της εποχής. Ακόμα και όταν ο Ορέστης Λάσκος διαβάζει το ποίημά του για τον αδελφό του, που σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά σε μια ναυμαχία, εκείνο που λειτουργεί περισσότερο είναι η φυσική παρουσία του Λάσκου, που 'παίζει' μπροστά στο κοινό τον αλλοτινό του εαυτό, και η συγκίνηση που παράγεται είναι κάπως εξαναγκασμένη, πλαστή". Ο δημοσιογράφος λέει πολύ καλά λόγια για τα τρία "ιερά τέρατα" (η Ζαχά "δημιουργεί μια ζωντανή σχέση με το κοινό", ο Μανιατάκης είναι "ακούραστος ερμηνευτής", ο Μητσάρας είναι ένα "γνήσιο και πληθωρικό ταλέντο πρώτου μεγέθους"), αλλά θεωρεί ότι οι επιχειρηματίες τους εκμεταλλεύονται ως εμπορεύσιμο είδος: "αυτοί, οι βετεράνοι του πάλκου θα μπορούσαν να ενταχθούν στις ζωντανές δυνάμεις του θεάτρου μας. Θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν άμεσα μαζί μας". Αλλά αντί να τους δοθούν καινούρια νούμερα και τραγούδια, αφήνονται "να εμφανίζονται μόνο με τη σφραγίδα του 'ρετρό'" χωρίς "τη δυνατότητα να δώσουν κάτι ολοκληρωμένο". Δεν τηρούνται, καταλήγει, καθόλου τα προσχήματα, με αποτέλεσμα αυτό το στρίμωγμά τους στο δεύτερο μέρος να καταντά εκμετάλλευση "προσβλητική και για τους καλλιτέχνες και για το κοινό". Ο Θόδωρος Κρητικός (Ακρόπολις, 26-5-1976) συμφωνεί ότι η αναδρομή είναι "εξαιρετικά σύντομη και σκελετώδης, έτσι που να μην έχει τελικά νόημα παρά μόνο για τους 'μυημένους'" ενώ ο Στάθης Δρομάζος (Καθημερινή, 3-6-1976) πιστεύει ότι το θέαμα στηρίζεται στη "σημερινή παρουσία των βετεράνων του είδους" και αποτελεί "υπόδειγμα σκηνικού ήθους για σήμερα και για τότε που η μοναδική σχολή των θεατρίνων ήταν το σανίδι της σκηνής".
Διαφήμιση για τη δεύτερη εκδοχή του "Ρετρό" που παρουσιάστηκε στις 20 Αυγούστου 1976. Το όνομα της Δανάης, δικαίως, ξεχωρίζει... |
Βλέποντας πάντως την τεράστια απήχηση που είχε αυτό το σύντομο πρόγραμμα, οι συντελεστές αποφάσισαν να αυξήσουν αισθητά τη διάρκεια της δεύτερης εκδοχής, στην οποία εμφανίζονταν πάλι ο Μανιατάκης και ο Μητσάρας, αλλά την παράσταση έκλεβαν η σπουδαία κωμικός Μαρίκα Νέζερ και η κορυφαία τραγουδίστρια-μεταφράστρια-ποιήτρια Δανάη Στρατηγοπούλου (που δέχτηκε την πρόταση να εμφανιστεί στο Μινώα στη διάρκεια μιας εκπομπής του Φρέντυ Γερμανού). Εμφανιζόταν ακόμα ο κωμικός Γιώργος Νάκος. Για τη Νέζερ ήταν μια τονωτική ένεση η εμφάνισή της αυτή (διέκοψε τη συνταξιοδότησή της με χίλιους φόβους, αλλά τελικά δεν το μετάνιωσε, δείτε στο YouTube μια άλλη εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού για να πάρετε μια ιδέα του τι παρουσίαζε στη σκηνή του Μινώα), καθώς μάγευε το κοινό με την "ανεξάντλητη μιμητική της ικανότητα", όπως έγραψε ο Αλκ. Μαργαρίτης (Τα Νέα, 24-9-1976). Για τη Δανάη, που, κατά τον Μαργαρίτη, "μια πλούσια σε περιεχόμενο πνευματική ζωή στη Λατινική Αμερική μάς την επανέφερε--από απλή τραγουδίστρια--σαν μια ηθική προσωπικότητα", ήταν μια ευκαιρία να επανασυνδεθεί με το παλιό της κοινό αλλά και να συστηθεί σε ένα νεότερο, εγκαινιάζοντας μια πενταετή διαδρομή στο τραγούδι με την οποία ολοκλήρωσε την τεράστια καριέρα της ως τραγουδίστριας το 1981.
Η Δανάη τραγουδά στο "Ρετρό" του θεάτρου Μινώα Φωτογραφία από το βιβλίο του Γιώργου Λαζαρίδη Πάμε παρασκήνιο (εκδ. Λιβάνη) |
Στο πνεύμα του ρετρό, αλλά με μια σαφέστατα διαφορετική προσέγγιση, κινήθηκε εκείνο το καλοκαίρι και το Ελεύθερο Θέατρο που παρουσίαζε στο Άλσος Παγκρατίου την επιθεώρηση Το τραμ το τελευταίο. Το "Σαν σήμερα" δεν είναι ο χώρος για να παρουσιαστεί με λεπτομέρειες το εγχείρημα της ιστορικής, πλέον, ομάδας. Θα θυμίσω μόνο πως ο στόχος ήταν η αναβίωση της δεκαετίας 1950-1960, με αφορμή τα τραγούδια της, τα λαϊκά της αναγνώσματα, ακόμα και τα προπαγανδιστικά έντυπά της, "μέσα από τις ζωντανές, τις καυτές ακόμα μνήμες, με μια διάθεση κριτική, που εμποδίζει τη νοσταλγία να γίνει κυρίαρχο στοιχείο" (Μπ. Κομνηνός, Ταχυδρόμος, 17-6-1976). Πρόσωπα ρεαλιστικά (μια μάνα, μια νοικοκυρά) μπλέκονταν με πρόσωπα φανταστικά (ο Γιώργος Θαλάσσης) και οι ηθοποιοί του Ελεύθερου Θεάτρου παρουσίαζαν τη "δικιά τους αντίληψη γι' αυτό που παίζουν" με στόχο να ενεργοποιήσουν το κοινό που θα μπορούσε να δεχτεί ή να απορρίψει αυτή την αντίληψη...
Ο Κώστας Αρζόγλου και η Άννα Παναγιωτοπούλου στις δοκιμές της παράστασης Το τραμ το τελευταίο. Πηγή: Ταχυδρόμος, 17-6-1976 |
Ξεστράτισα ίσως αρκετά με το ρετρό ("παραδοσιακό" και "πρωτοποριακό") αλλά δεν θα μπορούσα να μην το αναφέρω αφού αποφάσισα να παρουσιάσω το επιθεωρησιακό κλίμα του καλοκαιριού του '76 για να καταλήξω στις κριτικές για τη Φωλιά του ΚούΚου... ε (η οποία, από ό,τι φαίνεται, δεν είχε καμιά αναφορά στο ρετρό). Επανέρχομαι στο ρεπορτάζ του Μπάμπη Κομνηνού στον Ταχυδρόμο, γιατί δίνει μια καλή εικόνα για τα άλλα θέματα που απασχόλησαν τις επιθεωρήσεις της σεζόν, καταλήγοντας στο έργο του Παρκ. Πρωτοστατούσε λοιπόν, εκτός από τη ρετρό διάθεση, και η τηλεόραση...
Τηλεόραση...
Όσο για την τηλεόραση, όταν γίνεται πηγή θεμάτων για διάφορα νούμερα, τα αποτελέσματα είναι τουλάχιστον θλιβερά. Κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα και αντλώντας από το υποκατάστατό της, την τηλεόραση, δεν μπορείς παρά να αναπαράγεις και να επιτείνεις τη σύγχυση. Και ακόμα να καταποντίσεις ηθοποιούς. Όπως τη Ρένα Βλαχοπούλου, που όσο και να αγωνίζεται, δεν καταφέρνει να σώσει τίποτα από το εντελώς απαράδεκτο νούμερο που της έγραψαν οι συγγραφείς του Παρκ".
Πολύ καλύτερα είναι τα πράγματα όταν η τηλεόραση γίνεται η ίδια αντικείμενο σάτιρας. Όπως συμβαίνει στο "Μπουρνέλλη" και στο "Δελφινάριο" όπου η Σούλη Σαμπάχ και η Άννα Μαντζουράνη αντίστοιχα, αφήνουν πολύ καλή εντύπωση σαν σπηκερίνες της T.V.
...Και Μεγάλη Ιδέα
Ρετρό και τηλεόραση, λοιπόν. Δηλαδή φυγή ή παραμόρφωση της πραγματικότητας. Από την οποία μένουν μόνο λίγα ψήγματα. Όπως το "εθνικόν θέμα" και η διένεξή μας με την Τουρκία. Που αντιμετωπίζεται, όμως, σχεδόν σε όλες τις επιθεωρήσεις, μέσα από το πρίσμα της "Μεγάλης Ιδέας". Το κοινό, βέβαια, δεν δείχνει να συγκινείται από συνθήματα του τύπου "θα πάρουμε την Πόλη" και "θα φτάσουμε στην Κόκκινη Μηλιά".
Από τα "εθνικά" νούμερα αυτού του είδους, τα πιο "πετυχημένα" σίγουρα η "Γκαρσόνα" της Σάσας Καστούρα στο "Κηποθέατρο" και ο "Τροχονόμος του Αιγαίου" με τον Χατζηχρήστο και όλο τον θίασο στο φινάλε του "Μπουρνέλλη".
Όσο για την πολιτική σάτιρα, συστατικό απαραίτητο άλλοτε σε κάθε επιθεώρηση, εξαντλείται τώρα, τις περισσότερες φορές, σε μερικά αστειάκια για τα αυτιά του Παπαληγούρα, ή, το πολύ-πολύ φτάνει μέχρι ένα... υμνολόγιο του Καραμανλή, με την επανάληψη του γνωστού "μετά τον Καραμανλή τα τανκς". Αμηχανία ή "αυτοσυγκράτηση", διστακτικότητα ή "σκιά λογοκρισίας";
Όμως πέρα από μόδες και επιρροές, πέρα από αδύνατα ή και κακά, πολλές φορές, κείμενα, επιθεώρηση υπάρχει πάντα, όταν υπάρχουν ηθοποιοί που την υπηρετούν σωστά. Και, ευτυχώς, αυτό είδος δεν έχει εκλείψει από την αθηναϊκή σκηνή.
Πηγή: Ταχυδρόμος, 29-7-1976 |
Τη λαμπρότερη εμφάνιση, φέτος το καλοκαίρι, την κάνει αναμφισβήτητα ο μοναδικός φαντεζίστας ηθοποιός μας Ντίνος Ηλιόπουλος. Στο "Δελφινάριο", όπου εμφανίζεται, χαρίζει απολαυστικές στιγμές σαν "γιος του διαβόλου", σε ένα νούμερο που, στο γράψιμό του, συνεργάστηκε και ο ίδιος, πλουτίζοντάς το με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του. Το ίδιο συναρπαστικός είναι και στο ντουέτο του με έναν άλλο μεγάλο κωμικό, τον Σταύρο Παράβα, στο δεύτερο μέρος της ίδιας επιθεώρησης.
Αλλά και ο Κούλης Στολίγκας, πάλι στο "Δελφινάριο", είτε μόνος του είτε σε ντουέτο με τον Παράβα, επιβεβαιώνει το μεγάλο ταλέντο του, ενώ ο αμίμητος Τάσος Γιαννόπουλος θριαμβεύει στο "Αθηναϊκό Κηποθέατρο" σαν μπάρμπα-Γιάννης Καματερός.
Από την παλιά φουρνιά θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα τον Κώστα Χατζηχρήστο, που κάνει δυο εμφανίσεις στο "Μπουρνέλλη" σαν Αβέρωφ και σαν "τροχονόμος του Αιγαίου", τη Ζωζώ Σαπουντζάκη που κλέβει την παράσταση στο "Μινώα" σαν μια "κοινή της Κοινής Αγοράς", αλλά και τη Μαίρη Μεταξά στις δύο σπαρταριστές εμφανίσεις της πάλι στο "Μινώα".
Είναι κρίμα που δυο άλλοι μεγάλοι της επιθεώρησης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Αλέκος Λειβαδίτης, έχουν εγκλωβιστεί σε στατικά ποζάτα νούμερα και δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν όλες τις ικανότητές τους. Ακόμα πιο αδικημένος ο Σωτήρης Μουστάκας, που υποχρεώνεται να υπηρετήσει ένα εντελώς κακό νούμερο.
Όμως, δεν είναι μόνο οι παλιοί που αξίζουν το χειροκρότημά μας. Και η νέα γενιά έχει βγάλει επιθεωρησιακά ταλέντα, που αξίζει να αναφερθούν. Όπως η εκπληκτική Τιτίκα Στασινοπούλου, που εμφανίζεται στο "Μινώα", ο Μεθυμάκης, ο Φέρμης και η Μαντζουράνη στο "Δελφινάριο" [Σημείωση του Rena Fan: Ο Φέρμης και η Μαντζουράνη ήταν μάλλον της παλιότερης γενιάς], ο Σωτήρης Τζεβελέκος στο "Κηποθέατρο", ο Μπουγιουκλάκης και ο Δεμίρης στο "Μπουρνέλλη".
Ο Κομνηνός στη συνέχεια παρουσιάζει ξεχωριστά την κάθε επιθεώρηση του καλοκαιριού εκείνου:
"Ελληνίδες... Έλληνες...": Η επιθεώρηση του θεάτρου "Μπουρνέλλη" είναι η μόνη που στηρίζεται στην πολιτική σάτιρα. Από τον υπουργό Αμύνης κ. Αβέρωφ μέχρι τον Δήμαρχο Αθηναίων κ. Παπαθεοδώρου και από τον Σάββα του "Ελεύθερου Κόσμου" μέχρι τον Μικροπολιτικό των "Νέων", πρόσωπα και πράγματα της πολιτικής σκηνής μας, γίνονται αντικείμενα σχολιασμού. Όχι πάντα με την ίδια ευστοχία, αλλά με αρκετή τόλμη. Το πιο ισορροπημένο από τα πολιτικά νούμερα, τόσο σαν κείμενο όσο και σαν ερμηνεία, είναι ίσως το "υπάρχω... υπάρχεις... υπάρχουμε..." που αποδίδουν ο Μάκης Δεμίρης και ο Βαγγέλης Πλοιός, ζωντανεύοντας στη σκηνή τους γραφικούς ήρωες του θρυλικού "Εκείνος και εκείνος", τον Σόλωνα και τον Θωμά. Από τις καλές στιγμές, επίσης, το καραγκιοζίστικο "βεβαίως, βεβαίως" με τον Β. Μπουγιουκλάκη.
Στα θετικά στοιχεία της επιθεώρησης του "Μπουρνέλλη" θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμη την απόλυτα παραδοσιακή δομή της, τη μουσική του βετεράνου του είδους Λυκούργου Μαρκέα, και, κυρίως, τα σκηνικά του Βαγγέλη Ολύμπιου. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι είναι το μόνο θέατρο που έχει ακόμα πασαρέλα--και την χρησιμοποιεί.
"Πολύ ωραίο στυλ! Βεβαίως... Βεβαίως...": Και στο "Δελφινάριο" πλησιάζουμε αρκετά στην παραδοσιακή επιθεώρηση. Τα κείμενα δεν έχουν να παρουσιάσουν τίποτα το ιδιαίτερο, τα νούμερα όμως είναι σωστά στημένα και δίνουν τη δυνατότητα στους πολύ καλούς ηθοποιούς που διαθέτει ο θίασος να αναπτύξουν τις δυνατότητές του. Ο Ηλιόπουλος, ο Παράβας, ο Στολίγκας και πολλοί άλλοι δεσπόζουν με την παρουσία τους, καλύπτοντας άλλες αδυναμίες της παράστασης, όπως τα μάλλον κακόγουστα σκηνικά του Ανεμογιάννη. Ενδιαφέρουσα η μουσική δουλειά του Μιχάλη Αρχοντίδη.
"Πού το πάμε, πού μας πάνε": Το "Αθηναϊκό Κηποθέατρο" είχε υποσχεθεί ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα. Οι υδάτινες αυλαίες και τα συντριβάνια έμειναν, όμως, τελικά στα λόγια. Στη θέση τους βρίσκεται ένα μόνιμο σκηνικό του Ανεμογιάννη, που σίγουρα δεν καταφέρνει να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει το φυσικό περιβάλλον του πάρκου. Όπως δεν καταφέρνουν και οι συγγραφείς να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό του θιάσου τους. Επί πλέον, αφήνουν όλα τα νούμερα να τραινάρουν, ενώ έχουν ήδη εξαντληθεί τα ευρήματά τους, με αποτέλεσμα να εξαντλείται τελικά και ο θεατής.
Το ιδιαίτερο χρώμα, σ' αυτήν την επιθεώρηση, δίνουν ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και ο Δαρζέντας, που φέρνουν με τη μουσική και τις χορογραφίες έναν τόνο ευρωπαϊκού μιούζικ χωλλ.
"Μια τρύπα στο νερό": [η επιθεώρηση] έχει μια βασική αδυναμία, που δεν μπορεί να καλύψει το ταλέντο του Εξαρχάκου, του Μιχαλόπουλου ή του Καλογήρου. Και η αδυναμία αυτή είναι η έλλειψη θεμάτων και κειμένων. Οι μόνες πραγματικά επιθεωρησιακές στιγμές είναι οι εμφανίσεις της Ζωζώς Σαπουντζάκη, της Τιτίκας Στασινοπούλου και της Μαίρης Μεταξά, η οποία, μαζί με τον Β. Σειληνό, μοιράζεται και το πιο πετυχημένο νούμερο, μια παρωδία του "Γιου του Σεΐχη".
"Στη φωλιά του κούκου... ε": Αφήσαμε τελευταία την επιθεώρηση, που παίζεται στο θέατρο "Παρκ". Και αυτό, γιατί δύσκολα μπορούμε ακόμα και να την ονομάσουμε επιθεώρηση. Εδώ δεν μπορούμε πια να μιλήσουμε για ανυπαρξία θεμάτων και κειμένων. Υπάρχουν κείμενα--και είναι κακά. Θίγονται θέματα--αλλά με τρόπο απαράδεκτο. Δεν είναι επιτρεπτό να "σατιρίζεις" μ' αυτόν τον τρόπο την θεσμοθέτηση της δημοτικής ή την σκέψη να μπει η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία [Ακτιβιστική σημείωση του Rena Fan: Από τότε συζητιόταν; Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα και ακόμα δεν έχει μπει...]. Ούτε είναι πολιτική σάτιρα η συρραφή αλλοπρόσαλλων συνθημάτων, πότε φιλοανδρεϊκών και πότε φιλοκαραμανλικών. Δεν θα περίμενε κανένας να βρεθούν συγγραφείς που να υπογράψουν αυτά τα κείμενα και ηθοποιοί που να δεχτούν να τα παίξουν. Όπως δεν περιμέναμε μια ηθοποιός του μεγέθους της Ρένας Βλαχοπούλου να κλείσει το νούμερό της τραγουδώντας σε πλαίη μπακ, δηλαδή ανοιγοκλείνοντας το στόμα της, ενώ η φωνή της βγαίνει ηχογραφημένη από μεγάφωνο.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που εισβάλλει το πλαίη μπακ στην επιθεώρηση. Κι ας είναι τόσο αντίθετο στην ίδια της τη φύση, που απαιτεί την άμεση επαφή του ηθοποιού με το κοινό. Όμως, φέτος, στο "Παρκ" χρησιμοποιείται θρασύτατα και πέρα από κάθε μέτρο. Και νάταν μόνο αυτό...
Όσα ελαττώματα μπορούμε να εντοπίσουμε σκόρπια στις διάφορες επιθεωρήσεις βρίσκονται εδώ μαζεμένα. Η λεκτική χυδαιότητα και η αισθητική κακογουστιά είναι εδώ κυρίαρχα στοιχεία. Οι διαφημιστικές σφήνες--που υπάρχουν βέβαια και σε άλλα θέατρα--"πέφτουν" εδώ απροσχημάτιστα, γιατί οι συγγραφείς δεν έκαναν καν προσπάθεια να τις εντάξουν μέσα στα νούμερα.
Στο "Παρκ" εμφανίζεται και ο Θανάσης Βέγγος. Όταν είδαμε εμείς την παράσταση δεν έπαιζε ακόμα, και ελπίζαμε ότι τελικά θα κατάφερνε να απαλλαγεί από τις συμβατικές υποχρεώσεις του και να μην εμφανιστεί καθόλου. Γιατί ακόμα και αν το δικό του νούμερο είναι καλό, δεν πιστεύουμε ότι θα έπρεπε ο δημοφιλής κωμικός μας να παίζει το ρόλο του κράχτη και να παρασύρει το κοινό του σ' αυτό το ανούσιο κατασκεύασμα, που προσβάλλει και τη νοημοσύνη μας και το αισθητήριό μας.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ταχυδρόμος, 29-7-1976
Πολύ διαφορετική πάντως ήταν η άποψη του Στάθη Δρομάζου στην Καθημερινή:
Πολλές ευχάριστες εκπλήξεις είχε η παράσταση. Τόσες που αρχίσαμε να αισιοδοξούμε πως η επιθεώρηση βγαίνει από τον κατήφορο που είχε πάρει κι ίσως ξεκαθαρίσει η "λεωφόρος της ντροπής" από τον πρόσφατο εκχυδαϊσμό του είδους. Πρώτα, τα κοστούμια και τα σκηνικά. Είναι η μοναδική φορά που βλέπουμε κοστούμια οικεία για τον θεατή, χαρούμενα, χωρίς νεοπλουτισμούς για να ξιππάσουν τον αφελή θεατή. Παράδειγμα τα κοστούμια στις "Πλύστρες" και στον "Τιμάριθμο". Η ίδια έκπληξη και στα σκηνικά. Λείψανε εκείνα τα αρχοντοχωριάτικα, τα ζαχαρωμένα "σώου", το φτηνό γούστο, που θύμιζε τα "χρυσά" που τυλίγουν τα σοκολατάκια. Υπαινικτικά σκηνικά, στο μέτρο του καλού γούστου. Παράδειγμα το θαυμάσιο σκηνικό "Στη φωλιά του κούκου". Άλλη παρατήρηση είναι τα σύνολα. Άνδρες και γυναίκες δεν αποτελούν αξιοθρήνητες "τσόντες" όπως μας συνήθιζαν. Άντρες και κοπέλλες ξέρουν να στέκωνται, ξέρουν να κινούνται και να συμβάλουν με το ρολάκι τους στο νούμερο. Μ' ένα λόγο θεατρική ευπρέπεια. Ύστερα ένα γερό σύνολο πρωταγωνιστών--νουμερίστες που ξέρουν να παίζουν επιθεώρηση. Ίσως τα κείμενα δεν είναι του ίδιου επιπέδου. Δεν τα χαρακτηρίζει η τόσο γνώριμη προχειρότητα και χυδαιότητα. Μπορεί να μην είναι όλα στο ίδιο επίπεδο. Σε πολλά βαρύνει ένα χιούμορ λιγάκι λογιωτατίστικο κι όχι τόσο λαϊκό. Αλλά το κείμενο "Στη φωλιά του κούκου" είναι υπόδειγμα επιθεωρησιακής πέννας, δοσμένο σε μια πολυμορφία του παραλογισμού της ζωής, που διασκεδάζει και απροσδόκητα σατιρίζει. Ο Σ. Μουστάκας που το απέδωσε υπήρξε δεξιοτέχνης του σανιδιού, ένας "ολοκληρωτικός" ηθοποιός. Έπαιζε με τις μούτες, τις παραλλαγές της φωνής, την κωμική κίνηση. Ταλέντο και πνευματικότητα σκόρπαγε το παίξιμό του. Εξ ίσου καλό κείμενο ο "Τιμάριθμος". Γνήσιο λαϊκό εδώ το χιούμορ, που νόμιζες ότι γράφονταν την στιγμή της παραστάσεως [Σημείωση του Rena Fan: μου κάνει εντύπωση η χρήση αυτής της γενικής από τον Δρομάζο, αλλά από την άλλη, γράφει πια στην Καθημερινή, όχι στην Αυγή...] ανάμεσα στον Βέγγο και στην πλατεία! Ο Θ. Βέγγος χαρακτηριστικός τύπος και δαιμόνιος κλόουν, έβγαλε ανάγλυφο τύπο λαϊκού οικογενειάρχη της Αθήνας μας που θα μείνη. Το κείμενο της Ρένας Βλαχοπούλου πηδούσε από θέμα σε θέμα, κι όπου ήταν σάτιρα της αθηναϊκής ζωής ήταν καλύτερο. Αλλά αρκούσε η Ρ. Βλαχοπούλου, που παίζει σε μεγάλη γκάμα φωνής, κίνησης, υποκριτικής και αυτοσχεδιασμού για να χειροκροτήσης τη "λαίδη" αυτή της επιθεωρήσεως με την αθυρόστομη γλώσσα της και με την αμεσότητα που έφτανε το παίξιμό της στην πλατεία. Η Μαρία Μπονέλλου ("Το παιδί απαιτεί"), σταθερή δύναμη της επιθεωρήσεως, σατίρισε τη "σεξουαλική αγωγή" διαμορφώνοντας δικό της τύπο με την ικανότητα που έχει να μεταμορφώνεται. Ο Γ. Βογιατζής στις "Πλύστρες" πάντα πληθωρικός να χαρίζη το γέλιο στο κοινό του. Το "Μοιχεία στόρυ", αν και πολυπαιγμένο θέμα, δόθηκε κεφάτα από τους [Νέλλη] Γκίνη, Νικ. Τσούκα Ε. Βροχοπούλου. Μάλιστα στο τέλος το κείμενο απόχτησε μια ζεστασιά. Ο Ν. Παπαναστασίου, στο "Πολύ ωραίο στυλ" με τις δύο κοπέλλες Χρ. Φιδάνη και Β. Ασίκη έκαναν μια θεατρική διακωμώδηση των πειρατικών σταθμών. Ο Ντάνος Λυγίζος μπορούσε να αξιοποιηθή περισσότερο. Σ' όλα τα κείμενα η πολιτική σάτιρα κάπως συγκρατημένη, η κοινωνική πιο πετυχημένη, σκόρπαγε το γέλιο, και τα παράξενα της ζωής βγαίνουν με κέφι όχι για να εντυπωσιάσουν αλλά για να διασκεδάσουν. Θα είχαμε μια επιφύλαξη για τις χορογραφίες, αν και οι εκτελεστές είναι αξιόλογοι. Αφού άλλαξε όλο το κλίμα της επιθεωρήσεως, γιατί να μείνουμε στο ψευτοκλασικό μπαλλέτο, που ούτε κλασικό ούτε επιθεωρησιακό είναι. Οι χορογράφοι μας ας βρουν πιο μοντέρνες και πιο οικείες χορευτικές φόρμες για το κοινό μας. Ας βρουν ρυθμούς--όχι ψευτορομαντικούς--αλλά της σύγχρονης ζωής. Ας συγχρονισθούν οι χορογραφίες με το στόχο που έχουν τα νούμερα. Ήταν το μόνο κομμάτι που θυμίζει "σώου". Ο σολίστ Αλέξης Γεωργίου εξαίρετος. Η μουσική διακριτική, δε βάραινε, υπογραμμίζοντας τα νούμερα ή δημιουργώντας ατμόσφαιρα. Βέβαια είμαστε κάπως μακρυά από την ανανέωση της επιθεωρησιακής μουσικής. Κάτι "κινείται" στο χώρο της επιθεωρησιακής μουσικής. Κάτι "κινείται" στο χώρο της επιθεωρήσεως. Θα έχη συνέχεια; Θα έχη συνέπεια;
Στάθης Ιω. Δρομάζος
Καθημερινή, 14-7-1976
Άλλοι κριτικοί επισημαίνουν ότι συγγραφείς του Παρκ έχουν δώσει στο παρελθόν επιθεωρήσεις "πιο γεμάτες" σε πρωτοτυπία (Περσεύς Αθηναίος, Εθνικός Κήρυξ, 7-8-1976) και με καλύτερα κείμενα (Κώστας Λιναρδάτος, Βραδυνή, 26-7-1976). Παρόλα αυτά, ο Αθηναίος γράφει πως η επιθεώρηση του Παρκ είναι καλύτερη από τις υπόλοιπες επιθεωρήσεις του καλοκαιριού εκείνου, "με τα υπέρ και τα κατά της" βέβαια. Για παράδειγμα το νούμερο του Θανάση Βέγγου "παρατραβιέται και κουράζει. Θέλει κόψιμο στις πρόζες του, ώστε να μη μουρμουρίζη κανείς το 'άντε τελείωνε...'". Ο Λιναρδάτος αναφέρει επίσης το νούμερο του Βέγγου αλλά και της Ρένας Βλαχοπούλου ως παραδείγματα κειμένων "που "'ξεστρατίζουν' από το στόχο τους με αποτέλεσμα να ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία και να καταλήγουν σε άλλο... τέρμα". Τη "νωχέλεια" των κειμένων όμως αντισταθμίζουν οι ηθοποιοί της παράστασης. Ο Βέγγος είναι "απολαυστικός και 'τραγικός' μαζί όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια" (Λιναρδάτος) και "σκορπά ευθυμία" και συγκίνηση, είναι ένας διαφορετικός τυπίστας από όλους τους άλλους (Αθηναίος). Ο Σωτήρης Μουστάκας είναι "ανεπανάληπτος" (Λιναρδάτος), "καταπληκτικός νουμερίστας", "αυθόρμητος και πηγαίος", που "χαλάει τον κόσμο" με την "έμπειρη τεχνική του, με τον λόγο του, με τα 'τσαλιμάκια' του". Το κοινό "τον αγαπάει και τον χειροκροτεί, γιατί κάθε του εμφάνισι είναι κάτι νέο" και δημιουργεί "κλίμα ευθυμίας χωρίς να παρουσιάζη σημεία κόπου και βίας" (Αθηναίος). Ο Αθηναίος γράφει επίσης πως ο Γιάννης Βογιατζής είναι απολαυστικός στις "Πλύστρες", ένα από τα καλά νούμερα του έργου.
Η Ρένα Βλαχοπούλου και το τεχνικό προσωπικό του Παρκ Φωτογραφία από το πρόγραμμα της επιθεώρησης Στη φωλιά του ΚούΚου... ε |
Όσο για τις πρωταγωνίστριες του θιάσου, η Μαρία Μπονέλλου αποσπά θετικά σχόλια από τον Αθηναίο: "είναι πραγματική θεατρίνα. Με εξαιρετικό κέφι, τσαχπινιά και γλυκειά, πικάντικη φωνούλα, λαμπρή σκηνική παρουσία, χειροκροτείται δίκαια, ερμηνεύοντας αβίαστα το νούμερό της". Ο Λιναρδάτος μάλλον συμφωνεί με τον Κομνηνό πως η Ρένα Βλαχοπούλου "η αγαπημένη του μεγάλου κοινού δεν ευτύχησε στο νούμερό της", αλλά ο Αθηναίος συμφωνεί περισσότερο με τον Δρομάζο: "Βεντέτα η Ρένα Βλαχοπούλου, ξυπνά τα πάντα με το λόγο της, τα τερτίπια της, το ασύγκριτο τραγούδι της. Βλέπει κανείς την ηθοποιό, που η σκηνή γι' αυτήν είναι το σπίτι της. Αέρινη, άνετη στις κινήσεις της, στην ερμηνεία της υπέροχη". "Με τον ίδιο τόνο και μπρίο" ερμηνεύει τόσο το "Στα σαγόνια της εφορίας" όσο και το "Κάθε μεσημέρι στην ΕΡΤ", στο οποίο "σατιρίζει τη γνωστή εκπομπή μαζί με άλλες ηθοποιούς αυτοσχεδιάζοντας, κατά τη συνήθειά της, και προσφέροντας θυμηδία".
Φωτογραφίες από το πρόγραμμα της επιθεώρησης Στη φωλιά του ΚούΚου...ε |
Τέλος, ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης (Τα Νέα, 28-8-1976) θεωρεί πως τα μεγάλα επιθεωρησιακά ταλέντα μπορούν να στηρίξουν μια επιθεώρηση "και με ένα μέτριο κείμενο. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν θαύματα, όταν ουσιαστικά δεν υπάρχει κείμενο". Ο κριτικός παρατηρεί πως όλοι οι επιθεωρησιογράφοι του καλοκαιριού μοιάζουν εξαντλημένοι, αλλά ο Κώστας Νικολαΐδης και ο Πυθαγόρας "έχουν εξαντληθή περισσότερο από τους ομοτέχνους τους", αφού ακόμα και ο τίτλος Στη φωλιά του ΚούΚου... ε "προδίδει την μεγάλη... εξάντληση". Οπότε πρωταγωνιστές της παράστασης, κατά τη γνώμη του, είναι ο επιχειρηματίας Βαγγέλης Λειβαδάς, "πραγματικά 'μη φεισθείς δαπανών'", ο χορογράφος/σκηνοθέτης Φώτης Μεταξόπουλος (η δουλειά του θα μπορούσε "αξιοπρεπέστατα να σταθεί σε οποιοδήποτε μεγάλο ευρωπαϊκό θέατρο του είδους") και ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος Νίκος Πετρόπουλος (αν και η σκηνή του Παρκ είναι μικρή δεν μπορεί να αναδείξει πλήρως τη δουλειά του). Συμπαραστάτες του Μεταξόπουλου είναι η Νάντια Φοντάνα και η μουσική του Ζακ Ιακωβίδη. Και εντέλει "οι άλλοι συμμετέχοντες--ο κ. Σωτ. Μουστάκας (πολυμερέστατος καλλιτέχνης), ο κ. Γιάννης Βογιατζής (πάντοτε 'μπριόζικος'), ο κ. Ντάνος Λυγίζος (με την ραφιναρισμένη υπόκρισή του), ο κ. Νίκος Παπαναστασίου, η κ. Ρένα Βλαχοπούλου (με το καλό της τραγούδι) [σημείωση του Rena Fan: έστω και σε πλέι μπακ...], ο κ. Θανάσης Βέγγος (με την ασυγκράτητη κινητικότητά του)--μοιάζουν σαν υψηλού επιπέδου κομπάρσοι"...
Με μαγεύει τελικά το πόσο μπορεί να συγκλίνουν και να αποκλίνουν οι γνώμες των κριτικών, ειδικά για τις επιθεωρήσεις...
Η παρούσα ανάρτηση, όπως και όλα τα κείμενα που δημοσιεύονται στο ιστολόγιο αυτό, είναι αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας. Είναι υποχρεωτική η ρητή αναφορά στο ιστολόγιο, όταν χρησιμοποιείται υλικό από τις αναρτήσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου