Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

"Κάτι για ποδήλατα" της Δανάης Στρατηγοπούλου

Σήμερα συμπληρώνονται οκτώ χρόνια από τον θάνατο της Δανάης Στρατηγοπούλου, της σημαντικότατης ερμηνεύτριας του ελαφρού τραγουδιού αλλά και ξεχωριστής μεταφράστριας και ποιήτριας. Της "γιαγιάς" Δανάης που σχεδόν μέχρι την τελευταία της μέρα χάριζε απλόχερα στους ανθρώπους γύρω της την αγάπη της, τη σοφία της και την αισιοδοξία της. Αντί για κάποιο δικό μου αφιέρωμα, προτίμησα φέτος να την αφήσω να "μιλήσει" εκείνη, μέσα από το ωραιότερο ίσως πεζό της κείμενο: ένα κείμενο αληθινό και πικρό, γραμμένο για τον άντρα της, τον πρόωρα χαμένο δημοσιογράφο Γιώργο Χαλκιαδάκη--αλλά και τη μοναδική τέχνη της. Αν θέλετε, διαβάστε το, ακούγοντάς τη να τραγουδά το "Έλα για απόψε"... 
Κάτι για ποδήλατα
από το βιβλίο της Δανάης Στρατηγοπούλου Κείμενα σε μικρές και μεγάλες αράδες (εκδόσεις Gutenberg, 1984)

Ήταν το 1950: Εκείνη τη νύχτα φορούσα μια μαύρη τουαλέττα. Μακρυά. Κρατώντας την κιθάρα μου βγήκα στη σκηνή. Η κιθάρα μου είναι μπαστούνι. Ποτέ δεν αφήνω τους άλλους να μου τη φέρνουν όταν έχω βγει στη σκηνή, γιατί τότε μου είναι σχεδόν άχρηστη πια. Το γεγονός ότι θα τραγουδούσα μ' αυτήν είναι άλλου είδους ιστορία. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τις μυστικές συναλλαγές που έχω με την κιθάρα μου, τη "σκιά" μου, ως τη στιγμή που αρχίζω να παίζω τις χορδές της και να τραγουδάω. 

Εκείνη τη νύχτα βγήκα στη σκηνή μαζί της. Την είχα πιο ανάγκη από κάθε άλλη φορά. Ήτανε μια μικρή σκηνή πολύ αλλοιώτικη, την αλλοιώτικη εκείνη νύχτα. Ησυχία βάρβαρη, δύστυχα καθίσματα, άγριοι τοίχοι, ξένο ταβάνι, εχθρός πολυέλαιος, μισοσκόταδο πολυτελείας. Όλοι οι ένορκοι και οι ιεροεξεταστές, πρώην τρυφεροί οπαδοί μου (γιατί τους ένιωθα "πρώην";)--με κοίταζαν (όπως πάντα;). Κοίταζα κι εγώ... Η αίθουσα, ο κόσμος, οι ωραίες κυρίες, όλα ήταν, ναι, τι ήταν; Γιατί ήταν έτσι; Ήτανε κάτι σαν ένα κρεβάτι. Ένα τεράστιο κρεβάτι. Στο κεφαλάρι του ξεχώριζαν δύο πελώρια μάτια, ρεμβαστικά, ταλαιπωρημένα, εξαίσια, αγαπημένα μάτια. Τα κοίταξα και τους είπα: ησυχάστε, όλα θα πάνε καλά. Έτσι είπα στα δυο τα μάτια. Και τ' άλλα, στην αίθουσα, τα μικρά, τα πολλά, άπλωσαν τα χέρια τους, πέταξαν, ώσπου χάθηκαν, ώσπου εγώ μπήκα ολόκληρη μέσα σ' ένα τραγούδι που με σήκωσε, με πήρε κι έφυγε, κι έλεγα, κι έλεγα, ελέγαμε, εγώ με το τραγούδι που τραγουδιότανε μόνο του: απόψε βρέθηκα νωρίς νωρίς στην καμαρούλα μου, μην απορείς, έξω βοριάς χαλάζια κεραυνοί, απόψε θα πάρω δυο χιλιάδες μαζεμένες, θα γίνει η εγχείρισή σου, μόνο βάστα, άντεξε ψυχή μου εσύ, και μόλις τελειώσω θα τρέξω στο Γεωργόπουλο, αφού τον διάλεξες, και πρωί πρωί εγχειρίζεσαι, αφού το θες, αφού είσαι σίγουρος ότι αυτό θα σε σώσει, ναι ψυχή μου... ανέλπιστο το ευλογημένο αυτό συμβόλαιο πάνω στην ώρα την κακή που ο γέρος μας πήρε για το νοίκι τις τρεις τελευταίες μας λίρες... ένα μονάχα, μη μου στεναχωριέσαι για τίποτα στον κόσμο, όλα θα τα καταφέρω, όλα, θα κάνω συμβόλαια ένα σωρό, εμφανίσεις έκτακτες, τώρα που το μωρό ξεπετάχτηκε, θα γίνεις καλά. Μόνο τούτη την κρίση ν' αντέξεις... απόψε... αύριο στο υπόσχομαι, εγχειρίζεσαι, θα σωθείς... θα γελάσουμε όλους τους γιατρούς που σου δίνανε μόνο δυο χρόνια ζωή, πριν να παντρευτούμε... όμως βλέπεις; περάσανε τέσσερα... ΤΕΣΣΕΡΑ... και θα περάσουνε κι άλλα πολλά... και θα τραγουδάω κι εσύ θα ζεις ψυχή μου, και θα βλέπω τα μεγάλα, τα γλυκά χρυσοπράσινα μάτια σου τα καθαρά, και τη φωνή σου... και θα καταφέρω να πας στην εξοχή με νοσοκόμα. Το παιδί θα το βολέψω... θα παρακαλέσω την Κατίνα του Μέρτικα που είναι καλή να το φυλάει όσο θα τραγουδάω ή θα μένει σπίτι της και θα το παίρνω το πρωί... μόνο, βάστα απόψε, μην αφήνεις το κουράγιο σου να σβήσει, αφού έχεις εμένα, μ' ακούς; Μ' ακούς; Το κεφάλι μου είναι σαν κόσμος ξεχωριστός που γυρίζει... γυρίζει σα γεμάτος και σαν αδειανός... και γυρίζουνε ήλιοι κι αστέρια, όνειρα πηχτά και άυλα, γυρίζουνε, γυρίζουνε κι αν δεν γίνει κάτι ξαφνικά, κάτι μεγάλο κι αλλοιώτικο δεν θα τελειώσει τούτη μου η περιπέτεια, μη με κοιτάζεις όμως έτσι... έχεις την υπόσχεσή μου πως όλα θα γίνουνε όπως θέλεις εσύ, εξάλλου με ξέρεις, θα κερδίσουμε, θα νικήσουμε μα να, περιμένω τώρα, τούτη δω τη στιγμή να γίνει κάτι σαν κέρδισμα μάχης, μια νίκη που έρχεται... που φτάνει... να... έλα... δεν μπορώ άλλο... απόκαμα... Αααα!!! Τι είναι αυτό... χειροκρότημα... τρόμαξα... γιατί άραγε χειροκροτούν οι τρελοί αυτοί... τι έκανα... τι φωνάζουνε... και τα γκαρσόνια τα μαυροντυμένα και ο γαντοφορεμένος πρίγκηπας μαιτρ του "Ermitage" κι ο Χρήστος ο Κατσίμπας εκεί στο βάθος κι εκείνος χτυπά τα χέρια του γελαστός... Συνέρχομαι... αρχίζω να καταλαβαίνω. Ήμουνα μέσα, ανήκα ολόκληρη σ' εκείνη την υπέροχη στιγμή... την ήξερα καλά... τη γευόμουνα... όλη μου η ζωή ως τότε ήτανε μια αέναη λιγοθυμιά κάτω από χειροκροτήματα κι αγάπη του "κοινού". Του κοινού ΜΟΥ. Μα κείνη τη νύχτα, ήτανε κάτι άλλο. Κι έπρεπε να θυμηθώ καλά. Μια φωνή μου πέταξε: "Ποτέ, Δανάη, δεν το τραγούδησες έτσι το "Έλα γι' απόψε"! Αυτό ήτανε λοιπόν! Ολότελα φευγάτη απ' το χώρο κι απ' το χρόνο, είχα τραγουδήσει ένα ολόκληρο τραγούδι, μεγάλο και δύσκολο, το πιο δύσκολο και πιο οδυνηρό, εδώ πάνω στη σκηνή του Ermitage, ενώ ο Γιώργος... πού ήταν... πώς ήταν ο Γιώργος... συφορά μου... ήταν ολομόναχος με τη μικρή μας Λήδα... και τόσο άρρωστος... με κείνη την υπέροχη μα άρρωστη καρδιά του, γεμάτος αγωνία κι αναμονή... αναμονή για ζωή ή για θάνατο. Κι εγώ; Τι αγώνας ήταν αυτός που έδωσα; Μ' ένα τραγούδι. Και χαμένη μέσα σ' αυτό το τραγούδι η ψυχή μου πάλεψε να νικήσει το θάνατο, για να με κρατήσουνε σε κείνο το υπεροπτικό μαγαζί. Ναι, χρειαζόμουνα τα χρήματα του ακριβού μαγαζιού. Και τραγούδησα... ώστε τραγούδησα... και... πώς... και με κράτησαν εμένα την "αριστερή"... και με πλήρωσαν όλα εκείνα τα χρήματα, και κάθε βράδι για δεκαπέντε μέρες... Κι ο Γιώργος έκανε την εγχείριση, άλλη μια μάχη, έστω για καθυστέρηση του χαμού... Κι ο Γιώργος έζησε άλλα πέντε χρόνια, τι λέω... πεντέμιση. 

Ποιος όμως κέρδισε, ποιος σκότωσε ξανά το θάνατο, ώρα την ώρα, λεφτό το λεφτό, χρόνο το χρόνο; Πώς μπόρεσα και τραγούδησα με τέτοιο πάθος αυτά τα πεντέμιση χρόνια, τι ασθμαίνουσα κι αφρισμένη κι εφιαλτική κούρσα ήταν τούτη; Καμιά ξένη δύναμη δε με βοήθησε. Μια ήταν η δύναμη. Εγώ. Η δύναμή μου, κι ας τραγούδησα όντας απούσα από κει πάνω. Τραγούδησα βέβαια μηχανικά. Μηχανικά; Τι πάει να πει αυτό; Εγώ ήμουνα το "μηχανικά". Το τραγούδι βρήκε από μια γωνιά τού μέσα μου όπου ήταν χαραγμένο και κρυμμένο από άλλες φορές τραγουδισμένο, μα είχε πάνω του το λαχάνιασμα, την ορμή μιας καταιγίδας. Δικιά μου κι η καταιγίδα, και η κατάνυξη που άπλωσε στην πλατεία. Τραγούδαγα και πολέμαγα έναν επερχόμενο αφανισμό. Η ψυχή μου με τις νότες του Χαιρόπουλου πυροβολούσε τον εχθρό που παραφύλαγε τα δυο αγαπημένα μάτια κι η φωνή μου σαν ποτάμι, έπνιξε το Χάρο στ' αλώνι. Και τώρα το ξέρω: τ' αληθινά χτυπήματα δε γίνονται με μηχανές. Ούτε οι νίκες. Άνθρωπος με άνθρωπο μόνο. Ψυχή με ψυχή. Η ψυχή του ποιητή, του τραγουδιστή, του τραμβαγιέρη, του σοφού, του φοιτητή, του ανθρώπου. 

Όλα τούτα μου ξανάρθανε στη θύμηση, μια μέρα, στο Σαντιάγο της γλυκειάς μου Χιλής, που είχα καταφύγει με την Κακή Επταετία, όταν διάβασα στο "Σίγλο", το "Ριζοσπάστη" της Χιλής, πως ένας νεαρός ποδηλάτης δήλωσε ότι θα βάλει τα δυνατά του να ανέβει πρώτος με το ποδήλατο στην κορφή του "Σέρο Σαν Κριστόβαλ" γιατί χρειαζόταν τα χρήματα του έπαθλου για να εγχειρίσει την άρρωστη μητέρα του.
(1972)

Η Δανάη Στρατηγοπούλου, ο σύζυγός της Γιώργος Χαλκιαδάκης
και η κόρη τους Λήδα Χαλκιαδάκη 
Δανάη Στρατηγοπούλου και Γιώργος Χαλκιαδάκης

Δανάη Στρατηγοπούλου και Λήδα Χαλκιαδάκη


Η Δανάη με τη "σκιά" της, την κιθάρα της


Ευχαριστώ από καρδιάς τη Λήδα Χαλκιαδάκη για την παραχώρηση των φωτογραφιών. Διαβάστε ένα εκτενές αφιέρωμα στην αξέχαστη Δανάη εδώ και μια συζήτηση με τη Λήδα εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: