Στις 9 Ιανουαρίου 1981 η εφημερίδα Θεσσαλονίκη δημοσίευσε μια κριτική της Ηρώς Βακαλοπούλου για τη μουσική κωμωδία Η μάνα μου η γόησσα που παρουσίαζε ο θίασος της Ρένας Βλαχοπούλου στο θέατρο Χατζώκου της συμπρωτεύουσας. Πρόκειται για την εκτενέστερη, και από τις πιο εμπεριστατωμένες, κριτική παράστασης της Ρένας Βλαχοπούλου που έχω εντοπίσει ως σήμερα και την αναδημοσιεύω ολόκληρη αφού περιέχει ενδιαφέρουσες απόψεις για το έργο (που είναι αρκετά γνωστό από την κινηματογραφική μεταφορά του με τον τίτλο Η μανούλα, το μανούλι και ο παίδαρος), το είδος στο οποίο ανήκει, τους περιοδεύοντες θιάσους και φυσικά την ίδια την πρωταγωνίστρια...
Θέατρο Χατζώκου
Ελληνική φαρσοκωμωδία: το μυθοπλαστικό τέρας
"Η μάνα μου η γόησσα" από το θίασο Ρένας Βλαχοπούλου. Τα προσόντα και οι ελλείψεις: απουσία σοβαρού κοινωνικού στόχου, αφελής αντιμετώπιση φαρσικών καταστάσεων, επιφανειακή ανίχνευση του κοινωνικού στόχου.
Το ελαφρό θέατρο είναι μια πραγματικότητα, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την αρνηθεί, εφόσον φυσικά παραμένει θέατρο και όχι "θεατρική υπόνοια" ελληνικής κατασκευής, όπως κατάντησε στο σύνολό του μεταπολεμικά. Το κυνήγι του πρόχειρου και του εύκολου, το εμπορικό δηλαδή θέατρο, μπορεί να διατηρεί κάποια ευπρέπεια, να τηρεί τους θεατρικούς κανόνες και να υπηρετεί ένα πνεύμα που να σέβεται τη νοημοσύνη και το γούστο τουλάχιστον του ολιγαρκή θεατή, που ζητάει σκέτη ψυχαγωγία "με ολίγη ρωμέικη πλάκα".
Κι όμως, αυτές τις ελάχιστες τις στοιχειώδεις απαιτήσεις, το ελαφρό θέατρο απέδειξε και αποδεικνύει ότι τις παραβαίνει αρειμάνια και με το βέτο μιας θλιβερής πραγματικότητας που έχει πια θεσμοποιηθεί και καταξιωθεί παρόλο τον κοινωνικό αρνητισμό της.
Δύο είναι τα μεσουρανούντα "εν Ελλάδι" φαβορί του ελαφρού θεάτρου. Η επιθεώρηση και η φαρσοκωμωδία. Ξενόφερτα και τα δύο, έχουν υποστεί πλείστες όσες αμοιβαίες επιμιξίες και συγχωνεύσεις. Η ελληνική φαρσοκωμωδία κόντεψε να μεταβληθεί σε υποκατάστατο της επιθεώρησης και η επιθεώρηση να γίνει μουσική κωμωδία με φαρσική υποτυπώδη πλοκή. Το τι πρόσφεραν στον Έλληνα θεατή και τα δύο αυτά συγχυμένα νόθα είδη γεννάει μελαγχολικές σκέψεις σε όποιον αγαπάει το θέατρο, το κοινό και την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Η επιπόλαιη ευκολία και κερδοσκοπική πρόθεση με τις οποίες αντιμετωπίστηκαν τα οδήγησαν σε τυφλό αδιέξοδο, αμέσως ήρθε η τυποποίηση, η επανάληψη, τα φθαρμένα αστεία, οι δοκιμασμένες και ξεθυμασμένες συνταγές, οι τσαρλατανισμοί της σκηνής. Το κοινό εθίστηκε, εθίστηκε, όμως, και το θέατρο. Αυτή η ζύμωση της συνήθειας είναι και το τέλμα που εμποδίζει τις προσπάθειες ανανέωσης και διαχωρισμού των δύο ειδών, τα οποία κάτω από σωστή καθοδήγηση και οπτική μπορούν να οδηγήσουν στη σατιρική επιθεώρηση και στα σατιρική κωμωδία που είναι από τα δυσκολότερα, λαϊκότερα και θεατρικότερα είδη.
Βρισκόμαστε λοιπόν στις αρχές της εκκίνησης της κούρσας που θα ανανεώσει την ελληνική επιθεώρηση και κωμωδία. Έχουμε έργα, έχουμε συγγραφείς, ηθοποιούς και παραστάσεις που ορίζουν τα σύνορα της νέας εποχής της αντικειμενικής κριτικής από την ρομαντική και μυθοπλαστική ωραιοποίηση της προηγούμενης γενιάς. Αυτό δεν σημαίνει ότι στέρεψε η πλημμυρίδα της κακής ελαφροθεατρομανίας. Κάθε άλλο. Επτά στα δέκα θέατρα στην Αθήνα παίζουν κάκιστη επιθεώρηση και αψυχολόγητη φαρσοκωμωδία. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ωστόσο το πρώτο βήμα έγινε και είναι σημαντικό, γιατί το χαρακτηρίζει υψηλή ποιότητα και σωστό αποτέλεσμα.
Όλη η εισαγωγή έγινε για να εμπεδωθεί πιο στερεά η ποιότητα της μουσικής κωμωδίας "Η μάνα μου η γόησσα" [η οποία δεν] ανήκει στο ανανεωτικό κίνημα και με την οποία η Ρένα Βλαχοπούλου και ο θίασός της ξεκινάει μια τουρνέ στην ελληνική επαρχία, με ορμητήριο, όπως πάντοτε, την πόλη μας. Την έγραψαν οι συγγραφείς Πολ. Βασιλειάδης-Λάκης Μιχαηλίδης, στα μέτρα του καρατερίστικου ταλέντου της Ρένας Βλαχοπούλου και στη συνταγή της παλιάς καλής δοκιμασμένης "κωμικομελό" αισθηματικής φάρσας, που στην προκειμένη περίπτωση οι αδέκαστες επιταγές του μοντερνισμού [επιβάλουν] μουσικά "ιντερμέδια" σε έξαλλη μουσική ντίσκο ή ρετρό δραματικό τραγούδι από τη Ρένα Βλαχοπούλου. Είναι πολύ της μόδας και πάντα ήταν να γράφονται έργα στα "ειδικά" μέτρα ενός πρωταγωνιστή ή μιας βεντέτας (αυτό το Χόλλυγουντ σε τι μπελάδες μας έβαλε). Το κακό με τα έργα αυτά είναι ότι άσχετα με την υπόθεση που επεξεργάζονται έχουν υφή πλαστή και εξαρτημένη συναισθηματικά από το κοινό και όλα τους ανεξαιρέτως στοχεύουν στο να εξοικειώσουν το θεατή με την αληθινή δήθεν όψη του αληθινού δήθεν χαρακτήρα και τα δήθεν συναισθήματα ενός ινδάλματος. Για να το καταφέρουν αυτό καταφεύγουν σε τετραγωνισμό της μυθοπλασίας, ο οποίος σχεδόν πάντα αποδίδει, στους αφελείς και ανυποψίαστους στα θεατρικά μαθηματικά, αληθοφανές αποτέλεσμα.
Το ίδιο συμβαίνει στο έργο "Η μάνα μου η γόησσα". Υπάρχει υπόθεση, υπάρχει πλοκή, έχουμε τύπους, όλα όμως κεντρώνονται εντελώς αναίτια στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, που αναλύεται φανατικά και χωρίς να συντρέχει λόγος στα "εξ ων συνετέθη" ανθρώπινα γνωρίσματά της, προβαίνει συνταρακτικές εξομολογήσεις των "εις εαυτόν" της, αυτοψυχαναλύεται, ανοίγει την καρδιά της λαϊκά και ντόμπρα στο κοινό, πάντα χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, καταφεύγει σε "φλας-μπακ" της καριέρας της, λέει του κόσμου τους αφορισμούς και αποφθέγματα για τη ματαιότητα της ζωής των ηθοποιών και φτιάχνει ένα ρόλο "ντουμπλε φας", μπαινοβγαίνοντας από την υπόθεση στην ιδιωτική της ζωή και αντίστροφα.
Ο όρος "βεντέτα" δεν ταιριάζει στη Ρένα Βλαχοπούλου. Τονίζεται στο πρόγραμμα κι ας διαψεύδεται κατά κόρον στην παράσταση. Συμφωνούμε ότι η Ρένα Βλαχοπούλου δεν είναι βεντέτα. Είναι άριστη καρατερίστα, θαυμάσια κωμικός, πολύ καλή ηθοποιός και τρισχαριτωμένος θεατρικός τύπος. Αυτά είναι μεγάλα προσόντα που καταρρακώνουν συνήθως του βεντετίστικους μύθους. Άρα η παρεξήγηση ξεκινάει από τους συγγραφείς που πάντα με το πρόσχημα ότι γνωρίζουν οι σοφές κεφαλές τους τις απαιτήσεις του κοινού που οι ίδιοι καλλιέργησαν και του τις φυτέψανε στο κεφάλι, ξεκινούν αντίστροφα τη γραφή του έργου, κατευθυνόμενοι από τις αντιδράσεις του κοινού προς την υπόθεση με τα πασίγνωστα αποτελέσματα. Έτσι η ευθύνη μεταφέρεται στις πλάτες του κοινού και όλοι απαλλάσσονται. Το κοινό όμως είναι σίγουρο ότι δεν θα αντιδρούσε με λιγότερο ενθουσιασμό αν μετριάζονταν τα εξεζητημένα δραματικά κρεσσέντα. που είχαν και πνεύμα ντεμοντέ για την ιδεολογία της εποχής, ή αν η κοινωνική προβληματική βάθαινε λιγάκι και αποκτούσε σατιρικούς στόχους. Ίσως να γελούσε ακόμα παραπάνω, και ίσως ακόμα να του γεννιότανε καμιά σκέψη φεύγοντας από την παράσταση, εκτός από το δίλημμα ποια καρριέρα αξίζει παραπάνω, της επιτυχημένης βεντέτας ή της μέσης Ελληνίδας νοικοκυράς και... μάνας επιπλέον (όπως λέμε βλάκας και με... πατέντα, οπότε αυτό δεν είναι δίλημμα πια, αλλά προσβολή της φεμινιστικής αιδούς).
Δεν είναι κακογραμμένο το έργο. Αντίθετα μάλιστα. Το χαρακτηρίζει έμπειρη θεατρική τεχνική, έχει αποτελεσματικότητα σαν κωμωδία, η πλοκή του είναι έξυπνη και γρήγορη χωρίς χάσματα και αμηχανίες, υπάρχει εξέλιξη καταστάσεων και στέρεο οργανικό δέσιμο. Επίσης οι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν πρόχειρα και απλοϊκά μέσα για να κοροϊδέψουν το θεατή και να αποσπάσουν εύκολο γέλιο. Ελάχιστα είναι τα κλισέ, αρκετές όμως οι τυποποιημένες εκφράσεις. Υπάρχει ένας κεφάτος και χαριτωμένος θεατρικός διάλογος σε εξέλιξη και φανερή πρόθεση να περιγραφούν στιγμές της αληθινής ζωής με συγκίνηση και ειλικρίνεια. Οι σκηνές δεν είναι ασύνδετες και οι ενδιάμεσες μουσικές παρεμβολές δένουν με το ευθυμογραφικό κείμενο. Αρκετά τα προσόντα, τα αμαυρώνουν όμως οι ελλείψεις που προαναφέραμε και βασικότερα η απουσία σοβαρού κοινωνικού στόχου, η αφελής αντιμετώπιση των φαρσικών καταστάσεων και η επιφανειακή και οπισθοδρομική ανίχνευση του κοινωνικού χώρου.
Κύρια πρόσωπα της φαρσικής κωμωδίας η Ρένα και η κόρη της Μαίρη. Καμένη η μάνα από τα βάσανα και τις συμπληγάδες του επαγγέλματος της αρτίστας, είναι ανένδοτη στην επιθυμία της επαναστατημένης ατίθασης μικρής να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα. Του κάκου χάνει τον καιρό της σε εξηγήσεις, του κάκου αναζητάει τον καθωσπρέπει επιστήμονα γαμπρό για να εξασφαλίσει την αστική της αποκατάσταση. (το έργο γράφτηκε για το κοινό της επαρχίας για το οποίο "βαραίνει"--στην πόλη τάχα όχι--ο πολυπόθητος πτυχιούχος γαμπρός. Τώρα ποιος θα διδάξει στο κοινό της επαρχίας την απάτη και ουτοπία αυτού του μύθου, αυτό βρίσκεται οπωσδήποτε έξω από τα όρια της ελληνικής φαρσοκωμωδίας). Ακούγονται τόσοι έπαινοι υπέρ του αστικού γάμου, της δοκιμασμένης αποκατάστασης, των παραδοσιακών αρχών, της ευαίσθητης αισθηματικής κοινωνίας των ωραίων παλιών ρομαντικών γλεντζέδων (που τραγουδώντας τον φανταστικό καημό τους περάσανε "ντούκου" μέχρι το νόημα της ελληνικής αντίστασης), που όλοι οι θεατές αισθάνονται απονευρωμένοι και χάσκοντες, εκτός από την κόρη που είναι σύγχρονο πνεύμα αντιλογίας, ένα αναιδέστατο και θρασύτατο νεαρό άτομο εκεί πέρα, που τολμάει και διεκδικεί την προσωπικότητα της εκλογής και την αξιοπρέπεια της ελεύθερης θέλησής του. Αφού η μάνα πιλατέψει το παιδί σε βαθμό συναισθηματικού εκβιασμού, που τόσο καλά όλα εμείς τα ατίθασα παιδιά της σύγχρονης μεταπολεμικής γενιάς γνωρίζουμε, θα αλλάξει γρήγορα γνώμη σαν μωρό παιδί, μετά από ένα κάθε άλλο παρά κοσμοϊστορικό συμβάν και θα ηγηθεί της καλλιτεχνικής εκστρατείας της κόρης της, γιατί η μικρή κατ' απαίτηση των συγγραφέων έχει στραμπουλιγμένο αστράγαλο. Εδώ εντάσσεται με "σοβαρότητα" ο τίτλος της κωμωδίας. Η πρωταγωνιστική σκυτάλη περνάει από το χέρι της νεαρής στο έμπειρο χέρι της μαμάς, η μαμά θριαμβεύει θυσιαζόμενη (τραβάτε με κι ας... κλαίω) για το παιδί της, αρχίζουν χοροί και θεατρινισμοί, ξεχνιούνται οι ρήσεις και κρίσεις γι' αποκαταστημένο γαμπρό και ασημένιους γάμους, οπότε εντελώς ξαφνικά τα πάντα παρουσιάζουν μια εμπνευσμένη φαρασική αντιστροφή. Ενώ η μαμά ανοίγει την καλλιτεχνική λεωφόρο, η νεαρή αποφασίζει να παρατήσει τα σχέδια για καρριέρα (με ταλέντο, αυτό καλό είναι να σημειωθεί, γιατί έχει σημασία από κοινωνική και φεμινιστική σκοπιά) και ναν παντρευτεί με νεαρό επιστήμονα, γυιο του μεσήλικα χήρου που γυροφέρνει τη μαμά της. Το μητρικό "γάνωμα" έχει αποδώσει καρπούς. Στη συνέχεια πλέκεται ένα οικογενειακό αισθηματικό γαϊτανάκι όπως με όλες τις κωμωδίες του είδους που ξετυλίγεται σιγά-σιγά για να φτάσουμε στις κλασικές πια αποκαλύψεις, τις αγκαλιές, τις παράλογες αποδοχές, τις νιρβάνες των γάμων και των αρραβώνων ή προοπτικών για τέτοιες δεσμευτικές απολαύσεις.
Η μικρή, ντυμένη με μανταμίστικη υποκρισία, δηλώνει με αφιονισμένο πρόσωπο και φερεφωνική υπευθυνότητα τη σημασία ενός γάμου από αίσθημα (με επιστήμονα, τονίζει η πρακτική μαμά, που καταρρακώνει το ευφάνταστο και απειθάρχητο της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας), μπροστά στο χάος, τα βάσανα και τις απογοητεύσεις της αρτίστικης ζωής που κάποτε σε πετάει στο περιθώριο. (ο γάμος ούτε αυτή την πολυτέλεια δεν προσφέρει, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
Με αυτό τον γνήσια αντικαλλιτεχνικό και γνήσια οπισθοδρομικό τρόπο προστατεύεται η τιμή της επαρχιώτικης οικογένειας, μπαίνει φρένο στα ήδη "παρκαρισμένα" μυαλά των κοριτσιών, τα οποία φυσικά κινδυνεύουν να πάρουν αέρα από τη μυθοπλασία και βεντετισμό του έργου παρά το ηθικοπλαστικό κήρυγμα, και προωθείται ο γάμος και η αναπαραγωγή στο δύστοκο ελληνικό χώρο.
Όσοι ζήσαμε σε επαρχία και γνωρίζουμε τον τραγικό πολιτιστικό σκοταδισμό και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις της που θάβουν και στραγγαλίζουν όνειρα και ταλέντα γενιών νέων ανθρώπων, διακρίνουμε εκ των προτέρων σε ποιους απευθύνονται οι στόχοι της κωμωδίας αυτής. Η επαρχιώτισσα μαμά θα συγκατανεύσει αναστενάζοντας με συγκρατημένο "λούμπεν" πείσμα, ο μπαμπάς θα αναπνεύσει ευχαριστημένος για το αξιοπρεπές δίδαγμα, οι νεαροί και οι νεαρές θα καγχάσουν απελπισμένα για τη θεατρική προσφορά και το προικώο κασέ των πτυχιούχων γαμπρών θα ανέλθει κατακόρυφα.
Αχ, τι μας κάνετε εσείς οι αθηναϊκοί θίασοι ακόμα και όταν οι προθέσεις σας είναι άγιες και άσπιλες.
Το έργο το σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντωνίου με φινέτσα, φαντασία, ισορροπημένους ρυθμούς και άξιο χειρισμό των σχηματικών τύπων του έργου. Η παράσταση που έστησε δείχνει καλό γούστο, σεβασμό στο θέατρο, εκμετάλλευση του κειμένου, σκηνοθετική πνοή και έμπνευση. Κλιμάκωσε την εποχή επιδέξια, διατήρησε ένα ζωηρό ρυθμό σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και γενικά κατάφερε από ένα έργο κούφιο και χωρίς περιεχόμενο να κάνει μια παράσταση με αίσθηση του χιούμορ, νεανική χάρη και πηγαίο κέφι. Το ίδιο και τα σκηνικά του Παμίνο, παρά τον κάποιο φανταιζίστικο τόνο τους, δεν στερούνταν καλαίσθητης ισορροπίας. Γενικά η παράσταση ήταν επιτυχημένη για το είδος του έργου που αφορούσε, κι αυτό είναι συμφορά από κοινωνική άποψη. Οι χορογραφία του Γιάννη Φλερύ στο ύφος και τη γραμμή της υπόθεσης, χωρίς υπερβολές και αυθαιρεσίες. Η μουσική του Γιώργου Θεοδοσιάδη το παράκανε λιγάκι στους ρομαντικούς και δραματικούς τονισμούς της, ταίριαζε ωστόσο στο ρετρό ύφος των στίχων και του έργου.
Η Ρένα Βλαχοπούλου διάλεξε έργο στα μέτρα της και στα μέτρα της ελληνικής επαρχίας, ένα ικανό επιτελείο ηθοποιών και συντελεστές παράστασης υπεύθυνους και ταλαντούχους. Πιστεύουμε ωστόσο ότι δεν έχουν ακόμη ανιχνευθεί όλες οι πλευρές του πληθωρικού της ταμπεραμέντου όπως συμβαίνει άλλωστε με όλους τους μεγάλους κωμικούς μας λόγω ελλείψεως έργων. Χαρήκαμε την πλούσια γκάμα του ταλέντου της, μας ενόχλησε μόνο λίγο κάποια ελαφριά τάση βεντετίστικων μυθοποιητικών στάσεων και χε-ιρονομιών.
Η Ρένα Παγκράτη αποκάλυψε ένα χαριτωμένο τύπο προικισμένης καρατερίστας. Ζωηρή και εκρηκτική, γκροτέσκα και μελαγχολική. Ευχόμαστε να μη τυποποιηθεί στο χνάρι του ρόλου που της κόψανε τα τελευταία χρόνια. Επιτυχημένη η αδρή γκροτέσκα καρικατούρα του Νίκου Παπαγεωργίου στο ρόλο του Τώνη.
Η υπόλοιπη διανομή από τους Κώστα Παληό, Κίττυ Μανδύλα, Γιώργο Λουκάκη, Δημήτρη Κωνσταντινίδη, Λιάνα Δαφνίδου και Γιώργο Βασιλείου σωστή και εύστοχα σκιτσαρισμένη.
Μια χαριτωμένη μυθοπλαστική κωμωδία, ένα ανύπαρκτο από άποψη κοινωνικού περιεχομένου έργο, μια άριστα οργανωμένη παράσταση και πειθαρχημένες ερμηνείες.
Από τα αντιφατικά θαύματα της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Πού θα μας πάει όμως; Θα στρώσουμε.
Ηρώ Βακαλοπούλου
Θεσσαλονίκη, 9-1-1981
Δεν είμαι σίγουρος ότι "στρώσαμε"... Παρότι Η μάνα μου η γόησσα γράφτηκε για την περιοδεία, υπήρχε εξαρχής η προοπτική να ανέβει και σε αθηναϊκό θέατρο. Τελικά προηγήθηκε η κινηματογραφική της διασκευή και τρία χρόνια μετά παρουσιάστηκε και στην Αθήνα, στο θέατρο Βρετάνια, με τον τίτλο Η Δυναστεία της Ρένας. Μιλήσαμε ήδη για την παράσταση εκείνη, για την οποία δεν νομίζω ότι γράφτηκε τόσο αναλυτική κριτική. Ανεξάρτητα πάντως από τις αδυναμίες του έργου που επισήμανε διεξοδικά η Βακαλοπούλου, αντιλαμβάνομαι ότι η περιοδεύουσα παράσταση του 1980-81 θα πρέπει να ήταν μια δίωρη απόλαυση για τους/τις ρενοφανατικούς/-ές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου