Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα από τη μέρα που μια σπουδαία μορφή του νεοελληνικού πολιτισμού έφυγε για πάντα από κοντά μας. Η «πρωθιέρεια του ελαφρού τραγουδιού» Δανάη, ιδανική ερμηνεύτρια του Αττίκ και του Χαιρόπουλου, η μεταφράστρια-ποιήτρια Δανάη Στρατηγοπούλου, που απέδωσε μοναδικά ολόκληρο σχεδόν το έργο του φίλου της Πάβλο Νερούδα και άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές όλων μας με τους δικούς της στίχους, η μητέρα και γιαγιά Δανάη Στρατηγοπούλου-Χαλκιαδάκη, που χάρισε την αγάπη της στην κόρη της Λήδα Χαλκιαδάκη, τραγουδοποιό και ποιήτρια, και τα τρία αγαπημένα της εγγόνια Γιώργο-Απόλλωνα, Ευδοκία και Κώστα-Θησέα, και τέλος η «γιαγιά» Δανάη, για όλους εμάς που είχαμε την τύχη να τη γνωρίσουμε από κοντά, να μας ανοίξει το σπίτι και την αγκαλιά της, να μας χαρίσει τη φιλία της, την πολύτιμη σοφία της αλλά και πολλά μικρά δωράκια…
Η περίπτωση της Δανάης Στρατηγοπούλου είναι μοναδική στον μουσικό κόσμο της Ελλάδας. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα, με 45 χρόνια παρουσίας στα μουσικά δρώμενα και με ρεπερτόριο αξιοζήλευτο. Μα δεν σταμάτησε σ’ αυτήν της την ιδιότητα. Ήταν μεταφράστρια (εκτός από Νερούδα, μετέφρασε αρκετούς Ισπανούς και Λατινοαμερικανούς συγγραφείς) και καθηγήτρια (δίδαξε φωνητική σε ελληνικά ωδεία και ελληνική λαογραφία στο Πανεπιστήμιο της Χιλής). Έγραφε ποίηση από πολύ μικρή και δημοσίευσε αρκετές ποιητικές συλλογές (η τελευταία, μάλιστα, με τίτλο Αλλιώτικα από τ’ άλλα, δημοσιεύτηκε το 2002, λίγο πριν κλείσει τα ενενήντα της χρόνια). Συνεργαζόταν επίσης τακτικά με διάφορα έντυπα στα οποία δημοσίευσε δοκίμια, βιβλιοκριτικές, διηγήματα.
Στη συνείδηση του κόσμου όμως η τραγουδιστική της ιδιότητα ήταν αυτή που κυριαρχούσε. Αυτό δεν οφειλόταν απλώς στο γεγονός ότι το πλατύ κοινό δεν διαβάζει ποίηση ή δεν ασχολείται με τα γράμματα. Ήταν τόσο επιβλητική η παρουσία της στον κόσμο της μουσικής, τόσο λαμπρό το άστρο της και τόσο μεγάλη η απήχησή της που τελικά (και προς μεγάλη της λύπη) ήταν πάντα για όλους/ες το «αηδόνι του ελαφρού τραγουδιού», η «ιέρεια της μουσικής»—τίτλοι που την έκαναν ώρες-ώρες να δυσανασχετεί. Οι δημοσιογράφοι αλλά και απλοί άνθρωποι που την πλησίαζαν διψούσαν να μάθουν για το τραγουδιστικό της παρελθόν, ενώ εκείνη ήθελε να μιλήσει για την ποίησή της ή για τα καινούρια βιβλία που διάβασε...
Τα παιδικά χρόνια
Με καταγωγή από ένδοξους Στρατηγόπουλους, ρίζες που χάνονται κάπου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χαρτοβασίλειο, ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και χειρόγραφα—και τα σπίτια της παρέμειναν χαρτοβασίλεια ως το τέλος της ζωής της. Παππούς της ο θεατρικός συγγραφέας Ιδομενεύς Στρατηγόπουλος (φωτ. αριστερά) (τον Δον Κιχώτη του έπαιξε ο πατέρας της Μαρίκας Κοτοπούλη). Πατέρας της ο Ιππόλυτος Στρατηγόπουλος, μηχανικός και δημοσιογράφος, τύπος μποέμ (όπως μποέμ υπήρξε και η ίδια η Δανάη, λέει η κόρη της Λήδα Χαλκιαδάκη, περιφρονούσε πάντα το χρήμα) και μητέρα της η Αρσακειάδα Τίμω. Η Δανάη γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1913 στο Μεταξουργείο, αλλά τρία χρόνια αργότερα, η οικογένεια μετακόμισε στη Γαλλία, αρχικά στη Μασσαλία και έπειτα στο Παρίσι. Η Δανάη μεγαλώνει με ακούσματα ευρωπαϊκά αλλά και ελληνικά. Λάτρις της δημοτικής μουσικής, η μητέρα της τής τραγουδάει δημοτικά τραγούδια συνεχώς. Από τον κόσμο που επισκέπτεται το σπίτι τους μαθαίνει όλα τα ελληνικά τραγούδια της εποχής. Διαρκώς τραγουδά, μέσα κι έξω από το σπίτι, η μητέρα της διαρκώς της λέει: "Tais-toi…"
Η οικογένεια επιστρέφει στην Αθήνα το 1923. Τότε προστίθεται και ένα νέο μέλος, η Μίρκα, η αδελφή της Δανάης που ξεκίνησε από χορεύτρια (ενώ παράλληλα έκανε και κάποια σεγόντα στην αδελφή της—στις ετικέτες των δίσκων διαβάζουμε το όνομα «Μίρκα Στρέη») για να εξλιχθεί σε σπουδαία φλαουτίστα και εθνομουσικολόγο (η Μίρκα Στρατηγοπούλου πέθανε ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη Δανάη, στις 26 Φεβρουαρίου 2009).
Η μικρή Δανάη έχει εξαιρετική φωνή. Όταν την ακούει ο δημοφιλής τενόρος της εποχής Πέτρος Επιτροπάκης λέει στους γονείς της ότι το κορίτσι πρέπει να παρακολουθήσει συστηματικά μαθήματα φωνητικής. Έτσι η Δανάη στα 14 της αρχίχει τις σπουδές της στο κλασικό τραγούδι με τις σπουδαίες δασκάλες Μίνα Φωκά και Μάγγη Καρατζά που την προορίζουν για τραγουδίστρια της όπερας. Η ίδια όμως, φύση ανεξάρτητη από μικρή, μάλλον δεν είναι φτιαγμένη για τον αυστηρό κόσμο του λυρικού θεάτρου. Άλλωστε δεν αντιμετωπίζει τις μουσικές της σπουδές ως εφόδιο για καριέρα, γιατί δεν την ενδιαφέρει η καριέρα της σοπράνο. Στο σπίτι της η μουσική είναι κάτι με το οποίο ασχολούνται όλοι επειδή το αγαπούν. Αυτό που θέλει να κάνει είναι να γράφει: η δημοσιογραφία μοιάζει να είναι ο φυσικός της χώρος και ξεκινάει να δουλεύει σε διάφορα έντυπα με αμοιβές πενιχρές...
Επάγγελμα: τραγουδίστρια
Το 1934 εργάζεται σε μια εφημερίδα, στην οποία έτυχε να είναι συνάδελφός της ο μουσικός Κώστας Μπέζος που επρόκειτο με το συγκρότημά του, τα «Άσπρα Πουλιά», να ακολουθήσει τον μεγάλο Αττίκ σε μια περιοδεία στην Αίγυπτο. Ο Μπέζος συστήνει τη Δανάη στον Αττίκ, ο οποίος, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, προσλαμβάνει τη νεαρή κοπέλα που θέλει απλώς να πάει στην Αίγυπτο για να στείλει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της. Είναι όμως τέτοιος ο θρίαμβός της που σύντομα θα εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία, καθώς αντιλαμβάνεται ότι το τραγούδι μπορεί να της χαρίσει καλό μεροκάματο. Βέβαια, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το γράψιμο, θα συνεχίσει μάλιστα να παρακολουθεί μαθήματα της Γαλλικής Ακαδημίας, παράλληλα με την τραγουδιστική της καριέρα.
Στα χρόνια του ’30 η Δανάη μοιράζεται με τη Σοφία Βέμπο την πρώτη θέση στο ελληνικό ελαφρό τραγούδι. Η Βέμπο θριαμβεύει στο θέατρο συνοδεία ορχήστρας, η Δανάη στο βαριετέ και την πίστα με την κιθάρα της. Δισκογραφεί αμέτρητα τραγούδια μέχρι το 1940, ενώ συνεργάζεται σταθερά με τον Αττίκ, με τον οποίο ανακαλύπτει ότι τη δένει μια μουσική και πνευματική συγγένεια: αποδίδει τα τραγούδια του με μοναδικό τρόπο, συμπληρώνει τα οκτάστιχά του όταν εκείνος δεν έχει χρόνο, είναι ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της «Μάντρας» του κι εκείνος γράφει για τη φωνή της ένα από τα πιο «αραχνοΰφαντα» τραγούδια του: «Έχετε δίκιο, ας αλλάξουμε ομιλία». Της το αφιερώνει λέγοντας «Θα το λέει με κιθάρα η Δανάη και της Μάντρας κάθε πέτρα θα πονάει...». Γράφει ακόμα το αριστουργηματικό «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά» και στο τέλος του χειρόγραφου σημειώνει «Τέλος και τη Δανάη δόξα»...
Δεν τραγουδάει όμως μόνο Αττίκ. Στη δισκογραφία θριαμβεύει με τανγκό, στις ζωντανές εμφανίσεις της και στις ραδιοφωνικές εκπομπές της μαγεύει με ισπανικά, γαλλικά και ιταλικά τραγούδια. Με την τέχνη της έχει στόχο, όπως λέει, να δείξει ότι τα «ελαφρά» τραγούδια μπορούν να αγγίξουν το επίπεδο των ληντ. Στον πόλεμο του ’40 η Δανάη θα τραγουδήσει σε δίσκο ένα υπέροχο πολεμικό τραγούδι, το «Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου» των Ι. Ριτσιάρδη-Β. Σπυρόπουλου-Π. Παπαδούκα (στη δεύτερη πλευρά του δίσκου υπάρχει το επίσης πολεμικό, αλλά ξεχασμένο σήμερα «Το μυστικό της σκλάβας» του Μιχάλη Σουγιούλ). Αρνείται να πει άλλα πολεμικά τραγούδια, θεωρώντας πατριδοκαπηλική την υπερπαραγωγή τους αυτή την περίοδο: άλλωστε, αφού είπε αυτά τα λόγια, τι άλλο απομένει να πει;
Όπως και οι άλλες τραγουδίστριες της εποχής (Σοφία Βέμπο, Κάκια Μένδρη, Ρίτα Δημητρίου, Κούλα Νικολαΐδου, Ρένα Βλαχοπούλου), τρέχει από το πρωί ως το βράδυ στα νοσοκομεία για να ψυχαγωγήσει τους τραυματίες του μετώπου. Εκτός από τα κομμάτια που την καθιέρωσαν, τραγουδάει τα αγαπημένα της δημοτικά τραγούδια. Με αυτά θα συγκινήσει τον στρατηγό Δαβάκη στο δωμάτιο του Νοσοκομείου που νοσηλεύεται («Πώς μια Ατθίς σαν εσάς γνωρίζει αυτά τα τραγούδια;», τη ρωταέι απορημένος) και με αυτά θα πολεμήσει τον κατακτητή στα χρόνια της Κατοχής...
Κατοχή
Έχω αναφέρει αρκετές φορές στο blog πόσα δραστήρια ήταν η καλλιτεχνική κίνηση στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Στη διάρκεια του πρώτου κατοχικού χειμώνα (1941-42) η νεολαία της πρωτεύουσας αποθεώνει τη Δανάη σε μουσικά πρωινά που οργανώνονται τα Κυριακάτικα πρωινά στο «Ρεξ». Τα περισσότερα από αυτά τα πρωινά παρουσιάζονται στον Τύπο ως συναυλίες τραγουδιών του Κώστα Κοφινιώτη. Το πρόγραμμα παρουσιάζει ο Αττίκ και τραγουδούν, εκτός από τη Δανάη, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ρίτα Δημητρίου, η Ξένη Δράμαλη, η Νινή Ζαχά, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η Καίτη Παρίτση και άλλοι πολλοί, ενώ υπάρχουν συχνά και νούμερα με τις αδελφές Καλουτά, τη Μαρίκα Κρεβατά, τη Μαρίνα Νέζερ και άλλους. Τα βράδια η Δανάη εμφανίζεται στου «Άλεξ», αριστοκρατικό κέντρο-εστιατόριο της εποχής. Κάποιο βράδυ όμως της ζητούν να εμφανιστεί στη διπλανή αίθουσα, όπου θαμώνες είναι ιταλοί αξιωματικοί. Αναγκάζεται να το κάνει, γιατί είναι υποχρεωμένη από το συμβόλαιό της, όταν όμως οι αξιωματικοί της ζητούν να τραγουδήσει ιταλικά τραγούδια, εκείνη βρίσκει τρόπο να το σκάσει από το κέντρο.
Την απόφασή της να μην τραγουδήσει στη γλώσσα των κατακτητών θα την πληρώσει με κυνηγητό. Διακόπτει τις εμφανίσεις της κάθε φορά που της ζητούν κάτι τέτοιο. Διαφωνεί με την επιλογή κάποιων τραγουδιστριών, ανάμεσά τους και η Ρένα Βλαχοπούλου στην οποία αναγνωρίζει το ελαφρυντικό της νεαρής ηλικίας, να τραγουδούν ιταλικά κομμάτια, έστω κι αν είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά. Στο ρεπερτόριό της τώρα έχουν θέση μόνο τα δημοτικά τραγούδια. Ένα τέτοιο τραγούδι θα οδηγήσει στη φυλάκισή της: τον Σεπτέμβριο του 1943, όταν η Αθήνα ακούει παράνομα από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου ότι «Άγγλοι και Έλληνες κομάντος έπεσαν στη Σάμο», η Δανάη τραγουδάει στην Όαση τη «Σαμιώτισσα». Το κοινό την αποθεώνει για δέκα λεπτά, οι αρχές Κατοχής θορυβούνται, τη συλλαμβάνουν και τη φυλακίζουν στο Εμπειρίκειο. Ατέλειωτα πλήθη με υπομνήματα κατακλύζουνε τις γύρω περιοχές του Υπουργείου Παιδείας και της Μητρόπολης. Οι Εαμικές οργανώσεις αρσκούν πιέσεις και σε έναν μήνα αφήνεται ελεύθερη. Λίγο καιρό μετά τον θάνατο της μητέρας της, τον Δεκέμβριο του 43, τα SS την αναζητούν και πάλι γιατί έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή η κρυφή δράση της στην Αλληλεγγύη του ΕΑΜ. Αναγκάζεται λοιπόν να το σκάσει και να καταφύγει στην Καλλιθέα, την «Ελεύθερη Ελλάδα», όπου αποκτά το όνομα «Ελένη Σοφιανοπούλου» και συνεχίζει την αντιστασιακή της δράση, χωρίς τραγούδι, αλλά με κίνδυνο πολλές φορές της ζωής της: μετέφερε μηνύματα, ετοίμαζε έγγραφα, οργάνωνε εράνους, έγραφε στους τοίχους...
Εκεί, στην «Ελεύθερη Ελλάδα», στη Λεωφόρο Συγγρού, θα γνωρίσει μια μέρα ένα πανέμορφο παιδί με τον οποίο έχει οργανωτικό ραντεβού: «ως 25 χρονών, λεπτό, χλωμό, με κάτι ονειρώδη λαδοπράσινα μάτια και κάτι χέρια μακριά και λεπτά μεγάλου καλλιτέχνη. Το ένα απ’ αυτά, το δεξί, ερχόταν αυτόματα συνεχώς και ακουμπούσε στην καρδιά». Της συστήνεται: «Αργύρης Καλλιγάς, ιατρός». «Και άλλα διηγήματα» συμπληρώνει εκείνη και γελούν. Έτσι γεννιέται ο μεγάλος της έρωτας με τον δημοσιογράφο Γιώργο Χαλκιαδάκη που υποφέρει από αορτή και οι γιατροί δεν του δίνουν παραπάνω από δύο χρόνια ζωής. Τον παντρεύεται για να τον φροντίσει (γιατί, διαφορετικά, μια τόσο ανεξάρτητη γυναίκα δεν θα δεχόταν μια τέτοια δέσμευση) και τον κρατάει στη ζωή για δέκα ολόκληρα χρόνια.
Το κυνηγητό
Η αντιστασιακή της δράση, οι αριστερές της πεποιθήσεις καθώς και οι φιλίες της (Ρίτσος, Λουντέμης, Ασπασία Παπαθανασίου) θα τη στιγματίσουν και, μετά την Απελευθέρωση, είναι αναγκασμένη για μεγάλο διάστημα να κρύβεται, ενώ, όταν αρχίζει και πάλι να τραγουδάει, συναντά πλέον δυσκολίες: σπάνια καταφέρνει να ολοκληρώσει τα συμβόλαιά της, καθώς οι επιχειρηματίες των κέντρων λαμβάνουν «μπιλιετάκια»: «Τι τη θέλετε τη Βουλγάρα;» Ακόμα και η δισκογραφική της παρουσία είναι πιο αραιή (αν και στα μεταπολεμικά χρόνια ηχογράφησε μερικούς από τους πιο σπουδαίους δίσκους της). Όλο αυτό το κυνηγητό έρχεται στην πιο δύσκολη φάση της προσωπικής της ζωής, καθώς αγωνίζεται να κρατήσει στη ζωή τον Χαλκιαδάκη και πρέπει να συντηρήσει και τη μοναχοκόρη τους, τη Λήδα.
Ο Χαλκιαδάκης πεθαίνει το 1954. Τη μέρα της κηδείας του την αντικαθιστά στο κέντρο όπου εμφανίζεται ο καλός της φίλος Νίκος Γούναρης. Ο Χρήστος Χαιρόπουλος της αφιερώνει ένα εξαιρετικό χρονογράφημα με τίτλο «Ο πόνος της γυναίκας». Ξκινάει περιοδείες σ’ όλη την Ελλάδα για να συνέλθει από τον χαμό του άντρα της. Στο μεταξύ, από το 1946, έχει αρχίσει να διδάσκει φωνητική σε Ωδεία και είναι περήφανη για την πρόοδο πολλών μαθητών/τριών της: Βέτα Προέδρου, Μαριάνα Χατζοπούλου, Νάσος Πατέτσος, Ελίζα Μαρέλλι, Άντζελα Ζήλια, Ζωή Μάγγου, Πάνος Ντότης (που τη συντρόφευε στις περιοδείες της) είναι κάποια από τα πιο γνωστά «παιδιά» της.
Στη Χιλή
Στα χρόνια του ’60, το ελαφρό τραγούδι έχει έτσι κι αλλιώς περάσει στο περιθώριο, και η Δανάη μπορεί να ασχοληθεί πλέον με τη μεγάλη της αγάπη, το γράψιμο. Δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Αντιδράσεις που την υπογράφει με το ψευδώνυμο «Αργυρώ Καλλιγά». Κάποια από αυτά τα ποιήματα μελοποιεί αργότερα ο Κώστας Χατζής. Γράφει ακόμα στίχους που μελοποιούν γνωστοί συνθέτες: το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου» (μουσική Μίμη Πλέσσα) και το «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» (μουσική Τάκη Μωράκη) είναι τα πιο δημοφιλή τραγούδια της.
Το 1966 ταξιδεύει στη Χιλή για να επισκεφτεί την αδελφή της τη Μίρκα και γνωρίζεται με τον Πάβλο Νερούδα. Συνδέονται με μια στενή φιλία. Τους ενώνει η αγάπη τους για την Ελλάδα, για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Αρχίζει να μεταφράζει το Γενικό Άσμα και άλλα έργα του Νερούδα. Επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα, αλλά η δικτατορία του ’67 θα την αναγκάσει να αυτοεξοριστεί για να γλιτώσει τον διωγμό που θα ακολουθούσε τις αναπόφευκτες «αντιδράσεις» της. Πηγαίνει και πάλι στη Χιλή, όπου εγκαθίσταται για 6 χρόνια. Δημοσιεύει μελέτες για την ελληνική δημοτική ποίηση και διδάσκει για δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο (αρχικά ad honorem και έπειτα ως τακτική έμμισθη καθηγήτρια) ελληνική λαογραφία και δημοτική ποίηση δίνοντας στον Χιλιανό λαό την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον ελληνικό πολιτισμό.
Η οριστική επιστροφή της στην Ελλάδα είναι δύσκολη. Αν και καμαρώνει την επιτυχία της κόρης της—η Λήδα θριαμβεύει τραγουδώντας μαζί με τον Σπύρο Βλασσόπουλο το «Όταν θα γεννηθεί ο γιος σου», τραγούδι που η Δανάη αγαπούσε ιδιαίτερα—, η ίδια περνάει δύσκολες στιγμές. Κάνει babysitting για να ζήσει και διδάσκει ξένες γλώσσες. Ωστόσο, το 1976 ο Γιώργος Λαζαρίδης αναβιώνει το «ρετρό» στο θέατρο «Μινώα» και της προτείνει—στη διάρκεια μιας συγκινητικής εκπομπής του Φρέντυ Γερμανού—να εμφανιστεί και πάλι στο αθηναϊκό κοινό. Ο κόσμος συρρέει στο θέατρο «Μινώα» (στο αέτωμα του οποίου, ανάμεσα στα τόσα μεγάλα και μικρά ονόματα των ηθοποιών, υπάρχει μόνο μια φωτογραφία: η δική της) και η Δανάη Στρατηγοπούλου θριαμβεύει για άλλη μια φορά.
Αποσύρεται οριστικά από το τραγούδι το 1981 και αφοσιώνεται αποκλειστικά στο γράψιμο και τις μεταφράσεις. Το 1986 εκδίδει ένα πολύτιμο βιβλίο για τον Αττίκ, γεμάτο από μαρτυρίες και ντοκουμέντα, που τελικά αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα και την ίδια τη Δανάη. Είναι κρίμα που δεν ολοκλήρωσε ποτέ τα απομνημονεύματά της. Το μοναδικά απολαυστικό αφηγηματικό της ύφος (που αναδεικνύεται επίσης στο πρώτο της βιβλίο, το αυτοβιογραφικό Τραγουδώντας—1954—αλλά και στο κεφάλαιο που έγραψε στον συλλογικό τόμο Γυναίκες στην Αντίσταση, όπου περιγράφει την αντιστασιακή της δράση την περίοδο 1940-1944) μας αφήνει με την πικρή βεβαιότητα ότι χάσαμε μια μεγάλη ευκαιρία να έχουμε μια γλαφυρή ιστορική μαρτυρία για το ελληνικό τραγούδι.
Τα τελευταία χρόνια
Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της η Δανάη έζησε στη Ραφήνα, έχοντας συντροφιά την κόρη και τα τρία εγγόνια της αλλά και φίλους και φίλες κάθε ηλικίας—λάτρευε τα μικρά παιδιά—που την επισκέπτονταν καθημερινά για να πάρουν λίγη από τη σοφία της, τις γνώσεις τις, το κέφι της και την αισιοδοξία της. Είτε κυκλοφορούσε στην αγορά της Ραφήνας είτε εμφανιζόταν σε τηλεοπτικές εκπομπές, πάντα κοκέτα, εντυπωσίαζε όλον τον κόσμο με την ευστροφία της, το χιούμορ της, την ετοιμότητά της, τη μαχητικότητά της. Χαιρόταν την ανεξαρτησία της, τις νεανικές της συντροφιές, την μπιρίμπα με την Ελπίδα κι άλλες γειτόνισσες της Ραφήνας, το scrabble, τις σπανακόπιτες από τον φούρνο της γειτονιάς της, τη ζεστή μπίρα και την επίσης ζεστή Sprite, ένα παγωτό στην πλατεία ή μια καλή ταινία στο θερινό σινεμά που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι της.
Καμάρωνε για την εντυπωσιακή της συλλογή με κουκλάκια-κουκουβάγιες, χάριζε σε όσους/ες την επισκέπτονταν πέτρες και λίθους που είχε συγκεντρώσει στα ταξίδια της σε όλον τον κόσμο. Σκάρωνε ποιητικές ακροστιχίδες με τα ονόματα των φίλων της και τους/τις φωτογράφιζε συνεχώς με τη θρυλική Polaroid της--και μετά πήγαινε στο φωτογραφείο της γειτονιάς για να φωτοτυπήσει τις φωτογραφίες και να τις μοιράσει... Διψούσε να μάθει τα νέα όλων, να ενημερωθεί για τις τρέχουσες εξελίξεις στην πολιτική, να προβάλει το μεγαλείο της Ελλάδας, της γλώσσας και του πολιτισμού της με κάθε τρόπο. Ρωτούσε με έγνοια και ενδιαφέρον για τα προβλήματα των φίλων της, για τη δουλειά τους, για τη μελέτη τους, λαχταρούσε να ρουφήξει νέες γνώσεις, να μάθει καινούρια πράγματα. Δεν την ενδιέφερε το παρελθόν της, ειδικά το τραγουδιστικό. Χαιρόταν βέβαια σαν παιδί όταν την τιμούσαν σε εκδηλώσεις και τιμητικές βραδιές. Συγκινούνταν ιδιαίτερα με τις εκδηλώσεις που οργάνωνε προς τιμήν της η Πρεσβεία της Χιλής. Ένιωθε ιδιαίτερη ικανοποίηση όταν γραφόταν κάτι καλό για εκείνη ή για την κόρη της στον Τύπο.
Ήθελε διαρκώς να διαβάζει και να γράφει. Σχεδίαζε να εκδώσει ένα βιβλίο με δοκίμια και μελέτες της όταν το 2003, μια πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος του αρχείου της και αρκετά χειρόγραφά της. Και όμως, στα ενενήντα της, δεν το έβαλε κάτω. Με θαυμαστή αντοχή και αισιοδοξία, βγήκε νικήτρια και από αυτή τη δοκιμασία και συνέχισε να χαρίζει το κέφι της στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν στο νέο της σπίτι. Με αιφνιδίασε η παρουσία της στην κηδεία της Ρένας Βλαχοπούλου, το 2004: στα 91 της χρονια, αυτή η ακούραστη γυναίκα αψήφησε τη ζέστη του Ιουλίου και έκανε ολόκληρο ταξίδι από τη Ραφήνα, με ταξί, για να έρθει στο Α΄ Νεκροταφείο και να πει το στερνό αντίο στην ηθοποιό που εκτιμούσε ιδιαίτερα: "Αυτή η Χαρτοπαίχτρα της, τι σπουδαία που είναι", μου 'λεγε, "αμ η Σαραντάρα της;" Τη θυμάμαι να σκύβει με συγκίνηση πάνω από το φέρετρο της Ρένας και να ψιθυρίζει κάτι, συντετριμμένη... Φεύγοντας από το Νεκροταφείο, μού έδειξε προς την κατεύθυνση που βρισκόταν ο οικογενειακός της τάφος. "Κάπου εκεί βρίσκεται", μου είπε. Ήταν ιδιαίτερα περήφανη για τον τάφο αυτόν που κληρονόμησε από τον προπάππο της και που βρίσκεται, όπως έλεγε με καμάρι, κοντά στους Τρικούπηδες...
Πολλά ακούστηκαν για το τέλος της Δανάης. Γράφτηκε ότι απήχθη, ότι έφυγε απομονωμένη. Η αλήθεια είναι πως όσοι/ες την επισκεφτήκαμε τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, καταλάβαμε πως το σπινθηροβόλο μυαλό της Δανάης είχε πια κουραστεί κι έιχε αρχίσει να την προδίδει, και η ίδια δεν ήταν πια σε θέση να περιποιείται τον εαυτό της. Η απόφαση της οικογένειάς της να τη μεταφέρει, τους τελευταίους της μήνες, σε οίκο ευγηρίας όπου θα είχε την απαραίτητη ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα ήταν επιβεβλημένη. Έσβησε στις 18 Ιανουαρίου 2009, στα 96 της χρόνια, έχοντας στο πλευρό της την κόρη της και τα τρία εγγόνια της. Χτες, οι συγγενείς της και λιγοστοί/ές φίλοι/ες της, άνθρωποι τους οποίους τίμησε με τη φιλία της και την αγάπη της, συγκεντρώθηκαν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών για να τιμήσουν τη μνήμη της: τη μνήμη της που θα παραμείνει για πάντα ζωντανή, όπως και η μορφή της, η φωνή της, το πνεύμα της...
Η μουσική κληρονομιά της Δανάης
Ποια είναι λοιπόν η μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω της η Δανάη Στρατηγοπούλου; Έχουμε αρχικά τις ηχογραφήσεις της στις 78 στροφές. Μια πρόχειρη καταμέτρηση στην Εκ Περάτων Δισκογραφία Γραμμοφώνου του Διονύση Μανιάτη, δείχνει ότι έχει ηγογραφήσει περί τα 155 τραγούδια. Το πρώτο της σόλο (είχαν προηγηθεί 3 ντουέτα με αντρικές φωνές) είναι το θρυλικό «Θα ξανάρθεις» του Κώστα Γιαννίδη (που χτες συμπληρώθηκαν 26 χρόνια από τον θάνατό του, διαβάστε εδώ περισσότερα) και του Αλέκου Σακελλάριου που γίνεται πανελλήνια επιτυχία, χωρίς να περάσει από τη σκηνή κάποιου θεάτρου και πριν ακόμα αρχίσει να εκπέμπει ο Ραδιοφωνικός Σταθμός. Αυτό αποδεικνύει την τεράστια ερμηνευτική δύναμη της Δανάης. Ακολουθούν μια σειρά από δημοφιλέστατα τανγκό που ακούγονται επίσης σε όλη την Ελλάδα: μόνη της ή με άλλες σπουδαίες αντρικές και γυναικείες φωνές τραγουδά «Απόψε όχι», «Κάθε βραδάκι στις 8», «Απόψε στις 7», «Ξημερώνει η γιορτή σου», «Σκληρή καρδιά», «Δυο μαύρα μάτια». Ηχογραφεί ακόμα ξένες επιτυχίες με ελληνικούς στίχους: «Τάγκο Νοτούρνο», «Μιχάκα», Αντόνιο Βάργκας Χερέδια». Δυστυχώς, λιγότερες από τις μισές ηχογραφήσεις της στις 78 στροφές έχουν επανεκδοθεί σε CD.
Με μια πρώτη ματιά παραξενεύεται κανείς βλέποντας ότι, αν και συνεργάζεται σταθερά με τον Αττίκ σε ζωντανές εμφανίσεις από το 1934 ως το 1940, δισκογραφεί σ’ αυτό το διάστημα μόνο τρία τραγούδια του. Τα περισσότερα «αττικά» τραγούδια ερμηνεύουν σε δίσκους άντρες και από γυναίκες κυρίως η Κάκια Μένδρη. Ο τρόπος με τον οποίο εκτελούνται όμως αυτά τα τραγούδια μάλλον δεν έβρισε σύμφωνη τη Δανάη. Η μόδα της εποχής και οι εταιρίες επιβάλλουν τα πάντα να τραγουδιούνται σε ρυθμούς τανγκό, ενώ η δική της ερμηνευτική άποψη για το «αττικό» ρεπερτόριο είναι διαφορετική και θα την καταθέσει αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του ’60.
Μετά την Κατοχή, η παρουσία της στη δισκογραφία είναι περιορισμένη: στο διάστημα 1947-1951 ηχογραφεί μόνο 38 τραγούδια, αλλά ανάμεσά τους βρίσκονται μερικές από τις πιο σημαντικές ερμηνείες της, όπως το «Τρεχαντήρι» του Αττίκ, «Της φαντασίας το καράβι» του Χαιρόπουλου, αλλά και το «Ας ερχόσουν για λίγο» των Μιχάλη Σουγιούλ-Μίμη Τραϊφόρου (που οι στίχοι του φυσικά γράφτηκαν για τη μεγάλη αγάπη του Τραϊφόρου, τη Σοφία Βέμπο που έλειπε τότε στην Αμερική). Η πιο αγαπημένη ηχογράφηση της Δανάης πάντως από αυτά τα χρόνια (η μόνη που άκουγε, σχεδόν ως το τέλος, από ένα κασετοφωνάκι στο σπίτι της μαζί με φίλους και φίλες της) ήταν το «Λούνα Λουνέρα», ένα ισπανικό τραγούδι του 1950 που της έδινε τη δυνατότητα να δείξει την έκταση και τη μοναδική τεχνική της φωνή της.
Η Δανάη αποσύρεται από τη δισκογραφία των 78 στροφών το 1951. Το 1957, όμως, θα ηχογραφήσει το μοναδικό της 45άρι. Η Phillips της Ολλανδίας συγκεντρώνει αντιπροσωπευτικά τραγούδια από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η Δανάη επιλέγεται για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα και η ίδια επιλέγει να τραγουδήσει αυτό που θεωρεί η ίδια κορυφαίο δείγμα αυθεντικά ελληνικής μουσικής: τέσσερα δημοτικά τραγούδια με τη συνοδεία μεγάλης ορχήστρας του Κώστα Γιαννίδη (αν και η ίδια θεωρούσε πως αρκούσε ένα κλαρίνο και ένα τουμπερλέκι για να αποδοθούν σωστά).
Στις 33 στροφές
Στα χρόνια του ’60 οι 33 στροφές φιλοξενούν τρεις σπουδαίους δίσκους της Δανάης Στρατηγοπούλου. Το 1965, μετά από προτροπή του γλωσσολόγου φίλου της Χρήστου Κλαίρη, γράφει δικά της τραγούδια που αποτελούν τη δική της πρόταση για το ελληνικό ελαφρό τραγούδι: 70% επιρροές από τη δημοτική μουσική παράδοση και 30% επιρροές από οτιδήποτε άλλο. Φυσικά η εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού δεν δικαίωσε τις προσδοκίες και τις προτιμήσεις της: η παντοδυναμία του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού την εξοργίζουν και διαμαρτύρεται επανειλημμένα για αυτό που η ίδια θεωρεί «κατάντια» της ελληνικής μουσικής (μια οργή που ξεκινούσε από μια διαμάχη της με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον οποίο κατηγόρησε ότι της έκλεψε τη διασκευή της «Γερακίνας» που η ίδια είχε φέρει από τη Μακεδονία). Ο δίσκος Η Δανάη τραγουδάει Δανάη αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική πρόταση Ελληνίδας τραγουδοποιού. Μπορεί να μη γνώρισε επιτυχία και να περιέχει ακούσματα που ξενίζουν ελαφρώς το κοινό—ειδικά το σημερινό—, ωστόσο οι άλλοι δύο μεγάλοι δίσκοι της Δανάης στα χρόνια του ’60 αποτελούν μια κλασική και υποδειγματική εργασία πάνω στα τραγούδια του Αττίκ.
Με τη συνοδεία στο πιάνο του Λεβ (το 1965) και του Μίμη Πλέσσα (το 1966), δισκογραφεί 22 «αττικά» τραγούδια (από τα οποία μόνο ένα είχε τραγουδήσει και στις 78 στροφές) και δίνει—θα λέγαμε—την definitive ερμηνεία τους. Στον ανεξάρτητο χαρακτήρα της δεν άρεσε ποτέ να πειθαρχεί στον ρυθμό της ορχήστρας. Απελευθερωμένη από αυτό το βάρος, μπορούσε πλέον να τραγουδήσει τον Αττίκ έτσι όπως τον ένιωθε (και όπως κι ο ίδιος ο Αττίκ επιθυμούσε): με ευαισθησία, με δισταγμό, με ένα παραπάνω «μη», όπως έγραψε η ίδια: «Σε μια παλιά πληγή/που ακόμα αιμορραγεί, μη (παύση)/μη μου γυρνάτε το μαχαίρι...» Τραγούδι κατά τον Πλάτωνα, γράφει η Δανάη, είναι το «αδόμενον ποίημα». Ο λόγος είναι το θεμέλιο και αυτόν θέλει να αναδείξει με την ερμηνεία της. Οι εκτελέσεις αυτές αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της ότι τα τραγούδια του Αττίκ ήταν στο επίπεδο των ληντ του Σούμπερτ. Είναι ακόμα ένα καλό δείγμα για την τεχνική της τραγουδίστριας: αρκεί να προσέξει κανείς πόσο λίγο ακούγεται η αναπνοή της ανάμεσα στα λόγια που τραγουδάει.
Το 1977, μετά την επιτυχία της Δανάης στο «Ρετρό» του θεάτρου «Μινώα», έρχεται η πρόταση για την τελευταία της δισκογραφική δουλειά: επιλέγει να τραγουδήσει ή να ξανα-τραγουδήσει κομμάτια του Χαιρόπουλου και του Γιαννίδη. Επίσης τραγουδά μαζί με την Έλενα Κυρανά δυο ποτ-πουρί με ρεφραίν των τανγκό του Μεσοπολέμου που δόξαζε η ίδια (σε ντουέτο τότε με άλλες σπουδαίες φωνές). Η άποψη και αυτού του δίσκου είναι η ίδια με τους δυο «αττικούς» δίσκους της. Με συνοδεία μόνον ένα πιάνο (παίζει και πάλι ο Μίμης Πλέσσας) δείχνει στο κοινό πώς θα ‘πρεπε να ερμηνεύεται το «Θα ξανάρθεις»: όχι «επιθετικά», όπως το απαιτούσε η «τανγκομανία» στον Μεσοπόλεμο, αλλά τρυφερά, γλυκά. Ολοκληρώνει λοιπόν την δισκογραφική καριέρα της με το τραγούδι με το οποίο την ξεκίνησε—και θεωρεί αυτόν τον δίσκο τον καλύτερό της...
Σπάνια διαμάντια
Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες λιγότερο προσβάσιμες ηχογραφήσεις της Δανάης. Αρχικά υπάρχει ο δίσκος που ηχογράφησε στη Χιλή, με τίτλο Η Δανάη τραγουδάει Νερούδα (που περιέχει οκτώ τραγούδια σε ποίηση του Νερούδα και μουσική δική της, και τέσσερα ελληνικά δικά της τραγούδια), που έκανε τον ίδιο τον Νερούδα να πει ότι «η μελοποίηση της Δανάης αποτελεί αναδημιουργία της ποίησής μου». Μέρος αυτού του υλικού συνοδεύει την πρόσφατη έκδοση του Εστραβαγάριο (Καστανιώτης, 2004) που μετέφρασε η Δανάη: ακούγοντας το «Adios Otono de Paris» δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε.
Επίσης, υπάρχουν στο αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας κάποια διαμάντια που ανακάλυψε ο Σιδερής Πρίντεζης και μετέδωσε από το Δεύτερο Πρόγραμμα, λίγες μέρες μετά τον θάνατό της Δανάης: τραγούδια από τις εκπομπές που η Δανάη ηχογράφησε στα χρόνια του ’50 με τη συνοδεία του Λεβ στο πιάνο ή με τη συνοδεία της ορχήστρας του ΕΙΡ (μεταξύ άλλων «Το τραγούδι της ψυχής μου» του Νίκου Γούναρη, η «Κατινιώ» του Αττίκ, αλλά και η «Μαγιάρ» των Κώστα Καπνίση-Χρήστου Πύρπασου, άλλο ένα τραγούδι που λάτρευε και άκουγε από το κασετοφωνάκι της μαζί με τους φίλους/τις φίλες της στο σπίτι της στη Ραφήνα). Στο αρχείο της ΕΡΑ υπάρχουν ακόμα γαλλικά και ισπανικά τραγούδια που ερμηνεύει η ίδια με την κιθάρα της, καθώς και η ερμηνεία της στο «Μια θάλασσα μικρή» του Διονύση Σαββόπουλου, τραγούδι που η Δανάη αγαπούσε ιδιαίτερα και είχε δηλώσει στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη (Δίφωνο, Μάιος 1998) ότι είναι «ίσως το ωραιότερο ελληνικό τραγούδι». Τέλος, υπάρχει η φωνή της, σε μια σειρά από κασέτες με τίτλο Η γιαγιά Δανάη και τα μικρά παιδιά (1998), στις οποίες αφηγείται παιδικά παραμύθια και απαγγέλει τους στίχους από δημοτικά τραγούδια που παίζει ο πιανίστας (και φίλος της) Γιώργος Καλκάνης. Στο τέλος μιας από τις κασέτες ακούγεται η ίδια συγκινημένη να μουρμουρίζει το ρεφραίν ενός από τα τραγούδια του ρεπερτορίου της που αγάπησε πολύ: το «Τρεχαντήρι» του Αττίκ.
Η ίδια, πάντα τελειομανής, έλεγε ότι δεν ήθελε να κυκλοφορήσει αυτή η ηχογράφηση. Ωστόσο, πρόκειται για μια υπέροχη και συγκινητική μουσική στιγμή, από αυτές που συνοψίζουν μια ολόκληρη καριέρα και μια ολόκληρη ζωή. Ο Αττίκ τής έλεγε ότι τρεχαντήρια είναι οι καλλιτέχνες. Το τρεχαντήρι με το όνομα «Δανάη» έσυρε την άγκυρά του και άφησε τον γιαλό για πάντα. Έμεινε όμως πίσω η μουσική του αύρα, να μας συντροφεύει πάντα σε στιγμές που θέλουμε να ρεμβάσουμε ή να αναλογιστούμε τα όνειρα που χάσαμε...
Το blog τιμάει σήμερα τη μνήμη της γιαγιάς Δανάης ακούγοντάς την να διαβάζει ένα ποίημά της με τίτλο "Το τελευταίο μου ποίημα", στο Αυγουστιάτικο Φεγγάρι, την εκδήλωση που οργάνωσε η Λήδα Χαλκιαδάκη στον Άη-Νικόλα της Ραφήνας, στις 15 Αυγούστου 2000. Μετά τη Δανάη, ακούγεται η Λήδα στο τραγούδι "Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες" του Αττίκ, από ηχογράφηση του 1981.
ΠΗΓΕΣ: Μέρος αυτού του κειμένου πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, (τεύχος 159, Μάρτιος 2009). Πληροφορίες αντλήθηκαν από κείμενα και προφορικές μαρτυρίες της Δανάης, καθώς και από τις συντεντεύξεις που παραχώρησε στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη (Δίφωνο, τεύχος 33) και τον Γιώργο Τσάμπρα (στο ένθετο του διπλού CD της Universal που συγκεντρώνει τις ηχογραφήσεις τις από τις 45 και 33 στροφές). Πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή της Δανάης μού έδωσε και η Λήδα Χαλκιαδάκη στη συνέντευξη που μου παραχώρησε λίγες μέρες μετά τον θάνατο της Δανάης και μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
10 σχόλια:
Εκπληκτικό το ποίημα της γιαγιάς Δανάης! Έξοχη η ανάρτησή σου! (Όπως, βεβαίως και η προηγούμενη, με τις εμφανίσεις της Ρένας Βλαχοπούλου στον ΑΝΤ1, η οποία είναι αφάτως λεπτομερής!)
Θεωρώ, πως η συμβολή της Δανής Στρατηγοπούλου στην εκατέρωθεν πολιτιστική ανταλλαγή δυό -γεωγραφικώς- μακρινών χωρών, της Ελλάδας και της Χιλής, είναι, αν μη τι άλλο, ανεκτίμητη. Ας είναι η μνήμη της αιώνια και θαλερή, όπως ήταν κι ίδια ακόμη και στα βαθιά γεράματά της...
Οι καλλιτεχνικές τις παρακαταθήκες είναι η καλύτερη ευχή που θα μπορούσε να μας έχει αφήσει.
Να 'σαι καλά, Ηλία. Ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να μιλήσω περισσότερο για τη σπουδαία αυτή πολιτιστική ανταλλαγή και για το συγγραφικό/ποιητικό της έργο.
Τί να πω για τη Δανάη, για την απίστευτη ανάρτηση, για τη συγκλονιστική απαγγελία της, για τη γλυκιά Λήδα... τα λόγια φτωχά.
Άλλωστε τα είπες όλα. Πέρυσι όταν πέθανε, είχα ποστάρει στην Υπεράσπιση της Ποίησης τις συνεντεύξεις της στον Δαυίδ Ναχμία. Άκουσε Απόστολε στο 3ο βίντεο, τη συγκλονιστική της αφήγηση για τον Victor Jara.
Ας αναπαύεται εν ειρήνη... της χρωστάω πολλά. Ήταν εκείνη που με έκανε να αγαπήσω την ισπανόφωνη ποίηση. Σε μετάφρασή της έμαθα τον Νερούδα. Μαθήτρια με αγκαλιά τα ποιήματά της αγρυπνούσα τις νύχτες. Είναι για μένα η καλύτερη μεταφράστρια ισπανόφωνης ποίησης μακράν. Σέβεται τους ποιητές. Μεταφράζει χωρίς να κάνει ποίηση πάνω στην ποίηση των ανθρώπων. Η γυναίκα ήταν Θεά σε κάθε επίπεδο, πολιτική, ποίηση, μουσική, ανθρωπιά... και Θεά παραμένει!
Ωραίο το αφιέρωμά σου. Ευχαριστούμε!
Μαριάννα, σ' ευχαριστώ πολύ! Είχα δει βέβαια πέρσι το αφιέρωμά σου στη Δανάη αλλά και τη συνέντευξή της στον Ναχμία. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η αφήγησή της για τον Victor Jara. Δεν ξέρω ισπανικά και δεν μπορώ να κρίνω, οπότε θεωρώ πολύτιμη την κατάθεση της δικής σου άποψης για τις μεταφράσεις της Δανάης (θυμάμαι ότι την έχεις εκφράσει και στο blog σου).
SK, σ΄ευχαριστώ πολύ! Καλώς ήρθες!
Υποδειγματική ανάρτηση για μια εξαιρετική προσωπικότητα τόσο της μουσικής μας όσο και των γραμμάτων.
Καλώς σε βρήκα!
Νερένια, καλώς βρεθήκαμε! Σ' ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη και για τα καλά σου λόγια.
hello... hapi blogging... have a nice day! just visiting here....
Θαυμάσιο αφιέρωμα.
Δημοσίευση σχολίου