Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Δεκαπέντε χρόνια χωρίς τη Δανάη Στρατηγοπούλου

Συμπληρώθηκαν σήμερα δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο της Κορυφαίας τραγουδίστριας, ποιήτριας, μεταφράστριας Δανάης Στρατηγοπούλου (1913-2009). Τεράστια η προσφορά της στην Τέχνη και τον Λόγο. Τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Σαν σήμερα το 1955: Στη Λάρισα

Στις 4 Οκτωβρίου 1955 διαβάζουμε στη στήλη "Εφήμερα" της λαρισαϊκής εφημερίδας Ελευθερία:

Οι καλλιτέχναι που μετείχαν στο συγκρότημα Οικονομίδη έμειναν έκπληκτοι από την υποδοχή που τους έγινε. Ήξευραν βέβαια ότι η Λάρισα έχει θεατρόφιλο κοινό αλλά δεν περίμεναν να... αντιμετωπίσουν τέτοια επίθεσι.

Αυτό που έγινε τις πέντε ημέρες που έμεινε το συγκρότημα του Οικονομίδη στην πόλι μας ήταν απερίγραπτο. Και θάχουν να το λένε οι καλλιτέχνες που έφυγαν χθες.

Ελευθερία (Λάρισας), 4-10-1955

Ποιοι ήταν αυτοί οι καλλιτέχνες; Ήταν το "επιστρέφον από την θριαμβευτικήν εμφάνισιν εις την Διεθνή Έκθεσιν Θεσσαλονίκης Μουσικόν συγκρότημα του Γιώργου Οικονομίδη εις το οποίον συμμετέχουν εκτάκτως οι μεγαλύτερες βεντέτες του ελληνικού μουσικού θεάτρου Άννα και Μαρία Καλουτά" και μαζί τους "η δυναμικώτερη και πιο αγαπημένη τραγουδίστρια του Ελληνικού κοινού Ρένα Βλαχοπούλου", το "διεθνούς φήμης χορευτικό ζευγάρι" Γιάννης Φλερύ και Λίντα Άλμα, ο "κορυφαίος Έλλην τραγουδιστής Τώνης Μαρούδας, η "κουβανέζα δυναμίτις" Λολίν, ο "υπέροχος μίμος" Στέφανος Ξύδης και η "μπριόζα ορχήστρα" του Λυκούργου Μαρκέα.

Ξεχωριστές διαφημιστικές καταχωρίσεις για τις βεντέτες αδελφές Καλουτά και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος του Γιώργου Οικονομίδη. Ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες για τις τιμές των εισιτηρίων: πιο χαμηλές στις απογευματινές παραστάσεις (7.50 δρχ. στην πλατεία και 5.50 δρχ. στον εξώστη) και πιο υψηλές στις βραδινές (13.50 δρχ. οι αριθμημένες θέσεις της πλατείας και 5.50 δρχ. στον εξώστη). Σε άλλη διαφήμιση υπήρχε η επισήμανση: "ΙΔΙΑΙΤΕΡΑΙ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΛΩΣΙ".  

Το "τουριστικό συγκρότημα" ολοκλήρωσε τις εμφανίσεις του στο κοσμικό κέντρο Χαβάη της Θεσσαλονίκης στις 25 Σεπτεμβρίου 1955 (έγραψα και παλιότερα για αυτή την εμφάνιση της Ρένας Βλαχοπούλου στη Χαβάη το 1955 αλλά και για τις εμφανίσεις της στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της ΔΕΘ το 1957, το 1958 και το 1959) και μετά από ολιγοήμερη ξεκούραση ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο κινηματοθέατρο Ορφεύς της Λάρισας την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου. 

Η Ελευθερία ανέφερε ότι το συγκρότημα θα πραγματοποιήσει
"τέσσερις αλλαγές προγράμματος", με άλλα λόγια, κάθε μέρα
θα παρουσίαζε και ένα διαφορετικό πρόγραμμα στο κοινό της Λάρισας...

Από την Ελευθερία της Λάρισας, 28-9-1955

Αρχικά είχε προγραμματιστεί να δίνονται δύο παραστάσεις κάθε μέρα (στις 7.30μμ και στις 10μμ), αλλά λόγω της μεγάλης ζήτησης, την Κυριακή 2 Οκτωβρίου, τελευταία μέρα των παραστάσεων, δόθηκε και μία επιπλέον απογευματινή στις 5μμ.

Ρένα Βλαχοπούλου, Μαρία και Άννα Καλουτά,
πιθανότατα στο κέντρο Χαβάη της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 1955.
Φωτογραφία από το βιβλίο του Μ. Δελαπόρτα
Βίβα Ρένα
(εκδ. Άγκυρα, 2002)

Τη βδομάδα εκείνη διεξαγόταν στη Λάρισα η μεγάλη εμποροπανήγυρη της πόλης, η οποία όμως τερματίστηκε πρόωρα λόγω της αλλαγής του καιρού, καθώς το βράδυ του Σαββάτου 1 Οκτωβρίου ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα που διήρκεσε περισσότερο από δύο ώρες, "πλημμύρισε όλους τους δρόμους με νερά και τους κατέστησεν εντελώς αδιάβατους. Είχε δημιουργηθή μια κωμικοτραγική κατάστασις, η οποία ανεστάτωσε τους πάντας και τα πάντα, χωρίς να μπορή κανείς να αντισταθή ή να κάμη κάτι να σταματήση το μεγάλο κακό που έκανε η νεροποντή" (και σαν να μην άλλαξε τίποτα από τότε...).

Ρένα Βλαχοπούλου και Τώνης Μαρούδας
σε μεταγενέστερη συνεργασία τους.
Φωτογραφία από το βιβλίο του Μ. Δελαπόρτα
Βίβα Ρένα (εκδ. Άγκυρα, 2002)



Ρένα Βλαχοπούλου και Γιώργος Οικονομίδης
σε μεταγενέστερη συνεργασία τους.
Φωτογραφία από το περιοδικό
Δίφωνο, Μάιος 1997

Όπως έγραφε, επίσης σαν σήμερα, η στήλη "Πεννιές" της ίδιας εφημερίδας, "Με την αναχώρησι του μουσικού συγκροτήματος, τας εμφανίσεις του οποίου παρηκολούθησαν σχεδόν όλοι οι συμπολίται, το γενικόν ενδιαφέρον στρέφεται από χθες προς τους κινηματογράφους μας, οι οποίοι προβάλλουν και πάλιν ενδιαφέρουσες ταινίες που ευχαριστούν τον θεατή". Σκέφτηκα να σας δείξω πώς παρουσίαζε η στήλη των θεαμάτων τις ταινίες που προβάλλονταν--μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η επισήμανση πως ο Ο Λάκος των Κολασμένων θα συγκινήσει όλες τις Λαρισινές...

Από την εφημερίδα Ελευθερία της Λάρισας, 4-10-1955

Βέβαια, εκτός από τις νέες ταινίες, το κοινό της Λάρισας είχε να περιμένει και κάτι ακόμα: ένα ρεσιτάλ της διεθνούς φήμης μέτζο σοπράνο Έλενας Νικολαΐδου την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 1955, και πάλι στον Ορφέα. Και όπως έγραψε η στήλη "Εφήμερα", "όλα καλά" με την υποδοχή του συγκροτήματος της ελαφράς μουσικής, "θα κερδίση όμως η πόλις μας πολύ στην εκτίμησι του καλλιτεχνικού κόσμου της χώρας αν παρόμοια και ανωτέρα υποδοχή γίνη την Παρασκευή και στην μεγάλη καλλιτέχνιδα του τραγουδιού" που επισκέπτεται τη Λάρισα "διότι η καλή φήμη της την έπεισε ότι θα απευθυνθή σε κοινό που διαθέτει καλλιεργημένο μουσικό αίσθημα".

Από την εφημερίδα Ελευθερία της Λάρισας, 4-10-1955

Και πριν κλείσω την ανάρτηση, λίγα ακόμα "εφήμερα" διαμαντάκια που... ψάρεψα ξεφυλλίζοντας τα φύλλα της Ελευθερίας εκείνων των ημερών: πρώτα από όλα, μια ενδιαφέρουσα αναφορά στον μαέστρο του συγκροτήματος Λυκούργο Μαρκέα, τον εκλεκτό συνθέτη που συνεργάστηκε αρκετά με τη Ρένα Βλαχοπούλου σε θέατρα, κέντρα και τηλεόραση, αλλά χάθηκε δυστυχώς πρόωρα. Σύμφωνα με τη στήλη "Εφήμερα" λοιπόν, ο Μαρκέας, αν και είχε γεννηθεί στην Τρίπολη, "είναι κατά 50% Λαρισινός διότι εδώ έζησε τα παιδικά του χρόνια".

Μου έκανε επίσης εντύπωση πως τις μέρες που εμφανιζόταν η Ρένα στον Ορφέα της Λάρισας, η Ελευθερία δημοσίευσε ένα χρονογράφημα για την... κατάντια της Ομόνοιας, αφού η εικόνα της αθηναϊκής πλατείας το 1955 δεν θύμιζε πλέον τις παλιότερες μέρες δόξας. Ως τίτλος του χρονογραφήματος που δημοσιεύτηκε στις 2 Οκτωβρίου 1955 επιλέχτηκε ο τίτλος του τραγουδιού που είχε πρωτοτραγουδήσει η Ρένα Βλαχοπούλου έναν χρόνο νωρίτερα: "Ομόνοια Πλας".

Τέλος, το μάτι μου στάθηκε σε μια διαφημιστική καταχώριση του καταστήματος Δημητρακόπουλου που αναφέρει ότι "παρελήφθησαν καρτ-ποστάλ ηθοποιών". 

Να βρίσκονταν άραγε ανάμεσά τους και αυτές οι φωτογραφίες, της Ρένας και άλλων συναδέλφων της, που είδα πρόσφατα να πωλούνται στο διαδίκτυο;...



Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στις φίλες και τους φίλους που ζουν στη Λάρισα και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας, οι οποίες δοκιμάζονται τις τελευταίες εβδομάδες από τις συνέπειες της κακοκαιρίας και των κακών χειρισμών της Πολιτείας...


Η παρούσα ανάρτηση, όπως και όλα τα κείμενα που δημοσιεύονται στο ιστολόγιο αυτό, είναι αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας. Είναι υποχρεωτική η ρητή αναφορά στο ιστολόγιο, όταν χρησιμοποιείται υλικό από τις αναρτήσεις του.

Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Δεκαεννιά χρόνια χωρίς τη Ρένα Βλαχοπούλου

Σήμερα, στις επτά το απόγευμα, συμπληρώνονται δεκαεννιά χρόνια από τον θάνατο της σπουδαίας αρτίστας και, μούσας αυτού του μπλογκ, Ρένας Βλαχοπούλου. Η Ρένα Βλαχοπούλου έχει συνδεθεί στο μυαλό όλων μας με το κέφι, τη χαρά και την αισιοδοξία--κυρίως επειδή στη συνείδηση του κόσμου έχει καταγραφεί ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στον χώρο της κωμωδίας και της επιθεώρησης. Η Ρένα ήταν όμως και μια σπουδαία τραγουδίστρια, από τις πιο σημαντικές τραγουδίστριες που γέννησε η Ελλάδα.


Με τραγούδια λοιπόν θέλησα να τιμήσω τη φετινή επέτειο του "φευγιού" της και, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες κάθε άλλο παρά χαρούμενη είναι η Ελλάδα με τις καταστροφές που βλέπουμε γύρω μας και τις άδικες απώλειες της ανθρώπινης ζωής, θέλησα να θυμηθώ κάποια τραγούδια της Ρένας που δεν είναι κεφάτα ή αισιόδοξα. Ομολογουμένως αυτά τα τραγούδια της είναι λιγότερα, γιατί, τόσο λόγω των ρόλων της όσο και λόγω της ιδιοσυγκρασίας της, οι συνθέτες και οι στιχουργοί τής έγραφαν συνήθως χαρούμενα τραγούδια. Ωστόσο, κάθε τόσο ερμήνευε και ένα λυπητερό τραγούδι, με θέμα συνήθως έναν χωρισμό ή έναν έρωτα που μένει ανεκπλήρωτος... Τα πιο πολλά από αυτά τα τραγούδια είναι φυσικά γραμμένα σε ελάσσονες τονικότητες, αν και κάποια από αυτά τα μινοράκια διανθίζονται με ματζόρε περάσματα... 

Το πιο ταιριαστό στις αναμνήσεις του Ρένα Φαν από τη σημερινή ημέρα είναι το τραγούδι "Το πρωτοβρόχι μου" που τραγούδησε η Ρένα Βλαχοπούλου στις 45 στροφές σε μουσική του Γεράσιμου Λαβράνου και στίχους του Κώστα Πρετεντέρη. Μια πανέμορφη ερμηνεία της Ρένας που λειτουργεί σαν λυτρωτικό βάλσαμο σε στιγμές καλοκαιρινών αποχωρισμών, ενώ από την ενορχήστρωση του Λαβράνου ξεχωρίζει το ακορντεόν που υπογραμμίζει τον πόνο: "Το καλοκαίρι το χαρωπό χωρίς εσένα δεν τ' αγαπώ, κι έχει η καρδιά μου μια συντροφιά στου φθινοπώρου τη συννεφιά..."



Τους χωρισμούς μερικές φορές τους απαλύνουν οι ρυθμοί κι οι μελωδίες της τζαζ, ίσως επειδή δεν πρόκειται πάντα για... μινοράκια--κι ίσως αυτή είναι η δύναμη της μουσικής του Γιάννη Σπάρτακου που έγραψε τραγούδια που τα λόγια τους μιλούσαν για χωρισμό και η Ρένα τα τραγούδησε στα χρόνια του '40 ("Αγάπη μου, πού να 'σαι", "Δέκα μέρες σ' έχω χάσει") προκαλώντας μάλλον το κέφι παρά τη θλίψη. Ένα τέτοιο τραγούδι τής έγραψε και το 1959, το "Τι κρίμα, αγάπη μου" (που αρχικά προοριζόταν για το 1ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ), τραγούδι σε στίχους του Αιμίλιου Σαββίδη που η Ρένα απογείωσε με την ερμηνεία της. Είναι η 2η στάση του φετινού μου αφιερώματος:


Στην άλλη πλευρά του δίσκου όμως υπάρχει ένα... καθαρόαιμο μινόρε, ένα ταγκό σε στίχους του Κώστα Πρετεντέρη, τρυφερά θλιβερό: "Κάποιο ρεφραίν", η τρίτη μας στάση.


Την ίδια περίπου εποχή, τέλος της δεκαετίας του '50, στους ραδιοθαλάμους του παλιού ΕΙΡ η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδάει ένα ακόμα ταγκό για έναν αγαπημένο που πλέον κουράστηκε ν' αγαπά... Το ελαφρώς... παλιομοδίτικο αλλά πάντα γοητευτικό "Τι φταίω εγώ αν σ' αγαπώ", σε μουσική του Ανδρέα Χατζηαποστόλου και στίχους του Τάκη Σωτήρχου, είναι η τέταρτη στάση μας σήμερα.


Την ίδια περίοδο όμως τραγουδούσε στο ΕΙΡ και τα πιο νέα ακούσματα που είχε φέρει στη μουσική πραγματικότητα της χώρας ο Μάνος Χατζιδάκις: "Έλα πάρε μου τη λύπη" σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Η πέμπτη στάση του φετινού αφιερώματος είναι και η μοναδική καταγραφή της φωνής της Ρένας σε τραγούδι του Χατζιδάκι που έχει φτάσει στις μέρες μας χάρη στο αρχείο της ελληνικής ραδιοφωνίας.


Και επιστρέφουμε στη δισκογραφία της ίδιας περιόδου για να ακούσουμε, στην έκτη στάση μας, ένα χαμηλών τόνων τραγούδι του Τάκη Μωράκη που μιλάει κι αυτό για χωρισμό: "Τα λόγια που μ' ορκίστηκε". Κάποιες πηγές αποδίδουν τους στίχους στη Νάντια Κωνσταντοπούλου. Η ενορχήστρωση είναι του Γιάννη Διδίλη.


Λίγο νωρίτερα, στη δισκογραφία αλλά και στη σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ, η Ρένα Βλαχοπούλου είχε τραγουδήσει ένα από τα πιο λυπητερά τραγούδια της καριέρας της, το "Μια ζωή ολόκληρη", κι εμείς θα το ακούσουμε στην έβδομη στάση του φετινού αφιερώματος στην επέτειο του θανάτου της. Τη μουσική του υπέγραφαν ο Γιάννης Βέλλας και ο Ζακ Ιακωβίδης, ενώ οι στίχοι του μάλλον ανήκαν στην τριάδα Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας (η ετικέτα του δίσκου δεν αναφέρει ονόματα στιχουργών). Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις που έδωσε η Ρένα (στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη για λογαριασμό του περιοδικού Δίφωνο την άνοιξη του '97) σιγοτραγούδησε τους στίχους του τραγουδιού κάνοντας έναν γλυκόπικρο απολογισμό της καριέρας και της ζωής της: "Μια ζωή ολόκληρη πήγε στα χαμένα και μια πίκρα ατέλειωτη έμεινε για μένα". Είχε ξεκινήσει η πιο δύσκολη περίοδος της δικής της ζωής, στην οποία, όπως ομολογούσε η ίδια, δεν είχε το κέφι που είχε άλλοτε...  


Τον επόμενο χρόνο, ηχογραφείται το τραγούδι που αποτελεί τον επόμενο σταθμό μας στη φετινή διαδρομή μας στα θλιμμένα τραγούδια της Ρένας Βλαχοπούλου: στο 1ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ τραγουδά με παρόμοια φιλοσοφημένη και μελαγχολική διάθεση τους στίχους του Θάνου Σοφού που έντυσε μουσικά ο Κώστας Καπνίσης: "Είσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας".


Αντίστοιχα θλιμμένα είναι και τα λόγια του τραγουδιού που ερμήνευσε η Ρένα, με τη συνοδεία του σπουδαίου Γιάννη Βογιατζή, στο 2ο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ, το 1960. "Το πρώτο χελιδόνι" του Γεράσιμου Λαβράνου και του Γιώργου Οικονομίδη είναι η ένατη στάση μας σήμερα. 


Ένα χρόνο νωρίτερα η Ρένα Βλαχοπούλου είχε τραγουδήσει για πρώτη φορά στη δισκογραφία ένα θλιμμένο τραγούδι του Γιώργου Μουζάκη σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου: "Κάθε μέρα σ' αγαπάω πιο πολύ". Φαίνεται πως ήταν ένα από τα τραγούδια που η Ρένα ξεχώριζε, αφού, στον βαθμό που επέλεγε βέβαια η ίδια το ρεπερτόριό της, το ηχογράφησε τέσσερις φορές στην καριέρα της: έχουν διασωθεί δύο διαφορετικές (και ερμηνευτικά και ενορχηστρωτικά) εκδοχές του από τους ραδιοθαλάμους του ΕΙΡ, ενώ το τραγούδι υπάρχει και στο δισκογραφικό comeback της Ρένας στα χρόνια του '80. Για τη δέκατη στάση του σημερινού αφιερώματός μου επιλέγω αυτή την ηχογράφηση του 1985, από τον δίσκο Η Αρτίστα (που επίσης κυκλοφόρησε και με τον τίτλο Θα σε πάρω να φύγουμε). Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας από τον Γιώργο Κατσαρό (που ήταν επίσης ο παραγωγός του δίσκου).


Ως τώρα κινηθήκαμε στον χώρο της ελαφράς μουσικής. Ωστόσο, η Ρένα τραγούδησε θλιμμένα τραγούδια και με τη συνοδεία μπουζουκιού, ξεκινώντας σχετικά νωρίς στην καριέρα της, το 1951, όταν ερμήνευσε δύο τραγούδια του Σπύρου Περιστέρη στις 78 στροφές. Το ένα από αυτά είναι η εντέκατη στάση μας σήμερα: "Πώς μπόρεσε η καρδούλα σου". Τη συνοδεύει ο Γιάννης Τατασόπουλος.


Μεταφερόμαστε δώδεκα χρόνια αργότερα για τη δωδέκατη στάση μας. Το 1963 η Ρένα Βλαχοπούλου ερμηνεύει το "Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι", ένα λαϊκό τραγούδι του Μίμη Πλέσσα, σε στίχους του Κώστα Κινδύνη, για τις ανάγκες του μιούζικαλ Κάτι να καίει που προβλήθηκε τον Ιανουάριο του 1964. Αν και στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη ακούγεται μόνο μία στροφή του τραγουδιού, η δισκογραφημένη εκδοχή του περιλαμβάνει δύο. Ένα από τα πιο όμορφα λυπητερά τραγούδια της Ρένας...


Ένα ακόμα θλιμμένο τραγούδι με συνοδεία μπουζουκιού, αυτή τη φορά γραμμένο από τον Γιώργο Κατσαρό για την ταινία του Κώστα Καραγιάννη Βίβα Ρένα το 1967, θα ακούσουμε στη συνέχεια: "Είναι ο πόνος μου βαρύς", ο δέκατος τρίτος σταθμός μας για σήμερα. Για τους στίχους συνεργάστηκαν ο σεναριογράφος της ταινίας Λάκης Μιχαηλίδης και ο στιχουργός Πυθαγόρας.


Στον Πυθαγόρα και τον Γιώργο Κατσαρό ανήκει ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια που ερμήνευσαν πρώτοι ο Πάνος Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη στην ταινία του 1963 Το κάθαρμα. Λίγα χρόνια μετά, στους ραδιοθαλάμους του ΕΙΡ, τραγούδησαν ένα κουπλέ κι ένα ρεφρέν του τραγουδιού η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Γιάννης Βογιατζής. Την ηχογράφηση ανέσυρε από τα αρχεία της ελληνικής ραδιοφωνίας ο Σιδερής Πρίντεζης και την ακούμε σήμερα στη δέκατη τέταρτη στάση του αφιερώματός μας...


Και πριν περάσουμε από τον κινηματογράφο στο θέατρο, μια στάση στις τηλεοπτικές οθόνες: το 1989 κυκλοφόρησε η βιντεοταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη Η μεγάλη ρεμούλα στην οποία η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούσε δυο τραγούδια του Γιώργου Θεοδοσιάδη σε στίχους Λάκη Μιχαηλίδη. Ένα από αυτά, το "Αφού ήταν να 'ρθεις, γιατί άργησες;" φαίνεται πως είχε ηχογραφήσει πρώτη η Γιοβάννα για τις ανάγκες ενός τηλεοπτικού προγράμματος τη δεκαετία του '70. Λίγο πιο λυπημένη και σαφώς πιο θεατρική η ερμηνεία της Ρένας για τις ανάγκες της ταινίας, είναι η δέκατη πέμπτη στάση της μελαγχολικής μουσικής διαδρομής μας σήμερα.


Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1979, ανέβηκε στο Ρεξ μια φιλόδοξη παραγωγή που δυστυχώς ναυάγησε γρήγορα: η Λυσιστράτη '79, μια σύγχρονη ανάγνωση της κωμωδίας του Αριστοφάνη από τον Γιώργο Σκούρτη και τον Γιώργο Κατσαρό δεν κατάφερε να κερδίσει ούτε το κοινό ούτε την Κριτική και κατέβηκε δυο μήνες μετά την πρεμιέρα. Ίσως η καλύτερη στιγμή του έργου ήταν ένα τραγούδι της Ρένας σχετικά με την άνιση μεταχείριση του γυναικείου φύλου. Είναι ο δέκατος έκτος σταθμός του σημερινού μας αφιερώματος (η Ρένα το τραγούδησε στο στούντιο της εκπομπής Χωρίς παρεξήγηση το 1990).


Ένα ακόμα θλιμμένο θεατρικό τραγούδι της Ρένας για τη δέκατη έβδομη στάση της διαδρομής μας: το περίφημο "Τι θα μείνει" του Γιώργου Θεοδοσιάδη και του Λάκη Μιχαηλίδη, από το μιούζικαλ Η μάνα μου η γόησσα, περιγράφει τη ματαιότητα της ζωής των ηθοποιών. Η Ρένα Βλαχοπούλου το έχει σφραγίσει φυσικά με μια ερμηνεία μεστή...


Άλλη μια θεατρική ηχογράφηση για την προτελευταία στάση μας. Για τις ανάγκες του μιούζικαλ Η Ρένα, ο κοντός και το σόι τους, η Ρένα ηχογράφησε ελληνικές και αμερικανικές επιτυχίες (υποδυόταν μια Ελληνίδα αρτίστα που έκανε καριέρα σε Αμερική και Ελλάδα). Ανάμεσά τους ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά τραγούδια, που ερμήνευσε πρώτη η Χαρούλα Αλεξίου: "Οδός Αριστοτέλους" του Γιάννη Σπανού και του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε μια διαφορετική, φυσικά, εκτέλεση από τη Ρένα Βλαχοπούλου.


Το φετινό αφιέρωμα του Ρένα Φαν στη δέκατη ένατη επέτειο του θανάτου της Μούσας του θα κλείσει με το τελευταίο θεατρικό της τραγούδι. Τη σεζόν 1992-93 η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδά στην επιθεώρηση Για την Ελλάδα ρε γαμώτο ένα κομμάτι που αγαπά ιδιαίτερα: "What a wonderful world". Από τους αυθεντικούς στίχους όμως του τραγουδιού που έγραψαν οι Bob Thiele και David Weiss κρατήθηκε μόνο η πρώτη στροφή: ο Άγγελος Πυριόχος έγραψε καινούριους ελληνικούς στίχους που περιέγραφαν τη φρίκη του σύγχρονου κόσμου, όπου υπάρχουν πολλά κλαμένα παιδιά και, αντί για παιχνίδια, φωτιά...



Αγαπημένη μου κυρία Βλαχοπούλου, μακάρι ο κόσμος μας να γεμίσει και πάλι γέλιο και ομορφιά, για το χατίρι όλων των παιδιών, των παιδιών που τόσο αγαπούσατε και που σας αγαπούσαν--και σας αγαπούν πάντα--τόσο πολύ. Ένα από αυτά σας είναι πάντα ευγνώμον γιατί κάνατε τον δικό του κόσμο υπέροχο... 

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Δεκατέσσερα χρόνια χωρίς τη Δανάη Στρατηγοπούλου

Δανάη Στρατηγοπούλου (8.2.1913--18.1.2009). Τραγουδίστρια, ποιήτρια, μεταφράστρια. Σύζυγος, μητέρα και γιαγιά. Της οφείλουμε πολλά. Την αγαπούσαμε, και την αγαπάμε, πολύ. Δεν την ξεχνάμε.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Δεκαοκτώ χρόνια χωρίς τη Ρένα Βλαχοπούλου

 Δεκαοκτώ χρόνια συμπληρώνονται αυτή την ώρα από τον θάνατο της Ρένας Βλαχοπούλου: στις εφτά το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 η καρδιά της μεγάλης τραγουδίστριας και ηθοποιού σταμάτησε να χτυπά, σκορπώντας συγκίνηση και θλίψη στο ελληνικό κοινό. Ο βιολογικός της θάνατος όμως δεν ήταν δυνατό να της στερήσει την αθανασία που της χάρισαν οι κινηματογραφικές της εμφανίσεις και οι ηχογραφήσεις της.

Η Ρένα στην κουζίνα του τελευταίου σπιτιού της, στη Βούλα.
Φωτογραφία του Γιώργου Καλφαμανώλη

Στο φετινό μου αφιέρωμα, αποφάσισα, για καθαρά… προσωπικούς λόγους, να αναφερθώ στη σχέση της Ρένας με το… φαγητό… Η Ρένα ήταν μια άριστη μαγείρισσα, όπως δήλωνε και η ίδια (η εξαιρετική της σχέση με την κουζίνα και το νοικοκυριό ήταν από τα λίγα πράγματα για τα οποία καυχιόταν—αυτά, και όχι το ταλέντο της στο τραγούδι ή την υποκριτική). Η Μπέτυ Βαλάση, φίλη και συνεργάτιδα της Ρένας, θυμόταν πως αυτό το χαρακτηριστικό της την «έδενε» με το άλλο μεγαθήριο του θεάτρου μας, την Κατίνα Παξινού (που ήταν δασκάλα της Βαλάση στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου): η καλή μαγειρική απαιτεί φαντασία, το ίδιο και η ηθοποιία, και οι δύο καλλιτέχνιδες ήταν άφταστες μαγείρισσες—και φυσικά άφταστη η καθεμιά τους στο είδος που υπηρέτησε…

Όταν αποφάσιζε να μαγειρέψει για φίλες και φίλους, η Ρένα αποσπούσε πάντα τα πιο κολακευτικά σχόλια. Η Ζωζώ Σαπουντζάκη έμαθε από εκείνη να κάνει μπάρμπεκιου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη πείστηκε να απαρνηθεί για ένα βράδυ το ψάρι (που έτρωγε πάντα λόγω δίαιτας) και να φάει κρέας μαγειρεμένο από τα χεράκια της, ενώ ο άνδρας της, ο Γιώργος Λαφαζάνης, έλεγε σε κάθε ευκαιρία πόσο του άρεσαν τα φαγητά που του μαγείρευε—ειδικά τα ψάρια και η σκορδαλιά που τα ετοίμαζε με βάση κερκυραϊκές συνταγές, παρόλο που πάντα αυτοσχεδίαζε, όπως ακριβώς και στο παίξιμό της.

Η Ρένα σε εξώφυλλο του Ταχυδρόμου τον Μάιο του 1973

Αν και η Ρένα δήλωνε τα τελευταία χρόνια πως ήταν τρομερά λιτοδίαιτη, και απόφευγε τα βαριά φαγητά και τους… βαρυφορτωμένους μπουφέδες, ειδικά στις δεξιώσεις και τις δημόσιες εμφανίσεις της, στα… μικράτα της ήταν ένα παιδί γεμάτο όρεξη, έως και λαιμαργία! Σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις θυμόταν πως πριν καλά-καλά ο πατέρας της ακουμπήσει τα ψώνια στο τραπέζι της κουζίνας, είχε προλάβει να φάει κιόλας τα… μισά… Και υπάρχει βέβαια η διήγηση για το πρόγευμά της στο σχολείο, σε δύο εκδοχές: στη μία δίνει το μισό φαγητό της σε συμμαθητή της που δεν είχε να φάει, ενώ στην άλλη τρώει το φαγητό των υπέρβαρων συμμαθητών της (μπορεί κάλλιστα να συνέβαιναν και τα δύο…).

Η Ρένα μαγειρεύει για τις ανάγκες του διαφημιστικού σποτ
που γύρισε το 1987.
Από το αρχείο του Χρήστου Μαραμένου

Τι από όλα αυτά πέρασε όμως στους κινηματογραφικούς ρόλους της Ρένας; Θα θυμηθούμε σκηνές από δεκαοκτώ ταινίες της στις οποίες η ηρωίδα που κάθε φορά ενσαρκώνει μασουλάει κάτι ή μιλάει για κάτι… φαγώσιμο! (Θα μείνουν, φυσικά, εκτός οι δυο ατάκες της κινηματογραφικής Χαρτοπαίχτρας στις οποίες το ρήμα «τρώω» χρησιμοποιείται… υβριστικά!).

Θα αρχίσω από την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση σε ελληνικό έδαφος, τις αγαπημένες Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, στην οποία υποδύεται την Κερκυραία Ρηνούλα που βρίσκεται από την απλή ζωή του χωριού της στο νησί στα αστικά σαλόνια της Αθήνας του ‘50. Φαίνεται πως πιο κοντά στη σχέση της… πραγματικής Ρηνούλας των παιδικών της χρόνων με το φαγητό βρίσκεται η κινηματογραφική αδελφή της, η Μαριέττα (Άννυ Μπωλ), που τρώει λαίμαργα τόσο στο χωριό όσο και στην πόλη. Στο χωριό και η Ρένα φαίνεται, βέβαια, να έχει αρκετή όρεξη, έστω κι αν στη διάρκεια του φαγητού η μάνα της επιμένει να της μιλάει για έναν υποψήφιο γαμπρό που δεν θέλει ούτε να τον ακούσει, ενώ στην πόλη κάνει ό,τι μπορεί για να μάθει να τρώει με μαχαιροπίρουνο το μεγάλο ψάρι που της σερβίρει ο Κούλης Στολίγκας.

Στη δεύτερη ταινία της, την κωμωδία Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου, το σενάριο παρουσιάζει τη Ρένα ως Μαριγώ, μαγείρισσα της οικογένειας Ζέμπερη. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, όταν το υπηρετικό προσωπικό (Βλαχοπούλου-Αυλωνίτης-Μπέμπη Κούλα) αποφασίζει να το ρίξει έξω υποδυόμενο τα αφεντικά, βλέπουμε πως η Μαριγώ δεν μπορεί να ξεχάσει τη δουλειά της, ακόμα κι όταν βρίσκεται στο κοσμικό κέντρο «Κουίν Άννα» και έρχεται η ώρα να παραγγείλει τον «αστακό αλ’ αμερικέν»: ζητάει από τον εστιάτορα Νίκο Ρίζο να της εξηγήσει τι είναι αυτός ο ιδιόρρυθμος τύπος μαγιονέζας που κάνουν στο κατάστημά τους. «Α, είναι σαν να λέμε περισσότερο έτσι λαδολέμονο, χτυπάμε τη σάλτσα με λίγο γαλατάκι για να πάρει άσπρο χρώμα». «Άσ’την τέχνη και παρήγγειλε (sic) να φάμε να τελειώνουμε» την επιπλήττει ο Αυλωνίτης. Φυσικά την επόμενη μέρα η Μαριγώ, που είχε ζητήσει από την παρέα να πάνε σε ένα κέντρο στις Τζιτζιφιές όπου «αν ήξερες τι περιποίηση θα μας κάνανε!», αποφαίνεται: «Σιγά τη βραδιά, μαγιονέζα να σου πετύχει!». Αργότερα, θα αναλάβει να ετοιμάσει μια σούπα για τον κύριό της, τον Γιώργο Γαβριηλίδη, που τον είχε πειράξει η θάλασσα το προηγούμενο βράδυ…

Τρίτος σταθμός μας το πρώτο κινηματογραφικό μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, το Μερικοί το προτιμούν κρύο (παραγωγή φυσικά της Φίνος Φιλμ, 1963). Υπάρχει, βέβαια, στην ταινία μια χαριτωμένη σκηνή οικογενειακού τραπεζιού, όπου όμως η Ρένα δεν τρώει, αλλά μαζεύει τα πιάτα, ζητώντας από τις μικρότερες αδελφές της (Ζωή Λάσκαρη, Χλόη Λιάσκου) να κάνουν το ίδιο—κι αυτές εκνευρίζονται, γιατί δεν έχουν ακόμα αποφάει. Το επόμενο πρωί όμως βλέπουμε και την ίδια να μασουλάει ένα βούτημα ή μπισκοτάκι, μαζί με τον καφέ της, ενώ προσπαθεί να… ψαρέψει τον αδελφό της Ντίνο Ηλιόπουλο για τα νυχτοπερπατήματά του της προηγούμενης βραδιάς. Λίγο αργότερα, ο Ηλιόπουλος τής προσφέρει ακόμα ένα μπισκοτάκι, όταν προσπαθεί να την πείσει πως είναι ώρα να βγει έξω στον κόσμο για να γνωρίσει… γαμπρό!

Από το μασούλημα στο… μπουσούλημα, για την τέταρτη στάση στην κινηματογραφική σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το φαγητό. Στην αισθηματική κωμωδία του Δαλιανίδη Ένα κορίτσι για δύο, που προβάλλεται το φθινόπωρο του ’63, η Ρένα έχει, ως τσαχπίνα χήρα Πολυξένη, μια ξεκαρδιστική σκηνή με τον κινηματογραφικό της αδελφό Αλέκο Αλεξανδράκη, όταν προσπαθεί να φύγει κρυφά από το σπίτι για να πάει λίγα φαγώσιμα στον άλλο της αδελφό, τον Κώστα Βουτσά, που βρίσκεται, μαζί με φίλους του, στο κρατητήριο. Έχει τυλίξει τα τρόφιμα σε μια πετσέτα που την κρατά στο στόμα, για να το σκάσει μέσα στη νύχτα μπουσουλώντας. 

Ο Αλεξανδράκης όμως την αντιλαμβάνεται και όταν τη ρωτάει πού πηγαίνει, του λέει πως πάει λίγη από την τυρόπιτα που έφτιαξε στη γειτόνισσά της τη Νίτσα, «γιατί της αρέσει πώς τη φτιάχνω εγώ την τυρόπιτα». Ο Αλεξανδράκης ξαφνιάζεται που η Πολυξένη έκανε τυρόπιτα και δεν του είπε τίποτα και επιμένει πως πρέπει να τη φάει εκείνος κι όχι οι ξένοι και, παρά τις παρακλήσεις της («Κίμων, μην την ανοίγεις, θα πάθεις!») ανοίγει την πετσέτα και έκπληκτος βλέπει τα φαγώσιμα: «Πού είναι η τυρόπιτα; Εδώ βλέπω αβγά, γάλα, τυρί!» Κι η Πολυξένη του απαντά: «Α, λείπει τ’ αλεύρι, ε; Ε, αυτό θα το ‘βαζε η Νίτσα!»

Πέμπτος σταθμός της διαδρομής μας είναι το δεύτερο κινηματογραφικό μιούζικαλ του Δαλιανίδη, το Κάτι να καίει (παραγωγή του 1964), όπου η Ρένα υποδύεται τη Σοφία που έχει παρατήσει τη δουλειά της για να αναζητήσει, μαζί με την αδελφή της Χλόη Λιάσκου, τον παιδικό της φίλο Ντίνο Εξαρχόπουλο στη Θεσσαλονίκη και να τον πείσει να την παντρευτεί για να μπορέσει να πάρει μια κληρονομιά. Επιστρέφει όμως άδοξα στην Αθήνα και φιλοξενεί στο σπίτι της μια παρέα φίλων που γνώρισε στη Θεσσαλονίκη (ανάμεσά τους και ο επίδοξος μνηστήρας της αδελφής της, ο Κώστας Βουτσάς). Έξι άτομα οι μουσαφίρηδες και δύο οι αδελφές, οκτώ στόματα, και εισόδημα κανένα. Έτσι, όταν Λιάσκου και Βουτσάς τής λένε «πρίμο σεκόντο» πως ο έρωτας δεν είναι σαχλαμάρες, η Ρένα εκνευρισμένη τους απαντά: «Βρε εδώ κοιτάζει ο κόσμος τι θα φάει για να στυλωθεί στα πόδια του και μετά κοιτάει τους έρωτες! Που έχουμε τρελάνει την ταχινόσουπα λες κι είναι Κατοχή!». Προηγουμένως πάντως έχει αρνηθεί να πάρει σταφύλια που της προσφέρει η αδελφή της, μάλλον γιατί λόγω της στεναχώριας της δεν πάει τίποτα κάτω… (Τα σταφύλια αυτά φαίνεται πως τα λαχτάρησε και ο Δαλιανίδης της τα πρόσφερε δις αργότερα, όπως θα δούμε…).

Στην έκτη στάση μας, στα περίφημα Κορίτσια για φίλημα του Δαλιανίδη και του Φίνου, η Ρένα είναι η ιδιοκτήτρια ενός τουριστικού γραφείου στη Νέα Υόρκη, στο οποίο βρίσκεται κάθε τρεις και λίγο ο μεγάλος θαυμαστής της, ο Γιάννης Βογιατζής. Ο Βογιατζής φλερτάρει… ασύστολα (ή, μάλλον, συνεσταλμένα) τη Ρένα, αλλά σε μια στιχομυθία τους εκείνη μυρίζει την αναπνοή του και τον ρωτά: «Σκόρδο έφαγες;» «Oh yes, πατρίδα!» της λέει εκείνος λιγωμένα, για να πάρει την απάντηση «Να σου λείπουν οι πατριωτισμοί και άσε με, γιατί εγώ φεύγω για την Ελλάδα!» (Της άρεσε πάντως το σκόρδο και το χρησιμοποιούσε συχνά στις συνταγές της, και όχι μόνο στη σκορδαλιά του μπακαλιάρου—σκορδαλιά που πρότεινε μέχρι και στην Ελένη Μενεγάκη να δοκιμάσει στη διάρκεια της τελευταίας τους συνέντευξης τον Γενάρη του ’99)…

Για την έβδομη στάση μας αλλάζουμε κινηματογραφική εταιρία, όπως έκανε και η Ρένα το 1966: στη Βουλευτίνα του Κώστα Καραγιάννη. Εδώ έχουμε ένα σπάνιο στιγμιότυπο της Ρένας όχι με φαγητό, αλλά με γλυκό (σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές δεν ήταν πολύ φίλη των γλυκών). Η Ρένα πηγαίνει σε ένα καφενείο όπου εκφωνεί τον προεκλογικό του λόγο ο αρραβωνιαστικός της, ο Περικλής Αράπης (Σταύρος Ξενίδης). Εκεί παραγγέλνει ένα γλυκό μελιτζανάκι, το οποίο μαθαίνει πως είναι πληρωμένο από τον υποψήφιο («Πάει το κτήμα στα Σούμερνα!») και στη συνέχεια το γλυκό της βγαίνει σχεδόν ξινό καθώς το τρώει σχολιάζοντας σχεδόν κάθε λέξη από τον λόγο του αρραβωνιαστικού της. 

Λίγο αργότερα, ενώ η Ρένα συζητά με τη θεία της (Σεβασμία Παναγιωτοπούλου) για το μέλλον της με τον Περικλή, μασουλάει ξηρούς καρπούς (μάλλον φιστίκια Αιγίνης), ενώ στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν πια έχει η ίδια εκλεγεί βουλευτίνα και πηγαίνει στο γραφείο ενός υπουργού (Δημήτρης Νικολαΐδης) για τα αιτήματα των ψηφοφόρων της, εκείνος προσπαθεί να την εξευμενίσει φλερτάροντάς την και προτείνοντάς της να την πάει για σπληνάντερο στου Φώτη στη Γλυφάδα (και όχι στην ψησταριά του Γιώργου στο Μενίδι, όπου του έχει προτείνει νωρίτερα ο φίλος του να πάει)...

Την επόμενη σεζόν (1967-68) η Ρένα θριαμβεύει και πάλι στον οργανισμό Καραγιάννης-Καρατζόπουλος με το Βίβα Ρένα και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο πλευρό της. Θα κάνουμε την όγδοη στάση μας σε αυτή την ταινία, στην οποία ο Κωνσταντάρας είναι φυσικά ο εφοπλιστής Φωκάς που φλερτάρει επιμόνως τη Ρένα νομίζοντας πως είναι η διάσημη ξαδέλφη της Πεπίτα. Μετά την πρώτη τους νυχτερινή έξοδο, η Ρένα ενημερώνει τον Στρατάκια, τον αδελφό της (Νίκος Ρίζος) πως ο κύριος Φωκάς θα την πάει την άλλη μέρα στη Δροσιά για πεϊνιρλί… 

Αμέσως μετά η Ρένα πέφτει να κοιμηθεί και ονειρεύεται πως είναι μια μικρούλα Ινδιάνα που… μαγειρεύει στον καταυλισμό της όταν εμφανίζεται πάνω στο (ξύλινο!) άλογό του ο Κωνσταντάρας ως κάου-μπόι…

Ο ένατος σταθμός στο φετινό μου αφιέρωμα είναι η τελευταία ταινία της Ρένας στον οργανισμό Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, στην οποία είναι μια παθολογική Ζηλιάρα (1968) που κάνει δύσκολη τη ζωή στον σύζυγό της Γιώργο Κωνσταντίνου. Τον αγαπά υπερβολικά φυσικά και τον φροντίζει: του έχει ετοιμάσει μία σούπα και τον σερβίρει (πριν του κόψει την όρεξη φορώντας το μπέμπι-ντολ που ανακάλυψε στον χαρτοφύλακά του). Αν και στην ταινία σούπα τρώει μόνο ο Κωνσταντίνου, σε μια από τις διαφημιστικές φωτογραφίες βλέπουμε να τρώνε και οι δύο!...

Για τη δέκατη στάση, επιστρέφουμε μαζί με τη Ρένα θριαμβευτικά στη Φίνος Φιλμ, για το… δέκα το καλό, την Παριζιάνα που προβάλλεται τον Δεκέμβρη του 1969. Οι περισσότερες/-οι φυσικά θυμούνται τη Ρένα ως μοδίστρα Πελαγία να ασχολείται όχι με το τι τρώει η ίδια, αλλά τι τρώει η… Σούζυ, η πελάτισσά της (η Ρένα Πασχαλίδου φυσικά), η οποία, σύμφωνα με την Πελαγία και ψεύδεται και τρώει! Το φαγητό όμως είναι ζήτημα που απασχολεί και τον τρελό ζωγράφο της ιστορίας, τον Λεωνίδα, που τον υποδύεται ο σπουδαίος Χρόνης Εξαρχάκος. 

Ο Λεωνίδας τρέχει σαν τρελός στο σπίτι της Πελαγίας, όπου σύμφωνα με έναν μπόμπιρα, τον περιμένει ένα κατσαρολάκι με φαγητό! Η Πελαγία και η αδελφή της Ελένη (Έρρικα Μπρόγιερ) προσπαθούν να δελεάσουν τον Λεωνίδα, ώστε να συμπράξει ως σχεδιαστής μόδας στο εγχείρημά τους. Όσο η Ρένα τον σερβίρει, η Ελένη προσπαθεί να εξηγήσει το σχέδιο στον Λεωνίδα που προτείνει να αφήσουν την κουβέντα για μετά τον φαγητό, για την ώρα του καφέ, αλλά η Ρένα του λέει: «Όχι, χρυσό μου, χορτάτο σε φοβάμαι». Ο Λεωνίδας αρχίζει επιτέλους να τρώει από το πιάτο που γενναιόδωρα του γέμισε η Πελαγία με κρέας και πατάτες («Φτάνει ή να σου βάλω όλη την πιατέλα;»), πολύ λαίμαργα όμως («Κοίτα γαμπρό που θα βάλουμε στο σπίτι μας… Άσ’τηνε να πάρει λίγη ντομάτα… Άσ’το κάτω το πιάτο μου! Άσ’το κάτω!»).

Στη συνέχεια η ομάδα πρέπει να προετοιμαστεί για τη μεγάλη εξόρμηση στην καλή κοινωνία της Μυκόνου. Έτσι η Ελένη προσπαθεί να δείξει στην Πελαγία πώς πρέπει να χρησιμοποιεί το μαχαιροπίρουνο για να φάει το κρέας της, αλλά η Πελαγία είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως και προτείνει στην αδελφή της να φάει με τα χέρια: «Φάε κι εσύ έτσι, πιο ευκολία (sic) είναι!». Όταν τελικά οι τρεις τους βρεθούν αργότερα στη Μύκονο, η Πελαγία δέχεται το επίμονο φλερτ του Δημήτρη Καλλιβωκά που θέλει κάποιο βράδυ να της αποσπάσει ένα φιλί: εκείνη, για να το αποφύγει, βάζει στο στόμα της μερικά κριτσινάκια λέγοντας «Πολύ μ’ αρέσουν τα κριτσινάκια…». Τελικά θα ενδώσει στο φλερτ στη διάρκεια του ωραιότατου τραγουδιού του Μίμη Πλέσσα «Θέλω πολύ», που ξεκινά να το τραγουδά ενώ προσπαθεί να απαλλαγεί και από τα τελευταία υπολείμματα των κριτσινιών (φτύνοντας και μασουλώντας ό,τι απέμεινε…).

Ενδέκατη στάση στην κωμωδία Μια τρελή τρελή σαραντάρα, που έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Εδώ το φαγητό είναι μια καλή… κάλυψη για την τρελοχήρα Τζένη που θέλει να συναντήσει τον αγαπημένο της Ανδρέα Μπάρκουλη κρυφά από τα αδέλφια της. Τους λέει λοιπόν ότι η καλή της φίλη Καίτη (Μέλπω Ζαρόκωστα) θα της κάνει το τραπέζι. Επειδή όμως ο Γιάννης Μιχαλόπουλος δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο, θέλει να διαπιστώσει αν όντως οι δύο φίλες έφαγαν μαζί το μεσημέρι. Διότι ενώ η Καίτη του έχει πει νωρίτερα πως η Τζένη της «ρήμαξε το ψυγείο, να φανταστείς ότι έφαγε μια μπαρμπουνάρα, τρεις κοτολέτες, έφαγε πουρέδες, έφαγε σαλάτα», όταν μετά ανακρίνει τις δύο φίλες… κατ’ αντιπαράσταση, η Ρένα φαίνεται πως λέει ψέματα: ισχυρίζεται πως δεν έφαγε τίποτα, «ενώ μου γονάτισε το ψυγείο!» διαμαρτύρεται η Καίτη, προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση. Η Ρένα γκρινιάζει, «έφαγα δύο κοτολέτες και της γονάτισα το ψυγείο!», ενώ το μπαρμπούνι δεν πιάνεται «διότι το ψάρι γενικά είναι φρούτο, δεν είναι φαΐ!». Η Ρένα θυμώνει και για να αποπροσανατολίσει τον αδελφό της, του φωνάζει: «Ωραία, κύριε, δεν μου αρέσει το μπαρμπούνι, έφαγα λυθρίνι!» (Της άρεσε όμως μάλλον το μπαρμπούνι, γιατί το έφαγε ξανά και στον κινηματογράφο και στο βίντεο!...).

Αργότερα, επανερχόμαστε στα φρούτα: μεθυσμένη από έρωτα και από αλκοόλ η Τζένη απολαμβάνει τη μουσική που της παίζει ο Μπάρκουλης, ενώ ταυτόχρονα τον ταΐζει μπανάνα και σταφύλια. Οι ρόλοι θα αλλάξουν αμέσως μετά όταν η Τζένη θα αναλάβει να παίξει εκείνη βιολί (μολονότι δεν ξέρει να παίζει) και θα απαιτεί να την ταΐσει ο καλός της σταφύλια και μπανάνα.


Και βέβαια προς το τέλος της ταινίας, δεν ξεχνάμε τον καημό της Τζένης που περιμένει τηλέφωνο από τον αγαπημένο της και όταν χτυπάει το τηλέφωνο, ακούει να της ζητούν... γιαούρτι!

Την επόμενη σεζόν η Ρένα πρωταγωνιστεί σε δυο μουσικές κωμωδίες της Φίνος Φιλμ. Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Η θεία μου η χίπισσα είναι ο δωδέκατος σταθμός στη διαδρομή μας: εδώ η Ρένα είναι η φτωχή καθαρίστρια κυρά-Λένη που υποδύεται την πλούσια κυρία για να μην απογοητεύσει τη θυγατέρα της (Νόρα Βαλσάμη) και το… συμπεθεριό. Κάθε πρωί όμως δίνει το «παρούσα» και ως καθαρίστρια του ξενοδοχείου όπου διαμένουν για να μη χάσει το μεροκάματό της.

Ο συμπέθερος τη βλέπει ως καθαρίστρια ένα πρωί και πιστεύει πως αυτή είναι η στολή που διάλεξε η συμπεθέρα του για τον χορό των μεταμφιεσμένων που διοργανώνει το ξενοδοχείο. Έτσι της προτείνει να τη συνοδέψει εκείνος στον χορό. Όταν ο συμπέθερος παραγγέλνει σαμπάνια, η κυρα-Λένη, κουρασμένη, ζητά από το γκαρσόνι: «φέρε ένα σάντουιτς με μπόλικο πράμα μέσα, γιατί πεινάω»! Και φυσικά ρωτά και τον συμπέθερό της αν θέλει ένα σαντουιτσάκι!...

Δέκατη τρίτη στάση στη δεύτερη ταινία της σεζόν 1970-71: Μια Ελληνίδα στο χαρέμι του Γιάννη Δαλιανίδη. Διάφορες ατάκες για το φαγητό και εδώ (αν και το «Φάε το πόδι μου, φάε το χέρι μου» δεν πιάνεται!). Η Ρένα έχει υπό την προστασία της τα δυο ανεπρόκοπα αδέλφια της. Ο μεν Χρόνης Εξαρχάκος ενθουσιάζεται όταν ο Νάσος Κεδράκας ως γείτονάς τους κυρ-Θόδωρος, («Ο μπακάλης;» «Που το έχει κάνει σελφ σέρβις!») φέρνει στη Ρένα να δοκιμάσει λίγη φέτα από το βαρέλι που μόλις άνοιξε, ως ένδειξη της ιδιαίτερης συμπάθειας που της τρέφει. Ο λαίμαργος Εξαρχάκος αρχίζει να δοκιμάζει τη φέτα, όσο η Ρένα εκμαιεύει την… αλήθεια από τον κυρ-Θόδωρο, ότι την προορίζει για… δούλα του ίδιου και των παιδιών του, οπότε και η φέτα και ο κυρ-Θόδωρος εκδιώκονται θεαματικά. Ο έτερος αδελφός, ο Βαγγέλης Σειληνός, είναι ερωτευμένος με τη Μαρία Ιωαννίδου που θα παντρευτούν και θα φέρει και την προίκα της, άρα δεν ανησυχούν για το φαγητό τους! «Θα φέρω τα σεντόνια μου, τις πετσέτες μου!» «Α, ωραία θα κόβουμε από μισή πετσέτα την ημέρα να την τρώτε!» Αργότερα, ως μέντιουμ πια η Ρένα οραματίζεται τον Μοχάμετ Αμπντάλα: «πλένει τα πόδια του και τρώει σταφύλι!». Τελικά λίγη ώρα αργότερα η Ρένα τρώει σταφύλια από τα χεράκια του ίδιου του Μοχάμετ Αμπντάλα, δηλαδή του Δημήτρη Καλλιβωκά…

Δέκατη τέταρτη στάση: Ζητείται επειγόντως γαμπρός. Εδώ η Ρένα βρίσκεται σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι με τον υπάλληλό της, τον κύριο Χαραλαμπίδη (Βάσος Ανδρονίδης) που την καλοπιάνει γιατί θέλει να του δανείσει χρήματα. Όταν ο κύριος Χαραλαμπίδης ρωτά τον σερβιτόρο (Νάσος Κεδράκας) αν έχει ψάρι, εκείνος απαντά ότι έχει φρεσκότατα ψάρια που μυρίζουν θάλασσα, κι η Ρένα του λέει: «Ε, τι ήθελες να μυρίζουν, ναφθαλίνη;» «Εννοώ ότι είναι φρεσκότατα» εξηγεί εκείνος μα η Ρένα τον αντικρούει λέγοντας πως ξέρει πως «όλα τα παραλιακά κατεψυγμένα πουλάτε. Τέλος πάντων, κατεψυγμένοι εμείς, κατεψυγμένα τα ψάρια». Ο σερβιτόρος τους προτείνει και πάλι μπαρμπούνι τηγανητό.

Μέχρι να ετοιμαστεί το ψάρι, η Ρένα ζητά χταποδάκι για ορεκτικό, το οποίο όμως ο κύριος Χαραλαμπίδης δεν τρώει γιατί το στομάχι του δουλεύει με… ένα καρμπιρατέρ! Εκείνος θα πάρει μια ντομάτα ξεφλουδισμένη ή, όπως λέει η Ρένα, μια ντομάτα που έχει κάνει στριπτίζ… Σε λίγη ώρα η Ρένα θα φιλοσοφεί τη ζωή της ακούγοντας το τραγούδι «Άνθρωπε, φιλοσόφησε» μασουλώντας μια (καυτερή;…) πράσινη πιπεριά… Νωρίτερα στην ταινία έχουμε κι ένα… σχήμα λόγου από τη θαυμάσια Άννα Κυριακού που χρησιμοποιεί τους… πατατοκεφτέδες για να δείξει στη Ρένα πόσο παράλογο ήταν που πίστεψε πως ο Αντρέας Μπάρκουλης ήταν ερωτευμένος μαζί της.

Δέκατη πέμπτη στάση ένα λαδερό φαγητό! Η Κόμησσα της Κέρκυρας σιόρα-Ανγκιολίνα διακόπτει για λίγο το μάθημά της και λέει στις μαθήτριες και τους μαθητές της: «Και τώρα κάντε πρόβα μόνοι σας να πάω να δω τσι μελιτζάνες μου μη μου καούνε και μείνω νηστικιά!». Το κρέας επανέρχεται όμως σε σχήμα λόγου και πάλι, όταν η Ανγκιολίνα λέει σε μια μαθήτριά της πως το μεγάλο βιολί (το μπάσο δηλαδή) το παίζει ένας μεγάλος άνθρωπος με κάτι δάχτυλα «νααα, σαν λουκάνικα Φρανκφούρτης!». Ας μην ξεχάσουμε βέβαια και την απολαυστική σκηνή που μοιράζεται η Ρένα με τον αδελφό της Χρήστο Βλαχόπουλο που υποδύεται έναν Κερκυραίο μανάβη και μαλώνει μαζί του για τα φρούτα που της βάζει! Και φυσικά το περίφημο κρεμμύδι που περιφέρεται από την κουζίνα της Ανγκιολίνας στο αστυνομικό τμήμα και στο ξενοδοχείο του Σπύρου Καρέτα…

Για τη δέκατη έκτη στάση μεταφερόμαστε στην περίοδο του Νέου Εμπορικού Κινηματογράφου: στη δεύτερη ταινία που γυρίζει η Ρένα σ’ αυτή την περίοδο, το (Ρένα) Να η ευκαιρία (1980) υποδύεται και πάλι μια μοδίστρα που όμως ράβει σε σπίτια και, όπως συνηθιζόταν τότε, γευματίζει με τα μέλη της εκάστοτε οικογένειας. Στο σπίτι μιας πελάτισσας όμως απογοητεύεται γιατί, ενώ περίμενε πως θα φάει χαβιάρι «μέσα σ’ αυτόν τον πλούτο», μαθαίνει πως θα φάει σπανακόρυζο, γιατί «κρέας, κρέας, κρέας, το βαρεθήκαμε πια!» Κι η Ρένα αγανακτεί: «Κι εγώ βαρέθηκα το σπανακόρυζο! Μία εβδομάδα στα σπίτια που πάω, όλο σπανακόρυζο τρώω. Σίδηρο θέλουνε να βάλουνε;». Λίγα λεπτά αργότερα η Ρένα ανακαλύπτει ότι κέρδισε το λαχείο! Η πελάτισσα και ο σύζυγός της (ο Πάνος Κορκοτάς) χαίρονται μαζί της: «Μπράβο, Ρένα μου, τι θα μας κεράσεις;» «Σπανακόρυζο θα σας κεράσω!»...

Στην ταινία Της πολιτσμάνας το κάγκελο η Ρένα είναι και πάλι μια αφοσιωμένη σύζυγος που ως Κερκυραία ετοιμάζει ένα ξεχωριστό δείπνο για τον σύζυγό της Μάριο (Δημήτρης Ζακυνθινός): «Σου ‘χω φτιάκει ένα σοφρίτο… μα τι σοφρίτο! Άσε που σου ‘φτιακα και μια μανέστρα κολοπίμπιρι να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Την έκανα ελαφριά για το στομάχι σου, με λίγο λαδάκι».

Στο άλλο άκρο βρίσκεται η Ρένα στη Σιδηρά κυρία του Τάκη Βουγιουκλάκη (προτελευταία κινηματογραφική ταινία της και προτελευταία στάση του φετινού αφιερώματος) όπου λόγω της αφοσίωσής της στη… Μάργκαρετ Θάτσερ, η Ρένα καίει το παστίτσιο που περίμενε με τόση λαχτάρα να φάει ο σύζυγός της Κώστας Φλωράτος. Το παστίτσιο γίνεται κάρβουνο, οπότε η Ρένα προτείνει στον άντρα της να ξεκινήσουν… ανάποδα, από τις πάστες δηλαδή που έφερε ο «προνοητικός της άντρας» που φυσικά εξοργίζεται… Πιο χαλαρός εμφανίζεται ο ανηψιός της, Τάσος Πεζιρκιανίδης, που προτιμά τις κόντρες με τη μηχανή του από το βραδινό που θέλει να του ετοιμάσει η θεία του («Κάτσε να σου κάνω δύο αβγουλάκια με λίγες πατατούλες…»).

Για την τελευταία μας στάση θα πάρουμε μια γεύση από… βιντεοταινίες. Στις εννιά βιντεοταινίες που γύρισε η Ρένα υπάρχουν αρκετές αναφορές σε φαγητά (ας μην ξεχνάμε και τον τίτλο της κωμωδίας Η βασίλισσα της ρέγγας), ωστόσο θα σταθώ στη βιντεοταινία Όρμα, Ρένα, στην αρένα του Βαγγέλη Φουρνιστάκη, σε σενάριο του Σταμάτη Φιλιππούλη, που έχει κάποια ξεχωριστή αξία, γιατί διασώζει εικόνες της Ρένας στην πατρίδα της, την Κέρκυρα (με πολλές εσωτερικές και εξωτερικές σκηνές, μάλιστα, να έχουν γυριστεί στο υπέροχο εξοχικό της στη Δασιά). Στην ταινία αυτή η Ρένα υποδύεται μια ταβερνιάρισσα και έτσι, εκτός από τη γλυκιά κερκυραϊκή προφορά με την οποία διανθίζει τον ρόλο της, την ακούμε να μιλάει και για παραδοσιακά κερκυραϊκά πιάτα, κυρίως για παστιτσάδα και μπουρδέτο—με το οποίο γοητεύει την πελατεία της ταβέρνας αλλά και τους υποψήφιους μνηστήρες της κόρης της και τη μνηστή του γιου της… Τη βλέπουμε επίσης να παραγγέλνει (και να κουβαλά σε καφάσια!) τα υλικά που χρειάζεται για τη μαγειρική της, καθώς και να πίνει τον καφέ της με ένα βούτημα…

Η Ρένα Βλαχοπούλου χάριζε πολλές νοστιμιές στα πρόσωπα του περιβάλλοντός της που είχαν την ιδιαίτερη τύχη να γεύονται τις λιχουδιές της. Χάρισε όμως και αμέτρητες νοστιμιές στο κοινό της. Μόνο που η νοστιμάδα των τραγουδιών της και των ρόλων της απλώς ξεγελούν τη δική μου πείνα, γιατί η ρενοφανατική μου όρεξη δεν θα χορτάσει ποτέ! Αγαπημένη μου Κυρία Ρένα Βλαχοπούλου, θα σας θυμάμαι πάντα σαν ένα πεντανόστιμο ταλέντο, με φωνή γλυκιά και χιούμορ σαν αλατοπίπερο…