Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Δεκαοκτώ χρόνια χωρίς τη Ρένα Βλαχοπούλου

 Δεκαοκτώ χρόνια συμπληρώνονται αυτή την ώρα από τον θάνατο της Ρένας Βλαχοπούλου: στις εφτά το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 η καρδιά της μεγάλης τραγουδίστριας και ηθοποιού σταμάτησε να χτυπά, σκορπώντας συγκίνηση και θλίψη στο ελληνικό κοινό. Ο βιολογικός της θάνατος όμως δεν ήταν δυνατό να της στερήσει την αθανασία που της χάρισαν οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις και οι ηχογραφήσεις της.

Η Ρένα στην κουζίνα του τελευταίου σπιτιού της, στη Βούλα.
Φωτογραφία του Γιώργου Καλφαμανώλη

Στο φετινό μου αφιέρωμα, αποφάσισα, για καθαρά… προσωπικούς λόγους, να αναφερθώ στη σχέση της Ρένας με το… φαγητό… Η Ρένα ήταν μια άριστη μαγείρισσα, όπως δήλωνε και η ίδια (η εξαιρετική της σχέση με την κουζίνα και το νοικοκυριό ήταν από τα λίγα πράγματα για τα οποία καυχιόταν—αυτά, και όχι το ταλέντο της στο τραγούδι ή την υποκριτική). Η Μπέτυ Βαλάση, φίλη και συνεργάτιδα της Ρένας, θυμόταν πως αυτό το χαρακτηριστικό της την «έδενε» με το άλλο μεγαθήριο του θεάτρου μας, την Κατίνα Παξινού (που ήταν δασκάλα της Βαλάση στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου): η καλή μαγειρική απαιτεί φαντασία, το ίδιο και η ηθοποιία, και οι δύο καλλιτέχνιδες ήταν άφταστες μαγείρισσες—και φυσικά άφταστη η καθεμιά τους στο είδος που υπηρέτησε…

Όταν αποφάσιζε να μαγειρέψει για φίλες και φίλους, η Ρένα αποσπούσε πάντα τα πιο κολακευτικά σχόλια. Η Ζωζώ Σαπουντζάκη έμαθε από εκείνη να κάνει μπάρμπεκιου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη πείστηκε να απαρνηθεί για ένα βράδυ το ψάρι (που έτρωγε πάντα λόγω δίαιτας) και να φάει κρέας μαγειρεμένο από τα χεράκια της, ενώ ο άνδρας της, ο Γιώργος Λαφαζάνης, έλεγε σε κάθε ευκαιρία πόσο του άρεσαν τα φαγητά που του μαγείρευε—ειδικά τα ψάρια και η σκορδαλιά που τα ετοίμαζε με βάση κερκυραϊκές συνταγές, παρόλο που πάντα αυτοσχεδίαζε, όπως ακριβώς και στο παίξιμό της.

Η Ρένα σε εξώφυλλο του Ταχυδρόμου τον Μάιο του 1973

Αν και η Ρένα δήλωνε τα τελευταία χρόνια πως ήταν τρομερά λιτοδίαιτη, και απόφευγε τα βαριά φαγητά και τους… βαρυφορτωμένους μπουφέδες, ειδικά στις δεξιώσεις και τις δημόσιες εμφανίσεις της, στα… μικράτα της ήταν ένα παιδί γεμάτο όρεξη, έως και λαιμαργία! Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις θυμόταν πως πριν καλά-καλά ο πατέρας της ακουμπήσει τα ψώνια στο τραπέζι της κουζίνας, είχε προλάβει να φάει κιόλας τα… μισά… Και υπάρχει βέβαια η διήγηση για το πρόγευμά της στο σχολείο, σε δύο εκδοχές: στη μία δίνει το μισό φαγητό της σε συμμαθητή της που δεν είχε να φάει, ενώ στην άλλη τρώει το φαγητό των υπέρβαρων συμμαθητών της (μπορεί κάλλιστα να συνέβαιναν και τα δύο…).

Η Ρένα μαγειρεύει για τις ανάγκες του διαφημιστικού σποτ
που γύρισε το 1987.
Από το αρχείο του Χρήστου Μαραμένου

Τι από όλα αυτά πέρασε όμως στους κινηματογραφικούς ρόλους της Ρένας; Θα θυμηθούμε σκηνές από δεκαοκτώ ταινίες της στις οποίες η ηρωίδα που κάθε φορά ενσαρκώνει μασουλάει κάτι ή μιλάει για κάτι… φαγώσιμο! (Θα μείνουν, φυσικά, εκτός οι δυο ατάκες της κινηματογραφικής Χαρτοπαίχτρας στις οποίες το ρήμα «τρώω» χρησιμοποιείται… υβριστικά!).

Θα αρχίσω από την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση σε ελληνικό έδαφος, τις αγαπημένες Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, στην οποία υποδύεται την Κερκυραία Ρηνούλα που βρίσκεται από την απλή ζωή του χωριού της στο νησί στα αστικά σαλόνια της Αθήνας του ‘50. Φαίνεται πως πιο κοντά στη σχέση της… πραγματικής Ρηνούλας των παιδικών της χρόνων με το φαγητό βρίσκεται η κινηματογραφική αδελφή της, η Μαριέττα (Άννυ Μπωλ), που τρώει λαίμαργα τόσο στο χωριό όσο και στην πόλη. Στο χωριό και η Ρένα φαίνεται, βέβαια, να έχει αρκετή όρεξη, έστω κι αν στη διάρκεια του φαγητού η μάνα της επιμένει να της μιλάει για έναν υποψήφιο γαμπρό που δεν θέλει ούτε να τον ακούσει, ενώ στην πόλη κάνει ό,τι μπορεί για να μάθει να τρώει με μαχαιροπίρουνο το μεγάλο ψάρι που της σερβίρει ο Κούλης Στολίγκας.

Στη δεύτερη ταινία της, την κωμωδία Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου, το σενάριο παρουσιάζει τη Ρένα ως Μαριγώ, μαγείρισσα της οικογένειας Ζέμπερη. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, όταν το υπηρετικό προσωπικό (Βλαχοπούλου-Αυλωνίτης-Μπέμπη Κούλα) αποφασίζει να το ρίξει έξω υποδυόμενο τα αφεντικά, βλέπουμε πως η Μαριγώ δεν μπορεί να ξεχάσει τη δουλειά της, ακόμα κι όταν βρίσκεται στο κοσμικό κέντρο «Κουίν Άννα» και έρχεται η ώρα να παραγγείλει τον «αστακό αλ’ αμερικέν»: ζητάει από τον εστιάτορα Νίκο Ρίζο να της εξηγήσει τι είναι αυτός ο ιδιόρρυθμος τύπος μαγιονέζας που κάνουν στο κατάστημά τους. «Α, είναι σαν να λέμε περισσότερο έτσι λαδολέμονο, χτυπάμε τη σάλτσα με λίγο γαλατάκι για να πάρει άσπρο χρώμα». «Άσ’την τέχνη και παρήγγειλε (sic) να φάμε να τελειώνουμε» την επιπλήττει ο Αυλωνίτης. Φυσικά την επόμενη μέρα η Μαριγώ, που είχε ζητήσει από την παρέα να πάνε σε ένα κέντρο στις Τζιτζιφιές όπου «αν ήξερες τι περιποίηση θα μας κάνανε!», αποφαίνεται: «Σιγά τη βραδιά, μαγιονέζα να σου πετύχει!». Αργότερα, θα αναλάβει να ετοιμάσει μια σούπα για τον κύριό της, τον Γιώργο Γαβριηλίδη, που τον είχε πειράξει η θάλασσα το προηγούμενο βράδυ…

Τρίτος σταθμός μας το πρώτο κινηματογραφικό μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, το Μερικοί το προτιμούν κρύο (παραγωγή φυσικά της Φίνος Φιλμ, 1963). Υπάρχει, βέβαια, στην ταινία μια χαριτωμένη σκηνή οικογενειακού τραπεζιού, όπου όμως η Ρένα δεν τρώει, αλλά μαζεύει τα πιάτα, ζητώντας από τις μικρότερες αδελφές της (Ζωή Λάσκαρη, Χλόη Λιάσκου) να κάνουν το ίδιο—κι αυτές εκνευρίζονται, γιατί δεν έχουν ακόμα αποφάει. Το επόμενο πρωί όμως βλέπουμε και την ίδια να μασουλάει ένα βούτημα ή μπισκοτάκι, μαζί με τον καφέ της, ενώ προσπαθεί να… ψαρέψει τον αδελφό της Ντίνο Ηλιόπουλο για τα νυχτοπερπατήματά του της προηγούμενης βραδιάς. Λίγο αργότερα, ο Ηλιόπουλος τής προσφέρει ακόμα ένα μπισκοτάκι, όταν προσπαθεί να την πείσει πως είναι ώρα να βγει έξω στον κόσμο για να γνωρίσει… γαμπρό!

Από το μασούλημα στο… μπουσούλημα, για την τέταρτη στάση στην κινηματογραφική σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το φαγητό. Στην αισθηματική κωμωδία του Δαλιανίδη Ένα κορίτσι για δύο, που προβάλλεται το φθινόπωρο του ’63, η Ρένα έχει, ως τσαχπίνα χήρα Πολυξένη, μια ξεκαρδιστική σκηνή με τον κινηματογραφικό της αδελφό Αλέκο Αλεξανδράκη, όταν προσπαθεί να φύγει κρυφά από το σπίτι για να πάει λίγα φαγώσιμα στον άλλο της αδελφό, τον Κώστα Βουτσά, που βρίσκεται, μαζί με φίλους του, στο κρατητήριο. Έχει τυλίξει τα τρόφιμα σε μια πετσέτα που την κρατά στο στόμα, για να το σκάσει μέσα στη νύχτα μπουσουλώντας. 

Ο Αλεξανδράκης όμως την αντιλαμβάνεται και όταν τη ρωτάει πού πηγαίνει, του λέει πως πάει λίγη από την τυρόπιτα που έφτιαξε στη γειτόνισσά της τη Νίτσα, «γιατί της αρέσει πώς τη φτιάχνω εγώ την τυρόπιτα». Ο Αλεξανδράκης ξαφνιάζεται που η Πολυξένη έκανε τυρόπιτα και δεν του είπε τίποτα και επιμένει πως πρέπει να τη φάει εκείνος κι όχι οι ξένοι και, παρά τις παρακλήσεις της («Κίμων, μην την ανοίγεις, θα πάθεις!») ανοίγει την πετσέτα και έκπληκτος βλέπει τα φαγώσιμα: «Πού είναι η τυρόπιτα; Εδώ βλέπω αβγά, γάλα, τυρί!» Κι η Πολυξένη του απαντά: «Α, λείπει τ’ αλεύρι, ε; Ε, αυτό θα το ‘βαζε η Νίτσα!»

Πέμπτος σταθμός της διαδρομής μας είναι το δεύτερο κινηματογραφικό μιούζικαλ του Δαλιανίδη, το Κάτι να καίει (παραγωγή του 1964), όπου η Ρένα υποδύεται τη Σοφία που έχει παρατήσει τη δουλειά της για να αναζητήσει, μαζί με την αδελφή της Χλόη Λιάσκου, τον παιδικό της φίλο Ντίνο Εξαρχόπουλο στη Θεσσαλονίκη και να τον πείσει να την παντρευτεί για να μπορέσει να πάρει μια κληρονομιά. Επιστρέφει όμως άδοξα στην Αθήνα και φιλοξενεί στο σπίτι της μια παρέα φίλων που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη (ανάμεσά τους και ο επίδοξος μνηστήρας της αδελφής της, ο Κώστας Βουτσάς). Έξι άτομα οι μουσαφίρηδες και δύο οι αδελφές, οκτώ στόματα, και εισόδημα κανένα. Έτσι, όταν Λιάσκου και Βουτσάς τής λένε «πρίμο σεκόντο» πως ο έρωτας δεν είναι σαχλαμάρες, η Ρένα εκνευρισμένη τους απαντά: «Βρε εδώ κοιτάζει ο κόσμος τι θα φάει για να στυλωθεί στα πόδια του και μετά κοιτάει τους έρωτες! Που έχουμε τρελάνει την ταχινόσουπα λες κι είναι Κατοχή!». Προηγουμένως πάντως έχει αρνηθεί να πάρει σταφύλια που της προσφέρει η αδελφή της, μάλλον γιατί λόγω της στεναχώριας της δεν πάει τίποτα κάτω… (Τα σταφύλια αυτά φαίνεται πως τα λαχτάρησε και ο Δαλιανίδης της τα πρόσφερε δις αργότερα, όπως θα δούμε…).

Στην έκτη στάση μας, στα περίφημα Κορίτσια για φίλημα του Δαλιανίδη και του Φίνου, η Ρένα είναι η ιδιοκτήτρια ενός τουριστικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, στο οποίο βρίσκεται κάθε τρεις και λίγο ο μεγάλος θαυμαστής της, ο Γιάννης Βογιατζής. Ο Βογιατζής φλερτάρει… ασύστολα (ή, μάλλον, συνεσταλμένα) τη Ρένα, αλλά σε μια στιχομυθία τους εκείνη μυρίζει την αναπνοή του και τον ρωτά: «Σκόρδο έφαγες;» «Oh yes, πατρίδα!» της λέει εκείνος λιγωμένα, για να πάρει την απάντηση «Να σου λείπουν οι πατριωτισμοί και άσε με, γιατί εγώ φεύγω για την Ελλάδα!» (Της άρεσε πάντως το σκόρδο και το χρησιμοποιούσε συχνά στις συνταγές της, και όχι μόνο στη σκορδαλιά του μπακαλιάρου—σκορδαλιά που πρότεινε μέχρι και στην Ελένη Μενεγάκη να δοκιμάσει στη διάρκεια της τελευταίας τους συνέντευξης τον Γενάρη του ’99)…

Για την έβδομη στάση μας αλλάζουμε κινηματογραφική εταιρία, όπως έκανε και η Ρένα το 1966: στη Βουλευτίνα του Κώστα Καραγιάννη. Εδώ έχουμε ένα σπάνιο στιγμιότυπο της Ρένας όχι με φαγητό, αλλά με γλυκό (σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές δεν ήταν πολύ φίλη των γλυκών). Η Ρένα πηγαίνει σε ένα καφενείο όπου εκφωνεί τον προεκλογικό του λόγο ο αρραβωνιαστικός της, ο Περικλής Αράπης (Σταύρος Ξενίδης). Εκεί παραγγέλνει ένα γλυκό μελιτζανάκι, το οποίο μαθαίνει πως είναι πληρωμένο από τον υποψήφιο («Πάει το κτήμα στα Σούμερνα!») και στη συνέχεια το γλυκό της βγαίνει σχεδόν ξινό καθώς το τρώει σχολιάζοντας σχεδόν κάθε λέξη από τον λόγο του αρραβωνιαστικού της. 

Λίγο αργότερα, ενώ η Ρένα συζητά με τη θεία της (Σεβασμία Παναγιωτοπούλου) για το μέλλον της με τον Περικλή, μασουλάει ξηρούς καρπούς (μάλλον φιστίκια Αιγίνης), ενώ στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν πια έχει η ίδια εκλεγεί βουλευτίνα και πηγαίνει στο γραφείο ενός υπουργού (Δημήτρης Νικολαΐδης) για τα αιτήματα των ψηφοφόρων της, εκείνος προσπαθεί να την εξευμενίσει φλερτάροντάς την και προτείνοντάς της να την πάει για σπληνάντερο στου Φώτη στη Γλυφάδα (και όχι στην ψησταριά του Γιώργου στο Μενίδι, όπου του έχει προτείνει νωρίτερα ο φίλος του να πάει)...

Την επόμενη σεζόν (1967-68) η Ρένα θριαμβεύει και πάλι στον οργανισμό Καραγιάννης-Καρατζόπουλος με το Βίβα Ρένα και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο πλευρό της. Θα κάνουμε την όγδοη στάση μας σε αυτή την ταινία, στην οποία ο Κωνσταντάρας είναι φυσικά ο εφοπλιστής Φωκάς που φλερτάρει επιμόνως τη Ρένα νομίζοντας πως είναι η διάσημη ξαδέλφη της Πεπίτα. Μετά την πρώτη τους νυχτερινή έξοδο, η Ρένα ενημερώνει τον Στρατάκια, τον αδελφό της (Νίκος Ρίζος) πως ο κύριος Φωκάς θα την πάει την άλλη μέρα στη Δροσιά για πεϊνιρλί… 

Αμέσως μετά η Ρένα πέφτει να κοιμηθεί και ονειρεύεται πως είναι μια μικρούλα Ινδιάνα που… μαγειρεύει στον καταυλισμό της όταν εμφανίζεται πάνω στο (ξύλινο!) άλογό του ο Κωνσταντάρας ως κάου-μπόι…

Ο ένατος σταθμός στο φετινό μου αφιέρωμα είναι η τελευταία ταινία της Ρένας στον οργανισμό Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, στην οποία είναι μια παθολογική Ζηλιάρα (1968) που κάνει δύσκολη τη ζωή στον σύζυγό της Γιώργο Κωνσταντίνου. Τον αγαπά υπερβολικά φυσικά και τον φροντίζει: του έχει ετοιμάσει μία σούπα και τον σερβίρει (πριν του κόψει την όρεξη φορώντας το μπέμπι-ντολ που ανακάλυψε στον χαρτοφύλακά του). Αν και στην ταινία σούπα τρώει μόνο ο Κωνσταντίνου, σε μια από τις διαφημιστικές φωτογραφίες βλέπουμε να τρώνε και οι δύο!...

Για τη δέκατη στάση, επιστρέφουμε μαζί με τη Ρένα θριαμβευτικά στη Φίνος Φιλμ, για το… δέκα το καλό, την Παριζιάνα που προβάλλεται τον Δεκέμβρη του 1969. Οι περισσότερες/-οι φυσικά θυμούνται τη Ρένα ως μοδίστρα Πελαγία να ασχολείται όχι με το τι τρώει η ίδια, αλλά τι τρώει η… Σούζυ, η πελάτισσά της (η Ρένα Πασχαλίδου φυσικά), η οποία, σύμφωνα με την Πελαγία και ψεύδεται και τρώει! Το φαγητό όμως είναι ζήτημα που απασχολεί και τον τρελό ζωγράφο της ιστορίας, τον Λεωνίδα, που τον υποδύεται ο σπουδαίος Χρόνης Εξαρχάκος. 

Ο Λεωνίδας τρέχει σαν τρελός στο σπίτι της Πελαγίας, όπου σύμφωνα με έναν μπόμπιρα, τον περιμένει ένα κατσαρολάκι με φαγητό! Η Πελαγία και η αδελφή της Ελένη (Έρρικα Μπρόγιερ) προσπαθούν να δελεάσουν τον Λεωνίδα, ώστε να συμπράξει ως σχεδιαστής μόδας στο εγχείρημά τους. Όσο η Ρένα τον σερβίρει, η Ελένη προσπαθεί να εξηγήσει το σχέδιο στον Λεωνίδα που προτείνει να αφήσουν την κουβέντα για μετά τον φαγητό, για την ώρα του καφέ, αλλά η Ρένα του λέει: «Όχι, χρυσό μου, χορτάτο σε φοβάμαι». Ο Λεωνίδας αρχίζει επιτέλους να τρώει από το πιάτο που γενναιόδωρα του γέμισε η Πελαγία με κρέας και πατάτες («Φτάνει ή να σου βάλω όλη την πιατέλα;»), πολύ λαίμαργα όμως («Κοίτα γαμπρό που θα βάλουμε στο σπίτι μας… Άσ’τηνε να πάρει λίγη ντομάτα… Άσ’το κάτω το πιάτο μου! Άσ’το κάτω!»).

Στη συνέχεια η ομάδα πρέπει να προετοιμαστεί για τη μεγάλη εξόρμηση στην καλή κοινωνία της Μυκόνου. Έτσι η Ελένη προσπαθεί να δείξει στην Πελαγία πώς πρέπει να χρησιμοποιεί το μαχαιροπίρουνο για να φάει το κρέας της, αλλά η Πελαγία είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως και προτείνει στην αδελφή της να φάει με τα χέρια: «Φάε κι εσύ έτσι, πιο ευκολία (sic) είναι!». Όταν τελικά οι τρεις τους βρεθούν αργότερα στη Μύκονο, η Πελαγία δέχεται το επίμονο φλερτ του Δημήτρη Καλλιβωκά που θέλει κάποιο βράδυ να της αποσπάσει ένα φιλί: εκείνη, για να το αποφύγει, βάζει στο στόμα της μερικά κριτσινάκια λέγοντας «Πολύ μ’ αρέσουν τα κριτσινάκια…». Τελικά θα ενδώσει στο φλερτ στη διάρκεια του ωραιότατου τραγουδιού του Μίμη Πλέσσα «Θέλω πολύ», που ξεκινά να το τραγουδά ενώ προσπαθεί να απαλλαγεί και από τα τελευταία υπολείμματα των κριτσινιών (φτύνοντας και μασουλώντας ό,τι απέμεινε…).

Ενδέκατη στάση στην κωμωδία Μια τρελή τρελή σαραντάρα, που έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Εδώ το φαγητό είναι μια καλή… κάλυψη για την τρελοχήρα Τζένη που θέλει να συναντήσει τον αγαπημένο της Ανδρέα Μπάρκουλη κρυφά από τα αδέλφια της. Τους λέει λοιπόν ότι η καλή της φίλη Καίτη (Μέλπω Ζαρόκωστα) θα της κάνει το τραπέζι. Επειδή όμως ο Γιάννης Μιχαλόπουλος δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο, θέλει να διαπιστώσει αν όντως οι δύο φίλες έφαγαν μαζί το μεσημέρι. Διότι ενώ η Καίτη του έχει πει νωρίτερα πως η Τζένη της «ρήμαξε το ψυγείο, να φανταστείς ότι έφαγε μια μπαρμπουνάρα, τρεις κοτολέτες, έφαγε πουρέδες, έφαγε σαλάτα», όταν μετά ανακρίνει τις δύο φίλες… κατ’ αντιπαράσταση, η Ρένα φαίνεται πως λέει ψέματα: ισχυρίζεται πως δεν έφαγε τίποτα, «ενώ μου γονάτισε το ψυγείο!» διαμαρτύρεται η Καίτη, προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση. Η Ρένα γκρινιάζει, «έφαγα δύο κοτολέτες και της γονάτισα το ψυγείο!», ενώ το μπαρμπούνι δεν πιάνεται «διότι το ψάρι γενικά είναι φρούτο, δεν είναι φαΐ!». Η Ρένα θυμώνει και για να αποπροσανατολίσει τον αδελφό της, του φωνάζει: «Ωραία, κύριε, δεν μου αρέσει το μπαρμπούνι, έφαγα λυθρίνι!» (Της άρεσε όμως μάλλον το μπαρμπούνι, γιατί το έφαγε ξανά και στον κινηματογράφο και στο βίντεο!...).

Αργότερα, επανερχόμαστε στα φρούτα: μεθυσμένη από έρωτα και από αλκοόλ η Τζένη απολαμβάνει τη μουσική που της παίζει ο Μπάρκουλης, ενώ ταυτόχρονα τον ταΐζει μπανάνα και σταφύλια. Οι ρόλοι θα αλλάξουν αμέσως μετά όταν η Τζένη θα αναλάβει να παίξει εκείνη βιολί (μολονότι δεν ξέρει να παίζει) και θα απαιτεί να την ταΐσει ο καλός της σταφύλια και μπανάνα.


Και βέβαια προς το τέλος της ταινίας, δεν ξεχνάμε τον καημό της Τζένης που περιμένει τηλέφωνο από τον αγαπημένο της και όταν χτυπάει το τηλέφωνο, ακούει να της ζητούν... γιαούρτι!

Την επόμενη σεζόν η Ρένα πρωταγωνιστεί σε δυο μουσικές κωμωδίες της Φίνος Φιλμ. Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Η θεία μου η χίπισσα είναι ο δωδέκατος σταθμός στη διαδρομή μας: εδώ η Ρένα είναι η φτωχή καθαρίστρια κυρά-Λένη που υποδύεται την πλούσια κυρία για να μην απογοητεύσει τη θυγατέρα της (Νόρα Βαλσάμη) και το… συμπεθεριό. Κάθε πρωί όμως δίνει το «παρούσα» και ως καθαρίστρια του ξενοδοχείου όπου διαμένουν για να μη χάσει το μεροκάματό της.

Ο συμπέθερος τη βλέπει ως καθαρίστρια ένα πρωί και πιστεύει πως αυτή είναι η στολή που διάλεξε η συμπεθέρα του για τον χορό των μεταμφιεσμένων που διοργανώνει το ξενοδοχείο. Έτσι της προτείνει να τη συνοδέψει εκείνος στον χορό. Όταν ο συμπέθερος παραγγέλνει σαμπάνια, η κυρα-Λένη, κουρασμένη, ζητά από το γκαρσόνι: «φέρε ένα σάντουιτς με μπόλικο πράμα μέσα, γιατί πεινάω»! Και φυσικά ρωτά και τον συμπέθερό της αν θέλει ένα σαντουιτσάκι!...

Δέκατη τρίτη στάση στη δεύτερη ταινία της σεζόν 1970-71: Μια Ελληνίδα στο χαρέμι του Γιάννη Δαλιανίδη. Διάφορες ατάκες για το φαγητό και εδώ (αν και το «Φάε το πόδι μου, φάε το χέρι μου» δεν πιάνεται!). Η Ρένα έχει υπό την προστασία της τα δυο ανεπρόκοπα αδέλφια της. Ο μεν Χρόνης Εξαρχάκος ενθουσιάζεται όταν ο Νάσος Κεδράκας ως γείτονάς τους κυρ-Θόδωρος, («Ο μπακάλης;» «Που το έχει κάνει σελφ σέρβις!») φέρνει στη Ρένα να δοκιμάσει λίγη φέτα από το βαρέλι που μόλις άνοιξε, ως ένδειξη της ιδιαίτερης συμπάθειας που της τρέφει. Ο λαίμαργος Εξαρχάκος αρχίζει να δοκιμάζει τη φέτα, όσο η Ρένα εκμαιεύει την… αλήθεια από τον κυρ-Θόδωρο, ότι την προορίζει για… δούλα του ίδιου και των παιδιών του, οπότε και η φέτα και ο κυρ-Θόδωρος εκδιώκονται θεαματικά. Ο έτερος αδελφός, ο Βαγγέλης Σειληνός, είναι ερωτευμένος με τη Μαρία Ιωαννίδου που θα παντρευτούν και θα φέρει και την προίκα της, άρα δεν ανησυχούν για το φαγητό τους! «Θα φέρω τα σεντόνια μου, τις πετσέτες μου!» «Α, ωραία θα κόβουμε από μισή πετσέτα την ημέρα να την τρώτε!» Αργότερα, ως μέντιουμ πια η Ρένα οραματίζεται τον Μοχάμετ Αμπντάλα: «πλένει τα πόδια του και τρώει σταφύλι!». Τελικά λίγη ώρα αργότερα η Ρένα τρώει σταφύλια από τα χεράκια του ίδιου του Μοχάμετ Αμπντάλα, δηλαδή του Δημήτρη Καλλιβωκά…

Δέκατη τέταρτη στάση: Ζητείται επειγόντως γαμπρός. Εδώ η Ρένα βρίσκεται σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι με τον υπάλληλό της, τον κύριο Χαραλαμπίδη (Βάσος Ανδρονίδης) που την καλοπιάνει γιατί θέλει να του δανείσει χρήματα. Όταν ο κύριος Χαραλαμπίδης ρωτά τον σερβιτόρο (Νάσος Κεδράκας) αν έχει ψάρι, εκείνος απαντά ότι έχει φρεσκότατα ψάρια που μυρίζουν θάλασσα, κι η Ρένα του λέει: «Ε, τι ήθελες να μυρίζουν, ναφθαλίνη;» «Εννοώ ότι είναι φρεσκότατα» εξηγεί εκείνος μα η Ρένα τον αντικρούει λέγοντας πως ξέρει πως «όλα τα παραλιακά κατεψυγμένα πουλάτε. Τέλος πάντων, κατεψυγμένοι εμείς, κατεψυγμένα τα ψάρια». Ο σερβιτόρος τους προτείνει και πάλι μπαρμπούνι τηγανητό.

Μέχρι να ετοιμαστεί το ψάρι, η Ρένα ζητά χταποδάκι για ορεκτικό, το οποίο όμως ο κύριος Χαραλαμπίδης δεν τρώει γιατί το στομάχι του δουλεύει με… ένα καρμπιρατέρ! Εκείνος θα πάρει μια ντομάτα ξεφλουδισμένη ή, όπως λέει η Ρένα, μια ντομάτα που έχει κάνει στριπτίζ… Σε λίγη ώρα η Ρένα θα φιλοσοφεί τη ζωή της ακούγοντας το τραγούδι «Άνθρωπε, φιλοσόφησε» μασουλώντας μια (καυτερή;…) πράσινη πιπεριά… Νωρίτερα στην ταινία έχουμε κι ένα… σχήμα λόγου από τη θαυμάσια Άννα Κυριακού που χρησιμοποιεί τους… πατατοκεφτέδες για να δείξει στη Ρένα πόσο παράλογο ήταν που πίστεψε πως ο Αντρέας Μπάρκουλης ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Δέκατη πέμπτη στάση ένα λαδερό φαγητό! Η Κόμησσα της Κέρκυρας σιόρα-Ανγκιολίνα διακόπτει για λίγο το μάθημά της και λέει στις μαθήτριες και τους μαθητές της: «Και τώρα κάντε πρόβα μόνοι σας να πάω να δω τσι μελιτζάνες μου μη μου καούνε και μείνω νηστικιά!». Το κρέας επανέρχεται όμως σε σχήμα λόγου και πάλι, όταν η Ανγκιολίνα λέει σε μια μαθήτριά της πως το μεγάλο βιολί (το μπάσο δηλαδή) το παίζει ένας μεγάλος άνθρωπος με κάτι δάχτυλα «νααα, σαν λουκάνικα Φρανκφούρτης!». Ας μην ξεχάσουμε βέβαια και την απολαυστική σκηνή που μοιράζεται η Ρένα με τον αδελφό της Χρήστο Βλαχόπουλο που υποδύεται έναν Κερκυραίο μανάβη και μαλώνει μαζί του για τα φρούτα που της βάζει! Και φυσικά το περίφημο κρεμμύδι που περιφέρεται από την κουζίνα της Ανγκιολίνας στο αστυνομικό τμήμα και στο ξενοδοχείο του Σπύρου Καρέτα…

Για τη δέκατη έκτη στάση μεταφερόμαστε στην περίοδο του Νέου Εμπορικού Κινηματογράφου: στη δεύτερη ταινία που γυρίζει η Ρένα σ’ αυτή την περίοδο, το (Ρένα) Να η ευκαιρία (1980) υποδύεται και πάλι μια μοδίστρα που όμως ράβει σε σπίτια και, όπως συνηθιζόταν τότε, γευματίζει με τα μέλη της εκάστοτε οικογένειας. Στο σπίτι μιας πελάτισσας όμως απογοητεύεται γιατί, ενώ περίμενε πως θα φάει χαβιάρι «μέσα σ’ αυτόν τον πλούτο», μαθαίνει πως θα φάει σπανακόρυζο, γιατί «κρέας, κρέας, κρέας, το βαρεθήκαμε πια!» Κι η Ρένα αγανακτεί: «Κι εγώ βαρέθηκα το σπανακόρυζο! Μία εβδομάδα στα σπίτια που πάω, όλο σπανακόρυζο τρώω. Σίδηρο θέλουνε να βάλουνε;». Λίγα λεπτά αργότερα η Ρένα ανακαλύπτει ότι κέρδισε το λαχείο! Η πελάτισσα και ο σύζυγός της (ο Πάνος Κορκοτάς) χαίρονται μαζί της: «Μπράβο, Ρένα μου, τι θα μας κεράσεις;» «Σπανακόρυζο θα σας κεράσω!»...

Στην ταινία Της πολιτσμάνας το κάγκελο η Ρένα είναι και πάλι μια αφοσιωμένη σύζυγος που ως Κερκυραία ετοιμάζει ένα ξεχωριστό δείπνο για τον σύζυγό της Μάριο (Δημήτρης Ζακυνθινός): «Σου ‘χω φτιάκει ένα σοφρίτο… μα τι σοφρίτο! Άσε που σου ‘φτιακα και μια μανέστρα κολοπίμπιρι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Την έκανα ελαφριά για το στομάχι σου, με λίγο λαδάκι».

Στο άλλο άκρο βρίσκεται η Ρένα στη Σιδηρά κυρία του Τάκη Βουγιουκλάκη (προτελευταία κινηματογραφική ταινία της και προτελευταία στάση του φετινού αφιερώματος) όπου λόγω της αφοσίωσής της στη… Μάργκαρετ Θάτσερ, η Ρένα καίει το παστίτσιο που περίμενε με τόση λαχτάρα να φάει ο σύζυγός της Κώστας Φλωράτος. Το παστίτσιο γίνεται κάρβουνο, οπότε η Ρένα προτείνει στον άντρα της να ξεκινήσουν… ανάποδα, από τις πάστες δηλαδή που έφερε ο «προνοητικός της άντρας» που φυσικά εξοργίζεται… Πιο χαλαρός εμφανίζεται ο ανηψιός της, Τάσος Πεζιρκιανίδης, που προτιμά τις κόντρες με τη μηχανή του από το βραδινό που θέλει να του ετοιμάσει η θεία του («Κάτσε να σου κάνω δύο αβγουλάκια με λίγες πατατούλες…»).

Για την τελευταία μας στάση θα πάρουμε μια γεύση από… βιντεοταινίες. Στις εννιά βιντεοταινίες που γύρισε η Ρένα υπάρχουν αρκετές αναφορές σε φαγητά (ας μην ξεχνάμε και τον τίτλο της κωμωδίας Η βασίλισσα της ρέγγας), ωστόσο θα σταθώ στη βιντεοταινία Όρμα, Ρένα, στην αρένα του Βαγγέλη Φουρνιστάκη, σε σενάριο του Σταμάτη Φιλιππούλη, που έχει κάποια ξεχωριστή αξία, γιατί διασώζει εικόνες της Ρένας στην πατρίδα της, την Κέρκυρα (με πολλές εσωτερικές και εξωτερικές σκηνές, μάλιστα, να έχουν γυριστεί στο υπέροχο εξοχικό της στη Δασιά). Στην ταινία αυτή η Ρένα υποδύεται μια ταβερνιάρισσα και έτσι, εκτός από τη γλυκιά κερκυραϊκή προφορά με την οποία διανθίζει τον ρόλο της, την ακούμε να μιλάει και για παραδοσιακά κερκυραϊκά πιάτα, κυρίως για παστιτσάδα και μπουρδέτο—με το οποίο γοητεύει την πελατεία της ταβέρνας αλλά και τους υποψήφιους μνηστήρες της κόρης της και τη μνηστή του γιου της… Τη βλέπουμε επίσης να παραγγέλνει (και να κουβαλά σε καφάσια!) τα υλικά που χρειάζεται για τη μαγειρική της, καθώς και να πίνει τον καφέ της με ένα βούτημα…

Η Ρένα Βλαχοπούλου χάριζε πολλές νοστιμιές στα πρόσωπα του περιβάλλοντός της που είχαν την ιδιαίτερη τύχη να γεύονται τις λιχουδιές της. Χάρισε όμως και αμέτρητες νοστιμιές στο κοινό της. Μόνο που η νοστιμάδα των τραγουδιών της και των ρόλων της απλώς ξεγελούν τη δική μου πείνα, γιατί η ρενοφανατική μου όρεξη δεν θα χορτάσει ποτέ! Αγαπημένη μου Κυρία Ρένα Βλαχοπούλου, θα σας θυμάμαι πάντα σαν ένα πεντανόστιμο ταλέντο, με φωνή γλυκιά και χιούμορ σαν αλατοπίπερο…



Δεν υπάρχουν σχόλια: