Δύο εβδομάδες μας χωρίζουν τυπικά από την επίσημη λήξη της θεατρικής χειμερινής σεζόν, αφού η Κυριακή των Βαΐων που πέφτει φέτος στις 28 Μαρτίου θεωρείται παραδοσιακά το τέλος της. Πρέπει λοιπόν, με αρκετή καθυστέρηση, να γράψω για 3 + 1 παραστάσεις αυτής της σεζόν που θυμίζουν Ρένα Βλαχοπούλου--στον Rena Fan τουλάχιστον. Πρόκειται για τρεις αθηναϊκές παραστάσεις, που συνεχίζονται μέχρι το Πάσχα, και για μια καλαματιανή που έχει μάλλον ρίξει οριστικά αυλαία...
Το τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή στο Εθνικό θέατρο
Η πιο εμπορική παράσταση της φετινής σεζόν είναι αναμφισβήτητα το Τρίτο στεφάνι του Κώστα Ταχτσή που διασκεύασαν για το θέατρο ο Σταμάτης Φασουλής και ο Θανάσης Νιάρχος και σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής. Οι φίλοι/ες του blog έχουν πια... εμπεδώσει τη σχέση της Ρένας Βλαχοπούλου με το μυθιστόρημα του Ταχτσή. Το 1979 ο νεαρός Γιώργος Παυριανός αποφάσισε να το μεταφέρει στο ραδιόφωνο, στο φιλόξενο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ και του Μάνου Χατζιδάκι. Με συνεργάτη τον Δημήτρη Λέκκα στη μουσική επιμέλεια, μετά από διάφορα εμπόδια και με κόπο και βάσανα, το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 1979 και έτσι σήμερα έχουμε την ευκαιρία να απολαμβάνουμε τη Ρένα Βλαχοπούλου σε κάτι διαφορετικό από αυτά που μας είχε συνηθίσει, στον ρόλο της Νίνας και, πλάι της, συγκλονιστική Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου.
Όπως είχε διηγηθεί η Βλαχοπούλου στον Παυριανό, και ο Μιχάλης Κακογιάννης την είχε σκεφτεί για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, ταινία που δεν πραγματοποιήθηκε. Εκτός από τον Κακογιάννη, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σχεδίαζε για ένα διάστημα την κινηματογραφική μεταφορά του έργου, αλλά εκείνος φαίνεται ότι είχε επιλέξει μόνο την Εκάβη, τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Παρόλο που ούτε αυτή η ταινία πραγματοποιήθηκε ποτέ, η Λήδα Πρωτοψάλτη έπαιξε τελικά την Εκάβη στην τηλεοπτική μεταφορά του έργου (ΑΝΤ1, 1995-96), για την οποία υπεύθυνος ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Δαλιανίδης είχε ένα πολύ καλό καστ και πολλές καλές ιδέες για την τηλεοπτική διασκευή του Στεφανιού, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε, επειδή, κατά τη γνώμη μου, η σειρά γυρίστηκε μάλλον γρήγορα και μάλλον με τηλεοπτικούς όρους (τρικάμερο, φτηνά σκηνικά). Ωστόσο, ήταν πολύ καλές στους ρόλους του και οι δυο πρωταγωνίστριές του τηλεοπτικού Τρίτου στεφανιού, η "Εκάβη" Λήδα Πρωτοψάλτη και η "Νίνα" Νένα Μεντή.
Και φέτος, 13 χρόνια μετά το σίριαλ, η Νένα Μεντή συμμετέχει και πάλι στο Τρίτο στεφάνι, στη θεατρική του μεταφορά, μα τούτη τη φορά αναλαμβάνει τον ρόλο της Εκάβης. Η ίδια η Μεντή εξάλλου δήλωσε πως νιώθει πολύ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία της Εκάβης παρά της Νίνας (πέρα από το γεγονός ότι σήμερα είναι πλέον ηλικιακά πιο κοντά στην Εκάβη). Για τον ρόλο της Νίνας ο Φασουλής επέλεξε αρχικά την Πέγκυ Σταθακοπούλου η οποία όμως αναγκάστηκε για προσωπικούς λόγους να αποχωρήσει από τον θίασο λίγο καιρό πριν την πρεμιέρα και έτσι τον ρόλο ανέλαβε η Φιλαρέτη Κομνηνού.
Λίγες εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα του έργου ο Σταμάτης Φασουλής έδωσε μια συνέντευξη στη Ρούλα Γεωργακοπούλου για τον Ταχυδρόμο των Νέων. Ο σκηνοθέτης δήλωσε μεταξύ άλλων πως αποφάσισε πώς ήρθε η ώρα να ανεβάσει αυτή την παράσταση αφού είδε τη Μεντή να ερμηνεύει την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στον μονόλογο του Πέτρου Ζούλια, καθώς η Εκάβη δεν είναι ένα, είναι πολλά πράγματα, πρωτεϊκή μορφή με χιλιάδες εκφάνσεις, και αυτό η Μεντή μπορεί να το αποδώσει. Στην παρατήρηση της δημοσιογράφου ότι στον ρόλο της Νίνας έχουν διαπρέψει στο παρελθόν η Μεντή και η Βλαχοπούλου ο Φασουλής είπε "Δεν ήταν πολύ καλή η Ρένα εκεί. Απλώς διάβαζε τον ρόλο". Η Γεωργακοπούλου συμπλήρωσε πως "Είχε μια λαϊκότητα πάντως", αλλά ο Φασουλής την αντέκρουσε λέγοντας πως η Νίνα δεν είναι λαϊκό κορίτσι, αλλά βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στο Κολωνάκι και στα Εξάρχεια.
Θα διαφωνήσω με τον Φασουλή στο ότι η Ρένα δεν ήταν πολύ καλή εκεί, όχι φυσικά επειδή είμαι Rena Fan. Σαφώς η Ρένα "διάβαζε" τον ρόλο (όπως και όλοι/ες όσοι/ες συμμετείχαν) αλλά δεν νομίζω ότι "είχε" απλώς λαϊκότητα. Μπορεί η κινηματογραφική της εικόνα να παρέπεμπε πάντα σε λαϊκές φιγούρες, ωστόσο τόσο οι οικογενειακές καταβολές της όσο και η τραγουδιστική της καριέρα τής κληροδότησαν αυτή τη δισυπόστατη ταυτότητα αστής και λαϊκής γυναίκας. Όσο για το αν ήταν πολύ καλή ή όχι, θα πω, όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ως Νίνα ήταν πολύ καλή, με πολλές εξαιρετικές στιγμές. Δυστυχώς δεν ήταν πάντα εξαιρετική γιατί δεν ήταν πάντα προετοιμασμένη για την ηχογράφηση (όπως ήταν η Σμάρω Στεφανίδου), ωστόσο μας έδειξε πόσο πιο πολλά θα είχε κάνει στην καριέρα της αν αποφάσιζε να ρισκάρει και να δοκιμαστεί σε διαφορετικά πράγματα και αν βρίσκονταν και οι σκηνοθέτες που θα την έπειθαν να κάνει ανάλογες κινήσεις (με αυτό το δεδομένο θεωρώ κατόρθωμα του νεαρού τότε Γιώργου Παυριανού το ότι την έπεισε να πάρει μέρος στο Τρίτο στεφάνι και ότι τη βοήθησε να αποδώσει τον ρόλο τόσο καλά...).
Παρασύρθηκα όμως, το θέμα μου δεν είναι το Τρίτο στεφάνι του Τρίτου Προγράμματος, αλλά το Τρίτο στεφάνι του Εθνικού Θεάτρου. Ο Φασουλής είναι ειδικός στο να στήνει μεγάλα λαϊκά θεάματα, και το αλησμόνητο Βίρα τις Άγκυρες που σκηνοθέτησε σ' αυτή την ίδια σκηνή το 1997 θα αποτελεί πάντα το μέτρο για ό,τι ανάλογο κάνει ο ίδιος (αλλά και άλλοι/ες) στο μέλλον. Το Τρίτο στεφάνι δεν βρίσκεται στο ύψος εκείνης της παράστασης, αλλά πάντως είναι μια πολύ καλή παράσταση που καταφέρνει παρά τη μεγάλη διάρκειά της (4 ώρες και 15 λεπτά...) να μην κουράζει το κοινό. Οι ρυθμοί της είναι γρήγοροι και ίσως αυτό το προτέρημα να μην αφήνει παραδόξως την παράσταση να απογειωθεί, αφού εκ των πραγμάτων τα πράγματα πρέπει να κυλήσουν γρήγορα και σε κάποιες στιγμές η προσδοκώμενη εμβάθυνση δεν επιτυγχάνεται (ενώ στο Βίρα τις άγκυρες η εμβάθυνση αυτή προσφερόταν από τα τραγούδια του έργου). Ήταν βέβαια πολύ δύσκολο να "χωρέσει" ολόκληρο το βιβλίο του Ταχτσή στην παράσταση και παρά τις παραλείψεις που αναγκαστικά έγιναν (πχ το κομμάτι των Δεκεμβριανών) νιώθεις ότι έχεις δει πραγματικά όλο το έργο χωρίς σημαντικές απώλειες.
Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι μάλλον καλύτερο τόσο ως διασκευή όσο και ως σκηνικό αποτέλεσμα. Σ' αυτό κυριαρχεί η ιστορία της Εκάβης και πραγματικά η Νένα Μεντή αποδεικνύει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι. Γράφτηκε ότι η ερμηνεία της αγγίζει το επίπεδο της Κατίνας Παξινού--δεν είχα βέβαια την τύχη να δω την Παξινού στη σκηνή για να το επαληθεύσω--και στο φινάλε του πρώτου μέρους νομίζω ότι είναι πραγματικά συγκλονιστική. Στο δεύτερο μέρος το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη Νίνα και είναι η σειρά της Φιλαρέτης Κομνηνού να μας γοητεύσει. Όταν είδα εγώ την παράσταση, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η Κομνηνού έμοιαζε να μην έχει ακόμα ολοκληρώσει τον ρόλο, είχε εντούτοις εξαιρετικές στιγμές και μια σκηνική παρουσία σαγηνευτική. Η Νίνα της κυριαρχεί έτσι κι αλλιώς και δραματουργικά (ενώ η Εκάβη είναι πιο παραγκωνισμένη και, αντίστοιχα, η Μεντή φαίνεται να μην αποδίδει τόσο όσο θα μπορούσε σε κάποιες σκηνές) και φυσικά στο εντυπωσιακό φινάλε, που είναι έμπνευση των διασκευαστών και όχι του Κώστα Ταχτσή, κινεί τα νήματα με μαεστρία.
Όσο για τον υπόλοιπο θίασο, οι περισσότεροι/ες ηθοποιοί έχουν μικρούς ρόλους τους οποίους φέρνουν σε πέρας ικανοποιητικά. Ξεχωρίζουν ασφαλώς ο Γιάννης Νταλιάνης (Αντώνης), ο Δημήτρης Στάνκογλου (Δημήτρης), η Μαργαρίτα Λουμάκη (Μαριέτα), ο Νίκος Χύτας (Λόγγος) και η Ντόρα Σιμοπούλου (Ερασμία). Η Τάνια Τρύπη ως Ελένη επαναλαμβάνει τον τύπο της μοιραίας γυναίκας που έχει ξαναπαίξει στη σκηνή του "Ρεξ" και σε άλλες δουλειές, αλλά νομίζω ότι στο τηλεοπτικό Τρίτο στεφάνι (όπου έπαιξε τον ίδιο ρόλο) ήταν καλύτερη. Η Όλγα Δαμάνη είναι καλύτερη ως Γαλάτεια παρά ως θεία Κατίγκω, ενώ η Μαρία Ζορμπά στον ρόλο της Μαρίας, της κόρης της Νίνας, είχε καλές στιγμές, ενώ σε κάποιες άλλες φαινόταν κάπως ακαθοδήγητη (ίσως στο μεταξύ να έχει βρει τους ρυθμούς της). Ο Φοίβος Ριμένας ως Άκης ήταν πολύ καλή επιλογή. Τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου ομολογώ πως δεν με ικανοποίησαν: αν και μπορώ να ερμηνεύσω την επιλογή του άσπρου χρώματος που κυριαρχούσε ως αναφορά στα νυφικά των τριών γάμων, νομίζω ότι δεν ταίριαζε με τα γεγονότα και τις καταστάσεις του έργου. Τα κοστούμια της Ντέννης Βαχλιώτη, αντίθετα, ήταν νομίζω εξαιρετικά. Καλά λόγια έχω να πω και για τη μουσική σύνθεση και επιμέλεια του Θοδωρή Οικονόμου και για την κίνηση της Αποστολίας Παπαδαμάκη.
Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε το Τρίτο στεφάνι, αλλά σας ενημερώνω πως μέχρι το τέλος των παραστάσεων τα εισιτήρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί: θα βρείτε μόνο θέσεις στον Β΄ εξώστη ή, αν είστε τυχεροί, θέσεις από ακυρώσεις ή εισιτήρια από επιστροφές. Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσετε να το δείτε...
Και δυο ρενα-φανατικές λεπτομέρειες. Η πρώτη: το τραγούδι Dormi Bambina που ακούγεται σε μια στιγμή στο έργο: είναι το τραγούδι που ακούει η Νίνα να τραγουδά κάποιο καλοκαιρινό βράδυ ένας Ιταλός από την απέναντι πολυκατοικία... Είναι το τραγούδι που τραγουδούσε η Ρένα εκείνη την εποχή στα επιθεωρησιακά θέατρα της Αθήνας και που στο ραδιοφωνικό Τρίτο στεφάνι ξανατραγούδησε η ίδια, ως Νίνα αυτή τη φορά... Η δεύτερη: στο ίδιο αυτό θέατρο, το "Ρεξ", εμφανιζόταν η Ρένα Βλαχοπούλου τη σεζόν 1978-79, στην επιθεώρηση Τα παιδιά του σωλήνα. Και μια μέρα, ο νεαρός Γιώργος Παυριανός περνώντας από έξω, είδε το όνομά της στη μαρκίζα και σκέφτηκε να της προτείνει τον ρόλο...
Λίγο πιο πάνω από το "Ρεξ", στο "Ακροπόλ", σε ένα θέατρο που επίσης σφράγισε η Ρένα με την παρουσία της για χρόνια ολόκληρα, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει το μουσικό θέαμα Το μικρόβιο του έρωτα του Κώστα Γιαννίδη. Πρόκειται για μια σύνθεση τραγουδιών του σπουδαίου συνθέτη που έκανε καριέρα ως Γιαννίδης στον χώρο του ελαφρού θεάτρου και τραγουδιού και με το πραγματικό του όνομα, Γιάννης Κωνσταντινίδης, στον χώρο της λόγιας μουσικής. Γιατί φέρνει αυτή η παράσταση τη Ρένα Βλαχοπούλου στο μυαλό του Rena Fan; Μα φυσικά γιατί ο εκλεκτός συνθέτης συνεργάστηκε με τη νεαρή τραγουδίστρια στα χρόνια της Κατοχής και έναν από τους καρπούς αυτής της συνεργασίας, το υπέροχο τραγούδι "Έτσι είν' η ζωή" σε στίχους Δημήτρη Ευαγγελίδη, μπορείτε να απολαύσετε σ' αυτήν την παράσταση...
Υπεύθυνος για το καλόγουστο και υψηλής αισθητικής θέαμα του "Ακροπόλ" είναι ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, ο οποίος γνώρισε τον Γιαννίδη λίγα χρόνια πριν πεθάνει, κέρδισε την εμπιστοσύνη του συνθέτη και ανέλαβε την ευθύνη του αρχείου του. Έκτοτε ο Λιάβας προσπαθεί να αναδείξει τις διάφορες πτυχές του πλούσιου έργου του Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη και αυτή η παράσταση εντάσσεται σ' αυτές τις επιτυχημένες προσπάθειες. Πρόκειται για ένα μουσικό έργο χτισμένο από τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη, στο πρώτο μέρος του οποίου κυριαρχούν αποσπάσματα από την οπερέττα Το μικρόβιο του έρωτα, την οποία ο Γιαννίδης συνέθεσε στο Βερολίνο, όταν σπούδαζε κοντά σε μεγάλους Γερμανούς μουσουργούς. Το πρωτότυπο λιμπρέτο της οπερέτας ήταν γραμμένο στα γερμανικά: για τις ανάγκες της φετινής παρουσίασής του επιστρατεύτηκε ο Γιάννης Ξανθούλης ο οποίος έγραψε τους στίχους για τις πανέμορφες μελωδίες του Γιαννίδη που μάλλον ακούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και που ελπίζω να ηχογραφηθούν για να μπορούμε να τις ακούμε ξανά και ξανά. Τα κομμάτια αυτά είναι φανερά επηρεασμένα από το βερολινέζικο κλίμα και την ατμόσφαιρα των μεσοπολεμικών καμπαρέ στα οποία δούλεψε ο νεαρός Γιαννίδης για να μπορέσει να επιβιώσει, όταν η οικογένειά του καταστράφηκε οικονομικά...
Τα αποσπάσματα από το Μικρόβιο του έρωτα πλαισιώνουν οι πασίγνωστες επιτυχίες του Κώστα Γιαννίδη. Η επιλογή τους και η σύνθεσή τους σε μια ενιαία παράσταση έγινε από τον Λάμπρο Λιάβα, ο οποίος πρόσθεσε μικρά συνδετικά κείμενα που παρουσιάζουν την πορεία του συνθέτη από τη Σμύρνη, στο Βερολίνο και από κει στην Αθήνα. Τα κείμενα είναι απλώς η αφορμή για να ακουστούν τα υπέροχα κομμάτια του συνθέτη με το ιδιαίτερο χρώμα και τις μαγευτικές αρμονίες τους: ευτυχώς δεν φλυαρούν και δίνουν γοργά τη θέση τους στα τραγούδια. Εκτός από τον Κώστα Γιαννίδη που τον υποδύονται σε διπλή διανομή ο Γιώργος Κέντρος και ο Νίκος Αρβανίτης, βασικό πρόσωπο του έργου είναι ο κομπέρ του καμπαρέ, που υποδύονται ο Άγγελος Παπαδημητρίου και ο Κώστας Ζαχαράκης (εγώ είδα τους Αρβανίτη και Ζαχαράκη, και οι δυο πολυ καλοί στους ρόλους τους).
Από τους/τις υπόλοιπες σολίστες ξεχωρίζουν σαφώς η Ζωή (είδα την εξαιρετική Νίνα Λοτσάρη, κάθε χρόνο και καλύτερη, με εντυπωσιακή φωνή και σαγηνευτική σκηνική παρουσία--τον ρόλο παίζουν επίσης οι Ευδοκία Χατζηιωάννου και Δέσποινα Σκαρλάτου-Παρασκευοπούλου) και ο συνοδός της (είδα τον καλό Δημήτρη Σιγαλό--τον ρόλο παίζουν επίσης ο Νίκος Στεφάνου και ο εξαιρετικός Κωνσταντίνος Κληρονόμος). Στους ρόλους της Μνήμης και της Σοφίας Βέμπο είδα τη γοητευτική Ιωάννα Φόρτη (τους ρόλους παίζει επίσης η Ελένη Δάβου) και ως συνοδό της Μνήμης αλλά και ως Νίκο Γούναρη είδα τον αφοπλιστικό Χάρη Ανδριανό (τους ρόλους παίζει επίσης ο Μιχάλης Κατσούλης). Με ιδιαίτερο μπρίο, ως συνήθως, ερμήνευσε τη Σπιτονοικοκυρά του συνθέτη (και λιμπρετίστα του Μικροβίου!) αλλά και τη Μαμά του ζεύγους η απολαυστική Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (τον ρόλο παίζει επίσης η Ζηνοβία Πουλή). Στους υπόλοιπους ρόλους χάρηκα τις/τους Ελπινίκη Ζερβού, Ζαφείρη Κουτελιέρη, Τάσο Λαζάρου (στους αντίστοιχους ρόλους εμφανίζονται επίσης οι Μυρτώ Μποκολίνη, Κωστής Ρασιδάκης, Γιώργος Σώχος). Σε πλήρη φόρμα η χορωδία της ΕΛΣ που διευθύνει ο Κώστας Δρακάκης αλλά και το μπαλέτο που χορογράφησε η Σοφία Σπυράτου. Την παράσταση που είδα εγώ διηύθυνε ο Χρύσανθος Αλισάφης. (Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι θα έπρεπε η ΕΛΣ να μοιράζει μαζί με το πρόγραμμα μια σελίδα με τη διανομή της κάθε παράστασης, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβεις ποιον/ποιαν σολίστα βλέπεις πάνω στη σκηνή με βάση τη μικρή φωτογραφία που υπάρχει στο πρόγραμμα...).
Στο καλόγουστο σκηνικό αποτέλεσμα της παράστασης έχουν σαφώς συμβάλει τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, ενώ οι διασκευές του Βασίλη Τενίδη απογείωσαν πολλά από τα τραγούδια. Στα highlights της βραδιάς τα βαλσάκια "Πάμε σαν άλλοτε" και "Λες και ήταν χτες", το "Θα ξανάρθεις" από τον Χάρη Ανδριανό, το "Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα" από την Ιωάννα Φόρτη (όσο κι αν η υπέροχη φωνή της δεν θύμιζε καθόλου τη Σοφία Βέμπο, στην οποία παρέπεμπε ο ρόλος της). Το φινάλε ξεκίνησε με την ενότητα "Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι"/"Σπιτάκι μου παλιό" (με τον Ν. Στεφάνου και τη χορωδία) για να κορυφωθεί με το "Ξύπνα αγάπη μου" της... πλανεύτρας Νίνας Λοτσάρη και να ολοκληρωθεί με το "Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου" μπλεγμένο με το "Έτσι είν' η ζωή"...
Δείτε οπωσδήποτε το Μικρόβιο του έρωτα στο Ακροπόλ, αν ανήκετε στους/στις λάτρεις του ελαφρού τραγουδιού. Αλλά και αν δεν ανήκετε, αξίζει τον κόπο, νομίζω να γνωρίσετε τον μαγικό μουσικό κόσμο του Κώστα Γιαννίδη (έστω και σε μια οπερετική εκδοχή που σαφώς διαφέρει από την αρχική μορφή αυτού του ρεπερτορίου, αλλά δεν παύει να γοητεύει και να συγκινεί).
Και μια ρενα-φανατική επισήμανση: χαίρομαι όταν βλέπω πληροφορίες από τα κείμενα του blog να χρησιμοποιούνται από άλλους/ες ερευνητές/τριες. Είναι μια αναγνώριση της χρησιμότητας της δουλειάς μου. Αυτό συμβαίνει στο πρόγραμμα του "Ακροπόλ" όπου υπάρχει ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη, στο οποίο αναγνώρισα κάποιες φράσεις και πληροφορίες από την ανάρτηση που αφιέρωσα πέρσι στον μεγάλο συνθέτη. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σ' αυτήν στη βιβλιογραφία του κειμένου. Επικοινώνησα με τον συγγραφέα του, ο οποίος μου είπε ότι η αναφορά υπήρχε στην αρχική μορφή του κειμένου που υπέβαλε για το πρόγραμμα, αλλά προφανώς αφαιρέθηκε από τον υπεύθυνο της ύλης του προγράμματος. Αν αυτό συνέβη επειδή πρόκειται για διαδικτυακή και όχι για έντυπη πηγή, νομίζω ότι είναι μια άκρως άκομψη και άδικη κίνηση που δείχνει έλλειψη σεβασμού για την εργασία των bloggers. Μπορεί να θέτουμε τη δουλειά μας στη διάθεση ενός μεγάλου κοινού μέσω του διαδικτύου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η δουλειά παύει να είναι δική μας (αντίστοιχα ανάμικτα συναισθήματα χαράς και ενόχλησης ένιωσα πρόσφατα διαβάζοντας άλλο ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη...).
Η Χαρτοπαίχτρα του Δ. Ψαθά στο θέατρο "Πόρτα"
Ομολογώ ότι στο θέατρο "Πόρτα" πήγα προκατειλημμένος μάλλον αρνητικά. Είχα διατυπώσει και παλιότερα τις επιφυλάξεις μου για το εγχείρημα του Τάκη Ζαχαράτου να ερμηνεύσει τον ρόλο της χαρτοπαίχτρας υποδυόμενος τη... Ρένα Βλαχοπούλου που δόξασε τον ρόλο στο σινεμά και στο θέατρο. Οφείλω να πω ότι ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου το αν ο Ζαχαράτος έπρεπε να ανεβάσει τη Χαρτοπαίχτρα ή όχι, δεν έχω καταφέρει να δώσω απάντηση στο... ηθικό ζήτημα που τίθεται με την απόφασή του να μιμηθεί επί δύο ώρες τη Ρένα. Βλέποντας όμως την παράσταση στο θέατρο "Πόρτα", δεν ένιωσα ότι το θέαμα πρόσβαλλε τη μνήμη της. Αλλά αναμφίβολα η παράσταση έχει πολλές αδυναμίες.
Η παράσταση της ADAM Productions (του Μιχάλη Αδάμ) προσπαθεί βέβαια με κάθε τρόπο να θυμίσει την ταινία. Ακόμα και στο κείμενο έχουν γίνει επεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση: προστέθηκε για παράδειγμα η εναρκτήρια σκηνή με την παρέα της χαρτοπαίχτρας η οποία δεν υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο του Ψαθά, ανήκει εξ ολοκλήρου στον Γιάννη Δαλιανίδη. Χρησιμοποιήθηκε η μουσική που είχε γράψει ο Μίμης Πλέσσας για την ταινία και σε μια προσπάθεια το έργο να γίνει μουσική κωμωδία έχουν προστεθεί από τον Γιώργο Μίτσιγκα στίχοι σε κάποια θέματα για να τα τραγουδάει κυρίως η χαρτοπαίχτρα αλλά και κάποιοι από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Οπτικά η παράσταση παραπέμπει στη δεκαετία του '60. Τα σκηνικά του Ηλία Λεδάκη χρησιμοποιούν προβολές εικόνων που είναι ομολογουμένως έξυπνες και δίνουν σε κάποια σημεία ευφάνταστες λύσεις. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ τονίζουν τη γκροτέσκ όψη της δεκαετίας του '60 χρησιμοποιώντας πολύ έντονα χρώματα και κάποιες φορές κιτς συνδυασμούς. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια προσπάθεια να προστεθεί έντονο χρώμα και επιπλέον κέφι στην ασπρόμαυρη ταινία--στοιχεία βέβαια που η ταινία σαφώς δεν χρειαζόταν γιατί είχε γερό καστ με επικεφαλής βέβαια τη δαιμόνια Ρένα Βλαχοπούλου.
Τι συμβαίνει όμως με το τωρινό καστ; Μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης Βασίλης Μυριανθόπουλος δεν ασχολήθηκε με τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς και ότι κάποιοι/ες από αυτούς/ές απλώς δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν σωστά τους ρόλους που ανέλαβαν. Προφανώς το επίκεντρο της παράστασης είναι ο Τάκης Ζαχαράτος και το "εύρημα" της μίμησης της Ρένας, τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους/ες; Ακόμα και οι πιο έμπειροι/ες μου φάνηκαν απροετοίμαστοι/ες. Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου για παράδειγμα στον ρόλο του συζύγου της Χαρτοπαίχτρας έπαιζε μονόχορδα, φωνάζοντας και απειλώντας όλη την ώρα. Η Τζέσυ Παπουτσή παρομοίως χρησιμοποιούσε υψηλές εντάσεις χωρίς καθόλου να πείθει ότι είναι η φοβισμένη υπηρέτρια όταν πρέπει. Μόνον ο Μιχάλης Γιαννάτος στον ρόλο του Παπατζή και ο Χρήστος Συριώτης στον ρόλο του Γιαννάκη ήταν πειστικοί. Οι ηθοποιοί που ανέλαβαν τους μικρότερους ρόλους έμοιαζαν, με κάποιες εξαιρέσεις σαφώς, ακαθοδήγητοι/ες. Οπότε το μόνο που μας μένει είναι ο Τάκης Ζαχαράτος.
Μπορεί ο Τάκης Ζαχαράτος να είναι μίμος και όχι ηθοποιός, αλλά, όπως επεσήμανε ένας φίλος, έπαιξε πολύ καλύτερα και πολύ πιο ευσυνείδητα από τους/τις επαγγελματίες ηθοποιούς. Ο Ζαχαράτος ως Ρένα (ή στην προσπάθειά του να θυμίσει τη Ρένα, όπως ο ίδιος προτιμά να περιγράφεται το εγχείρημά του) είναι πολύ καλός στις δυο πρώτες εικόνες του έργου. Τον απόλαυσα ιδιαίτερα στη δεύτερη εικόνα (και υποθέτω τα εύσημα πρέπει να δοθούν και στον Μυριανθόπουλο για αυτό) όπου έδειξε ότι δεν μιμούνταν απλώς τη Ρένα αλλά στηριζόμενος στα δικά της υποκριτικά τερτίπια έβαζε τις δικές του πινελιές στον ρόλο: όπως για παράδειγμα όταν η Αλέκα προσπαθεί να τουμπάρει τον Μπάρδακα προξενεύοντας τον γιο της για την κόρη του και ταυτόχρονα τον αναγκάζει να... παίξουν χαρτιά ή όταν στρώνει το τραπέζι για την οικογένειά της. Ωστόσο στις υπόλοιπες εικόνες του έργου τα ευρήματα μοιάζουν να ελαττώνονται (δίχως φυσικά να λείπουν, όπως πχ. στην τέταρτη εικόνα όταν η Αλέκα προσπαθεί να γλιτώσει από τον θυμό του Αντρέα μπουσουλώντας--εδώ ο Ζαχαράτος χρησιμοποίησε έξυπνα το μπουσούλημα της Ρένας από το Ένα κορίτσι για δύο) και η μίμηση της Ρένας δεν είναι πια αποτελεσματική--ίσως μάλιστα να γίνεται και βαρετή. Ειδικά στην πέμπτη εικόνα όπου η Αλέκα πρέπει να δείξει την έγνοια της να ανακαλύψει την ερωμένη του συζύγου της, τον θυμό της και την πίκρα της, νομίζω ότι ο Ζαχαράτος δεν τα κατάφερε πολύ καλά. Ωστόσο, στην παράσταση που είδα εγώ φάνηκε η αυτοσχεδιαστική ικανότητα του Ζαχαράτου, όταν ο Μποσταντζόγλου και ο Δημήτρης Λιακόπουλος (που υποδύεται τον γιο της Αλέκας) μπέρδεψαν τις ατάκες τους και ο Ζαχαράτος σχολίασε έξυπνα το συμβάν.
Συνολικά μοιάζει να δικαιώνεται η αρχική μου σκέψη ότι ο Ζαχαράτος είναι εξαιρετικός στο να μιμείται (ή να... θυμίζει) τη Ρένα Βλαχοπούλου σε σύντομες σκηνές ή σε μουσικοχορευτικά νούμερα (όπως συμβαίνει και στα τραγούδια της Χαρτοπαίχτρας όπου η φωνή του θυμίζει την έκφραση της Ρένας και οι κινήσεις του τα κωμικά της χορευτικά), αλλά σε μια δίωρη παράσταση οι αδυναμίες δυστυχώς δεν μπορούν να κρυφτούν. Συνολικά πάντως, και παρόλο που όπως προείπα δεν έχω δώσει ακόμα απάντηση στο ηθικό ερώτημα του αν δικαιούται κάποιος/α να μιμείται επί ένα δίωρο έναν/μία ηθοποιό που έπαιξε ένα ρόλο, κρατώ την αγάπη του Ζαχαράτου, αλλά και ολόκληρης της παραγωγής, για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Αγάπη που είναι έκδηλη και στο... συνοδευτικό υλικό της παράστασης, δηλαδή στο πρόγραμμα και στο CD με τα τραγούδια του έργου. Στο μεν πρόγραμμα γίνονται εκτενείς αναφορές στη Ρένα από τους συντελεστές της παράστασης ενώ φιλοξενούνται και οι αναμνήσεις του Γιάννη Δαλιανίδη και του Μάκη Δελαπόρτα για τη συνεργασία τους με τη Ρένα στην ταινία και στην τελευταία παράσταση της Χαρτοπαίχτρας. Υπάρχει επίσης και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την ταινία και την παράσταση του 1993 (μια από τις οποίες έχω την εντύπωση ότι έχει παρθεί από αυτό το blog, αλλά σαφώς δεν διαμαρτύρομαι γι' αυτό, γιατί δεν έχω την αποκλειστικότητα των φωτογραφιών που αναρτώ--άλλωστε το ίδιο συνέβη και σε πρόσφατο αφιέρωμα της εκπομπής Όμορφος κόσμος το πρωί στην Έλντα Πανοπούλου, όπου χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες της Χαρτοπαίχτρας του 1993 από το blog). Σε ό,τι αφορά το CD, περιέχει τα τραγούδια της παράστασης με τον Ζαχαράτο και άλλους/ες ηθοποιούς της ενώ στα bonus tracks του συμπεριλαμβάνονται το "Η Αθήνα τη νύχτα" (από τα Κορίτσια για φίλημα) με την αφιέρωση "Στη Ρένα που αγαπάμε" (το τραγουδάει ο Ζαχαράτος) και το "Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι" (από το Κάτι να καίει, που λανθασμένα όμως αναγράφεται ως "Όπου κι αν πάω") που το τραγουδάει η Ιώ Νικολάου με τη συνοδεία του Μίμη Πλέσσα στο πιάνο.
Το Λόξα και δόξα είναι ένα αγαπημένο μου έργο με έντονα επιθεωρησιακά στιχεία και τρυφερές επιρροές από το παγκόσμιο και το ελληνικό σινεμά. Η παράσταση της "Αποθήκης", σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου και μουσική Στάμου Σέμση, ήταν εξαιρετική με την Αλίκη Γεωργούλη να συγκινεί στον ρόλο της Ολυμπιάδας και την Ελένη Γερασιμίδου να προκαλεί απίστευτο γέλιο στον διπλό ρόλο της μητέρας και της καλόγριας θείας. Το έργο επαναλήφθηκε δέκα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1999: το σκηνοθέτησε για το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας ο Θανάσης Θεολόγης που συμμετείχε στο πρώτο ανέβασμα. Τον ρόλο της Ολυμπιάδας έπαιξε η Νένα Μεντή και τον ρόλο του συγγραφέα ο αξέχαστος Μίμης Χρυσομάλλης, ενώ η Ελένη Γερασιμίδου επανέλαβε τον διπλό της ρόλο. Αυτή τη φορά τη μουσική έγραψε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ο οποίος έδωσε έναν πιο επιθεωρησιακό χαρακτήρα στα τραγούδια, ταιριαστό σε καλοκαιρινή παράσταση περιοδείας, ενώ ο Σέμσης στο πρώτο ανέβασμα είχε καταφέρει να δώσει στα τραγούδια μια ατμόσφαιρα πιο φευγάτη και σκοτεινή, που ταίριαζε στις ματαιωμένες αυταπάτες των ιδιοκτητών ενός γραφείου τελετής.
Φέτος το Λόξα και δόξα ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ζωής στην ελληνική περιφέρεια με μια παράσταση όμως που δεν θα έχουν την ευκαιρία να δουν άλλες πόλεις. Η ομάδα "Συν ένα" (που ιδρύθηκε το 2008 από παλιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς και συντελεστές παλαιών θεατρικών σχημάτων της Καλαμάτας αλλά και νέους/ες φίλους/ες της τέχνης) έδωσε νέα πνοή στο έργο του Ξανθούλη. Ο σκηνοθέτης Κώστας Κατσουλάκης (που υπέγραψε επίσης τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς) έδωσε σωστούς ρυθμούς στην παράσταση και είδε με νέα δεδομένα κάποιες από τις σκηνές του έργου (χαρακτηριστική η αναφορά στο Brokeback Mountain στη σκηνή "Το φάντασμα του Βασιλάκη"). Επίσης, αξιοποιώντας τα πολυάριθμα μέλη της ομάδας ο Κατσουλάκης έδωσε... σάρκα και οστά στα κινηματογραφικά όνειρα των χαρακτήρων του Ξανθούλη: έτσι, πέρα από τα πρόσωπα που επινόησε ο συγγραφέας, η σκηνή γέμισε με κινηματογραφικούς/ές ήρωες/ηρωίδες, με φιγούρες που ξέφυγαν από ταινίες του παγκόσμιου σινεμά και έδωσαν ιδιαίτερη λάμψη στα επί σκηνής δρώμενα και όνειρα!
Τη μουσική και τα τραγούδια του έργου που τόνισαν αυτή την ονειρική διάστασή του έγραψε ο Μιχάλης Τούμπουρος και δυστυχώς αποδείχτηκαν το κύκνειο άσμα του συνθέτη: πριν από λίγες μέρες, στις 3 Μαρτίου 2010, ο πενηντάχρονος πυρηνικός ιατρός και, όπως δήλωνε ο ίδιος, ερασιτέχνης μουσικός βρήκε αναπάντεχο θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στην Καλαμάτα όπου ζούσε και εργαζόταν. Λίγους μήνες πριν την πρεμιέρα της παράστασης είχε κυκλοφορήσει από τη Lyra ο πρώτος του δίσκος, με τίτλο Μονολογώντας. Ο ίδιος είχε γράψει και τους στίχους και τη μουσική και ερμήνευσε 9 τραγούδια ενώ τα υπόλοιπα έξι ερμήνευσαν οι Χάρις Αλεξίου, είχε πρωτοεμφανιστεί το 1991 στον χώρο του τραγουδιού συμμετέχοντας στους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου κέρδισε το τρίτο βραβείο. Εμφανίστηκε επίσης στο ανανεωμένο «Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης» το 2006 (με το τραγούδι "Άρωμα"), αλλά όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με μουσική για θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν στη Ρόδο και την Καλαμάτα (σε κάποιες από τις οποίες έπαιξε και ως ηθοποιός). Στη δισκογραφία μπήκε χάρη στον Μανώλη Μητσιά που ερμήνευσε ένα (διαβάστε μια συνέντευξή του στη Γιώτα Συκκά και την Καθημερινή εδώ).
Όσο για τους/τις ηθοποιούς της ομάδας "Συν ένα", ομολογώ ότι με εξέπληξαν. Αν και είναι έντονα εντυπωμένες μέσα μου οι ερμηνείες του πρώτου ανεβάσματος του έργου χάρη σε μια μαγνητοσκόπηση που έχω δει αμέτρητες φορές από το 1989 μέχρι σήμερα, τα μέλη της ομάδας με κέρδισαν με το κέφι τους, τον αυθορμητισμό τους και τις υποκριτικές τους ικανότητες. Ξεχώρισα τη Μαρία Κρόμπα ως Ολυμπιάδα, τη Ρούλα Μεντή ως κατάδικο μητέρα, την Όλγα Θεοδώρου ως καλόγρια θεία (στα πρώτα δυο ανεβάσματα του έργου τους δυο ρόλους έπαιζε η ίδια ηθοποιός εφόσον πρόκειται για... δίδυμες ηρωίδες, ωστόσο οι κυρίες Μεντή και Θεοδώρου έμοιαζαν αρκετά, ώστε να πείθουν για αδελφές!) και τον Ηλία Μαρκέτη ως συγγραφέα. Στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίστηκαν με ικανοποιητικά αποτελέσματα (δίχως να λείπουν βέβαια κάποιες αναπόφευκτες αδυναμίες, εφόσον κάποια από τα μέλη ασχολούνται ερασιτεχνικά με το θέατρο) οι Βαγγέλης Χάχης, Τάκης Τσαπόγας, Σοφία Μποτσέα, Όλγα Θεοδώρου, Χαρούλα Νίκου, Λεωνίδας Παχτίτης, Λέανδρος Μιμίκος, Γιώργος Καμπούρης. Στον χορό συμμετείχαν οι Βάγια Αγαδάκου, Κωνσταντίνος Βλαχοδήμος, Ρένα Κολοκάθη, Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου, Ελένη Μαλιώρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ζωή Στεργιώτη, Λαμπρινή Τίτσου και Γωγώ Χρανιώτη.
Τώρα, πού κολλάει η Ρένα Βλαχοπούλου σε όλα αυτά; Πρώτα από όλα, το όνομά της υπάρχει μέσα στο κείμενο του Ξανθούλη! Στην αρχή του έργου, τα αδέλφια της Ολυμπιάδας παραπονιούνται ότι η δική της κακή μοίρα τα παρέσυρε και αυτά. Λέει λοιπόν ο συγγραφέας: "Έπρεπε να παντρευτεί πρώτα η Ολυμπιάδα κι ύστερα εμείς" και συμπληρώνει ένα από τα αδέλφια: "Σαν τη Βλαχοπούλου στις ταινίες της Φίνος Φιλμ"...
Στην παράσταση όμως της ομάδας "Συν ένα" η Ρένα Βλαχοπούλου, ή μάλλον η φωνή της, έχει άλλο ένα σύντομο "πέρασμα": στο τραγούδι "Τα καλοκαίρια τα παλιά" οι στίχοι του Ξανθούλη περιγράφουν τις κινηματογραφικές αναμνήσεις δύο παλιών φίλων, του Αλέξανδρου και του Βασιλάκη. Στους στίχους γίνεται αναφορά στους/στις αξέχαστους/ες ηθοποιούς μας: Φωτόπουλο, Λογοθετίδη, Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Βρανά και Μακρή. Ο Μιχάλης Τούμπουρος έβαλε εμβόλιμα στο τραγούδι ατάκες από παλιές ταινίες με τις φωνές της Σαπφώς Νοταρά, του Νίκου Σταυρίδη, του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και της Ρένας Βλαχοπούλου που απαγγέλει: "Πολύ μακράν με φέρανε σε δυο βουνά από πίσω, δεν φτάνει το χεράκι μου να σ' αποχαιρετήσω..." από την ταινία Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου.
Με αυτό το τραγούδι θα κλείσει αυτή η... ατέλειωτη ανάρτηση για τις 3+1 θεατρικές παραστάσεις της φετινής σεζόν που μου θύμισαν (λες και χρειάζομαι πολλές αφορμές...) τη μούσα αυτού του blog. Αφιερώνω αυτό το βιντεάκι στη μνήμη του Μιχάλη Τούμπουρου.
Όπως είχε διηγηθεί η Βλαχοπούλου στον Παυριανό, και ο Μιχάλης Κακογιάννης την είχε σκεφτεί για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, ταινία που δεν πραγματοποιήθηκε. Εκτός από τον Κακογιάννη, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σχεδίαζε για ένα διάστημα την κινηματογραφική μεταφορά του έργου, αλλά εκείνος φαίνεται ότι είχε επιλέξει μόνο την Εκάβη, τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Παρόλο που ούτε αυτή η ταινία πραγματοποιήθηκε ποτέ, η Λήδα Πρωτοψάλτη έπαιξε τελικά την Εκάβη στην τηλεοπτική μεταφορά του έργου (ΑΝΤ1, 1995-96), για την οποία υπεύθυνος ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Δαλιανίδης είχε ένα πολύ καλό καστ και πολλές καλές ιδέες για την τηλεοπτική διασκευή του Στεφανιού, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε, επειδή, κατά τη γνώμη μου, η σειρά γυρίστηκε μάλλον γρήγορα και μάλλον με τηλεοπτικούς όρους (τρικάμερο, φτηνά σκηνικά). Ωστόσο, ήταν πολύ καλές στους ρόλους του και οι δυο πρωταγωνίστριές του τηλεοπτικού Τρίτου στεφανιού, η "Εκάβη" Λήδα Πρωτοψάλτη και η "Νίνα" Νένα Μεντή.
Και φέτος, 13 χρόνια μετά το σίριαλ, η Νένα Μεντή συμμετέχει και πάλι στο Τρίτο στεφάνι, στη θεατρική του μεταφορά, μα τούτη τη φορά αναλαμβάνει τον ρόλο της Εκάβης. Η ίδια η Μεντή εξάλλου δήλωσε πως νιώθει πολύ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία της Εκάβης παρά της Νίνας (πέρα από το γεγονός ότι σήμερα είναι πλέον ηλικιακά πιο κοντά στην Εκάβη). Για τον ρόλο της Νίνας ο Φασουλής επέλεξε αρχικά την Πέγκυ Σταθακοπούλου η οποία όμως αναγκάστηκε για προσωπικούς λόγους να αποχωρήσει από τον θίασο λίγο καιρό πριν την πρεμιέρα και έτσι τον ρόλο ανέλαβε η Φιλαρέτη Κομνηνού.
Θα διαφωνήσω με τον Φασουλή στο ότι η Ρένα δεν ήταν πολύ καλή εκεί, όχι φυσικά επειδή είμαι Rena Fan. Σαφώς η Ρένα "διάβαζε" τον ρόλο (όπως και όλοι/ες όσοι/ες συμμετείχαν) αλλά δεν νομίζω ότι "είχε" απλώς λαϊκότητα. Μπορεί η κινηματογραφική της εικόνα να παρέπεμπε πάντα σε λαϊκές φιγούρες, ωστόσο τόσο οι οικογενειακές καταβολές της όσο και η τραγουδιστική της καριέρα τής κληροδότησαν αυτή τη δισυπόστατη ταυτότητα αστής και λαϊκής γυναίκας. Όσο για το αν ήταν πολύ καλή ή όχι, θα πω, όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, ότι η Ρένα Βλαχοπούλου ως Νίνα ήταν πολύ καλή, με πολλές εξαιρετικές στιγμές. Δυστυχώς δεν ήταν πάντα εξαιρετική γιατί δεν ήταν πάντα προετοιμασμένη για την ηχογράφηση (όπως ήταν η Σμάρω Στεφανίδου), ωστόσο μας έδειξε πόσο πιο πολλά θα είχε κάνει στην καριέρα της αν αποφάσιζε να ρισκάρει και να δοκιμαστεί σε διαφορετικά πράγματα και αν βρίσκονταν και οι σκηνοθέτες που θα την έπειθαν να κάνει ανάλογες κινήσεις (με αυτό το δεδομένο θεωρώ κατόρθωμα του νεαρού τότε Γιώργου Παυριανού το ότι την έπεισε να πάρει μέρος στο Τρίτο στεφάνι και ότι τη βοήθησε να αποδώσει τον ρόλο τόσο καλά...).
Παρασύρθηκα όμως, το θέμα μου δεν είναι το Τρίτο στεφάνι του Τρίτου Προγράμματος, αλλά το Τρίτο στεφάνι του Εθνικού Θεάτρου. Ο Φασουλής είναι ειδικός στο να στήνει μεγάλα λαϊκά θεάματα, και το αλησμόνητο Βίρα τις Άγκυρες που σκηνοθέτησε σ' αυτή την ίδια σκηνή το 1997 θα αποτελεί πάντα το μέτρο για ό,τι ανάλογο κάνει ο ίδιος (αλλά και άλλοι/ες) στο μέλλον. Το Τρίτο στεφάνι δεν βρίσκεται στο ύψος εκείνης της παράστασης, αλλά πάντως είναι μια πολύ καλή παράσταση που καταφέρνει παρά τη μεγάλη διάρκειά της (4 ώρες και 15 λεπτά...) να μην κουράζει το κοινό. Οι ρυθμοί της είναι γρήγοροι και ίσως αυτό το προτέρημα να μην αφήνει παραδόξως την παράσταση να απογειωθεί, αφού εκ των πραγμάτων τα πράγματα πρέπει να κυλήσουν γρήγορα και σε κάποιες στιγμές η προσδοκώμενη εμβάθυνση δεν επιτυγχάνεται (ενώ στο Βίρα τις άγκυρες η εμβάθυνση αυτή προσφερόταν από τα τραγούδια του έργου). Ήταν βέβαια πολύ δύσκολο να "χωρέσει" ολόκληρο το βιβλίο του Ταχτσή στην παράσταση και παρά τις παραλείψεις που αναγκαστικά έγιναν (πχ το κομμάτι των Δεκεμβριανών) νιώθεις ότι έχεις δει πραγματικά όλο το έργο χωρίς σημαντικές απώλειες.
Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι μάλλον καλύτερο τόσο ως διασκευή όσο και ως σκηνικό αποτέλεσμα. Σ' αυτό κυριαρχεί η ιστορία της Εκάβης και πραγματικά η Νένα Μεντή αποδεικνύει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι. Γράφτηκε ότι η ερμηνεία της αγγίζει το επίπεδο της Κατίνας Παξινού--δεν είχα βέβαια την τύχη να δω την Παξινού στη σκηνή για να το επαληθεύσω--και στο φινάλε του πρώτου μέρους νομίζω ότι είναι πραγματικά συγκλονιστική. Στο δεύτερο μέρος το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη Νίνα και είναι η σειρά της Φιλαρέτης Κομνηνού να μας γοητεύσει. Όταν είδα εγώ την παράσταση, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η Κομνηνού έμοιαζε να μην έχει ακόμα ολοκληρώσει τον ρόλο, είχε εντούτοις εξαιρετικές στιγμές και μια σκηνική παρουσία σαγηνευτική. Η Νίνα της κυριαρχεί έτσι κι αλλιώς και δραματουργικά (ενώ η Εκάβη είναι πιο παραγκωνισμένη και, αντίστοιχα, η Μεντή φαίνεται να μην αποδίδει τόσο όσο θα μπορούσε σε κάποιες σκηνές) και φυσικά στο εντυπωσιακό φινάλε, που είναι έμπνευση των διασκευαστών και όχι του Κώστα Ταχτσή, κινεί τα νήματα με μαεστρία.
Όσο για τον υπόλοιπο θίασο, οι περισσότεροι/ες ηθοποιοί έχουν μικρούς ρόλους τους οποίους φέρνουν σε πέρας ικανοποιητικά. Ξεχωρίζουν ασφαλώς ο Γιάννης Νταλιάνης (Αντώνης), ο Δημήτρης Στάνκογλου (Δημήτρης), η Μαργαρίτα Λουμάκη (Μαριέτα), ο Νίκος Χύτας (Λόγγος) και η Ντόρα Σιμοπούλου (Ερασμία). Η Τάνια Τρύπη ως Ελένη επαναλαμβάνει τον τύπο της μοιραίας γυναίκας που έχει ξαναπαίξει στη σκηνή του "Ρεξ" και σε άλλες δουλειές, αλλά νομίζω ότι στο τηλεοπτικό Τρίτο στεφάνι (όπου έπαιξε τον ίδιο ρόλο) ήταν καλύτερη. Η Όλγα Δαμάνη είναι καλύτερη ως Γαλάτεια παρά ως θεία Κατίγκω, ενώ η Μαρία Ζορμπά στον ρόλο της Μαρίας, της κόρης της Νίνας, είχε καλές στιγμές, ενώ σε κάποιες άλλες φαινόταν κάπως ακαθοδήγητη (ίσως στο μεταξύ να έχει βρει τους ρυθμούς της). Ο Φοίβος Ριμένας ως Άκης ήταν πολύ καλή επιλογή. Τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου ομολογώ πως δεν με ικανοποίησαν: αν και μπορώ να ερμηνεύσω την επιλογή του άσπρου χρώματος που κυριαρχούσε ως αναφορά στα νυφικά των τριών γάμων, νομίζω ότι δεν ταίριαζε με τα γεγονότα και τις καταστάσεις του έργου. Τα κοστούμια της Ντέννης Βαχλιώτη, αντίθετα, ήταν νομίζω εξαιρετικά. Καλά λόγια έχω να πω και για τη μουσική σύνθεση και επιμέλεια του Θοδωρή Οικονόμου και για την κίνηση της Αποστολίας Παπαδαμάκη.
Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε το Τρίτο στεφάνι, αλλά σας ενημερώνω πως μέχρι το τέλος των παραστάσεων τα εισιτήρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί: θα βρείτε μόνο θέσεις στον Β΄ εξώστη ή, αν είστε τυχεροί, θέσεις από ακυρώσεις ή εισιτήρια από επιστροφές. Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσετε να το δείτε...
Και δυο ρενα-φανατικές λεπτομέρειες. Η πρώτη: το τραγούδι Dormi Bambina που ακούγεται σε μια στιγμή στο έργο: είναι το τραγούδι που ακούει η Νίνα να τραγουδά κάποιο καλοκαιρινό βράδυ ένας Ιταλός από την απέναντι πολυκατοικία... Είναι το τραγούδι που τραγουδούσε η Ρένα εκείνη την εποχή στα επιθεωρησιακά θέατρα της Αθήνας και που στο ραδιοφωνικό Τρίτο στεφάνι ξανατραγούδησε η ίδια, ως Νίνα αυτή τη φορά... Η δεύτερη: στο ίδιο αυτό θέατρο, το "Ρεξ", εμφανιζόταν η Ρένα Βλαχοπούλου τη σεζόν 1978-79, στην επιθεώρηση Τα παιδιά του σωλήνα. Και μια μέρα, ο νεαρός Γιώργος Παυριανός περνώντας από έξω, είδε το όνομά της στη μαρκίζα και σκέφτηκε να της προτείνει τον ρόλο...
Το μικρόβιο του έρωτα του Κώστα Γιαννίδη στο "Ακροπόλ"
Λίγο πιο πάνω από το "Ρεξ", στο "Ακροπόλ", σε ένα θέατρο που επίσης σφράγισε η Ρένα με την παρουσία της για χρόνια ολόκληρα, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει το μουσικό θέαμα Το μικρόβιο του έρωτα του Κώστα Γιαννίδη. Πρόκειται για μια σύνθεση τραγουδιών του σπουδαίου συνθέτη που έκανε καριέρα ως Γιαννίδης στον χώρο του ελαφρού θεάτρου και τραγουδιού και με το πραγματικό του όνομα, Γιάννης Κωνσταντινίδης, στον χώρο της λόγιας μουσικής. Γιατί φέρνει αυτή η παράσταση τη Ρένα Βλαχοπούλου στο μυαλό του Rena Fan; Μα φυσικά γιατί ο εκλεκτός συνθέτης συνεργάστηκε με τη νεαρή τραγουδίστρια στα χρόνια της Κατοχής και έναν από τους καρπούς αυτής της συνεργασίας, το υπέροχο τραγούδι "Έτσι είν' η ζωή" σε στίχους Δημήτρη Ευαγγελίδη, μπορείτε να απολαύσετε σ' αυτήν την παράσταση...
Υπεύθυνος για το καλόγουστο και υψηλής αισθητικής θέαμα του "Ακροπόλ" είναι ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, ο οποίος γνώρισε τον Γιαννίδη λίγα χρόνια πριν πεθάνει, κέρδισε την εμπιστοσύνη του συνθέτη και ανέλαβε την ευθύνη του αρχείου του. Έκτοτε ο Λιάβας προσπαθεί να αναδείξει τις διάφορες πτυχές του πλούσιου έργου του Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη και αυτή η παράσταση εντάσσεται σ' αυτές τις επιτυχημένες προσπάθειες. Πρόκειται για ένα μουσικό έργο χτισμένο από τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη, στο πρώτο μέρος του οποίου κυριαρχούν αποσπάσματα από την οπερέττα Το μικρόβιο του έρωτα, την οποία ο Γιαννίδης συνέθεσε στο Βερολίνο, όταν σπούδαζε κοντά σε μεγάλους Γερμανούς μουσουργούς. Το πρωτότυπο λιμπρέτο της οπερέτας ήταν γραμμένο στα γερμανικά: για τις ανάγκες της φετινής παρουσίασής του επιστρατεύτηκε ο Γιάννης Ξανθούλης ο οποίος έγραψε τους στίχους για τις πανέμορφες μελωδίες του Γιαννίδη που μάλλον ακούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και που ελπίζω να ηχογραφηθούν για να μπορούμε να τις ακούμε ξανά και ξανά. Τα κομμάτια αυτά είναι φανερά επηρεασμένα από το βερολινέζικο κλίμα και την ατμόσφαιρα των μεσοπολεμικών καμπαρέ στα οποία δούλεψε ο νεαρός Γιαννίδης για να μπορέσει να επιβιώσει, όταν η οικογένειά του καταστράφηκε οικονομικά...
Τα αποσπάσματα από το Μικρόβιο του έρωτα πλαισιώνουν οι πασίγνωστες επιτυχίες του Κώστα Γιαννίδη. Η επιλογή τους και η σύνθεσή τους σε μια ενιαία παράσταση έγινε από τον Λάμπρο Λιάβα, ο οποίος πρόσθεσε μικρά συνδετικά κείμενα που παρουσιάζουν την πορεία του συνθέτη από τη Σμύρνη, στο Βερολίνο και από κει στην Αθήνα. Τα κείμενα είναι απλώς η αφορμή για να ακουστούν τα υπέροχα κομμάτια του συνθέτη με το ιδιαίτερο χρώμα και τις μαγευτικές αρμονίες τους: ευτυχώς δεν φλυαρούν και δίνουν γοργά τη θέση τους στα τραγούδια. Εκτός από τον Κώστα Γιαννίδη που τον υποδύονται σε διπλή διανομή ο Γιώργος Κέντρος και ο Νίκος Αρβανίτης, βασικό πρόσωπο του έργου είναι ο κομπέρ του καμπαρέ, που υποδύονται ο Άγγελος Παπαδημητρίου και ο Κώστας Ζαχαράκης (εγώ είδα τους Αρβανίτη και Ζαχαράκη, και οι δυο πολυ καλοί στους ρόλους τους).
Από τους/τις υπόλοιπες σολίστες ξεχωρίζουν σαφώς η Ζωή (είδα την εξαιρετική Νίνα Λοτσάρη, κάθε χρόνο και καλύτερη, με εντυπωσιακή φωνή και σαγηνευτική σκηνική παρουσία--τον ρόλο παίζουν επίσης οι Ευδοκία Χατζηιωάννου και Δέσποινα Σκαρλάτου-Παρασκευοπούλου) και ο συνοδός της (είδα τον καλό Δημήτρη Σιγαλό--τον ρόλο παίζουν επίσης ο Νίκος Στεφάνου και ο εξαιρετικός Κωνσταντίνος Κληρονόμος). Στους ρόλους της Μνήμης και της Σοφίας Βέμπο είδα τη γοητευτική Ιωάννα Φόρτη (τους ρόλους παίζει επίσης η Ελένη Δάβου) και ως συνοδό της Μνήμης αλλά και ως Νίκο Γούναρη είδα τον αφοπλιστικό Χάρη Ανδριανό (τους ρόλους παίζει επίσης ο Μιχάλης Κατσούλης). Με ιδιαίτερο μπρίο, ως συνήθως, ερμήνευσε τη Σπιτονοικοκυρά του συνθέτη (και λιμπρετίστα του Μικροβίου!) αλλά και τη Μαμά του ζεύγους η απολαυστική Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (τον ρόλο παίζει επίσης η Ζηνοβία Πουλή). Στους υπόλοιπους ρόλους χάρηκα τις/τους Ελπινίκη Ζερβού, Ζαφείρη Κουτελιέρη, Τάσο Λαζάρου (στους αντίστοιχους ρόλους εμφανίζονται επίσης οι Μυρτώ Μποκολίνη, Κωστής Ρασιδάκης, Γιώργος Σώχος). Σε πλήρη φόρμα η χορωδία της ΕΛΣ που διευθύνει ο Κώστας Δρακάκης αλλά και το μπαλέτο που χορογράφησε η Σοφία Σπυράτου. Την παράσταση που είδα εγώ διηύθυνε ο Χρύσανθος Αλισάφης. (Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι θα έπρεπε η ΕΛΣ να μοιράζει μαζί με το πρόγραμμα μια σελίδα με τη διανομή της κάθε παράστασης, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο να καταλάβεις ποιον/ποιαν σολίστα βλέπεις πάνω στη σκηνή με βάση τη μικρή φωτογραφία που υπάρχει στο πρόγραμμα...).
Στο καλόγουστο σκηνικό αποτέλεσμα της παράστασης έχουν σαφώς συμβάλει τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, ενώ οι διασκευές του Βασίλη Τενίδη απογείωσαν πολλά από τα τραγούδια. Στα highlights της βραδιάς τα βαλσάκια "Πάμε σαν άλλοτε" και "Λες και ήταν χτες", το "Θα ξανάρθεις" από τον Χάρη Ανδριανό, το "Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα" από την Ιωάννα Φόρτη (όσο κι αν η υπέροχη φωνή της δεν θύμιζε καθόλου τη Σοφία Βέμπο, στην οποία παρέπεμπε ο ρόλος της). Το φινάλε ξεκίνησε με την ενότητα "Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι"/"Σπιτάκι μου παλιό" (με τον Ν. Στεφάνου και τη χορωδία) για να κορυφωθεί με το "Ξύπνα αγάπη μου" της... πλανεύτρας Νίνας Λοτσάρη και να ολοκληρωθεί με το "Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου" μπλεγμένο με το "Έτσι είν' η ζωή"...
Δείτε οπωσδήποτε το Μικρόβιο του έρωτα στο Ακροπόλ, αν ανήκετε στους/στις λάτρεις του ελαφρού τραγουδιού. Αλλά και αν δεν ανήκετε, αξίζει τον κόπο, νομίζω να γνωρίσετε τον μαγικό μουσικό κόσμο του Κώστα Γιαννίδη (έστω και σε μια οπερετική εκδοχή που σαφώς διαφέρει από την αρχική μορφή αυτού του ρεπερτορίου, αλλά δεν παύει να γοητεύει και να συγκινεί).
Και μια ρενα-φανατική επισήμανση: χαίρομαι όταν βλέπω πληροφορίες από τα κείμενα του blog να χρησιμοποιούνται από άλλους/ες ερευνητές/τριες. Είναι μια αναγνώριση της χρησιμότητας της δουλειάς μου. Αυτό συμβαίνει στο πρόγραμμα του "Ακροπόλ" όπου υπάρχει ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη, στο οποίο αναγνώρισα κάποιες φράσεις και πληροφορίες από την ανάρτηση που αφιέρωσα πέρσι στον μεγάλο συνθέτη. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σ' αυτήν στη βιβλιογραφία του κειμένου. Επικοινώνησα με τον συγγραφέα του, ο οποίος μου είπε ότι η αναφορά υπήρχε στην αρχική μορφή του κειμένου που υπέβαλε για το πρόγραμμα, αλλά προφανώς αφαιρέθηκε από τον υπεύθυνο της ύλης του προγράμματος. Αν αυτό συνέβη επειδή πρόκειται για διαδικτυακή και όχι για έντυπη πηγή, νομίζω ότι είναι μια άκρως άκομψη και άδικη κίνηση που δείχνει έλλειψη σεβασμού για την εργασία των bloggers. Μπορεί να θέτουμε τη δουλειά μας στη διάθεση ενός μεγάλου κοινού μέσω του διαδικτύου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η δουλειά παύει να είναι δική μας (αντίστοιχα ανάμικτα συναισθήματα χαράς και ενόχλησης ένιωσα πρόσφατα διαβάζοντας άλλο ένα κείμενο για τον Κώστα Γιαννίδη...).
Η Χαρτοπαίχτρα του Δ. Ψαθά στο θέατρο "Πόρτα"
Ομολογώ ότι στο θέατρο "Πόρτα" πήγα προκατειλημμένος μάλλον αρνητικά. Είχα διατυπώσει και παλιότερα τις επιφυλάξεις μου για το εγχείρημα του Τάκη Ζαχαράτου να ερμηνεύσει τον ρόλο της χαρτοπαίχτρας υποδυόμενος τη... Ρένα Βλαχοπούλου που δόξασε τον ρόλο στο σινεμά και στο θέατρο. Οφείλω να πω ότι ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου το αν ο Ζαχαράτος έπρεπε να ανεβάσει τη Χαρτοπαίχτρα ή όχι, δεν έχω καταφέρει να δώσω απάντηση στο... ηθικό ζήτημα που τίθεται με την απόφασή του να μιμηθεί επί δύο ώρες τη Ρένα. Βλέποντας όμως την παράσταση στο θέατρο "Πόρτα", δεν ένιωσα ότι το θέαμα πρόσβαλλε τη μνήμη της. Αλλά αναμφίβολα η παράσταση έχει πολλές αδυναμίες.
Η παράσταση της ADAM Productions (του Μιχάλη Αδάμ) προσπαθεί βέβαια με κάθε τρόπο να θυμίσει την ταινία. Ακόμα και στο κείμενο έχουν γίνει επεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση: προστέθηκε για παράδειγμα η εναρκτήρια σκηνή με την παρέα της χαρτοπαίχτρας η οποία δεν υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο του Ψαθά, ανήκει εξ ολοκλήρου στον Γιάννη Δαλιανίδη. Χρησιμοποιήθηκε η μουσική που είχε γράψει ο Μίμης Πλέσσας για την ταινία και σε μια προσπάθεια το έργο να γίνει μουσική κωμωδία έχουν προστεθεί από τον Γιώργο Μίτσιγκα στίχοι σε κάποια θέματα για να τα τραγουδάει κυρίως η χαρτοπαίχτρα αλλά και κάποιοι από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Οπτικά η παράσταση παραπέμπει στη δεκαετία του '60. Τα σκηνικά του Ηλία Λεδάκη χρησιμοποιούν προβολές εικόνων που είναι ομολογουμένως έξυπνες και δίνουν σε κάποια σημεία ευφάνταστες λύσεις. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ τονίζουν τη γκροτέσκ όψη της δεκαετίας του '60 χρησιμοποιώντας πολύ έντονα χρώματα και κάποιες φορές κιτς συνδυασμούς. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια προσπάθεια να προστεθεί έντονο χρώμα και επιπλέον κέφι στην ασπρόμαυρη ταινία--στοιχεία βέβαια που η ταινία σαφώς δεν χρειαζόταν γιατί είχε γερό καστ με επικεφαλής βέβαια τη δαιμόνια Ρένα Βλαχοπούλου.
Τι συμβαίνει όμως με το τωρινό καστ; Μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης Βασίλης Μυριανθόπουλος δεν ασχολήθηκε με τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς και ότι κάποιοι/ες από αυτούς/ές απλώς δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν σωστά τους ρόλους που ανέλαβαν. Προφανώς το επίκεντρο της παράστασης είναι ο Τάκης Ζαχαράτος και το "εύρημα" της μίμησης της Ρένας, τι συμβαίνει όμως με τους υπόλοιπους/ες; Ακόμα και οι πιο έμπειροι/ες μου φάνηκαν απροετοίμαστοι/ες. Ο Γιάννης Μποσταντζόγλου για παράδειγμα στον ρόλο του συζύγου της Χαρτοπαίχτρας έπαιζε μονόχορδα, φωνάζοντας και απειλώντας όλη την ώρα. Η Τζέσυ Παπουτσή παρομοίως χρησιμοποιούσε υψηλές εντάσεις χωρίς καθόλου να πείθει ότι είναι η φοβισμένη υπηρέτρια όταν πρέπει. Μόνον ο Μιχάλης Γιαννάτος στον ρόλο του Παπατζή και ο Χρήστος Συριώτης στον ρόλο του Γιαννάκη ήταν πειστικοί. Οι ηθοποιοί που ανέλαβαν τους μικρότερους ρόλους έμοιαζαν, με κάποιες εξαιρέσεις σαφώς, ακαθοδήγητοι/ες. Οπότε το μόνο που μας μένει είναι ο Τάκης Ζαχαράτος.
Μπορεί ο Τάκης Ζαχαράτος να είναι μίμος και όχι ηθοποιός, αλλά, όπως επεσήμανε ένας φίλος, έπαιξε πολύ καλύτερα και πολύ πιο ευσυνείδητα από τους/τις επαγγελματίες ηθοποιούς. Ο Ζαχαράτος ως Ρένα (ή στην προσπάθειά του να θυμίσει τη Ρένα, όπως ο ίδιος προτιμά να περιγράφεται το εγχείρημά του) είναι πολύ καλός στις δυο πρώτες εικόνες του έργου. Τον απόλαυσα ιδιαίτερα στη δεύτερη εικόνα (και υποθέτω τα εύσημα πρέπει να δοθούν και στον Μυριανθόπουλο για αυτό) όπου έδειξε ότι δεν μιμούνταν απλώς τη Ρένα αλλά στηριζόμενος στα δικά της υποκριτικά τερτίπια έβαζε τις δικές του πινελιές στον ρόλο: όπως για παράδειγμα όταν η Αλέκα προσπαθεί να τουμπάρει τον Μπάρδακα προξενεύοντας τον γιο της για την κόρη του και ταυτόχρονα τον αναγκάζει να... παίξουν χαρτιά ή όταν στρώνει το τραπέζι για την οικογένειά της. Ωστόσο στις υπόλοιπες εικόνες του έργου τα ευρήματα μοιάζουν να ελαττώνονται (δίχως φυσικά να λείπουν, όπως πχ. στην τέταρτη εικόνα όταν η Αλέκα προσπαθεί να γλιτώσει από τον θυμό του Αντρέα μπουσουλώντας--εδώ ο Ζαχαράτος χρησιμοποίησε έξυπνα το μπουσούλημα της Ρένας από το Ένα κορίτσι για δύο) και η μίμηση της Ρένας δεν είναι πια αποτελεσματική--ίσως μάλιστα να γίνεται και βαρετή. Ειδικά στην πέμπτη εικόνα όπου η Αλέκα πρέπει να δείξει την έγνοια της να ανακαλύψει την ερωμένη του συζύγου της, τον θυμό της και την πίκρα της, νομίζω ότι ο Ζαχαράτος δεν τα κατάφερε πολύ καλά. Ωστόσο, στην παράσταση που είδα εγώ φάνηκε η αυτοσχεδιαστική ικανότητα του Ζαχαράτου, όταν ο Μποσταντζόγλου και ο Δημήτρης Λιακόπουλος (που υποδύεται τον γιο της Αλέκας) μπέρδεψαν τις ατάκες τους και ο Ζαχαράτος σχολίασε έξυπνα το συμβάν.
Συνολικά μοιάζει να δικαιώνεται η αρχική μου σκέψη ότι ο Ζαχαράτος είναι εξαιρετικός στο να μιμείται (ή να... θυμίζει) τη Ρένα Βλαχοπούλου σε σύντομες σκηνές ή σε μουσικοχορευτικά νούμερα (όπως συμβαίνει και στα τραγούδια της Χαρτοπαίχτρας όπου η φωνή του θυμίζει την έκφραση της Ρένας και οι κινήσεις του τα κωμικά της χορευτικά), αλλά σε μια δίωρη παράσταση οι αδυναμίες δυστυχώς δεν μπορούν να κρυφτούν. Συνολικά πάντως, και παρόλο που όπως προείπα δεν έχω δώσει ακόμα απάντηση στο ηθικό ερώτημα του αν δικαιούται κάποιος/α να μιμείται επί ένα δίωρο έναν/μία ηθοποιό που έπαιξε ένα ρόλο, κρατώ την αγάπη του Ζαχαράτου, αλλά και ολόκληρης της παραγωγής, για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Αγάπη που είναι έκδηλη και στο... συνοδευτικό υλικό της παράστασης, δηλαδή στο πρόγραμμα και στο CD με τα τραγούδια του έργου. Στο μεν πρόγραμμα γίνονται εκτενείς αναφορές στη Ρένα από τους συντελεστές της παράστασης ενώ φιλοξενούνται και οι αναμνήσεις του Γιάννη Δαλιανίδη και του Μάκη Δελαπόρτα για τη συνεργασία τους με τη Ρένα στην ταινία και στην τελευταία παράσταση της Χαρτοπαίχτρας. Υπάρχει επίσης και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την ταινία και την παράσταση του 1993 (μια από τις οποίες έχω την εντύπωση ότι έχει παρθεί από αυτό το blog, αλλά σαφώς δεν διαμαρτύρομαι γι' αυτό, γιατί δεν έχω την αποκλειστικότητα των φωτογραφιών που αναρτώ--άλλωστε το ίδιο συνέβη και σε πρόσφατο αφιέρωμα της εκπομπής Όμορφος κόσμος το πρωί στην Έλντα Πανοπούλου, όπου χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες της Χαρτοπαίχτρας του 1993 από το blog). Σε ό,τι αφορά το CD, περιέχει τα τραγούδια της παράστασης με τον Ζαχαράτο και άλλους/ες ηθοποιούς της ενώ στα bonus tracks του συμπεριλαμβάνονται το "Η Αθήνα τη νύχτα" (από τα Κορίτσια για φίλημα) με την αφιέρωση "Στη Ρένα που αγαπάμε" (το τραγουδάει ο Ζαχαράτος) και το "Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι" (από το Κάτι να καίει, που λανθασμένα όμως αναγράφεται ως "Όπου κι αν πάω") που το τραγουδάει η Ιώ Νικολάου με τη συνοδεία του Μίμη Πλέσσα στο πιάνο.
Λόξα και Δόξα του Γιάννη Ξανθούλη από την ομάδα "Συν ένα" της Καλαμάτας
Η τελευταία φετινή παράσταση που μου θύμισε τη Ρένα Βλαχοπούλου ανέβηκε στην Καλαμάτα από την ομάδα "Συν ένα". Πρόκειται για το σπονδυλωτό έργο του Γιάννη Ξανθούλη Λόξα και δόξα που ανέβηκε για πρώτη φορά από την Αλίκη Γεωργούλη στην "Αποθήκη" της, τη σεζόν 1989-90. Συμπρωταγωνιστούσαν η Ελένη Γερασιμίδου, ο Χρήστος Μπίρος, ο Ζανό Ντάνιας, ο Θανάσης Θεολόγης, η Ελισάβετ Ναζλίδου, ο Χρήστος Τάρλοου και ο ίδιος ο Γιάννης Ξανθούλης. Το έργο παρουσιάζει την ιστορία μιας οικογένειας που έχει ένα γραφείο τελετών κάπου στα Πατήσια. Το γραφείο προσπαθούν να διαχειριστούν τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας (η μεγάλη κόρη Ολυμπιάδα και οι τρεις αδελφοί της, ένας από τους οποίους είναι ο συγγραφέας του έργου) καθώς ο πατέρας τους δολοφονήθηκε πριν πολλά χρόνια από τη μητέρα τους, η οποία πλέον γυρίζει από φυλακή σε φυλακή. Τα τέσσερα αδέλφια έχουν επηρεαστεί από τον κινηματογράφο που βρίσκεται απέναντι από το γραφείο τους: οι αναμνήσεις τους, οι επιθυμίες τους και τα όνειρά τους μπλέκονται με τις ταινίες που παρακολουθούσαν εκεί από παιδιά και νιώθουν να ασφυκτιούν στη σκληρή πραγματικότητα του γραφείου και της ζωής τους γενικότερα. Το έργο παρουσιάζει γλυκόπικρα τα απωθημένα τους, τις αναμνήσεις τους, τα ματαιωμένα τους σχέδια αλλά και τις σύντομες περιπέτειές τους όταν τους επισκέπτεται η δίδυμη αδελφή της μητέρας τους που είναι καλόγρια ή όταν η μητέρα τους αποφυλακίζεται για λίγο καιρό χάρη σε ένα λαχείο που κερδίζει...Το Λόξα και δόξα είναι ένα αγαπημένο μου έργο με έντονα επιθεωρησιακά στιχεία και τρυφερές επιρροές από το παγκόσμιο και το ελληνικό σινεμά. Η παράσταση της "Αποθήκης", σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου και μουσική Στάμου Σέμση, ήταν εξαιρετική με την Αλίκη Γεωργούλη να συγκινεί στον ρόλο της Ολυμπιάδας και την Ελένη Γερασιμίδου να προκαλεί απίστευτο γέλιο στον διπλό ρόλο της μητέρας και της καλόγριας θείας. Το έργο επαναλήφθηκε δέκα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1999: το σκηνοθέτησε για το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας ο Θανάσης Θεολόγης που συμμετείχε στο πρώτο ανέβασμα. Τον ρόλο της Ολυμπιάδας έπαιξε η Νένα Μεντή και τον ρόλο του συγγραφέα ο αξέχαστος Μίμης Χρυσομάλλης, ενώ η Ελένη Γερασιμίδου επανέλαβε τον διπλό της ρόλο. Αυτή τη φορά τη μουσική έγραψε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ο οποίος έδωσε έναν πιο επιθεωρησιακό χαρακτήρα στα τραγούδια, ταιριαστό σε καλοκαιρινή παράσταση περιοδείας, ενώ ο Σέμσης στο πρώτο ανέβασμα είχε καταφέρει να δώσει στα τραγούδια μια ατμόσφαιρα πιο φευγάτη και σκοτεινή, που ταίριαζε στις ματαιωμένες αυταπάτες των ιδιοκτητών ενός γραφείου τελετής.
Φέτος το Λόξα και δόξα ξεκίνησε έναν νέο κύκλο ζωής στην ελληνική περιφέρεια με μια παράσταση όμως που δεν θα έχουν την ευκαιρία να δουν άλλες πόλεις. Η ομάδα "Συν ένα" (που ιδρύθηκε το 2008 από παλιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς και συντελεστές παλαιών θεατρικών σχημάτων της Καλαμάτας αλλά και νέους/ες φίλους/ες της τέχνης) έδωσε νέα πνοή στο έργο του Ξανθούλη. Ο σκηνοθέτης Κώστας Κατσουλάκης (που υπέγραψε επίσης τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς) έδωσε σωστούς ρυθμούς στην παράσταση και είδε με νέα δεδομένα κάποιες από τις σκηνές του έργου (χαρακτηριστική η αναφορά στο Brokeback Mountain στη σκηνή "Το φάντασμα του Βασιλάκη"). Επίσης, αξιοποιώντας τα πολυάριθμα μέλη της ομάδας ο Κατσουλάκης έδωσε... σάρκα και οστά στα κινηματογραφικά όνειρα των χαρακτήρων του Ξανθούλη: έτσι, πέρα από τα πρόσωπα που επινόησε ο συγγραφέας, η σκηνή γέμισε με κινηματογραφικούς/ές ήρωες/ηρωίδες, με φιγούρες που ξέφυγαν από ταινίες του παγκόσμιου σινεμά και έδωσαν ιδιαίτερη λάμψη στα επί σκηνής δρώμενα και όνειρα!
Τη μουσική και τα τραγούδια του έργου που τόνισαν αυτή την ονειρική διάστασή του έγραψε ο Μιχάλης Τούμπουρος και δυστυχώς αποδείχτηκαν το κύκνειο άσμα του συνθέτη: πριν από λίγες μέρες, στις 3 Μαρτίου 2010, ο πενηντάχρονος πυρηνικός ιατρός και, όπως δήλωνε ο ίδιος, ερασιτέχνης μουσικός βρήκε αναπάντεχο θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στην Καλαμάτα όπου ζούσε και εργαζόταν. Λίγους μήνες πριν την πρεμιέρα της παράστασης είχε κυκλοφορήσει από τη Lyra ο πρώτος του δίσκος, με τίτλο Μονολογώντας. Ο ίδιος είχε γράψει και τους στίχους και τη μουσική και ερμήνευσε 9 τραγούδια ενώ τα υπόλοιπα έξι ερμήνευσαν οι Χάρις Αλεξίου, είχε πρωτοεμφανιστεί το 1991 στον χώρο του τραγουδιού συμμετέχοντας στους «Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» του Μάνου Χατζιδάκι, όπου κέρδισε το τρίτο βραβείο. Εμφανίστηκε επίσης στο ανανεωμένο «Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης» το 2006 (με το τραγούδι "Άρωμα"), αλλά όλα αυτά τα χρόνια ασχολήθηκε κυρίως με μουσική για θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν στη Ρόδο και την Καλαμάτα (σε κάποιες από τις οποίες έπαιξε και ως ηθοποιός). Στη δισκογραφία μπήκε χάρη στον Μανώλη Μητσιά που ερμήνευσε ένα (διαβάστε μια συνέντευξή του στη Γιώτα Συκκά και την Καθημερινή εδώ).
Η Μαρία Κρόμπα στον ρόλο της Ολυμπιάδας
Όσο για τους/τις ηθοποιούς της ομάδας "Συν ένα", ομολογώ ότι με εξέπληξαν. Αν και είναι έντονα εντυπωμένες μέσα μου οι ερμηνείες του πρώτου ανεβάσματος του έργου χάρη σε μια μαγνητοσκόπηση που έχω δει αμέτρητες φορές από το 1989 μέχρι σήμερα, τα μέλη της ομάδας με κέρδισαν με το κέφι τους, τον αυθορμητισμό τους και τις υποκριτικές τους ικανότητες. Ξεχώρισα τη Μαρία Κρόμπα ως Ολυμπιάδα, τη Ρούλα Μεντή ως κατάδικο μητέρα, την Όλγα Θεοδώρου ως καλόγρια θεία (στα πρώτα δυο ανεβάσματα του έργου τους δυο ρόλους έπαιζε η ίδια ηθοποιός εφόσον πρόκειται για... δίδυμες ηρωίδες, ωστόσο οι κυρίες Μεντή και Θεοδώρου έμοιαζαν αρκετά, ώστε να πείθουν για αδελφές!) και τον Ηλία Μαρκέτη ως συγγραφέα. Στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίστηκαν με ικανοποιητικά αποτελέσματα (δίχως να λείπουν βέβαια κάποιες αναπόφευκτες αδυναμίες, εφόσον κάποια από τα μέλη ασχολούνται ερασιτεχνικά με το θέατρο) οι Βαγγέλης Χάχης, Τάκης Τσαπόγας, Σοφία Μποτσέα, Όλγα Θεοδώρου, Χαρούλα Νίκου, Λεωνίδας Παχτίτης, Λέανδρος Μιμίκος, Γιώργος Καμπούρης. Στον χορό συμμετείχαν οι Βάγια Αγαδάκου, Κωνσταντίνος Βλαχοδήμος, Ρένα Κολοκάθη, Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου, Ελένη Μαλιώρα, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ζωή Στεργιώτη, Λαμπρινή Τίτσου και Γωγώ Χρανιώτη.
Ο Τάκης Τσαπόγας, η Σοφία Μποτσέα και ο Βαγγέλης Χάχης
Τώρα, πού κολλάει η Ρένα Βλαχοπούλου σε όλα αυτά; Πρώτα από όλα, το όνομά της υπάρχει μέσα στο κείμενο του Ξανθούλη! Στην αρχή του έργου, τα αδέλφια της Ολυμπιάδας παραπονιούνται ότι η δική της κακή μοίρα τα παρέσυρε και αυτά. Λέει λοιπόν ο συγγραφέας: "Έπρεπε να παντρευτεί πρώτα η Ολυμπιάδα κι ύστερα εμείς" και συμπληρώνει ένα από τα αδέλφια: "Σαν τη Βλαχοπούλου στις ταινίες της Φίνος Φιλμ"...
"Σαν τη Βλαχοπούλου στις ταινίες της Φίνος Φιλμ..."
Στην παράσταση όμως της ομάδας "Συν ένα" η Ρένα Βλαχοπούλου, ή μάλλον η φωνή της, έχει άλλο ένα σύντομο "πέρασμα": στο τραγούδι "Τα καλοκαίρια τα παλιά" οι στίχοι του Ξανθούλη περιγράφουν τις κινηματογραφικές αναμνήσεις δύο παλιών φίλων, του Αλέξανδρου και του Βασιλάκη. Στους στίχους γίνεται αναφορά στους/στις αξέχαστους/ες ηθοποιούς μας: Φωτόπουλο, Λογοθετίδη, Αυλωνίτη, Σταυρίδη, Βρανά και Μακρή. Ο Μιχάλης Τούμπουρος έβαλε εμβόλιμα στο τραγούδι ατάκες από παλιές ταινίες με τις φωνές της Σαπφώς Νοταρά, του Νίκου Σταυρίδη, του Διονύση Παπαγιαννόπουλου και της Ρένας Βλαχοπούλου που απαγγέλει: "Πολύ μακράν με φέρανε σε δυο βουνά από πίσω, δεν φτάνει το χεράκι μου να σ' αποχαιρετήσω..." από την ταινία Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου.
Η άρτι αποφυλακισθείσα έξαλλη μητέρα (Ρούλα Μεντή) πλαισιωμένη από τα παιδιά της
nomizw pws vlepw idi to flyer tou Ianou, opou tha parousiaseis to biblio sou gia ti Megali Rena! ;-)
ΑπάντησηΔιαγραφή