Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Αντίο, Σπεράντζα!


Μία εβδομάδα πριν ξεφύλλιζα τα βιβλία της, ψάχνοντας λεπτομέρειες για την Καίτη Μπελίντα. Τα βιβλία της Σπεράντζας Βρανά όμως δεν σε αφήνουν εύκολα: στεκόμουν σε άλλα γεγονότα της δικής της καλλιτεχνικής και προσωπικής ζωής, γραμμένα με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια και ευθύτητα, και κολλούσα. Πού να το φανταζόμουν ότι μία εβδομάδα μετά η Σπεράντζα Βρανά θα γινόταν το βασικό θέμα μιας ανάρτησής μου. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια της επιθεώρησης πέθανε σήμερα τα ξημερώματα, ήρεμα, στον ύπνο της.

Το ελληνικό μουσικό θέατρο και ιδιαίτερα η επιθεώρηση (και βέβαια τούτο εδώ το blog!) χρωστούν πολλά στη Σπεράντζα Βρανά. Όχι μόνο επειδή υπηρέτησε με αφοσίωση, λατρεία και συνέπεια αυτό το είδος, αλλά και επειδή ήταν η πρώτη που κατέγραψε, παράλληλα με τα προσωπικά της βιώματα, την ιστορία της επιθεώρησης από το 1948 ως το 1985. Η Σπεράντζα έκανε πρώτη τη δουλειά που τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να κάνουν νέες και νέοι που αποφοιτούν από τα θεατρολογικά τμήματα των παντεπιστημίων μας. Από τα βιβλία της μάθαμε λεπτομέρειες για τη χρυσή εποχή του «Ακροπόλ» και των άλλων θεάτρων στα οποία βρέθηκε. Μάθαμε λεπτομέρειες για ηθοποιούς, τραγουδιστές, τραγουδίστριες που δεν θα τις βρούμε πουθενά αλλού. Γνωρίσαμε καλύτερα μορφές που είτε τις ξέραμε μόνο από το σινεμά είτε τις ξέραμε μόνο από παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες... Μορφές του μουσικού θεάτρου που μας συστήνονται ολοζώνταντες είτε μέσα από τις αφηγήσεις της Σπεράντζας είτε μέσα από τις δικές τους διηγήσεις (το βιβλίο της Επιθεώρηση καψούρα μου περιέχει τις απολαυστικές συζητήσεις της με 35 πρωταγωνίστριες και πρωταγωνιστές της επιθεώρησης). Πρώτη η Σπεράντζα, χάρη στο καλά οργανωμένο αρχείο της, παρουσίασε στα βιβλία της στοιχεία για θιάσους, συγγραφίες, συνθέτες, σκηνογράφους, έργα, με χρονολογική ακρίβεια (αργότερα ακολούθησε, όχι με την ίδια ακρίβεια, ο Μίμης Τραϊφόρος στη δική του αυτοβιογραφία). Και πέρα από τα πολύτιμα βιβλία της, η Σπεράντζα επιμελούνταν και ραδιοφωνικές εκπομπές με θέμα την επιθεώρηση.

Η Σπεράντζα Βρανά στην ιστορική πασαρέλα του Ακροπόλ στα χρόνια του '50

Ίσως όμως πιο σημαντική και από τη θεατρολογική της εργασία, να είναι τελικά η αυτοβιογραφική της κατάθεση. Δίχως να είμαι ειδικός στις βιογραφίες, νομίζω ότι η Σπεράντζα Βρανά ήταν η πρώτη που κατέγραψε με τέτοια αφοπλιστική ειλικρίνεια, χαρακτηριστική ντομπροσύνη αλλά και πικάντικη γεύση προσωπικά βιώματα, καταστάσεις, συναισθήματα μιας γυναίκας της εποχής της που έζησε τον έρωτα χωρίς αναστολές ή σεμνοτυφία, εκφράζοντας, όπως έγραψε και ο bosko, τον ερχομό της σεξουαλικής επανάστασης στη μεταπολεμική Ελλάδα πριν κι από τα αθώα 60s. Λόγος σχεδόν προφορικός, χυμώδης, αυθεντικός και γι’ αυτό πολύτιμος. Νομίζω ότι οι φεμινίστριες εκτίμησαν ιδιαιτέρως το πρώτο της βιβλίο, το αυτοβιογραφικό Τολμώ, όχι γιατί προβάλλει ιδιαίτερα φεμινιστικές ιδέες (έφαγε πολύ ξύλο, στα ερωτικά της όπως ομολογεί και η ίδια) αλλά γιατί αποτελεί μια αυθεντική καταγραφή γυναικείας φωνής που διεκδικεί, αποκτά, εκφράζεται ελεύθερα, συγκρούεται με το κατεστημένο της εποχής της (ίσως και της δικής μας) και απολαμβάνει τον έρωτα χωρίς αναχρονιστικά ταμπού και προκαταλήψεις.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι κάποιες φορές ο αναγνώστης/η αναγνώστρια αιφνιδιάζεται: ενώ για άτομα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προσωπική της ζωή η Σπεράντζα χρησιμοποιεί με διακριτικότητα ψευδώνυμα, όταν αναφέρεται σε προσωπικές (κυρίως ερωτικές) ιστορίες γνωστών και λιγότερο γνωστών ονομάτων του θεάτρου συχνά δεν κρύβει τα ονόματά τους. Δεν γνωρίζω πώς ακριβώς αντέδρασαν οι «θιγόμενοι/ες» (και νομίζω ότι η Σπεράντζα δέχτηκε κριτική γι’ αυτή της την τόλμη, παρόλο που η πλειοψηφία των κριτικών και του κοινού λάτρεψε το Τολμώ). Ωστόσο το άτομο που «εκτίθεται» περισσότερο από όλους και όλες είναι η ίδια η Σπεράντζα που με παρρησία αναφέρεται σε καλές και κακές της στιγμές, περιγράφει με λεπτομέρειες τη σεξουαλική της αφύπνιση και την ερωτική της ζωή και αναπόφευκτα σε κερδίζει με τον ευθύ τρόπο της. Δεν τα παρουσιάζει όλα ρόδινα κι ούτε φοβάται να μιλήσει για τα σκαμπανεβάσματα της καριέρας της. Δεν την αφορά η εξιδανίκευση του παρελθόντος. Θέλει απλώς να τα καταγράψει όλα, όπως έγιναν, για να μην τα ξεχάσει...

Τα πρώτα χρόνια και τα μπουλούκια
Η Ελπίδα Χωματιανού γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, μάλλον το 1928. Στα βιβλία της δεν υπάρχει η ακριβής χρονολογία αλλά από τη διήγησή της προκύπτει ότι γεννήθηκε αυτή τη χρονιά (βέβαια, αναφέρει επίσης ότι ήταν συμμαθήτρια του Μάνου Χατζιδάκι—που γεννήθηκε το 1925—και της Άννας Συνοδινού—που γεννήθηκε το 1927. Άρα τα πράγματα είναι μάλλον κάπως συγκεχυμένα... Στο Τολμώ περιγράφει τα πολύ δύσκολα παιδικά και νενανικά της χρόνια: οι γονείς της χώρισαν νωρίς και ο πατέρας της πέθανε όταν εκείνη ήταν 7 χρόνων, η μικρή Ελπίδα μεγάλωσε στην Αθήνα με τη μητέρα της, την οποία έχασε το 1942, μέσα στην Κατοχή. Αμέσως μετά βρέθηκε στο Μεσολόγγι για να ζητήσει βοήθεια από τους συγγενείς του πατέρα της της (η αδελφή της μητέρας της στην Αθήνα είχε ήδη αρνηθεί να την περιθάλψει), αλλά φαίνεται πως ένα έφηβο κορίτσι ήταν μεγάλο βάρος για όλους/ες.

Όσο ακόμα ήταν στην Αθήνα, η μικρή Ελπίδα είχε καταφέρει να πάει κάποιες φορές στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Θυμόταν μάλιστα, ότι μια φορά που έκανε σκασιαρχείο από το γυμνάσιο (γύρω στο 1941-42), βρέθηκε στο θέατρο «Μοντιάλ» όπου μαγεύτηκε από τις δυο τραγουδίστριες: την καθιερωμένη ντίβα Σοβία Βέμπο και την ανερχόμενη Ρένα Βλαχοπούλου, που με τα μοντέρνα τραγούδια της την είχε συναρπάσει... Ένιωθε πως την τραβούσε ο κόσμος του θεάματος αλλά αυτό έμοιαζε μάλλον με παιδικό καπρίτσιο. Όταν όμως επισκέτηκε το Μεσολόγγι ο περιοδεύων «Θίασος Μέμφη», η Σπεράντζα έγινε η... τραγουδίστριά του, χάρη σε έναν νεαρό που εργαζόταν στον θίασο και που ανέλαβε την προστασία της. Μετά από διάφορες περιπέτειες ήταν πλέον δαχτυλοδειχτούμενη και φυσικά δεν μπορούσε να μείνει στην πόλη. Ακολούθησε λοιπόν τον Γιώργο και το... μπουλούκι στους διάφορους σταθμούς της περιοδείας του. Σύντομα θα βρεθούν σε άλλα μπουλούκια και θα συνεργαστούν με μεγάλες μορφές του θεάτρου της υπαίθρου (όπως ήταν ο Ρολάνδος Χρέλιας) αλλά και με ηθοποιούς που αργότερα θα τους συναντήσει ξανά στην αθηναϊκή της καριέρα, τον Κώστα Χατζηχρήστο και την Μπέτυ Μοσχονά. Μετά την Κατοχή, συνεχίζει τις περιοδείες με τα μπουλούκια, παίζοντας δραματικούς ρόλους, αλλά το 1945 γνωρίζει τον πρώτο σύζυγό της που μετά τον γάμο τους την παίρνει μαζί του στην Αίγυπτο. Εκεί συναντά την αρνητική αντίδραση της οικογένειάς του και τελικά επιστρέφει στην Ελλάδα, στα μπουλούκια της επαρχίας και στα συνοικιακά θέατρα της πρωτεύουσας. Ποτέ δεν υποτίμησε αυτή της τη θητεία: έλεγε πάντα ότι το μπουλούκι ήταν μεγάλο σχολείο.

Το αθηναϊκό ντεμπούτο: Άνθρωποι, άνθρωποι
Στο «κανονικό» αθηναϊκό θέατρο θα μπει θριαμβευτικά το καλοκαίρι του 1948. Ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Τσαγανέας αποφασίζουν να ανεβάσουν επιθεώρηση στη θερινή Λυρική Σκηνή που μετονομάζουν σε «Μετροπόλιταν». Η ιδέα τους είναι να παρουσιάσουν ένα θίασο που θα στελεχώσουν νέα ταλέντα. Τα μόνα «μεγάλα» ονόματα είναι ο Ορέστης Μακρής και ο Χρήστος Τσαγανέας, ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία τις προηγούμενες σεζόν με τον ρόλο του τρελού στην κωμωδία Οι Γερμανοί ξανάρχονται, ερμηνεύοντας τον περίφημο μόνολογο «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληοσπαραγμός». Ο εμφύλιος βρίσκεται στην κορύφωσή του και τα λόγια αυτά δίνουν τον τίλο στην πρώτη επιθεώρηση του «Μετροπόλιταν». Οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος έχουν δει τη Σπεράντζα σε μια παράσταση για στρατιώτες, γοητεύονται από το μπρίο και τη ζωνάντια της (έχει στο μεταξύ ξεκινήσει να παίζει επιθεώρηση και να εμφανίζεται ως «Σπεράντζα»—σκέτο) και της προτείνουν να πάρει μέρος στο Άνθρωποι, άνθρωποι. Τα άλλα νέα ταλέντα του θιάσου είναι ο Μίμης Φωτόπουλος (στο σόλο του λανσάρει την ιστορική φράση «Θα κάαααααθεσαι...» που θα τον ακολουθεί μέχρι τον θάνατό του), ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ειρήνη Παππά, ο Νίκος Ρίζος, η Σμαρούλα Γιούλη, η Λιάνα Βιτσώρη (σύζυγος του Γιώργου Οικονομίδη), η Νίκη Ντέμις (γνωστή «γυναικάρα» του μουσικού θεάτρου), ο Περικλής Χριστοφορίδης, η Άννα Φυλλίδου, η Μαίρη Νικολαΐδου (αδελφή της δημοφιλούς τραγουδίστριας Κούλας Νικολαΐδου) και άλλοι/ες που δεν έκαναν αργότερα σπουδαία καριέρα.


Σ’ αυτή την επιθεώρηση λοιπόν, η Σπεράντζα αποκτά το επίθετο «Βρανά» και εμφανίζεται στην έναρξη σ’ ένα ντουέτο με τη Λιάνα Βιτσώρη, ενώ στο φινάλε του έργου, που είναι ένα αφιέρωμα στα παλιά επιθεωρησιακά τραγούδια, της δίνουν να ερμηνεύσει την παλιά επιτυχία της Ζαζάς Μπριλάντη «Αχ Μαρί». Είναι τόση η επιτυχία της που οι εφημερίδες γράφουν μετά την πρεμιέρα ότι η Σπεράντζα είναι η καινούρια Ζαχά Μπριλάντη. Ωστόσο, η πιο χαρακτηριστική της εμφάνιση σ’ αυτό το έργο είναι σε ένα κουιντέτο με τους Φωτόπουλο, Ρίζο, Φυλλίδου και Φιλιππόπουλο: ήταν το «Τραμ το τελευταίο» το σκετσονούμερο που κορυφωνόταν με το κλασικό αρχοντορεμπέτικο—που ήταν και το πρώτο αρχοντορεμπέτικο που γράφτηκε. Συνθέτης ο Μιχάλης Σουγιούλ, που εγκαινίασε με το «Τραμ» αυτό το νέο, δημοφιλέστατο είδος. Το νούμερο ξεκινούσε με τη Σπεράντζα να λέει στη Φυλλίδου «Προχώρα, ρε Άρτεμις, και φτάσαμε...» και παρουσίαζε τις προσπάθειες δυο ζευγαριών να πείσουν έναν ταξιτζή (Φιλιππόπουλος) να τους μεταφέρει δωρεάν στα σπίτια τους. Φυσικά οι προσπάθειές τους δεν είχαν αποτέλεσμα και έτσι τα δυο ζευγάρια κατέληγαν στο τραμ... Το θρυλικό αυτό τραγούδι πέρασε στην τότε δισκογραφία με γνωστούς τραγουδιστές της εποχής (Μαρούδας, Πολυμέρης), ενώ η Σπεράντζα Βρανά το τραγούδησε αρκετές φορές σε τηλεοπτικές εκπομπές στα χρόνια του του ’90. Μια από αυτές τις εκτελέσεις συμπεριλήφθηκε και στον μοναδικό μεγάλο δίσκο της που κυκλοφόρησε το 1993.

Ο Βασίλης Μπουρνέλλης και το «Ακροπόλ»
Ας επιστρέψουμε όμως στα θεατρικά βήματα της Σπεράντζας, η οποία διαμορφώνει το καλοκαίρι αυτό τον τύπο της μάγκισσας, με ιδανικούς παρτενέρ τον Φωτόπουλο και τον Ρίζο. Μετά τη μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει στο «Μετροπόλιταν» εκείνο το καλοκαίρι, την καλεί ο Βασίλης Μπουρνέλλης για να εμφανιστεί στο θέατρο «Παπαϊωάννου». Εγκαινιάζουν έτσι μια συνεργασία που θα διαρκέσει (με κάποια διαλείμματα) 18 χρόνια, ώς το 1966, και θα χαρίσει στη Σπεράντζα τις μεγαλύτερες επιθεωρησιακές της επιτυχίες. Τη σεζόν 1948-49 ανήκαν μεγάλα ονόματα στον θίασο του Μπουρνέλλη: η Ηρώ Χαντά, ο Πέτρος Κυριακός, η Μπέμπα Δόξα, ο Κώστας Δούκας, ο Κώστας Μανιατάκης, και πολλά μικρότερα ονόματα, ανάμεσά τους και η Μάγια Μελάγια που δυο χρόνια πριν είχε ξεκινήσει τη δική της τραγουδιστική καριέρα. Βρανά και Μελάγια γίνονται στενές φίλες, μια δυνατή φιλία που κράτησε μέχρι τον θάνατο της Σπεράντζας...

Πόπη Άλβα, Σπεράντζα Βρανά, Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης
Τα βιβλία της Σπεράντζας παρουσιάζουν γλαφυρά την εξέλιξή της από νέο ταλέντο σε πρωταγωνίστρια. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, υπάρχουν πισωγυρίσματα. Φεύγει για λίγο από τον Μπουρνέλλη για να συνεργαστεί με τον θίασο της Σοφίας Βέμπο που τη σεζόν 1951-52 περιοδεύει στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη η Σοφία Βέμπο θα της επιτεθεί άδικα, νομίζοντας ότι η Σπεράντζα έχει σχέσεις με τον Τραϊφόρο. Παρά το ξύλο που θα φάει, η Σπεράντζα δεν σταματά να θαυμάζει τη Βέμπο και να γοητεύεται από τη μεγάλη τραγουδίστρια (που τελικά της ζήτησε συγνώμη...).

Ο θίασος του "Ακροπόλ" το καλοκαίρι του '52. Η Ρένα τρίτη από αριστερά, στην πάνω σειρά. Η Σπεράντζα δεύτερη από δεξιά στην κάτω σειρά.

Επιστρέφοντας από την περιοδεία, συνεργάζεται και πάλι με τον Μπουρνέλλη στο θέατρο «Ακροπόλ». Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1952, και καταγράφουμε την πρώτη συνεργασία της Σπεράντζας Βρανά με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Μεγάλος θίασος με τον Αυλωνίτη, την Ντιριντάουα, τη Ρένα Ντορ, τον Κούλη Στολίγα, την Μπέμπα Δόξα, την Μπελίντα, τη Μάγια Μελάγια, τον Νίκο Ρίζο, και τόσους άλλους και τόσες άλλες... Μιλήσαμε και στην ανάρτηση για την Καίτη Μπελίντα για τη θρυλική τριφωνία των Βλαχοπούλου-Βρανά-Μπελίντα με τις τρεις σεμνές κυρίες που μεταμορφώνονται σε μοντέρνες γυναίκες της εποχής. Εκτός από αυτό το νούμερο, η Σπεράντζα έχει και ένα ντουέτο με την Μπέμπα Δόξα, τις «Δυο καρδιές», νούμερο που προοριζόταν για τη Ρένα και την Μπελίντα, αλλά εκείνες το αρνήθηκαν και έτσι δόθηκε η ευκαιρία στη Σπεράντζα (αλλά και στην Μπέμπα Δόξα, που ήταν ήδη πρωταγωνίστρια) να κάνουν μεγάλη επιτυχία: η Δόξα είναι η ρομαντική καρδιά, με αναφορές στο χτες, ενώ η Σπεράντζα είναι η μάγκικη καρδιά του σήμερα...

Η θρυλική τριφωνία: Μπελίντα-Βλαχοπούλου-Βρανά

Από το 1948 που ξεκίνησε τις εμφανίσεις της στο αθηναϊκό θέατρο, η ανερχόμενη Σπεράντζα κάνει τριφωνίες με άλλες κοπέλες, ντουέτα με πρωταγωνιστές όπως ο Πέτρος Κυριακός ή ο Κυριάκος Μαυρέας, αλλά και ντουέτα με τον επίσης ανερχόμενο Νίκο Ρίζο (τα «μάγκικα» ντουέτα τους άφησαν εποχή...). Έτσι συνηθιζόταν τότε, οι νέες/νέοι ηθοποιοί έπρεπε να «ψηθούν» πάνω στο σανίδι μέχρι να κρίνει ο επιχειρηματίας και οι συγγραφείς ότι ήρθε η στιγμή να τους εμπιστευτούν ένα σόλο. Για τη Σπεράντζα η στιγμή αυτή ήρθε το καλοκαίρι του 1953, στην επιθεώρηση 30 το δολλάριο του θεάτρου «Ακροπόλ». Η συγγραφική τριάδα Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας και ο συνθέτης Γιώργος Μουζάκης γράφουν για τη Σπεράντζα το θρυλικό «Δώσε, παιδί μου, δώσε». Για τη Σπεράντζα ήταν μεγάλη κατάκτηση, αφού το σόλο τής δινόταν χωρίς να έχει... παρασκηνιακές σχέσεις με τον επιχειρηματία ή κάποιον άλλον παράγοντα του θεάτρου (οι δεσμοί της ήταν πάντα εξωθεατρικοί). Γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία με το «Δώσε» (που στη δισκογραφία πέρασε με τη φωνή της Μάγιας Μελάγια) και πλέον χρίζεται πρωταγωνίστρια...

Βρανά-Ρίζος: "Αυτός είναι ο Παμείνος για έστειλε δείγμα;"

Σε κάθε επιθεώρηση θα έχει πλέον το σόλο της και βέβαια συνεχίζει τα θρυλικά της ντουέτα με τον Νίκο Ρίζο—«Ο Παμείνος» (όπου λέει την κλασική φράση: «Αυτός είναι ο Παμείνος για έστειλε δείγμα;»), «Σιγά Μανώλη, σιγά»—και τον Κυριάκο Μαυρέα («Η λατέρνα»)... Είναι η ρενομέ μάγκισσα των θιάσων, είναι η ρενομέ σέξυ πρωταγωνίστρια. Πολύ σύντομα, στις αποθεώσεις των επιθεωρήσεων, η Σπεράντζα αρχίζει να εμφανίζεται με μαγιό (μέχρι τότε μόνο η πρώτη χορεύτρια, η Χρυσούλα Ζώκα ή η Λίντα Άλμα, εμφανίζονταν με μαγιό, οι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες εμφανίζονταν με τουαλέτες). Ο ανδρικός πληθυσμός ξετρελαίνεται μαζί της, λαμβάνει εκατοντάδες γράμματα από στρατιώτες, πολιορκείται από θαυμαστές—αλλά και θαυμάστριες...—ενώ ο Γιώργος Μουζάκης, την προειδοποιεί ότι δεν θα παίρνει το χειροκρότημα που της αξίζει γιατί οι άντρες θεατές θα έχουν τα χέρια στις τσέπες τους...

Πόπη Άλβα, Αυλωνίτης, Βρανά, Μακρής, Βασιλειάδου
Ρένα Στρατηγού, Ρίζος, Στέλλα Στρατηγού, Κυριάκος Μαυρέας

Στο σινεμά
Στο μεταξύ έχει μπει στη ζωή της και ο κινηματογράφος. Η πρώτη της ταινία ήταν το Έλα στον θείο του Νίκου Τσιφόρου που γυρίστηκε το 1950 από τη Φίνος Φιλμ. Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια της κινηματογραφικής της καριέρας γυρίζει τις σημαντικότερες ταινίες της: το Σωφεράκι του Γιώργου Τζαβέλλα (Φωτόπουλος: «Να τα βάψω μαύρα;» Βρανά: «Ολόμαυρα»), την Ωραία των Αθηνών του Νίκου Τσιφόρου με τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη (εδώ τραγουδάει τις θρυλικές επιτυχίες του Μουζάκη «Η βαλίτσα» και «Αυτό το μάμπο το μπραζιλέρο», που τότε δισκογράφησε η Μάγια Μελάγια), και βέβαια την Κάλπικη λίρα του Γιώργου Τζαβέλλα, ταινία που θα γνωρίσει διεθνή αναγνώριση. Η Σπεράντζα και ο Φωτόπουλος αντιπροσωπεύουν το μουσικό θέατρο στην ταινία και θριαμβεύουν ως κοκότα και ζητιάνος... Η ίδια ομολογούσε πως δεν αγάπησε ποτέ τον κινηματογράφο, η καρδιά της ήταν δοσμένη στο θέατρο. Συνέχισε πάντως να πρωταγωνιστεί σε ταινίες τα επόμενα 30 χρόνια: οι συμμετοχές της ξεπερνούν τις 50, ωστόσο οι περισσότερες από αυτές είναι «δεύτερες» ταινίες. Πιο σημαντική από τις υπόλοιπες ταινίες της είναι ο Σκληρός άντρας του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Κώστα Χατζηχρήστο, στην οποία η Σπεράντζα εμφανίζεται ως γκεστ σταρ, στη φυλακή, και σχεδόν κλέβει την παράσταση από τον συγκρατούμενό της Χατζηχρήστο... Και βέβαια, δεν ξεχνάμε την τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση, το 1999, στο Safe Sex των Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα, όπου υποδύεται απολαυστικά την ιδιοκτήτρια ενός sex shop κάπου στην Ομόνοια...


Στο ζενίθ
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέατρο. Τη σεζόν 1954-55 η Σπεράντζα Βρανά συναντά και πάλι τη Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Κυβέλης», στις επιθεωρήσεις Το τραγούδι της Αθήνας, Ομόνοια Πλας και στη μουσική κωμωδία Ραντεβού στο καμπαρέ. Πλέον η Ρένα εμφανίζεται και ως ηθοποιός και η Σπεράντζα καμαρώνει την επιτυχία της καλής συναδέλφου και φίλης της. Δεν ήταν βέβαια τόσο στενές φίλες όσο ήταν η Σπεράντζα με τη Ρένα Ντορ ή τη Μάγια Μελάγια, αλλά συνυπήρξαν για πολλά χρόνια στα καμαρίνια των θεάτρων του Μπουρνέλλη. Τη σεζόν 1955-56 συναντιούνται στο «Ακροπόλ» που λειτουργεί για πρώτη φορά ως χειμερινό θέατρο. Το πρώτο έργο της σεζόν είναι το Τζώννηδες και καουμπόυ. Η Σπεράντζα αποθεώνεται στην πρεμιέρα του έργου όταν το κοινό της φωνάζει «Πες μας κάτι δικό σου» κι εκείνη τραγουδάει μόνη της στην πασαρέλα του θεάτρου το «Απόψε φίλα με» του Μανώλη Χιώτη, διασκευασμένο σε μπλουζ από τον Μουζάκη: «Είναι η πιο μεγάλη μου στιγμή», γράφει. Νιώθει πως βρίσκεται στο ζενίθ της καριέρας της και ο Μπουρνέλλης την έχει για το πιο «ταμειακό» του στοιχείο. Δεύτερο έργο της σεζόν το «Άσπρο-μαύρο και ζερό». Παράλληλα με το θέατρο «ντουμπλάρει» και σε κέντρα όπου πραγματοποιεί δεκάλεπτες εμφανίσεις με ένα νούμερο μόνο και αμείβεται με μεγάλα ποσά. Τον επόμενο χειμώνα, 1956-57, πάλι στο «Ακροπόλ» η Ρένα και η Σπεράντζα συναντιούνται στις επιθεωρήσεις Αλήθειες και ψευτιές και Σιγά και με το μαλακό. Η Ρένα αποχωρεί για λίγο καιρό από τις επιχειρήσεις του Μπουρνέλλη, για να επιστρέψει τη σεζόν 1958-59. Την ίδια σεζόν όμως αποχωρεί η Σπεράντζα που με τις ευλογίες του Μπουρνέλλη περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην πρώτη της επαφή με το κοινό της επαρχίας.

Αποθέωση στο "Ακροπόλ", 1955. Η Μπελίντα (μισή), η Ελένη Προκοπίου, η Σπεράντζα Βρανά, η Χρυσούλα Ζώκα και η Ρένα Βλαχοπούλου
Επιστρέφει στην Αθήνα και επανεμφανίζεται στο «Ακροπόλ», το καλοκαίρι του ’59, στην επιθεώρηση Τριάντα κότες κι ένας κόκορας. Σ’ αυτή την επιθεώρηση πλέκεται το ειδύλλιό της με τον Κώστα Βουτσά που τότε πραγματοποιούσε τα πρώτα του δειλά βήματα στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο θυελλώδης δεσμός τους κρατάει για τέσσερα χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια η Σπεράντζα θεατρικά μένει πιστή (με εξαίρεση μια τουρνέ) στις επιχειρήσεις του Μπουρνέλλη. Ακροπόλ, Παπαιωάννου και θέατρο Εθνικού Κήπου που για πρώτη φορά στεγάζει μουσικό θίασο το καλοκαίρι του ’62. Σ’ αυτό το θέατρο, δυο χρόνια μετά, το καλοκαίρι του ’64 συναντιούνται και πάλι Βρανά και Βλαχοπούλου. Τα ονόματά τους βρίσκονται πλέον στη φίρμα του θιάσου: θίασος Χρήστου Ευθυμίου-Ρένας Βλαχοπούλου-Καίτης Μπελίντα-Γιάννη Γκιωνάκη και η Σπεράντζα Βρανά. Γυναίκες και λουλούδια ο τίτλος της επιθεώρησης που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ο θίασος συνεχίζει τον χειμώνα 1964-65 στο Ακροπόλ (20 θέατρα μαζί, Η δημοκρατία χορεύει), το καλοκαίρι επιστρέφει στον Εθνικό Κήπο (Γκάρντεν πάρτυ) και τον χειμώνα 1965-66 πάλι στο Ακροπόλ. Η πρώτη επιθεώρηση που παρουσιάζουν, Αυλή και πεζοδρόμιο, είναι ένας σημαντικός σταθμός στην καριέρα της Σπεράντζας Βρανά, γιατί είναι η τελευταία φορά που συνεργάζεται με τον Βασίλη Μπουρνέλλη και το θέατρο «Ακροπόλ». Αφορμή για να διακόψει τη συνεργασία τους ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, όπως γράφει και η ίδια, ένας καβγάς στα καμαρίνια όπου έπαιζε χαρτιά με τη Ρένα και την Μπελίντα... Νιώθει θιγμένη και υποβάλλει παραίτηση. Ο Μπουρνέλλης δεν θέλει να την αφήσει να φύγει, αλλά εκείνη επιμένει. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος της, έλεγε η ίδια. Από τότε ξεκίνησαν μια σειρά από περιπέτειες που αναγκάζουν αυτή την πιστή υπηρέτρια της επιθεώρησης να... απιστήσει.
Ο Κώστας Βουτσάς, η Σπεράντζα και ο καλός της φίλος Λεωνίδας

Ο γάμος και η νέα εποχή
Συνεργάζεται αρχικά με το θέατρο «Βέμπο», το καλοκαίρι του ’66. Το ίδιο καλοκαίρι παντρεύεται τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα. Αν και τον είχε γνωρίσει στα χρόνια του ’50 στις επιθεωρήσεις του «Ακροπόλ» τον «ανακάλυψε», όπως γράφει, τον Σεπτέμβριο του 1963, όταν χώρισε με τον Κώστα Βουτσά. Κουμπάρα του ζεύγους η Καίτη Μπελίντα ενώ τη Σπεράντζα οδήγησε στην εκκλησία η Ρένα Ντορ. Η Σπεράντζα και ο Παύλος έζησαν αγαπημένοι ως τη μέρα που έφυγε ο Παύλος, την άνοιξη του 2008. Τη φρόντισε όσο ελάχιστοι σύζυγοι φροντίζουν τις γυναίκες τους (η Μάγια Μελάγια έλεγε ότι μόνο ο Γιώργος Λαφαζάνης είχε δείξει αντίστοιχη φροντίδα για τη Ρένα Βλαχοπούλου)...

Παύλος Πατάκας και Σπεράντζα Βρανά

Στο μουσικό θέατρο αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, καθώς μπαίνουν πλέον ηθοποιοί που γίνονται γνωστοί/ές από τον κινηματογράφο και έχουν πολλές απαιτήσεις (αρχίζει η εποχή του «Πού θα μπει το όνομά μου;», κάτι που στα χρόνια του ’50 δεν συζητιόταν ποτέ, ούτε από τα πιο μεγάλα ονόματα...). Η Σπεράντζα περιγράφει διάφορες τέτοιες φαιδρές καταστάσεις που υπονόμευαν την επιτυχία των παραστάσεων και τη συνεργασία των ηθοποιών, όπως συνέβη, για παράδειγμα τη σεζόν 1967-68, στο μιούζικαλ Γιεγιέδες και μπουζούκια, που πάντως γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με έναν μεγάλο θίασο: Μπελίντα, Βρανά, Μηλιάδης, Στολίγκας, Ζωζώ Σαπουντζάκη (με την οποία η Βρανά φαίνεται ότι κοντραρίστηκε αρκετές φορές στις κατά καιρούς συναντήσεις τους...), Τόλης Βοσκόπουλος... Εκείνη τη σεζόν γίνεται πρόταση στη Σπεράντζα και στον σύζυγό της να αρχίσουν να τραγουδούν στην μπουάτ Κατακόμβη. Δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν της είχαν προτείνει να τραγουδάει σε κέντρο είχε εξοργιστεί. Τώρα όμως δέχεται, και η επιτυχία της είναι τόσο μεγάλη που τελικά συνεχίζει να τραγουδάει όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό, από τον Καναδά ώς τη Νότιο Αφρική! Μέχρι το 1976 μοιράζει τον χρόνο της σε μπουάτ/κέντρα και σε επιθεωρησιακά θέατρα (όπου όμως διαρκώς συναντά προβλήματα σχετικά με τη «μαρκίζα»...)


Το καρέ του έρωτα: Βρανά, Βαλαβανίδης, Καρράς


Το 1976 ο Παύλος Πατάκας εγκαταλείπει το τραγούδι και η Σπεράντζα Βρανά δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε δυο νέους χώρους: την τηλεόραση και την πρόζα. Και για τα δυο υπεύθυνος είναι ο Κώστας Πρετεντέρης που αρχικά της κάνει πρόταση να παίξει στον Ονειροπαρμένο, τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του Κώστα Βουτσά, και έπειτα την πείθει, με πολύ κόπο, να εμφανιστεί στην κωμωδία Καρέ του έρωτα με τον θίασο του Κώστα Καρρά. Η επιτυχία της είναι μεγάλη και η Σπεράντζα γνωρίζει τον κόσμο της πρόζας. Η αλήθεια είναι όμως πως της λείπει η επιθεώρηση και γι’ αυτό δυσκολεύεται να αρνηθεί τις επιθεωρησιακές προτάσεις που της γίνονται. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει και αυτό τη θλίβει. Η επιθεώρηση που η ίδια αγάπησε και δόξασε παρακμάζει. Μπορεί τα επιθεωρησιακά θηρία να είναι ακόμα σε δράση, αλλά τα κείμενα δεν είναι αντάξιά τους. Επιπλέον, έχει εμφανιστεί η Ελεύθερη Σκηνή που έχει ανοίξει καινούριους δρόμους στο μουσικό θέατρο και οι παλιοί/ές αντιιμετωπίζουν με αμηχανία τη νέα κατάσταση... Η Σπεράντζα Βρανά, μεγάλη θαυμάστρια του Σταμάτη Φασουλή, της Άννας Παναγιωτοπούλου και των υπόλοιπων «παιδιών» της Ελεύθερης Σκηνής παρακολουθεί όλες τις παραστάσεις τους και τους στηρίζει με γενναιοδωρία.


Αποχώρηση
Σημαντικότερες εμφανίσεις της στα τελευταία χρόνια της θεατρικής της καριέρας είναι ίσως Τα παιδιά της πιάτσας του Νίκου Τσιφόρου στο Ρεξ (όπου όμως αντιμετωπίζει προβλήματα με τον άλλοτε καλό της συνεργάτη Νίκο Ρίζο) και η επιθεώρηση 40 χρόνια Τσιτσάνης στο Κηποθέατρο της Οδού Μαυροματαίων, με έναν μεγάλο θίασο, τον ίδιο τον Τσιτσάνη και τον Μανώλη Μητσιά. Στις τελευταίες της εμφανίσεις αξιοποιεί τον τύπο της μάγκισσας ακόμα και σε πιο... ώριμη ηλικία. «Είμαι πλέον μια ώριμη γκόμενα», σχολιάζει...

Καλοκαίρι '81. Διακρίνονται: Άντα Πατρέλη, Μιχάλης Δεσύλλας, Σπεράντζα, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Νίκος Βερλέκης, Μανώλης Δεστούνης
Λίγο πριν αποσυρθεί από το θέατρο, η Σπεράντζα Βρανά συναντιέται και πάλι με τη Ρένα Βλαχοπούλου (και μοιράζονται ξανά το ίδιο καμαρίνι όπως στα χρόνια του «Ακροπόλ»...), στον «Ορφέα» της οδού Σταδίου, όπου ο Ηλίας Μαροσούλης παρουσιάζει την επιθεώρηση Έξω η Ελλάδα από το Κιάτο, τον χειμώνα 1984-85 με έναν πολύ μεγάλο θίασο, όπως το συνήθιζε ο Μαροσούλης εκείνα τα χρόνια στο «Δελφινάριο» και τον «Ορφέα»: Βλαχοπούλου, Βέγγος, Ψάλτης, Βρανά, Μιχάλης Μόσιος, Νατάσα Γερασιμίδου, Αντώνης Καφετζόπουλος, Πηνελόπη Πιτσούλη, Μάγδα Τσαγγάνη, Ισμήνη Καλέση και πολλά μικρότερα ονόματα ακόμα. Τους/τις συντονίζει ο Φώτης Μεταξόπουλος που λύνει και δένει στην παράσταση και στεναχωρεί τη Σπεράντζα με κάποιες επιλογές και αποφάσεις του για το νούμερό της. Έχει ήδη απογοητευτεί από την κατάσταση στον «Ορφέα», όταν ξεκινάει η συνεργασία της με το θέατρο «Αθήναιον» το καλοκαίρι του ’85. Μουστάκας, Παπαζήσης, Βογιατζής, Μάρθα Καραγιάννη, Νατ. Γερασιμίδου, Κάτια Αθανασίου και η Σπεράντζα Βρανά. Και πάλι προβλήματα με το νούμερό της, και πάλι παρασκηνιακά παρατράγουδα, οπότε η Σπεράντζα Βρανά παίρνει μια μεγάλη και δύσκολη απόφαση: αποσύρεται από το θέατρο. Δεν είναι πια «καψούρα» με την επιθεώρηση της δεκαετίας του ’80. Γι’ αυτόν τον λόγο προτιμάει να την εγκαταλείψει...


Η Σπεράντζα συγγραφέας
Στο μεταξύ έχει ήδη αρχίσει να γράφει τα βιβλία της. Το 1981 γράφει το Τολμώ στο οποίο ασχολείται κυρίως με τα γεγονότα της προσωπικής της ζωής και αναφέρεται, δίχως πολλές λεπτομέρειες, και στα θεατρικά της βιώματα. Μετά την τεράστια επιτυχία του Τολμώ, εκδίδει το... «συμπλήρωμά του», Τα μπουλούκια, το θέατρο κι εγώ, που παρουσιάζει αναλυτικά τα θεατρικά της βήματα από την περίοδο των μπουλουκιών μέχρι το ζενίθ της καριέρας της, το 1955. Συνέχεια αυτού του βιβλίου είναι το Επιθεώρηση καψούρα μου που περιέχει εκτός από τα θεατρικά της βήματα και τις συζητήσεις της με τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες που συνάντησε στην καριέρα της. Απολαυστικές εξομολογήσεις και αναμνήσεις ανθρώπων της επιθεώρησης, από τις αδελφές Καλουτά, τη Ρένα Ντορ και τον Κώστα Χατζηχρήστο μέχρι τον Στάθη Ψάλτη και τη Νατάσα Γερασιμίδου.

Ανάμεσά τους φυσικά και η Ρένα Βλαχοπούλου, η οποία είναι παρούσα «με συναδεφλική αλληλεγγύη» όπως γράφουν οι εφημερίδες, και στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αυτές οι συνεντεύξεις της Σπεράντζας. Πέρα από τα γεγονότα που εξιστορούν οι ηθοποιοί (η ιστορική ακρίβεια των οποίων δεν είναι πάντα εύκολο να επαληθευτεί), είναι σημαντικό να διαβάζουμε πώς έβλεπαν τη δουλειά τους και την επιθεώρηση άνθρωποι τόσο διαφορετικών γενιών και καταβολών. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν οι συζητήσεις της Σπεράντζας με τον Στ. Φασουλή και την Α. Παναγιωτοπούλου που αντιπροσώπευαν τότε το νέο είδος...

Η Σπεράντζα συνέχισε να γράφει βιβλία, τα οποία όμως δεν ήταν πλεόν τόσο συναρπαστικά όσο τα πρώτα. Κάποια από αυτά επαναλάμβαναν γεγονότα και πληροφορίες από τα τρία πρώτα (Πιπεράτα θεατρικά ανέκδοτα ή Ο οργασμός του μπράβο που πρόκειται για μια πρόχειρη και μη δεδηλωμένη επανέκδοση του Επιθεώρηση καψούρα μου), άλλα είναι πιο εξομολογητικά (Πώς πάχυνα κάνοντας δίαιτες) ή δείχνουν τη διάθεσή της να δοκιμαστεί και σε άλλα είδη γραφής, όπως το μυθιστόρημα (Το τίμιο μπορντέλο). Ωστόσο, όπως είπα και στην αρχή, είναι τόσο σημαντική η προσφορά της με τα τρία πρώτα βιβλία της που μπορούμε να παραβλέψουμε τις αδυναμίες των τελευταίων.

Στα MME…
Εκτός από τα βιβλία της, πολύτιμες πηγές για τη μελέτη της επιθεώρησης ήταν και η ραδιοφωνική εκπομπή της Σπεράντζας Βρανά Ας επιθεωρησιολογήσουμε. Την παρουσίαζε, με τη συνεργασία του Άγγελου Πυριόχου και του Πάνου Χατζηκουτσέλη, από το 1989 ως το 1991 στον 9,84. Σ’ αυτήν αναβίωνε παλιά επιθεωρησιακά νούμερα, τόσο δικά της όσο και άλλων πρωταγωνιστών/τριών, προσφέροντας στους τυχερούς και τις τυχερές που την άκουγαν διασκέδαση αλλά μοναδικά ντοκουμέντα... Ελπίζω αυτή η εκπομπή να υπάρχει στα αρχεία κάποιων ανθρώπων που θα την αξιοποιήσουν όπως της αξίζει.

Η αφίσα της πρώτης της τουρνέ (1958-59)
Με τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης η Σπεράντζα Βρανά πύκνωσε τις εμφανίσεις της στις μικρές μας οθόνες. Ήταν πάντα παρούσα στα αφιερώματα στην επιθεώρηση του χτες. Δεν κουραζόταν ποτέ να διηγείται τις εμπειρίες της από τα χρόνια του «Ακροπόλ», περιστατικά με τις μεγάλες μορφές του χτες αλλά και πιπεράτα ανέκδοτα και παρασκήνια, όσο πιο καλυμένα μπορούσε... Μετά το 2000 έγινε μόνιμη συνεργάτις πρωινών και μεσημεριανών εκπομπών, όχι πλέον σε θέματα καλλιτεχνικά, αλλά σε θέματα σχέσεων, δίνοντας συμβουλές σε τηλεθεατές και τηλεθεάτριες... Ωστόσο η πραγματικά μεγάλη της αγάπη παρέμενε η επιθεώρηση: έψαχνε διαρκώς να ανακαλύψει παλιά κείμενα, να διασώσει ντοκουμέντα. Κάποια στιγμή ονειρευόταν να αναβιώσει την επιθεώρηση που αγάπησε και υπηρέτησε με τους σημερινούς θεατρικούς όρους, γράφοντας η ίδια τα κείμενα και σκηνοθετώντας τα. Τελικά αυτό δεν ευοδώθηκε...

Αυτή που έκαιγε το σανίδι...
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, έπειτα από ένα τροχαίο ατύχημα, ωστόσο, δεν σταμάτησε να πηγαίνει στο θέατρο, συνήθως παρέα με τη Μάγια Μελάγια ή τον Άγγελο Πυριόχο. Κάποια στιγμή τα προβλήματα με τα πόδια της την καθήλωσαν σε αναπηρικό καροτσάκι. Αυτό όμως δεν την πτόησε τον Ιούνιο του 2008, όταν ο Σταμάτης Κραουνάκης της πρότεινε να εμφανιστεί στην παράσταση Χ-Σκηνής: Αυτά που κάψαν το σανίδι στο Ηρώδειο. Καθισμένη στον θώκο, τραγούδησε, ελαφρώς τρακαρισμένη στην αρχή, το «Τραμ το τελευταίο» αλλά και το «Μονοπάτι», ενώ με τη βοήθεια μιας κάμερας η εικόνα της προβαλλόταν ταυτόχρονα στους τοίχους του Ηρωδείου. Το κατάμεστο Ηρώδειο τη χειροκροτούσε όρθιο και τις δυο βραδιές. Συγκινημένος ο κόσμος φώναζε, μαζί με τον Κραουνάκη, «Γεια σου, Σπεράντζα, γεια σου κούκλα!»

Η Σπεράντζα έλεγε πως έβλεπε σημαδιακά όνειρα. Το 1951 είδε ένα όνειρο που της αποκάλυπτε ότι θα πέθαινε είτε το 1991 είτε στα 91 της χρόνια. Τελικά έφυγε πιο νωρίς από ό,τι η ίδια περίμενε. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Ήταν όμως μέχρι το τέλος κεφάτη, είχε δημιουργική διάθεση και βέβαια αυτό το αστείρευτο, πιπεράτο χιούμορ που γνωρίσαμε από τις ερμηνείες της και τη γραφή της. Μπορεί να μη θύμιζε πια το σύμβολο του σεξ που λάτρεψαν οι άντρες του ’50 και του ’60, παρέμεινε όμως ως το τέλος μάγκισσα... Όπως έγραψε ο συν-blogger jb στο blog του bosko, η Σπεράντζα είχε ως το τέλος «την αυτοπεποίθηση του θηριοδαμαστή και την κατανόηση του εξομολόγου, τη μαγκιά χωρίς τη χυδαιότητα, τη βαθειά γλύκα πού ‘χει το νεράντζι, την επικίνδυνη λάμψη πού ‘χει το αψέντι...»

Κυρία Βρανά, σας ευχαριστώ!

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Καίτη Μπελίντα

-->
Σήμερα, 21 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνονται 31 χρόνια από τη μέρα που πέθανε ένα μεγάλο αστέρι του ελαφρού τραγουδιού, η Καίτη Μπελίντα ή απλώς Μπελίντα. Τη θυμήθηκε ο φίλος Θράσος πριν από λίγους μήνες και σκέφτηκα να τη θυμηθώ κι εγώ σήμερα, επέτειο του θανάτου της. Ήταν πολύ δημοφιλής στα χρόνια του ’60 και του ’70 και συνεργάστηκε πολύ και με τη Ρένα Βλαχοπούλου, τόσο στο θέατρο όσο και σε νυχτερινά κέντρα.

Η Μπελίντα γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1923 (και, όπως γράφει η Σπεράντζα Βρανά, ίσως ήταν η μόνη της γενιάς της που έλεγε με ειλικρίνεια την αληθινή της ηλικία...). Το πραγματικό της όνομα ήταν Καίτη Πολιτοπούλου. Στον κόσμο του τραγουδιού βρέθηκε όταν παντρεύτηκε τον σπουδαίο συνθέτη Γιάννη Βέλλα. Δεν ήταν πρόθεση του συζύγου της να τη... βγάλει στο τραγούδι, ωστόσο η νεαρή Καίτη μάθαινε τραγούδι όταν έρχονταν στο σπίτι της γνωστοί τραγουδιστές για να κάνουν πρόβα με τον άντρα της. Σε μια τέτοια πρόβα, ο αξέχαστος Τώνης Μαρούδας την άκουσε να σιγοτραγουδά από την κουζίνα και έπεισε τον Βέλλα να αφήσει τη γυναίκα του να τραγουδήσει στη δισκογραφία. Έτσι, στον πρώτο της δίσκο, στο τραγούδι «Ήταν όνειρο η αγάπη μας» συνοδεύει ως δεύτερη φωνή τον Μαρούδα, ενώ στην ετικέτα διαβάζουμε το όνομα «Καίτη Βέλλα». Αργότερα, έγινε «Καίτη Βελλίντα» ενώ, μετά τον χωρισμό της με τον συνθέτη, έγινε Καίτη Μπελίντα και πολύ σύντομα απλά Μπελίντα. Η πρώτη αθηναϊκή της εμφάνιση με αυτό το όνομα έγινε το καλοκαίρι του 1951 στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ» Γαλανός ουρανός και Σκάνδαλα γυναικών. Στον θίασο την είχε φέρει ο Κώστας Μανιατάκης, δημοφιλής τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού, με τον οποίο εκείνο τον καιρό ήταν ζευγάρι στη ζωή, αλλά πολύ σύντομα ξεκίνησε ο δεσμός της με τον θεατρικό επιχειρηματία του «Ακροπόλ», τον Βασίλη Μπουρνέλλη. Ο Μπουρνέλλης θεωρούνταν δικτάτορας στο θέατρό του, αλλά όσο κράτησε ο δεσμός του με την Μπελίντα λέγεται ότι δικτάτορας ήταν εκείνη...


Για τη σχέση αυτή έχουν γραφτεί και, κυρίως, ακουστεί πολλά. Στην ουσία ο Μπουρνέλλης κατάφερε να επιβάλει την Μπελίντα ως πρώτο όνομα στις επιθεωρήσεις που ανέβαζε. Υπάρχουν μαρτυρίες της Σπεράντζας Βρανά αλλά και της Μάγιας Μελάγια και του Γιώργου Μουζάκη, μεταξύ άλλων, που περιγράφουν την Καίτη Μπελίντα ως σκληρή συνεργάτιδα που επιβλήθηκε στο μουσικό θέατρο χάρη στον δεσμό της με τον Μπουρνέλλη αλλά και χάρη στην επιθυμία του Μπουρνέλλη να δείχνει στους συνεργάτες τους ότι αυτός ήταν ο άρχοντας του μουσικού θεάτρου και έκανε ό,τι εκείνος ήθελε... Έτσι, λένε οι μαρτυρίες, οι συγγραφείς, οι συνθέτες και οι σκηνογράφοι ασχολούνταν πρώτα με τα νούμερα και τα τραγούδια της Καίτης Μπελίντα και ύστερα με τον υπόλοιπο θίασο. Έμειναν κλασικές οι μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις της σε ανθοστόλιστες κούνιες που κατέβαιναν από την οροφή του «Ακροπόλ» ενώ στις αποθεώσεις των επιθεωρήσεων ακουγόταν από τα μεγάφωνα «κυρίες και κύριοι, ο θίασος του ‘Ακροπόλ’ και η κυρία Μπελίντα...», κι ας ανήκαν στον θίασο μεγάλα ονόματα όπως ο Αυλωνίτης και ο Μακρής. Η Σπεράντζα Βρανά (στο βιβλίο της Τα μπουλούκια, το θέατρο κι εγώ, εκδ. Εξάντας, 1982) τονίζει ότι στην προσωπική της ζωή η Καίτη Μπελίντα ήταν αρνάκι, έκτακτη φίλη. Στα ζητήματα της δουλειάς όμως είχε σιδερένια θέληση και επέβαλλε, με τη βοήθεια του Μπουρνέλλη, τη δική της άποψη.

Η Σπεράντζα Βρανά, η Καίτη Μπελίντα και η Χρυσούλα Ζώκα παίζουν χαρτιά στα καμαρίνια του "Ακροπόλ"

Η Μπελίντα είχε τη λεβεντιά, λέει η Βρανά, να αναγνωρίζει τις καλλιτεχνικές της αδυναμίες, αλλά δούλευε πολύ σκληρά και έγινε σύντομα μεγάλο αστέρι. Δεν είχε μεγάλη έκταση φωνής όπως, ας πούμε, η Ρένα Βλαχοπούλου, είχε όμως μεγάλη εκφραστικότητα: ζούσε κυριολεκτικά τα λόγια των τραγουδιών της, μετέδιδε το αίσθημα, την τρυφερότητα, τον πόνο και κατάφερνε να γοητεύει το κοινό της. Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης γράφει (στο σημείωμά του για τον Γιώργο Μουζάκη, στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης για τις εκδόσεις Άγκυρα) ότι η Μπελίντα μετέβαλε το «τραγουδίστρια» σε «ερμηνεύτρια» και το «ερμηνεύτρια» σε «τραγουδίστρια» και, όσο κι αν αυτή η άποψη αδικεί άλλες σημαντικότατες τραγουδίστριες που προηγήθηκαν ή συνυπήρξαν με την Μπελίντα (από τη Βέμπο και τη Δανάη μέχρι τη Βλαχοπούλου και τη Μελάγια), είναι ενδεικτική της απήχησης που είχε η Μπελίντα στο μεγάλο κοινό. Ενέπνευσε επίσης και νεότερες τραγουδίστριες. Η Μαρινέλλα, για παράδειγμα, έχει επανειλημμένα αναφέρει πόσο επηρεάστηκε από τον τρόπο ερμηνείας της Μπελίντα (γλωσσική σημείωση: στα χρόνια εκείνα η... επικρατούσα γενική ήταν «της Μπελίντας» αφού για τον πολύ κόσμο αυτό ήταν πια το όνομα της τραγουδίστριας. Ωστόσο, εγώ επέλεξα να το χρησιμοποιώ ως... επώνυμο και για αυτόν τον λόγο προτιμώ τη γενική «της Μπελίντα»...)


Αμέτρητες επιτυχίες
Έτσι, η Μπελίντα ταυτίστηκε με μια σειρά από ανεπανάληπτες επιτυχίες πολλών συνθετών του ελαφρού τραγουδιού. Οι περισσότερες από αυτές ήταν του Γιώργου Μουζάκη. «Το μονοπάτι», το υπέροχο αυτό αρχοντορεμπέτικο με στίχους των Αλέκου Σακελλάριου και Γιώργου Γιαννακόπουλου, που η Μπελίντα πρωτοτραγούδησε σε ένα νούμερο της επιθεώρησης Βρε Μανώλη Τραμπαρίφα και το «Μαρία» που ο συνθέτης έγραψε για τη μητέρα του είναι ίσως οι πιο χαρακτηριστικές. Άλλα σουξέ τους ήταν τα «Για σένα χτυπά μια καρδιά» (στίχοι της «Τριάδας» Γιώργος Ασημακόπουλος-Βασίλης Σπυρόπουλος-Πάνος Παπαδούκας), «Γλυκιά Μαντόνα» (ντουέτο με τον Νάσο Πατέτσο, στίχοι Ναπολέοντα Ελευθερίου-Κώστα Νικολαΐδη), «Με σένα αρχίζει η ζωή» (στίχοι επίσης της «Τριάδας»). Τραγούδησε επίσης με επιτυχία Μιχάλη Σουγιούλ («Απονιά θα πει γυναίκα», σε στίχους και πάλι της «Τριάδας»), Ζακ Ιακωβίδη-Γιάννη Βέλλα («Σου έχω τόση αδυναμία» σε στίχους της «Τριάδας», «Αχ Αθήνα μου» σε στίχους Αλ. Σακελλάριου-Χρ. Γιαννακόπουλου), Μενέλαο Θεοφανίδη («Κόσμος πάει κι έρχεται» σε στίχους Κώστα Πρετεντέρη-Γιώργου Θίσβιου-Ασημάκη Γιαλαμά). Τραγούδησε επίσης σε δεύτερη εκτέλεση το αρχοντορεμπέτικο σουξέ των Μενέλαου Θεοφανίδη-Γιώργου Γιαννακόπουλου-Μίμη Τραϊφόρου «Κάνε μου τέτοια» («Άλα πασά μου»), το τραγούδι που καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου ως κωμική ηθοποιό...
Βλαχοπούλου-Μπελίντα: μια πολυετής συνεργασία
Η πρώτη συνάντηση της Καίτης Μπελίντα με τη Ρένα Βλαχοπούλου είχε γίνει δυο χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1952, στην επιθεώρηση του θεάτρου «Ακροπόλ» Η βασίλισσα της νύχτας. Είναι η εποχή που έχει αρχίσει η παντοδυναμία της Καίτης Μπελίντα στις επιχειρήσεις του Μπουρνέλλη, και παρόλο που η Βλαχοπούλου προηγείται ως όνομα στο πρόγραμμα από την Μπελίντα (και την ακολουθεί η Μάγια Μελάγια), φαίνεται ότι στην παράσταση προβάλλεται περισσότερο η Μπελίντα. Ίσως να έφταιγε και το γεγονός ότι η Ρένα έχει επιστρέψει πρόσφατα από τη μεγάλη της περιοδεία στο εξωτερικό (1946-51) και, όπως γράφει η Βρανά, έχει κάπως «ψιλοξεχαστεί», ωστόσο, στους θεατρικούς κύκλους κάνει αίσθηση το γεγονός ότι «κοτζάμ Βλαχοπούλου» κάνει σεγόντο στην Μπελίντα! Πάντως εκείνο το καλοκαίρι φαίνεται πως οι τρεις τραγουδίστριες του «Ακροπόλ» γνωρίζουν ιδιαίτερη επιτυχία. Βλαχοπούλου και Μπελίντα σμίγουν με τη Σπεράντζα Βρανά για μια εντυπωσιακή τριφωνία: στο πρώτο μέρος της παριστάνουν τρεις συντηρητικές κυρίες, σεμνά ντυμένες, με γυαλιά που δεν τις πλησιάζουν οι άντρες...
...ενώ στο δεύτερο μέρος πετούν τα γυαλιά και με ένα τρικ τα σεμνά τους φορέματα μετατρέπονται σε προκλητικά και οι τρεις γυναίκες είναι πλέον μοντέρνες κυρίες της εποχής που σνομπάρουν τους άντρες που τις πολιορκούν...


Εκτός από την τριφωνία, η Βλαχοπούλου και η Μπελίντα, ντυμένες σαν... σιορ Διονύσιος με φράκο και Αντζουλίνα αντίστοιχα τραγουδούν ντουέτο (μάλλον το «Αυτός ο έρωτας» του Γιώργου Μουζάκη) και στη συνέχεια εμφανίζεται και η Μάγια Μελάγια με το αρχοντορεμπέτικο «Της γυναίκας η καρδιά» (που σε δίσκους τραγούδησε εκτός από τη Μελάγια και η Μπελίντα) και οι τρεις τραγουδίστριες κλείνουν μαζί. Οι τρεις τραγουδίστριες εμφανίζονταν και στην επόμενη επιθεώρηση που παρουσίασε το Ακροπόλ εκείνο το καλοκαίρι με τίτλο Να τι δεν είχες Αθήνα (στην πάρασταση αυτή η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούσε το υπέροχο «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ» του Μουζάκη και της «Τριάδας» που σε δίσκους τραγουδήθηκε υπέροχα από τη Μάγια Μελάγια—αλλά δυστυχώς όχι και από τη Ρένα).

Βλαχοπούλου-Μπελίντα-Μελάγια τραγουδούν Μουζάκη στο "Ακροπόλ" το καλοκαίρι του '52


Στα χρόνια του ’50 η Ρένα Βλαχοπούλου και η Καίτη Μπελίντα συναντήθηκαν άλλη μια φορά στο θέατρο «Ακροπόλ», τη σεζόν 1956-57, στις επιθεωρήσεις Σιγά και με το μαλακό και Αλήθειες και ψευτιές. Πλέον είναι και οι δυο πρωταγωνίστριες, έχει η καθεμιά τα δικά της τραγούδια αλλά και τα δικά της νούμερα: κωμικά νούμερα η Ρένα Βλαχοπούλου και δραματικά νούμερα η Καίτη Μπελίντα. Ωστόσο, οι δυο καλλιτέχνιδες θα δεθούν περισσότερο καλλιτεχνικά στα χρόνια του ’60, με τις κοινές τους εμφανίσεις σε θέατρα και κέντρα. Μετά από τη σύντομη συνεργασία τους το 1961-62 στον «Θίασο Γυναικών» που συγκροτούν οι αδελφές Καλουτά για να παρουσιάσουν στο θέατρό τους την πρωτότυπη παράσταση Της φυλακής τα σίδερα των Γιώργου Γιαννακόπουλου-Γιώργου Κατσαρού που δυστυχώς ατύχησε στα ταμεία και κατέβηκε άδοξα, Βλαχοπούλου και Μπελίντα θα βρεθούν στο τέλος του ’62 στην «Παλιά Αθήνα»

Διαφήμιση από τη "Νεράιδα", το κέντρο που ανήκε στην τραγουδίστρια Λένα Παμέλα, στενή φίλη της Καίτης Μπελίντα...

Η Μπελίντα είχε ήδη αρχίσει τις εμφανίσεις της στο γνωστό κέντρο της Πλάκας από τον Οκτώβριο, με τον Γιάννη Βογιατζή και τον Γιώργο Μουζάκη. Ο Γιάννης Βογιατζής θυμάται ότι η Μπελίντα τον έπεισε να αλλάξει ρόλο και από τραγουδιστής ορχήστρας να γίνει τραγουδιστής πίστας, ένα είδος που ανέδειξε τις ικανότητές του στο σόου... Στο σχήμα της «Παλιάς Αθήνας» ανήκαν ακόμα η Άντζελα Ζήλεια το χορευτικό ζευγάρι Γιάννη Φλερύ-Λίντα Άλμα και ο σπουδαίος Βάσος Σεϊτανίδης, σύζυγος της Σμάρως Στεφανίδου. Εκείνο τον καιρό η Ρένα Βλαχοπούλου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση για ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζε στις φωνητικές της χορδές (που έγινε και η αιτία να διακοπεί για έναν περίπου μήνα το γύρισμα του πρώτου μιούζικαλ του Δαλιανίδη Μερικοί το προτιμούν κρύο—αν προσέξει κανείς τη φωνή της Ρένας σε κάποιες σκηνές της ταινίας, αντιλαμβάνεται ότι είναι λίγο βραχνή...). Όταν όμως ανέρρωσε, η Μπελίντα την κάλεσε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα της «Παλιάς Αθήνας» και έτσι από την 1η Δεκεμβρίου διαβάζουμε στις διαφημίσεις: «Σε λίγες μέρες η μόνη που λείπει τους εκλεκτούς του Αθηναϊκού κοινού, Ρένα Βλαχοπούλου». Έτσι, από τις 22 Δεκεμβρίου και ως το τέλος της σεζόν, το κοινό απολαμβάνει τη «σύμπραξη Ρένας Βλαχοπούλου» στο πλακιώτικο κέντρο.

Μπελίντα-Βλαχοπούλου-Σειληνός στα χρόνια του '60

Η επιτυχία που γνωρίζουν οι δυο κυρίες είναι τεράστια και αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους ξανά, το καλοκαίρι του 1963. Αυτή τη φορά συμπράττουν στη «Σπηλιά του Παρασκευά» με τον μεγάλο τροβαδούρο Τώνη Μαρούδα. Το σχήμα «Μαρούδας-Βλαχοπούλου-Μπελίντα» ενισχυμένο από το χορευτικό ζευγάρι Σειληνός-Προκοπίου και την ορχήστρα του Γιώργου Κατσαρού (με τον οποίο η Μπελίντα ήταν ζευγάρι και στη ζωή εκείνη την περίοδο) είναι ίσως ένα από τα τελευταία επιτυχημένα καθαρόαιμα προγράμματα ελαφρού τραγουδιού που παρουσιάζονται στη νυχτερινή Αθήνα καθώς δύει το ελαφρό τραγούδι. Στα επόμενα χρόνια οι ρεβύ πίστας δίνουν όλο και περισσότερη σημασία στο show, καθώς οι εκπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού στέκονται κάπως αμήχανοι μπροστά στην έλλειψη ρεπερτορίου και στην εμφάνιση νέων ειδών, συνθετών και φωνών στο ελληνικό τραγούδι. Βλαχοπούλου-Μπελίντα-Κατσαρός-Σεϊτανίδης συνεργάζονται εκ νέου στην «Παλιά Αθήνα» τη σεζόν 1963-64 και παρουσιάζουν τις ρεβί πίστας Κομπολόι ηθοποιών (όπου η Βλαχοπούλου υποδύεται την «Κάρμεν» και η Μπελίντα την «Εύθυμη χήρα»), Οδός Νοσταλγίας και Κεφιού γωνία και Κρουαζιέρα στα νησιά μας (όπου η Βλαχοπούλου είναι η «Κερκυραία καπετάνισσα» και η Μπελίντα βρίσκεται «στο τιμόνι του καραβιού»). Παράλληλα με την «Παλιά Αθήνα» οι δυο πρωταγωνίστριες συναντιούνται και στη σκηνή του «Ακροπόλ» όπου παρουσιάζουν μαζί με τον Γιώργο Οικονομίδη, τον Θανάση Βέγγο και τον Γιώργο Δάνη τις επιθεωρήσεις Αρχοντορεμπέτισσα και Κύπρος γιοκ.

Ακροπόλ, 1959: διακρίνονται από αριστερά Τζένη Τσακίρη, Βασίλης Αυλωνίτης, Καίτη Μπελίντα, Ρένα Ντορ, Γιώργος Γαβριηλίδης
Παρόλο που και οι δυο τους δηλώνουν ότι δεν θα συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τον Μπουρνέλλη για να ξεκουραστούν, ο δαιμόνιος επιχειρηματίας τις πείθει να εμφανιστούν το καλοκαίρι του 1964 στο θέατρο Εθνικού Κήπου. Ο θίασος «Χρήστου Ευθυμίου-Ρένας Βλαχοπούλου-Καίτης Μπελίντας-Γιάννη Γκιωνάκη και η Σπεράντζα Βρανά» γνωρίζει μεγάλη επιτυχία με την επιθέωρηση Γυναίκες και λουλούδια (και το παραμυθόδραμα Η ηλιογέννητη και ο βασιλιάς στο οποίο πρωταγωνιστεί η Ντόρα Γιαννακοπούλου) και θα συνεχίσει με μικρές αλλαγές στη σύνθεσή του να παρουσιάζει επιθεωρήσεις μέχρι και την άνοιξη του ’66, στο «Ακροπόλ», ξανά στον Κήπο και ξανά στο «Ακροπόλ». Ταυτόχρονα, τη σεζόν 1965-66 Βλαχοπούλου και Μπελίντα συνεργάζονται για τελευταία φορά και σε νυχτερινό κέντρο, στις ρεβί πίστας που παρουσιάζουν στου «Μοστρού» και πάλι με την ορχήστρα του Γιώργου Κατσαρού.


Το ελαφρό τραγούδι, όπως είπαμε, είναι στη δύση του, αλλά η Μπελίντα συνεχίζει να δισκογραφεί στις 45 στροφές, δίχως βέβαια να γνωρίζει την επιτυχία που είχαν οι δίσκοι της στα χρόνια του ‘50. Η Μπελίντα είναι, ωστόσο, ένα από τα λίγα «τυχερά» ονόματα του ελαφρού τραγουδιού που δισκογραφούν τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (συγκεκριμένα τα τραγούδια «Ο ταχυδρόμος πέθανε» και «Το μαντολίνο»). Αξίζει ακόνα να αναφέρουμε ότι η Μπελίντα κερδίζει το 1962 το πρώτο βραβείο στο Α΄ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης με τις «Αλυσίδες» του Κώστα Γιαννίδη. Θα ακολουθήσει μια ακόμα συμμετοχή στο Φεστιβάλ το 1966, ενώ στα τελευταία χρόνια του ’60 θα συνεχίσει τις εμφανίσεις της σε κοσμικά κέντρα και σε θεατρικές παραστάσεις (επιθεωρήσεις και μουσικές κωμωδίες). Το 1970 αποφασίζει να αποσυρθεί από το τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι έχει πλέον επικρατήσει και η ίδια θεωρεί ότι δεν έχει θέση μέσα στην καινούρια ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί. Ωστόσο, μετά την επιτυχία που γνωρίζει το «ρετρό» του θέατρου «Μινώα» το 1976, και την επιστροφή στη μόδα όλων των εκπροσώπων του ελαφρού τραγουδιού, ο Γιώργος Λαζαρίδης την πείθει να εμφανιστεί στο «Δελφινάριο» το καλοκαίρι του 1977.

Η Μπελίντα τραγουδά το "Μονοπάτι" στη σκηνή του θεάτρου "Παπαϊωάννου". Μαζί της η Νάντα Τζάκα.

Το τέλος
Το 1978 όμως η Μπελίντα αρρωσταίνει από καρκίνο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι άσχημη και τον Σεπτέμβριο βρίσκεται κατάκοιτη σε νοσοκομείο. Μια εβδομάδα ακριβώς πριν πεθάνει, δημοσιεύεται στα Νέα η τελευταία της συνέντευξη. Εκεί δηλώνει ότι θέλει να τελειώσει τον δίσκο που ετοίμαζε πριν αρρωστήσει, έναν δίσκο με μουσική του Δώρου Γεωργιάδη και στίχους της Σώτιας Τσώτου. Στις δύσκολες στιγμές της δηλώνει: «Ήταν πολλοί αυτοί που μου παραστάθηκαν. Η Ρένα Βλαχοπούλου πρώτη. Κι ύστερα νέα παιδιά, του λαϊκού τραγουδιού. Ο Διονυσίου, ο Πουλόπουλος, ο Μενιδιάτης κι άλλοι πολλοί. Ας με συγχωρήσουν που τους ξεχνάω. Έλειψε όμως ένας Μαρούδας, ένας Παναγόπουλος...». Κοντά της σε όλη αυτή τη δοκιμασία η ηθοποιός Πόπη Κόντου, πιστή της φίλη για περισσότερα από 20 χρόνια, από την εποχή των επιθεωρήσεων του «Ακροπόλ», όπου η Κόντου, ως κομμέρ με φράκο, παρουσίαζε την Μπελίντα στις μεγαλοπρεπείς της εμφανίσεις.


Η Πόπη Κόντου θυμόταν με συγκίνηση, κάποια χρόνια αργότερα στην τηλεοπτική εκπομπή του Αρτέμη Μάτσα Τα φώτα της ράμπας δεν σβήνουν ποτέ, τις τελευταίες στιγμές της Καίτης Μπελίντα. Το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου 1978 διεξαγόταν το 17ο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης που σκέφτηκε να τιμήσει τη δημοφιλή ερμηνεύτρια, την πρώτη νικήτρια του θεσμού αυτού. Η Μπελίντα συγκινημένη για αυτή την τιμή περίμενε με μια, παράξενη για την κατάστασή της, δύναμη να ακούσει τη βράβευσή της από ένα ραδιόφωνο στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν. Μόλις αναγγέλθηκε το βραβείο, θυμάται η Πόπη Κόντου, η Μπελίντα ψέλλισε «ευχαριστώ» και... έφυγε. Την επόμενη μέρα, στην κηδεία της, την αποχαιρέτησαν η Ρένα Βλαχοπούλου, η Άννα Καλουτά, η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Γιώργος Κατσαρός και πλήθος θαυμαστών και θαυμαστριών της που την ώρα της ταφής τραγουδούσαν συγκινημένοι/ες την παλιά της επιτυχία: «Κόσμος πάει κι έρχεται...»


Ντοκουμέντα
Η Μπελίντα, εκτός από τις πολλές ηχογραφήσεις της σε δίσκους, άφησε πίσω της κάποιες ηχογραφήσεις από τα στούντιο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας αλλά και κάποιες κινηματογραφικές εμφανίσεις. Μπορεί να είναι «δεύτερες ταινίες» (Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας, Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, Το κορίτσι της γειτονιάς), είναι ωστόσο χρήσιμες μαρτυρίες της εικόνας μιας δημοφιλέστατης τραγουδίστριας του ελαφρού τραγουδιού. Υπάρχει ακόμα ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, ένα απόσπασμα από τηλεοπτική εκπομπή, νομίζω του Γιώργου Παπαστεφάνου, στην οποία η Μπελίντα, λίγο καιρό πριν πεθάνει, τραγουδάει μαζί με τον Γιάννη Πάριο, πρώτο όνομα τότε του τραγουδιού, την παλιά της επιτυχία, «Το μονοπάτι».

Ο συν-blogger παυσικραίπαλος έχει ανεβάσει μια σκηνή από την ταινία Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας εδώ:


Δείτε επίσης το "Μονοπάτι" με την Μπελίντα και τον Γιάννη Πάριο εδώ (στο 1:47):

Αι βλαβεραί συνέπειαι του καπνίσματος
Και για να κλείσουμε κάπως πιο εύθυμα—και σχετικά επίκαιρα...—αυτή την ανάρτηση, σας παρουσιάζω ένα δημοσίευμα από τη σεζόν 1963-64, όταν η Καίτη Μπελίντα συνεργαζόταν με τη Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Ακροπόλ». Την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 1964 διαβάζουμε στα Νέα, στη στήλη «Αδιακρισίες»:

«Αι βλαβεραί συνέπειαι του καπνίσματος», μονόπρακτον υπό Τσέχωφ αλλά και μόνιμο θέμα ανταλλαγής απόψεων αυτόν τον καιρό στα παρασκήνια του «Ακροπόλ». Μικρό δημοψήφισμα: ΚΑΙΤΗ ΜΠΕΛΙΝΤΑ: «Όχι μόνον έκοψα το τσιγάρο—εκάπνιζα δύο μεγάλα πακέτα ημερησίως—αλλά και ηγούμαι εκστρατείας εναντίον του καπνίσματος». ΜΑΡΙΟΝ ΣΙΒΑ: «Προσεχώρησα στην κίνησι της Μπελίντας!» ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: «Εμένα δεν με πειράζει γιατί... δεν κατεβάζω τον καπνό στους πνεύμονες». ΛΙΝΤΑ ΑΛΜΑ: «Έχω συνηθίσει τ’ αμερικάνικα, λόγω αρώματος». ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ (πετάει ένα τσιγάρο που κρατούσει και το πατά σκληρά προς μεγίστην ικανοποίησιν της ΜΠΕΛΙΝΤΑ): «Αυτό το έκοψα, αλλά... θ’ ανάψω άλλο!...»
ΠΗΓΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση προέρχονται από τα βιβλία Τολμώ και Τα μπουλούκια, το θέατρο κι εγώ της Σπεράντζας Βρανά (εκδ. Εξάντας), Βίβα Ρένα (εκδ. Άγκυρα), Γιώργος Μουζάκης του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη (εκδ. Άγκυρα) και Βασικά θεατής (εκδ. Topos).

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Ένας χρόνος χωρίς τη Βέρα Ζαβιτσιάνου

Ένας χρόνος συμπληρώθηκε χτες από τον θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού Βέρας Ζαβιτσιάνου και αυτή η επέτειος δεν θέλησα να περάσει απαρατήρητη από αυτό το blog, έστω κι αν δεν συνδέεται άμεσα με τη μούσα του. Η Ζαβιτσιάνου υπήρξε αγαπημένη ηθοποιός του Rena Fan και μπορείτε να διαβάσετε τον ανάρτηση-αποχαιρετισμό σ' αυτή την ανεπανάληπτη θεατρίνα εδώ.

Θέλω όμως κυρίως να σας παραπέμψω σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στη μνήμη της Βέρας Ζαβιτσιάνου που δημοσιεύτηκε στη χθεσινή Ελευθεροτυπία. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Γιώργος Γιαννακάκος. Φιλοξενεί εκτός από τις αναμνήσεις του ίδιου του Γιώργου Γιαννακάκου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τη Ζαβιτσιάνου και βρέθηκε κοντά της και στις τελευταίες της ώρες, οι αναμνήσεις των Μένη Κουμανταρέα (η Βέρα Ζαβιτσιάνου πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική μεταφορά της νουβέλλας του Η κυρία Κούλα), Βίκτωρα Αρδίττη (ο οποίος τη σκηνοθέτησε στο πρώτο ανέβασμα του μονολόγου της Λούλας Αναγνωστάκη Ο ουρανός κατακόκκινος), Κοραή Δαμάτη, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Γιάννη Βαρβέρη, Δηώς Καγγελάρη, Τάνιας Σαββοπούλου, Ντίνας Κώνστα, Μάγιας Λυμπεροπούλου, Λευτέρη Βογιατζή, Νίκου Αρμάου, Γιώργου Μανιάτη, Μάνου Σταλάκη, Μάνιας Παπαδημητρίου αλλά και της Μαίρης Λω.

Επέλεξα να αναδημοσιεύσω εδώ τη μαρτυρία της Μαίρης Λω, καθώς είναι πιο... κοντά στα ενδιαφέροντα τούτου του blog. Η Μαίρη Λω θυμάται στιγμές από το τέλος της δεκαετίας του '40, όταν μαζί με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου και την αδελφή της Βέρας, τη Μαίρη, είχαν δημιουργήσει το Τρίο Σταρ, ένα από τα λίγα γυναικεία τρίο του ελαφρού μας τραγουδιού, που τραγούδησε τόσο σε ραδιοφωνικές εκπομπές όσο και σε δίσκους κομμάτια τζαζ (πέρσι, στηριζόμενος σε κείμενο κείμενο του Γιώργου Παπαστεφάνου είχα γράψει ότι στο τρίο ανήκε και η Τζέλα Βανάκου, μετέπειτα κυρία Φιλοποίμενα Φίνου. Πιθανώς αυτό να συνέβη όταν η Λω άρχισε να κάνει σόλο καριέρα).

Βέρα, η Θεατρίνα!
Από τη Μαίρη Λω
Ετσι την αποκαλούσα.
Με τη Βέρα ήμασταν φιλενάδες από τα παιδικά μας χρόνια. Τα σπίτια μας τα χώριζε μια μάντρα. Πηγαίναμε μαζί σχολείο, στο Παλαιό Φάληρο.
Η Βέρα μάς έπαιζε τη Μαντάμ Σουσού, της άρεσε να μας διασκεδάζει. Τραγουδούσαμε όλα τα τραγουδάκια της εποχής και μας συνόδευε στο πιάνο. Η παρέα μας ήταν μεγάλη, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης, ο Σπύρος Αυλωνίτης, η Κική Γαβαλά, ο Νίκος Γεωργακόπουλος και άλλοι.
Ο Σπύρος Αυλωνίτης μάς σύστησε στον Νίκυ Γιάκοβλεφ. Μας άκουσε και τότε άρχισε η καλλιτεχνική μας καριέρα σαν «Τρίο Σταρ», δηλαδή η Βέρα, η αδελφή της η Μαρία κι εγώ. Παίξαμε στο Ζάππειο, στον Ραδιοφωνικό Σταθμό. Είχαμε εκπομπές τρεις φορές την εβδομάδα. Κάναμε εκπομπές για την Αεροπορία, το Ναυτικό και τον Στρατό. Ηχογραφήσαμε δίσκους με επιτυχίες τζαζ, μεταγλωττισμένες από τον Πωλ Μενεστρέλ, πάντα με την ορχήστρα του Γιάκοβλεφ, όπως το «Ρούμι και κόκα κόλα», το «Καλαμαζού», «Είσαι πάντα στην καρδιά μου»... Η Βέρα έκανε την πρώτη φωνή, τη δεύτερη εγώ και η Μαρία την τρίτη, με τους καλύτερους μουσικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Μετά, η Βέρα, που είχε ταλέντο στο Θέατρο, πήγε στη σχολή του Κουν, η Μαρία παντρεύτηκε και εγώ συνέχισα με τον Γιάκοβλεφ στο τραγούδι.
Η Βέρα παρέμεινε σε όλη της τη ζωή ένας υπέροχος άνθρωπος, και έδωσε απόλυτα τον εαυτό της στο Θέατρο.
Είχαμε συνεχή επικοινωνία, μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο, μείναμε πάντα καλές φίλες.
Ηθοποιοί όπως η Βέρα Ζαβιτσιάνου λείπουν πλέον από το ελληνικό θέατρο. Αφιερώματα σαν αυτό του Γιώργου Γιαννακάκου στην Ελευθεροτυπία αποτελούν το καλύτερο μνημόσυνο για τόσο σημαντικές μορφές. Να αναφέρω επίσης ότι και η Ραδιοτηλεόραση, τιμώντας τη μνήμη της αξέχαστης θεατρίνας, δίνει ένα CD με την ερμηνεία της. Τέλος, όσοι/ες επισκεφτούν το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου μπορούν να απολαύσουν ηχογραφήσεις (Οι βρικόλακες, Αρσενικό και παλιά δαντέλα, Ευαίσθητη ισορροπία κ.ά.) αλλά και μαγνητοσκοπήσεις (Ο ουρανός κατακόκκινος, Οι φάλαινες του Αυγούστου κ.ά.) παραστάσεων με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, ενώ στο youtube θα βρείτε και τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιώργο Βέλτσο για την εκπομπή της ΝΕΤ Το μάτι του κυκλώνα με αφορμή την ερμηνεία της στον Ουρανό κατακόκκινο. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτή την ανάρτηση είναι από την τελευταία φορά που η Βέρα Ζαβιτσιάνου πάτησε το θεατρικό σανίδι και μάγεψε το κοινό του Δημοτικού Θεάτρου Καλαμαριάς, στις 14 Οκτωβρίου 2003, μια βραδιά που δύσκολα θα σβήσει από τη μνήμη μου...