Στις 26 Ιανουαρίου 1965 οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευσαν τις κριτικές τους για το τρίτο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη Κορίτσια για φίλημα (κάποιες βέβαια τις δημοσίευσαν την επομένη). Οι απόψεις των κριτικών για τα προηγούμενα δυο μιούζικαλ του σκηνοθέτη επαναλήφθηκαν σε γενικές γραμμές: πολλά καλά λόγια για το τεχνικό επίπεδο της ταινίας και λιγότερα για το καλλιτεχνικό.
Η Ροζίτα Σώκου στην Καθημερινή εντόπισε το πρόβλημα της ταινίας στη σχέση του σκηνοθέτη με την επιθεώρηση και ταυτόχρονα επιχείρησε μια αναδρομή στη σύντομη ιστορία του κινηματογραφικού μιούζικαλ στην Ελλάδα:
Το πρόβλημα του κ. Δαλιανίδη είναι ακριβώς το γεγονός ότι έχει ταλέντο στην επιθεώρηση. Έχει και πολλές ικανότητες και επειδή εις το παρελθόν απεδείχθη εμπορικός, τον βάζουν να κάμνη την μία ταινία μετά την άλλη, προφανώς χωρίς να του δίνουν, σαν την κόττα με τα χρυσά αυγά, ούτε καν τον καιρό να σκεφθή, να προετοιμάση κάτι καλύτερο, να βρη και καμμιά πρωτότυπη ιδέα. Όσοι βλέπουν για πρώτη φορά την ομάδα που σχηματίζουν η Λάσκαρη, η Λιάσκου, η Καραγιάννη, το χιούμορ της Βλαχοπούλου και το αμίμητο ταλέντο του Βουτσά, θαμπώνονται. Εμπρός μάλιστα στην τεχνική τελειότητα της τελευταίας αυτής ταινίας μένουν άναυδοι. Όσοι όμως παρακολουθούν τακτικά τον ελληνικό κινηματογράφο σημειώνουν μία καμπύλη που δεν αποτελεί πραγματική πρόοδο. Με άλλα λόγια, η ιστορία του ελληνικού "μιούζικαλ" αρχίζει από το "Μερικοί το προτιμούν κρύο". Χρώματα, κέφι, γέλιο, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, ασύνδετη δουλειά επιθεωρησιακού επιπέδου. Ακολουθεί, από άλλη εταιρία, μία πραγματικά πρωτότυπη εργασία--αλλά σε μαύρο και άσπρο--με κεντρικό μύθο και πολλά ευρήματα καθαρώς κινηματογραφικού μοντάζ, με τίτλο "Αυτό το κάτι άλλο". Σκηνοθέτης ο Γρηγορίου. Με τον Σειληνό, την Τσιούνη, τον Κωνσταντίνου, την Φόνσου. Και έρχεται, σε άριστη φόρμα, ο Δαλιανίδης και πάλι με το "Κάτι να καίη". Οι ίδιοι ηθοποιοί του πρώτου έργου, ωραία χρώματα και, αυτή τη φορά, νόστιμη υπόθεση, όμορφα κορίτσια, κέφι, ευρήματα. Τον χειροκροτήσαμε και του ευχηθήκαμε "και εις ανώτερα" γιατί αυτός ήταν ο σωστός δρόμος. Δυστυχώς το "Κορίτσια για φίλημα" παρουσιάζει μεν τεχνική πρόοδο, αλλά στον τομέα του κινηματογράφου το βήμα είναι προς τα πίσω. Τέταρτη ταινία στα ίδια αχνάρια δίχως καμμιά προσπάθεια ανανεώσεως και με ασήμαντα γραπτά κείμενα, ξέρει καλά ο κ. Δαλιανίδης ότι δεν πρέπει πια να την κάνη. Όλα αυτά βέβαια αν κάποτε που μου μίλησε για τα μελλοντικά του σχέδια, έλεγε την αλήθεια.
Καθημερινή, 27-1-1965
Χρόνια αργότερα Σώκου και Δαλιανίδης έγιναν καλοί φίλοι--αλλά η γνώμη της για τις περισσότερες ταινίες του δεν άλλαξε...
Απόλυτα επικεντρωμένη στη Ζωή Λάσκαρη η διαφήμιση της ταινίας που δημοσιεύτηκε στα Νέα το Σάββατο 23-1-1965 |
Ο Μάριος Πλωρίτης θεωρεί πως τα Κορίτσια για φίλημα έχουν όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του είδους του μιούζικαλ ("χρώματα, μουσική, τουρισμός, μισόγυμνες κοπέλλες, χοροί, ρομάντζο πολλαπλές μαγνητικές εγγραφές"--ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η πρώτη ελληνική ταινία με στερεοφωνικό ήχο, για τον οποίο δούλεψε ο ίδιος ο Φίνος στον κινηματογράφο Αττικόν και τελικά ο στερεοφωνικός ήχος ακούστηκε μόνο εκεί!) αλλά κανένα από τα εσωτερικά γνωρίσματα ("σκηνοθετική δεξιότητα, η επιφανειακή έστω σπιρτάδα του διαλόγου, η χάρη της μουσικής, η τελειότητα των χορευτικών". Όλα αυτά θα ήταν "το έντεχνο σερβίρισμα που σκεπάζει την κενότητα του εδέσματος":
Εδώ σ' εμάς, το ρομάντζο μένει γυμνό σ' όλη την ανοησία του, η "κωμωδία" δανείζεται τα κόλπα της πιο κοινότοπης φάρσας, η μουσική ωρύεται για να επιβάλη την παρουσία της [σημείωση του Rena Fan: πόσο άδικη κριτική για τον Μίμη Πλέσσα!], τα χορευτικά εκτελούνται όσο γίνεται αδέξια [άδικη κριτική και για τον Μανώλη Καστρινό, νομίζω], το "θέαμα" είναι πρωτοξάδερφος του επιθεωρησιακού "φινάλε", η σκηνοθεσία θεατρινίζει αδιάκοπα, κ' οι ηθοποιοί λαχανιάζουν για να δώσουν μπρίο στους ρόλους τους--εκτός απ' τη Ρένα Βλαχοπούλου και τον Κώστα Βουτσά, που αυτοί "ξεχειλίζουν" με το έμφυτο κέφι τους απ' την οθόνη.
Τι κρίμα, η λαμπρή πραγματικά τεχνική του Φίνου να ντύνη τόσο άπραγες μιμήσεις και τόση έλλειψη έμπνευσης και γούστου!
Ελευθερία, 27-1-1965
Για απομιμήσεις και δάνεια μιλάει και ο Γιώργος Πηλιχός στα Νέα:
Με το να φορέση κανείς λεοντή και να μιμηθή τη φωνή του λιονταριού, δεν σημαίνει βεβαίως ότι πείθει όλο τον κόσμο ότι είναι... λιοντάρι. Όπως δεν σημαίνει, επίσης, ότι ο Γιάννης Δαλιανίδης έγινε... Βιντσέντε Μινέλλι ή Τζιν Κέλλυ επειδή φόρεσε ένα "σακάκι" του πρώτου κι ένα "πανταλόνι" του δεύτερου. Ωστόσο, ο Γιάννης Δαλιανίδης καταφέρνει μέσα σ' αυτό το ετερόκλιτο "κοστούμι" να κυκλοφορή σχετικώς άνετα. Κι αν είχε ένα σενάριο λιγώτερο φλύαρο και περισσότερο καλογραμμένο, καθώς κι ένα-δυο ανθρώπους που να ξέρουν να χορεύουν και να τραγουδούν, θα είχε πείσει όλο σχεδόν τον κόσμο ότι είναι... "λιοντάρι". Πάντως κι έτσι όπως είναι, σίγουρα το μεγάλο κοινόν δεν πρόκειται να αντιληφθή ότι κάτω από την λαμπερή χρωματιστή "λεοντή" τούτης της ταινίας, κρύβεται ένας άνθρωπος με συμπλέγματα "λιονταριού". Με άλλα λόγια θέλουμε να πούμε πως η καινούργια ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη θα ενθουσιάση το λεγόμενο "μεγάλο κοινόν" και πιθανώς θα καταρρίψη όλα τα εισπρακτικά ρεκόρ των, μέχρι τώρα, ελληνικών ταινιών [Σημείωση του Rena Fan: δεν κατάφερε να καταρρίψει το ρεκόρ του Κάτι να καίει, αν και το πλησίασε αρκετά]. Στην ουσία όμως είναι ένα φιλμ γεμάτο από φτηνές ρεπροντυξιόν πετυχημένων σκηνών διαφόρων ξένων μουσικοχορευτικών ταινιών ("Μαύρες καλτσοδέτες" με την Ζιζή Ζανμαίρ, "Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές" με την αλησμόνητη Μαίριλυν Μονρόε, "Τα κορίτσια" με τον Τζιν Κέλλυ, "Ο κύριος Μπωκαίρ" με τον Μπομπ Χοπ και τον Τζιν Κέλλυ κ.ά.), γεμάτο από φτηνό χιούμορ και άδειο από ποιότητα...
Ένα μεγάλο μέρος της εμπορικής επιτυχίας, που θα σημειώση οπωσδήποτε η ταινία, θα το χρωστάη στον Φιλ. Φίνο, που δεν τσιγγουνεύτηκε χρήματα για να πετύχη, στο τεχνικό του μέρος, το φιλμ (πλούσια ντεκόρ, ωραία χρώματα, σινεμασκοπικές διαστάσεις, διπλές μαγνητικές εγγραφές ήχου και μουσικής--αν και η μουσική είναι εκκωφαντική...--γενικά περιποιημένη τεχνική δουλειά). Όπως επίσης, ένα άλλο μέρος της εισπρακτικής επιτυχίας τους θα το οφείλουν τα "Κορίτσια" του Δαλιανίδη στο επιθεωρησιακό, μεν, αλλά μπριόζικο παίξιμο του Κώστα Βουτσά και της Ρένας Βλαχοπούλου κατ' αρχήν και της Μάρθας Καραγιάννη, της συμπαθέστατης Χλόης Λιάσκου και του Γιάννη Βογιατζή κατά δεύτερο λόγο. Η Ζωή Λάσκαρη, όταν δεν χορεύει, και ο Ανδρέας Ντούζος, όταν δεν τραγουδάει [Σημείωση του Rena Fan: και δεν τραγουδούσε ο ίδιος, αλλά ένας επαγγελματίας τραγουδιστής, ο Αλέκος Ζαχαράκος!], είναι αμφότεροι συμπαθητικοί. Στο ενεργητικό του σκηνοθέτη εγγράφονται η "στιλπνότητα" και ένας κάποιος γρήγορος ρυθμός--όχι σ' όλη τη διάρκεια του φιλμ--που χαρακτηρίζουν την ταινία. Από τα χορευτικά, το μόνο που έχει κάποια ποιότητα είναι το τρίο με τον Βουτσά, τη Λιάσκου και τον Αλ. Τζανετάκο (με τη φωτογραφική μηχανή στη Ρόδο).
Τα Νέα, 26-1-1965
Ο Α. Μοσχοβάκης της Αυγής πάντως αναγνωρίζει, εκτός φυσικά από την επιτυχία στον τεχνικό τομέα, θετικά στοιχεία στη δουλειά του χορογράφου Μανώλη Καστρινού. Κατά τα άλλα όμως, αρνητική η κριτική:
Πρώτη έγχρωμη σινεμασκοπική ελληνική ταινία με στερεοφωνικό ήχο και εξαιρετική επιτυχία από την τεχνική πλευρά. Αξίζουν συγχαρητήρια στους τεχνικούς που συνέβαλαν σ' αυτό το ωραίο αποτέλεσμα. Αλλά προς Θεού, γιατί να ντύνουμε την ανοησία με χρυσάφια; Ως πότε ο κ. Δαλιανίδης (και όχι μόνο αυτός) θα μας ταλανίζει με τις ασήμαντες ιστορίες του, που επαναλαμβάνουν πάντα η μία την άλλη και με τις πάντα ακαλαίσθητες, βάρβαρες (παρ' όλες τις ταινίες που έχει γυρίσει) γυμναστικές επιδείξεις; Ασφαλώς ένα "μιούζικαλ" (όπως το λένε, αν και δεν είναι) χρειάζεται το ελαφρό και το πικάντικο. Αλλά ελαφρό δε σημαίνει φτηνό και πικάντικο δεν σημαίνει γαργαλιστική χυδαιότητα.
Ευτυχώς, υπάρχει ο Μανώλης Καστρινός που δίνει το απαιτούμενο μάθημα με το γούστο του στις επιδέξιες χορευτικές συνθέσεις (όταν βέβαια δεν εξαναγκάζεται κι αυτός στη γενική φτήνεια, με επιθεωρησιακά "ανατολίτικα" χορευτικά).
Με δυο λόγια, η ταινία είναι μια εναλλαγή από φλύαρες θεατρικές σκηνές και χορευτικά νούμερα. Οι πρώτες είναι βαρετές, τα δεύτερα ευχάριστα με συχνά πετυχημένα τρυκ. Για τους ηθοποιούς τι να πούμε; Χάνονται στους άχαρους ρόλους τους, ακόμα και η Βλαχοπούλου, και ο Βουτσάς και ο Ντούζος και η Λιάσκου, που μόλις καταφέρνουν να παίρνουν κάποια υπόσταση με την αυθόρμητη ζωηράδα και το μπρίο τους.
Αυγή, 26-1-1965
Καμιά αναφορά στη Ζωή Λάσκαρη, πρώτο όνομα της ταινίας, από τον Μοσχοβάκη, αρνητική αναφορά από τον Κωστή Σκαλιώρα που μιλά για...
Μια παρεξήγηση
Πολύ φοβούμαι πως συνέβη κάποια παρεξήγηση: [τα] "Κορίτσια για φίλημα" δεν είναι, καθώς διαφημίζεται, μια μουσική κωμωδία. Είναι μάλλον μια συρραφή από επιθεωρησιακά νούμερα (ακόμα και με το κλασικό επιθεωρησιακό "φινάλε") με κορμό τους μια φάρσα, η οποία, σε οποιαδήποτε σκηνή, δεν επετρέπετο να διαρκέση περισσότερο από ένα δεκάλεπτο. Στο "μιούζικαλ", είδος δύσκολο, η μουσική αποτελεί οργανικό μέρος του συνόλου και παίζει ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη του έργου. Εδώ το κείμενο είναι ισχνό, η μουσική κραυγαλέα και το καθένα τραβά το δρόμο του. Μ' αυτά τα δεδομένα η επιτυχία απεκλείετο. Συνέβησαν όμως κι άλλα: "χορευτικά νούμερα" χωρίς χορευτές, μια Ζωή Λάσκαρη ανέκφραστη, ένας φακός στατικός. Λυπούμαι και τα χρήματα που εδαπανήθησαν και το κέφι της Ρένας Βλαχοπούλου και την μιμική του Κώστα Βουτσά και τις έγχρωμες φωτογραφίες του κ. Καβουκίδη. Άξιζε να είχαν εξυπηρετήσει μια άλλη προσπάθεια.
Το Βήμα, 26-1-1965
Αντίθετα, πολύ ικανοποιημένος και με τη Ζωή Λάσκαρη και με την ταινία έμεινε ο Αχιλλέας Μαμάκης (που... τόλμησε να μην κάνει καμία αναφορά στη Ρένα Βλαχοπούλου!)
Καιρό είχεν ο ελληνικός Κινηματογράφος να εμφανίση μια τόσον ενδιαφέρουσα και τόσο καλογυρισμένη ταινία. Βασικό στοιχείον της ποιότητός της είναι ότι ο λαμπρός σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης εκίνησε το επιτελείον πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών κατά τρόπον, που πολλοί καλλιτέχνες παρουσιάζονται τελείως αγνώριστοι. Παράλληλα, βασικόν στοιχείον ενεργητικού του είναι το γεγονός ότι το φιλμ είναι όλο έγχρωμον και ότι υπάρχουν σκηνές όπου ο Φίνος εχρησιμοποίησε όλα τα εξαίρετα μέσα που διαθέτει διά να γυρίση σκηνές εις το ύπαιθρον. Γενικά πρόκειται για μια ποιοτική επίτευξιν ενδιαφέρουσα και συγχρόνως κάτι που δίδει την ευκαιρία στην Ζωή Λάσκαρη να εμφανίση την εξέλιξιν του καλλιτεχνικού δυναμισμού της. Παράλληλα προσελκύουν ζωηρά τον θεατήν οι άρρενες πρωταγωνισταί.
Έθνος, 26-1-1965
Γνήσια και θαρραλέα κωμικός, η Ρένα Βλαχοπούλου δεν φοβόταν ποτέ να τσαλακώσει την εικόνα της. Εδώ με τον Κώστα Βουτσά και τον Αλέκο Τζανετάκο Φωτογραφία από την ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ |
Θετική, λίγο πιο συγκρατημένα, αλλά θετική, είναι η γνώμη της Ειρήνης Καλκάνη στην Απογευματινή.
Επί τέλους, ο ελληνικός κινηματογράφος αρχίζει να αποκτά ποιότητα και αυτό είναι προς χαρά όλων μας. Ένα καλό δείγμα είναι και η έγχρωμη ταινία της Φίνος "Κορίτσια για φίλημα" που μας προσφέρει απλόχερα καλό θέαμα. Θέαμα καλόγουστο, πλούσιο και καλοδιαλεγμένο. Αν και το σενάριο δεν μας λέει τίποτα το νέο και το ιδιαίτερο, εν τούτοις, μόνο γιατί δικαιολογεί έξυπνα την παρουσία των τουριστικών χώρων του τόπου μας, με σκοπό την προβολήν της Ελλάδος. είναι υπέρ αυτού.
Όλη η ταινία είναι κατ' απομίμησι των αμερικανικών μουσικοχορευτικών ταινιών, που είχαμε δη κατά κόρον μετά τον πόλεμο. Βέβαια για τα ελληνικά δεδομένα είναι ένα βήμα.
Η έγχρωμη φωτογραφία του κ. Ν. Καβουκίδη εξαιρετική. Τα φωτιστικά της "εφφέ" στα χορευτικά πολύ επιτυχημένα, συμβάλλουν στην φαντασμαγορική ατμόσφαιρα. Η άνεσι και το μπρίο της κ. Ρένας Βλαχοπούλου καθώς και η εύπλαστη μορφή του Κώστα Βουτσά, όπως επίσης οι ωραίες εμφανίσεις της Ζωής Λάσκαρη, της Χ. Λιάσκου και της Μ. Καραγιάννη ολοκληρώνουν το θέαμα. Καλοί επίσης ο Ανδρέας Ντούζος, ο Γ. Βογιατζής και ο Τζανετάκος. Τα κοστούμια, το ντεκόρ του Ζέρβα και η μουσική του Μίμη Πλέσσα στο ίδιο καλό επίπεδο της ταινίας.
Ο σκηνοθέτης κ. Δαλιανίδης έδωσε δυο πολύ ευχάριστες ώρες. Οι χορογραφίες του Μανώλη Καστρινού αντιπροσωπεύουν τον εκλεκτό μας χορογράφο.
Απογευματινή, 26-1-1965
Η αφίσα της ταινίας από την ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ |
Αρκετά θετική η γνώμη του Νέστορα Μάτσα που θεωρεί ότι ο Δαλιανίδης έχει ειδικευτεί στο μιούζικαλ και κινείται "σχετικώς άνετα σ΄ αυτό το χώρο, που οι Αμερικανοί είναι απλησίαστοι, ακόμη κι από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο". Αναγνωρίζει πως φέτος ο σκηνοθέτης έθεσε μεγαλύτερο στόχο για ένα εντυπωσιακότερο θέαμα από τις προηγούμενες χρονιές και όντως προσφέρει ένα "γεύμα (...) σαφώς πιο πλούσιο". Ωστόσο το σενάριο...
...είναι πιο ισχνό και γραμμένο χωρίς φαντασία, χωρίς ευρήματα χωρίς ζεστασιά. Ο μύθος του είναι λίγος και ουσιαστικώς ξένος προς τη ρωμέικη νοοτροπία. Αλλά και το σωστό μιούζικαλ, όσο κι αν στηρίζεται στη φαντασμαγορία, δεν μπορεί να σταθή στέρεα αν δεν έχη τη σιγουριά ενός καλά οργανωμένου σεναρίου.
Κατά τ' άλλα, το φιλμ βαδίζει με τα τσαρούχια στο δρόμο της πολύ μεγάλης εμπορικής επιτυχίας, η Ρένα Βλαχοπούλου το εμπλουτίζει με το δαιμονισμένο μπρίο της, η Ζωή Λάσκαρη είναι πολύ ωραία και πολύ... αποκαλυπτικά ντυμένη, όπως κι η Μάρθα Καραγιάννη, ο Βουτσάς παίζει με πολύ κέφι κι ο Ντούζος κινείται με άνεσι στον καινούριο γι' αυτόν χώρο.
Εθνικός Κήρυξ, 26-1-1965
Ρένα Βλαχοπούλου και Περικλής Χριστοφορίδης Φωτογραφία από την ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ |
Άφησα κλασικά για το τέλος την γκρινιάρα Εστία που για άλλη μια φορά ξεκινά με τις τεχνικές αρετές της ταινίας:
[Η] έγχρωμος σινεμασκοπική "Κορίτσια για φίλημα" πραγματοποιεί όντως μίαν πρόοδον, από τεχνικής απόψεως, εις τον Ελληνικόν Κινηματογράφον, με την εντυπωσιακήν φωτογραφίαν, τον πλούσιον διάκοσμον και τα ωραία χρώματά της. Δυστυχώς, όμως, πάντα ταύτα, εις χείρας σκηνοθέτου και σεναριογράφου στερουμένου πνευματικότητος και καλού γούστου, δεν αξιοποιούνται επαρκώς και η ταινία παραμένει εις τα συνήθη μέτρα του κακού Ελληνικού κινηματογράφου. Από απόψεως ηθοποιίας η κ. Βλαχοπούλου--κυριαρχούσα εις την ταινίαν--λησμονεί ότι παίζει εις τον κινηματογράφον και όχι εις το θέατρον, το ίδιο δε και οι κ.κ. Βουτσάς και Βογιατζής. Η δις Λάσκαρη συμπαθής, αλλά καλλίτερον να αποφεύγη τας χορευτικάς σκηνάς.
Εστία, 26-1-1965
Νεότεροι κριτικοί έχουν καλά λόγια να πουν για τα Κορίτσια για φίλημα: ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης θεωρεί μάλιστα πως πρόκειται για το καλύτερο μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ, όπως έχουμε ξαναπεί, η Λυδία Παπαδημητρίου θεωρεί πως αξιοποιεί αποτελεσματικά τα στοιχεία της επιθεώρησης. Και νομίζω ότι είναι η πιο όμορφα φωτογραφημένη από όλες τις μουσικές ταινίες της Φίνος Φιλμ. Σαν σήμερα το 1977 ο δημιουργός της εταιρίας, ο Φιλοποίμην Φίνος πέθανε, χωρίς να γνωρίζει σίγουρα πόσο θα μας απασχολούσαν στο μέλλον οι ταινίες της εταιρίας του--και πόσο θα εξακολουθούσαν να αρέσουν στο κοινό. Όπως έλεγε ο ίδιος, "Στο τέλος μιλάει το πανί" και στη σύγχρονη εποχή εξακολουθούν να μιλούν για τις ταινίες του και η οθόνη της τηλεόρασης και οι οθόνες των υπολογιστών, των ταμπλετών και των κινητών τηλεφώνων...
Ο κινηματογράφος Αττικόν ήταν ο μόνος που πρόβαλε την κόπια με τον στερεοφωνικό ήχο. Τόσος κόπος και τόσα έξοδα για την προβολή σε μία μόνο αίθουσα. Αυτό έδειχνε πόσο μεγάλο ήταν το μεράκι του Φίνου! Φωτογραφία από την ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ |
Ο Φιλοποίμην Φίνος με τη σύζυγό του Τζέλα. Φωτογραφία από την ιστοσελίδα της Φίνος Φιλμ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου