Η 29η Αυγούστου είναι η επέτειος του θανάτου δυο σπουδαίων μορφών του ελληνικού θεάματος: του Αττίκ (που πέθανε το 1944) και του Αλέκου Σακελλάριου (που πέθανε το 1991). Οι δυο τους δεν συνεργάστηκαν ποτέ, αλλά και οι δυο συναντήθηκαν με τη Ρένα Βλαχοπούλου, συνεπώς επιβάλλεται να τους θυμηθούμε και να τους τιμήσουμε...
Αττίκ
Σημαντικότατη μορφή του προπολεμικού ελαφρού τραγουδιού, ο ένας από τους δύο στυλοβάτες του τη δεκαετία του ’20 (ο άλλος ήταν ο Χρήστος Χαιρόπουλος), αλλά κυρίαρχος και στη δεκαετία του ’30 (όταν στον χώρο δέσποζαν επίσης συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης και άλλοι). Συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής (τραγουδοποιός, όπως λέμε σήμερα) αλλά και σημαντική μορφή της σκηνής, όχι απλώς κομφερανσιέ (υπήρξε δάσκαλος όλων των σημαντικών κομφερανσιέ—Τραϊφόρος, Λάσκος, Πύρπασος, Ζούνης), performer ή showman θα τον χαρακτηρίζαμε σήμερα, animateur τον αποκαλούσαν τότε. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κλέων Τριανταφύλλου και γεννήθηκε είτε το 1882 είτε το 1885. Γόνος πλούσιας οικογένειας (η μητέρα του νοίκιαζε ολόκληρο συρμό για να πάει με τα παιδιά της στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα κονσέρτο!) που αργότερα γνώρισε την οκονομική καταστροφή, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παράλληλα όμως σπούδαζε και μουσική. Αργότερα, το 1907 βρέθηκε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές της Νομικής αλλά τελικά τον απορρόφησαν οι μουσικές σπουδές του και αφοσιώθηκε στο τραγούδι. Έγραψε περισσότερα από 300 τραγούδια στη Γαλλία, ενώ από το 1915 άρχισε να πραγματοποιεί εμφανίσεις και στην Ελλάδα. Επέστρεψε στην Αθήνα οριστικά το 1926 και άρχισε να κατακτά το αθηναϊκό κοινό που τον λάτρεψε, ιδιαίτερα όταν το 1930 δημιούργησε τη «Μάντρα» του.
Η «Μάντρα» και οι γυναίκες του
Η «Μάντρα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βαριετέ, αλλά ξέφευγε από τη στενή έννοια του όρου αυτού. Ήταν ο χώρος όπου ο Αττίκ μπορούσε να χαρίσει στο κοινό όλα του τα ταλέντα. Πλαισιωμένος πάντα από μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, φωνές που κυρίως ανέδειξε ο ίδιος αλλά και ήδη καθιερωμένες φωνές (Δανάη[φωτ.], Κάκια Μένδρη, Πάολα, Νίτσα Μόλυ, Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, Ρίτα Δημητρίου, οι μικρές Λουίζα Ποζέλι και Νινή Ζαχα), αλλά και ταλέντα από άλλους χώρους (όπως ο θρυλικός μίμος Ζαζάς ή χορευτικές ατραξιόν), παρουσίαζε ένα πρόγραμμα που τα είχε όλα: ευαισθησία, συγκίνηση, λεπτότητα αλλά και χιούμορ, φάρσες, γέλιο. Ο ίδιος συνομιλούσε με τον κόσμο, δημιουργούσε οκτάστιχα χρησιμοποιώντας το θέμα και τις ομοιοκαταληξίες που του έδινε η πλατεία (στο οκτάστιχο τον συναγωνίζονταν οι μαθητές του Τραϊφόρος, Λάσκος αλλά και η Δανάη!), διάβαζε και σχολίαζε τα παράπονα που άφηναν οι θεατές (αλλά μάλλον και ο ίδιος!) στο «κυτίον παραπόνων» που υπήρχε στη σκηνή και φυσικά έπαιζε πιάνο, τραγουδούσε και σφύριζε—ένα διπλό σφύριγμα που, όπως λέει η Δανάη, δεν υπήρχε όμοιό του σε ολόκληρο τον κόσμο. (Μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τη Μάντρα με τίτλο «Η Μάντρα του Αττίκ: 'Το περιεργότερον αθηναϊκόν θέαμα'» δημοσίευσε πρόσφατα η θεατρολόγος Δηώ Καγγελάρη στον τόμο Ζητήματα ιστορίας νεολληνικού θεάτρου. Μελέτες αφιερωμένες στον Δημήτρη Σπάθη, επιμέλεια Ν. Παπανδρέου και Ε. Βαφειάδη).
Άνθρωπος με ιδιαίτερες ευαισθησίες, αγάπησε με πάθος τις γυναίκες και έγραψε υπέροχα τραγούδια εμπνευόμενος από τους έρωτές του. Γράφει η Δανάη στο πολύτιμο βιβλίο της Αττίκ (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986): «Τον κατηγόρησαν για άστατο με το άλλο φύλο. Μα δεν ήταν επιπόλαια άστατος. Δεν ήταν ακριβώς άστατος. Ηταν ένα είδος Νέρωνα που θα ήθελε να ήταν όλες οι γυναίκες μία και μόνο, για να τους δώσει ή να τους πάρει - το ίδιο κάνει - την καρδιά. Ακατάλληλος για σύζυγος, ήταν ο ιδανικός εραστής». Παντρεύτηκε τρεις φορές. Για την πρώτη του γυναίκα που πέθανε πολύ νέα, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του μοναδικού του παιδιού, έγραψε το δημοφιλέστατο «Κι όμως, κι όμως, κάτι μέσα μου έχει μείνει, που ούτε ο χρόνος ούτε η λησμονιά δεν σβήνει»... Για τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρίκα Φιλιππίδου, έγραψε το «Είδα μάτια», τραγούδι που όταν χώρισαν δεν ήθελε πλέον να τραγουδά. Ένα βράδυ η Φιλιππίδου ήρθε στη «Μάντρα» με τον νέο συνοδό της και ο κόσμος άρχισε να ζητά επίμονα από τον Αττίκ να τραγουδήσει το «Είδα μάτια». Ο θρύλος λέει ότι ο Αττίκ αποσύρθηκε και έγραψε στο καμαρίνι του το «Ζητάτε να σας πω», σαν απάντηση στη σκληρή απαίτηση του κόσμου (η Δανάη
αμφισβητεί τον θρύλο αυτό, επειδή, όπως έλεγε, κάθε τραγούδι του ήταν αποτέλεσμα σύνθετης σκέψης και πολλής δουλειάς—δεν αποκλείεται όμως η βάση του να τέθηκε εκείνο το βράδυ!). Για ένα σύντομα ειδύλλιο της τρίτης του γυναίκας έγραψε τα «Τελευταία γιασμειά», που όταν τελειώνει μια αγάπη ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι. Ο Αττίκ ένιωθε μια ιδιαίτερη αγάπη (έναν πλατωνικό έρωτα, έχουν πει πολλοί) για τη Λουίζα Ποζέλι, το παιδί-θαύμα που ανακάλυψε στη Θεσσαλονίκη και έγραψε για εκείνη τη θρυλική «Παπαρούνα», όταν κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη «Μάντρα» (επειδή ο πατέρας της δέχτηκε δελεαστικότερη πρόταση).
Άλλα τραγούδια του που αγαπήθηκαν πολύ: «Τα καημένα τα νιάτα», «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», «Χωρίς φιλί», «Δυο χειλάκια λένε σ’ αγαπώ» (το ερμήνευε ο ίδιος ντουέτο με την Ποζέλι), «Τρεχαντήρι». Τα τραγούδια του είναι καθαρά ευρωπαϊκά τραγούδια, δεν έχουν σχέση με την ελληνική παράδοση αν και κάποιες φορές εμπνέονται από αυτήν. Στέκονται ισάξια δίπλα στα λήντ ευρωπαίων συνθετών όπως ο Σούμπερτ και οι παρτιτούρες τους παρουσιάζουν πολλές προκλήσεις για τον/την πιανίστα. Η Δανάη παρουσιάζει στο βιβλίο της μια λίστα με τα 105 ελληνικά τραγούδια του Αττίκ. Πολλά από αυτά όμως ήταν κωμικά τραγούδια, λιγότερο γνωστά σήμερα, όπως το θρυλικό «Δεν σου πάει το πάχος, Δημητράκη», τραγούδι που η μικρούλα Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδούσε ως παιδί-θαύμα πάνω στο τραπέζι ενός ζαχαροπλαστείου της Κέρκυρας...
Ο Αττίκ παρουσιάζει τη Ρένα Βλαχοπούλου...
Η Ρένα Βλαχοπούλου συνάντησε τον Αττίκ στην αρχή της καριέρας της—και στο τέλος της δικής του. Ο Αττίκ είχε σταματήσει να συνθέτει τραγούδια ήδη από το 1940. Το τελευταίο του τραγούδι ήταν το «Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί», τραγούδι που έγραψε όταν πέθανε η αγαπημένη του μητέρα Εριθέλγη Τριανταφύλλου. Στα χρόνια της Κατοχής εμφανιζόταν πλέον μόνον ως κομφερανσιέ στα μεγάλα βαριετέ της Αθήνας. Σε ένα από αυτά, στα θρυλικά «Πεύκα» του Ζαππείου, είναι ο επικεφαλής του προγράμματος το καλοκαίρι του 1941. Το περιοδικό Το αθηναϊκό τραγούδι παρουσιάζει ένα σύντομο ρεπορτάζ για τα βαριετέ εκείνου του καλοκαιριού και γράφει ότι στα «Πεύκα» ο Αττίκ παρουσίασε ένα εξαιρετικό πρόγραμμα ενώ κάθε βράδυ χειροκροτείται η νέα τραγουδίστρια Ρένα Βλαχοπούλου στην επιτυχία της «Καλόμαθε η Φιλιώ στα σύκα» (τραγούδι που είχε γράψει ο Κώστας Ζαχαρόπουλος, πατέρας της Νινής Ζαχά). Στις εφημερίδες της εποχής διαβάζουμε ότι εκτός από τη Ρένα, ο «ανεξάντλητος» Αττίκ παρουσιάζει με χιούμορ και μπρίο στα «Πεύκα» το Τρίο Βάμπαρη, το Τρίο Μόλλυ, την Κούλα Γκιουζέπε, το χορευτικό Φλερύ-Μοριανόβα και άλλους. Στη διάρκεια του πρώτου κατοχικού χειμώνα (1941-42), ο Αττίκ θα παρουσιάσει αρκετές φορές τη Ρένα Βλαχοπούλου σε πρωινές συναυλίες που διοργανώνονται τις Κυριακές, συνήθως στο θέατρο «Κοτοπούλη-Ρεξ»: οι περισσότερες από αυτές παρουσιάζονται στον τύπο ως συναυλίες τραγουδιών του στιχουργού Κώστα Κοφινιώτη, στις οποίες τραγουδούν, εκτός από τη Ρένα, η Δανάη, η Ρίτα Δημητρίου, η Ξένη Δράμαλη, η Νινή Ζαχά, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η Καίτη Παρίτση και άλλοι πολλοί, ενώ υπάρχουν συχνά και νούμερα με τις αδελφές Καλουτά, τη Μαρίκα Κρεβατά, τη Μαρίνα Νέζερ και άλλους. Η νεολαία της εποχής λάτρευε εκείνα τα μουσικά πρωινά...
Το τέλος ενός ευπατρίδη
Ο Αττίκ έχει μπει πλέον σε μια περίοδο παρακμής. Δεν είναι πια το πρώτο όνομα στην Αθήνα, που έτσι κι αλλιώς μουσικά κινείται σε άλλους ρυθμούς (η τζαζ και ο Σπάρτακος χαλούν κόσμο), ωστόσο συνεχίζει να εμφανίζεται σε βαριετέ της κατοχικής αθήνας, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην στη μικρή του οικογένεια. Συχνά ντουμπλάρει, δηλαδή εμφανίζεται σε δύο βαριετέ την ίδια βραδιά (κάτι που έκαναν πολλοί καλλιτέχνες του μουσικού θεάτρου τότε, και φυσικά και η Βλαχοπούλου): μιλάμε δηλαδή για 3 ή 4 εμφανίσεις την ημέρα, πράγμα εξοντωτικό αν σκεφτεί κανείς ότι ο καλλιτέχνης πρεπε να πάει από την απογευματινή παράσταση του ενός βαριετέ/θεάτρου στην απογευματινή του άλλου και να επιστρέψει και για τις βραδινές! Οι δύσκολες συνθήκες της Κατοχής θα τον κουράσουν πολύ. Προς το τέλος του 1943 ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Αττίκ, τα Χειροκροτήματα. Το σενάριο περιέχει πολλά στοιχεία που θυμίζουν τη ζωή του ίδιου του Αττίκ: ένας ξεπεσμένος καλλιτέχνης, ο κύριος Άλφα, ανακαλύπτει ένα νέο αστέρι του τραγουδιού (Ζινέτ Λακάζ), την ερωτεύεται και καταστρέφεται οικονομικά για να τη χρίσει πρωταγωνίστρια στο θέατρό του. Εκείνη όμως ερωτεύεται τον βιολιστή του θεάτρου (Δημήτρης Χορν), εγκαταλείπει τον Άλφα και αργότερα γίνεται μεγάλο αστέρι. Παμπτωχος και αγνώριστος, ο Άλφα θα πάει ένα βράδυ να τη δει στο θέατρο. Εκείνη θα τον ανεβάσει στη σκηνή για να τον τιμήσει και εκείνος πεθαίνει από τη συγκίνηση, ακούγοντας τα χειροκροτήματα του κόσμου.
Τα Χειροκροτήματα είναι ένα ντοκουμέντο ανυπολόγιστης αξίας για μας γιατί αποτελεί τη μοναδική καταγραφή του φαινομένου Αττίκ (έστω και στην παρακμή του, έστω και με ντουμπλαρισμένη φωνή). Η ταινία γνωρίζει τεράστια επιτυχία (ακολουθώντας τη θριαμβευτική πορεία της Φωνής της καρδιάς που γύρισε ο Φίνος έναν χρόνο πριν), αλλά μάλλον δεν κάνει καλό στον ίδιο τον Αττίκ που επηρεάζεται αρνητικά από τη μοίρα του ήρωα που υποδύεται. Λίγους μήνες μετά την προβολή της ένα απρόβλεπτο γεγονός θα σημάνει το τέλος για τον υπερευαίσθητο καλλιτέχνη. Δύο Γερμανοί στρατιώτες τον γρονθοκοπούν επειδή έπεσε πάνω τους. Η αξιοπρέπειά του δέχεται βαρύ πλήγμα. Λίγες ώρες αργότερα παίρνει μια ισχυρή δόση από το ηρεμιστικό Βερονάλ, κοιμάτα και δεν θα ξαναξυπνήσει. Η αυτοκτονία του συγκλονίζει την Αθήνα, την Ελλάδα ολόκληρη. Σε έναν τόσο ευαίσθητο άνθρωπο όμως, μόνο ένα τέτοιο τέλος ταίριαζε! (Διαβάστε ένα πολύ ωραίο κείμενο για το τραγικό τέλος του Αττίκ στο πρόσφατο τεύχος του Διφώνου)
Η Βλαχοπούλου τραγουδά Αττίκ
Πολλά χρόνια μετά τη συνεργασία τους η Ρένα Βλαχοπούλου θα ηχογραφήσει Αττίκ στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου. Δύο τραγούδια έχουν φτάσει στις μέρες μας. Το ένα είναι τα «Τελευταία γιασεμιά» σε μια πρωτότυπη ενορχήστρωση, πιθανόν του Αλέκου Σπάθη, που ίσως να μην ταιριάζει πολύ στο πνεύμα του τραγουδιού. Πιο σημαντική όμως είναι η «Σερενάτα της μοδιστρούλας». Σύμφωνα με το βιβλίο της Δανάης, είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Αττίκ, το 1901. Η Ρένα Βλαχοπούλου το ηχογράφησε στο ΕΙΡ το 1955 με ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας του σπουδαίου Κώστα Γιαννίδη, στο πλαίσιο μιας σειράς επτά εκπομπών με τίτλο Η ιστορία της ελληνικής επιθεωρήσεως. Η σειρά δυστυχώς σταμάτησε στην έβδομη εκπομπή αλλα ευτυχώς σώζεται ολόκληρη στο αρχείο της ΕΡΑ. Παρελαύνουν από αυτή μια στρατιά ολόκληρη ταλέντων του μουσικού θεάτρου (Σωτηρία Ιατρίδου, Μαρίκα Νέζερ, Κούλης Στολίγκας, Γιώργος Γαβριηλίδης) που τραγουδούν επιτυχίες από τις δύο πρώτες δεκαετίες του ‘20ού αιώνα. Στην τελευταία λοιπόν εκπομπή η Ρένα Βλαχοπούλου τραγούδησε μοναδικά τη «Μοδιστρούλα» (δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη ηχογράφηση αυτού του τραγουδιού, αλλά πιστεύω ότι αυτή η εκδοχή είναι... ασυναγώνιστη!). Και τα δυο «αττικά» τραγούδια με τη φωνή της Ρένας υπάρχουν σε
CD της FM Records, σε διάφορες συλλογές αλλά και στο «Πορτραίτο» της Ρένας Βλαχοπούλου στο οποίο συγκεντρώθηκαν πέρσι όλα τα παλιά τραγούδια της που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς από την εταιρία αυτή. Ωστόσο για κάποιο λόγο η «Σερενάτα της μοδιστρούλας» βρίσκεται σε πολύ κακή ποιότητα στα αρχεία της FM Records. Σήμερα την ακούμε στο blog από την ηχογράφηση που μας χαρίζει o φίλος desmich8 από το κανάλι του στο youtube.
CD της FM Records, σε διάφορες συλλογές αλλά και στο «Πορτραίτο» της Ρένας Βλαχοπούλου στο οποίο συγκεντρώθηκαν πέρσι όλα τα παλιά τραγούδια της που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς από την εταιρία αυτή. Ωστόσο για κάποιο λόγο η «Σερενάτα της μοδιστρούλας» βρίσκεται σε πολύ κακή ποιότητα στα αρχεία της FM Records. Σήμερα την ακούμε στο blog από την ηχογράφηση που μας χαρίζει o φίλος desmich8 από το κανάλι του στο youtube.
Αττίκ και Σακελλάριος
Μπορεί ο Σακελλάριος και ο Αττίκ να έδρασαν για πολλά χρόνια παράλληλα, ωστόσο δεν συναντήθηκαν πολύ όσο ζούσε ο Αττίκ. Η Δανάη αναφέρει μάλιστα ότι ο Σακελλάριος στεναχώρησε τον Αττίκ όταν του «πήρε» το αγαπημένο του «παιδί», τη Λουίζα Ποζέλι, προσφέροντας στον πατέρα της μια δελεαστική προσφορά, προκειμένου να εμφανιστεί η μικρή στην επιθεώρηση που θα ανέβαζε. Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Σακελλάριος ανέλαβε να γράψει για λογαριασμό της ΕΤ2 το σενάριο μιας τηλεοπτικής σειράς με θέμα τη ζωή του Αττίκ. Σύμφωνα με τη Δανάη, το σενάριο περιείχε πολλές ανακρίβειες τις οποίες τελικά διόρθωσε η ίδια, με την άδεια του Σακελλάριου. Η σειρά γυρίστηκε από τον Κώστα Αριστόπουλο και προβλήθηκε το 1985. Έγινε δεκτή με ανάμικτα συναισθήματα από κοινό και κριτικούς, αλλά ήταν σίγουρα μια φροντισμένη σειρά με εκλεκτό καστ. Ο Μίμης Χρυσομάλλης στον ρόλο του Αττίκ θύμιζε σαφώς την ευγένεια, τη διακριτικότητα και τη φινέτσα του μεγάλου καλλιτέχνη, η Τάνια Τσανακλίδου και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά πραγματοποίησαν έκτακτες εμφανίσεις που παρέπεμπαν στα αηδόνια του Αττίκ, αλλά βασικοί πρωταγωνιστές της σειράς ήταν η υπέροχη μουσική και τα αριστουργηματικά τραγούδια του Αττίκ, ενορχηστρωμένα από τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ας περάσουμε όμως τώρα στον ίδιο τον Αλέκο Σακελλάριο.
Αλέκος Σακελλάριος
Ο μπαρμπα-Αλέκος, όπως ήταν γνωστός τα τελευταία χρόνια στους θεατρικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1913. Σπούδασε νομικά και, έφηβος ακόμα, άρχισε να δημοσιογραφεί. Τον έτρωγε όμως από νωρίς και το σαράκι του θεάτρου. Το 1935 πλησιάζει τον κορυφαίο τότε κωμικό του μουσικού θεάτρου, τον Πέτρο Κυριακό, και του δίνει να διαβάσει κείμενά του. Ο Κυριακός ενθουσιάζεται με το ταλέντο του 22χρονου Σακελλάριου και του αναθέτει το πρώτο του έργο, την οπερέττα Ο βασιλιάς του χαλβά που μελοποιεί ο σπουδαίος συνθέτης της εποχής Νίκος Χατζηαποστόλου. Θα ακολουθήσουν περισσότερα από 180 έργα, κυρίως κωμωδίες και επιθωρήσεις, αλλά και κάποια δραματικά, όπως η Μεγάλη παρένθεση (που είναι γνωστή σε μας σήμερα από την κινηματογραφική της διασκευή με τίτλο Χαμένα όνειρα). Τα περισσότερα από αυτά τα έργα ο Σακελλάριος τα έγραψε σε συνεργασία με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, με τον οποίο αποτέλεσε ένα αχτύπητο συγγραφικό δίδυμο (ήταν γνωστοί ως οι «Διόσκουροι» του ελληνικού θεάτρου). Συνεργάστηκε ακόμα με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο (αδελφό του Χρήστου), τον Δημήτρη Ευαγγελίδη και άλλους.
Λίγο πριν αρχίσει να γράφει για το θεάτρο, ο Σακελλάριος άρχισε να γράφει στίχους για τραγούδια. Το πρώτο του ήταν η μεγάλη επιτυχία του 1933 «Θα ξανάρθεις» που ήταν επίσης το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε η μεγάλη Δανάη και ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο σπουδαίος Κώστας Γιαννίδης. Ακολούθησαν αμέτρητες επιτυχίες, τραγούδια που ξεκινούσαν κυρίως από το θέατρο, την επιθεώρηση, και σύντομα αυτονομούνταν και αποκτούσαν τη δική τους καριέρα. Τραγούδια που τραγούδησαν η Σοφία Βέμπο (κυρίως σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ), η Κούλα Νικολαϊδου, ο Τώνης Μαρούδας, η Ρένα Βλαχοπούλου φυσικά, και πολλοί/πολλές ακόμα. «Σαν κι απόψε», «Θα καθόμουνα πλάι σου», «Λες και ήταν χτες», «Το τραμ το τελευταίο» (το οποίο εγκαινιάζει ένα νέο είδος, το αρχοντορεμπέτικο), «Ο τραμπαρίφας».
Και βέβαια τραγούδια του Σακελλάριου έμειναν αθάνατα και μέσα από τις ταινίες του. Η πρώτη του ταινία ήταν το Παπούτσι από τον τόπο σου που γύρισε το 1946 για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ χωρίς να έχει καθόλου τεχνικές γνώσεις για το σινεμά. Αυτό δεν τον εμπόδισε όμως να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους κινηματογραφικούς δημιουργούς της δεκαετίας του ’50, καταγράφοντας μοναδικά τύπους της ελληνικής κοινωνίας (Η καφετζού, Η κυρά μας η μαμμή, Δεσποινίς ετών 39, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο) αλλά και σχολιάζοντας κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις της εποχής (Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Θανασάκης ο πολιτευόμενος, Η θεία απ’ το Σικάγο, Καλώς ήρθε το δολάριο). Πολλές από τις ταινίες του ήταν μεταφορές των θεατρικών του επιτυχιών, έγραψε ωστόσο και αρκετά σενάρια κατευθείαν για το πανί. «Έφτιαξε» τις κινηματογραφικές καριέρες κινηματογραφικών ειδώλων όπως η Τζένη Καρέζη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ενώ σίγουρα κατέγραψε και τις καλύτερες στιγμές αρκετών ήδη επιτυχημένων ηθοποιών, όπως η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Βασίλης Αυλωνίτης. Όσο για τα κινηματογραφικά του τραγούδια, πολλά από αυτά έχουν μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (όλες οι μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες της πρώτης περιόδου της Βουγιουκλάκη, «Έχω ένα μυστικό», «Ο γαϊδαράκος», «Φεύγουν τα νιάτα» αλλά και τα «σουξέ» του Δ. Χορν «Πες μου μια λέξη», «Ας είν’ καλά το γινάτι σου»), αλλά γνώρισε επιτυχίες και συνεργαζόμενος και με άλλους συνθέτες, τον Κώστα Καπνίση («Άστο το χεράκι σου»), τον Γιώργο Ζαμπέτα («Σήκω χόρεψε συρτάκι», αν και αυτό ξεκίνησε από το θέατρο...), τον Γιώργο Μουζάκη («Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες») και άλλους.
Ο Αλέκος Σακελλάριος δούλεψε και στη ελληνική τηλεόραση. Έγραψε και σκηνοθέτησε αρκετές τηλεοπτικές σειρές και ψυχαγωγικές εκπομπές της δεκαετίας του ’70, ενώ στη δεκαετία του ’80 ήταν πολύ συχνή η παρουσία του σε αφιερώματα σε ηθοποιούς, τραγουδιστές/τραγουδίστριες κτλ. Τα τελευταία 2 χρόνια της ζωής του ήταν τακτικός συνεργάτης του πρώτου κύκλου της εκπομπής της ΕΤ2 Τα αστέρια λάμπουν για πάντα. Στις 19 εκπομπές του κύκλου αυτού μίλησε για όλες και όλους τους ηθοποιούς του παλιού σινεμά. Η 20η εκπομπή ήταν αφιερωμένη στη Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να εμφανιστεί σ’ αυτήν για να μιλήσει για την παλιά του συνεργάτιδα και φίλη.
Σακελλάριος-Βλαχοπούλου: πέντε δεκαετίες παράλληλης πορείας
Η συνεργασία του με τη Ρένα Βλαχοπούλου ξεκίνησε από πολύ νωρίς στην καριέρα της. Τη σεζόν 1940-41, ο Σακελλάριος συμμετέχει στη συγγραφή των δύο από τις τρεις πολεμικές επιθεωρήσεις που ανεβαίνουν στο θέατρο «Μοντιάλ», με τους Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη, αδελφές Καλουτά, Ηρώ Χαντά και βέβαια τη Σοφία Βέμπο. Σ’ αυτές τις επιθεωρήσεις κάνει τα πρώτα της θεατρικά βήματα (ως τραγουδίστρια πάντα) η Ρένα Βλαχοπούλου. Λίγο αργότερα, όπως ανέφερα και στην ανάρτηση σχετικά με τον Γιάννη Σπάρτακο, ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος γράφουν τις επιθεωρήσεις που ανεβαίνουν στο θέατρο «Πάνθεον» και στις οποίες καθιερώνεται η Ρένα Βλαχοπούλου ως «Βασίλισσα της Τζαζ» τραγουδώντας τους στίχους του Αλέκου Σακελλάριου («Όταν σκοτενιάζει», «Βρέχει», «Νάνι-νάνι», «Το μπουμπούκι». Οι «Διόσκουροι» θα γράψουν επίσης την επιθεώρηση Welcome που ανεβαίνει στο θέατρο «Κυβέλης» αμέσως μετά την Απελεύθερωση. Εκεί η Ρένα θα τραγουδά κάθε βράδυ το «Θα σε πάρω να φύγουμε» (που είχε ήδη βέβαια γίνει επιτυχία από τις αρχές του ’44).
Η επόμενη καταγεγραμμένη συνεγασία Αλέκου Σακελλάριου-Ρένας Βλαχοπούλου είναι στη δισκογραφία, το 1959. Η Βλαχοπούλου τραγουδάει Σακελλάριο στις 45 στροφές και σε μουσική Γιώργου Μουζάκη: «Κάθε μέρα σ’ αγαπώ και πιο πολύ», τραγούδι που θα συμπεριληφθεί σε νέα εκτέλεση (1985) και στον μεγάλο δίσκο της Θα σε πάρω να φύγουμε (στον οποίο έχω αναφερθεί πάρα πολλές φορές ως τώρα...) —αυτή τη νεότερη εκτέλεση ακούμε εδώ στο blog. (Σημειώνω εδώ πως προχτές, 27 Αυγούστου, συμπληρώθηκαν 3 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Μουζάκη, επίσης στενού συνεργάτη της Ρένας Βλαχοπούλου, στον οποίο θα αφιερώσω κάποια ανάρτηση στο άμεσο μέλλον...)
Λίγα χρόνια αργότερα ο Σακελλάριος αναλαμβάνει (μάλλον χωρίς να το περιμένει) να πυροδοτήσει την κινηματογραφική καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου. Η Ρένα έχει κάνει μόνο μια (επισήμως) ταινία πέντε χρόνια πριν, τις Πρωτεουσιάνικες περιπέτειες, που παρά την εμπορική τους επιτυχία, δεν την καθιέρωσαν ως κινηματογραφική ηθοποιό. Στις αρχές του ’62, ο Σακελλάριος γυρίζει για την εταιρία «Ρουσσόπουλοι-Λαζαρίδης-Σαρρής-Ψαράς» μια low budget κωμωδία (γυρίστηκε μέσα σε 2 εβδομάδες) με τίτλο Όταν λείπει η γάτα. Μπορεί η βασική ηρωίδα της ιστορίας του να είναι η νεαρή υπηρέτρια που παίζει η τότε σύντροφός του Μπέμπη Κούλα (και μετέπειτα σύζυγός του Νίκη Λινάρδου), αλλά ως βασικοί πρωταγωνιστές του φιλμ αναγράφονται οι Βασίλης Αυλωνίτης και Ρένα Βλαχοπούλου, στους ρόλους του σωφέρ και της μαγείρισσας ενός πλουσιόσπιτου. Ο ρόλος της Ρένας δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος (από τη μέση της ταινίας και μετά σχεδόν εξαφανίζεται!), αλλά είναι η πρώτη ταινία που δείχνει σε ποιες γραμμές μπορεί να κινηθεί η κινηματογραφική περσόνα της Βλαχοπούλου. Η ταινία προβάλλεται τον Μάρτιο του ’62 με μέτρια επιτυχία, αλλά ο διορατικός Γιάννης Δαλιανίδης πείθει λίγους μήνες μετά τον Φίνο να αγνοήσει αυτή τη μέτρια επιτυχία και να πάρει τη Ρένα για το πρώτο μεγάλο έγχρωμο μιούζικαλ που γυρίζει το καλοκαίρι του ’62: το Μερικοί το προτιμούν κρύο θα αναδείξει πλήρως το ταλέντο της Ρένας Βλαχοπούλου αλλά ίσως κι η ταινία του Σακελλάριου έβαλε ένα λιθαράκι σ’ αυτήν την ιστορία. Από το Όταν λείπει η γάτα θα ξεκινήσει όμως και μια τραγουδιστική επιτυχία της Ρένας, σε μουσική Γιώργου Μουζάκη και πάλι: το «Ας πάει και το παλιάμπελο».
Ο Σακελλάριος θα ξανασυναντήσει κινηματογραφικά τη Ρένα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στα μέσα του ’60 όμως θα συνεργαστούν στο θέατρο, σε πέντε επιθεωρήσεις που θα γράφει σε συνεργασία με τον Γιώργο Γιαννακόπουλο για τα θέατρα «Ακροπόλ» και «Εθνικού Κήπου»: Η δημοκρατία χορεύει, Γκάρντεν Πάρτυ, Αυλή και πεζοδρόμιο, Λαγοί με πετραχήλια, Λουλουδισμένη Αθήνα. Αν και η Ρένα τραγουδάει αρκετά τραγούδια σε αυτά τα έργα, δεν θα δισκογραφηθεί δυστυχώς κανένα. Ο Αλέκος Σακελλάριος θα γράψει ακόμα την επιθεώρηση Με αγάπη από την Αθήνα που θα παρουσιάσει ο θίασος Ρένας Βλαχοπούλου στο θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1969, ενώ η τελευταία τους θεατρική συνεργασία πραγματοποιείται στο Κοτοπούλη-Ρεξ, τη χειμερινή σεζόν 1971-72, με την επιθεώρηση Καντζονίσιμα, Σατιρίσιμα, Ψιθυρίσιμα.
Έχουν όμως ήδη ξανασυναντηθεί στον κινηματογράφο. Στο τέλος της σεζόν 1969-70, προβάλλεται η θρυλική ταινία Μια τρελή τρελή σαραντάρα. Πρόκειται για ένα σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου, από το θεατρικό έργο των Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου Σαράντα και... που είχε ανεβάσει δέκα χρόνια νωρίτερα η Μαίρη Αρώνη. Την ταινία σκηνοθετεί ο Γιάννης Δαλιανίδης. Την επόμενη σεζόν όμως ο Σακελλάριος σκηνοθετεί και πάλι τη Ρένα στο σινεμά: Η θεία μου η χίπισσα σατιρίζει τη νέα μόδα και τα Μάταλα: μνημειώδες το πλάνο στο οποίο η Ρένα προσπαθεί να μιλήσει σε ενα χίππυ που είναι ο ίδιος ο Σακελλάριος που μιλάει γαλλικά με άλλη, γυναικεία φωνή!
Σακελλάριος-Βλαχοπούλου στη Θεία μου τη χίπισσα
από το βιβλίο του Μ. Δελαπόρτα Το γέλιο βγήκε από τον παράδεισο (εκδ. "Άγκυρα")
από το βιβλίο του Μ. Δελαπόρτα Το γέλιο βγήκε από τον παράδεισο (εκδ. "Άγκυρα")
Ακολουθούν τη σεζόν 1971-72 οι ταινίες Ζητείται επειγόντως γαμπρός στην οποία η Ρένα θα έχει και κάποιες δραματικές σκηνές, Η κόμησσα της Κέρκυρας και τη σεζόν 1972-73 Η Ρένα είναι οφ-σάιντ που σατιρίζει τη ποδοσφαιρομανία των Ελλήνων στη Χούντα. Σε όλες τις ταινίες η Ρένα τραγουδά Αλέκο Σακελλάριο (με εξαίρεση τη Χίπισσα όπου τους στίχους υπογράφει η κόρη του, Άννυ Σακελλαρίου). Ειδικά από την Κόμησσα της Κέρκυρας θα ξεπηδήσει το θρυλικό «Κέρκυρα Κέρκυρα με το Ποντικονήσι», τραγούδι που θεωρείται σχεδόν εθνικός ύμνος για το νησί σήμερα αλλά και το «Πετεινάρι», τραγούδι που ακούει κανείς σε παιδικές γιορτές σε πολλά νηπιαγωγεία της Ελλάδας!
Μετά το Η Ρένα είναι οφ-σάιντ, Σακελλάριος και Βλαχοπούλου απέχουν από το σινεμά για πολλά χρόνια, αλλά συνεργάζονται στην τηλεόραση που πλέον έχει κατακτήσει τον ελληνικό πληθυσμό: ο Σακελλάριος σκηνοθετεί το πρώτο σίριαλ της Ρένας με τίτλο Μια Αθηναία στην Αθήνα. Η σειρά ακολούθησε τη μοίρα των περισσότερων ελληνικών σειρών της δεκαετίας του ’70 και σβήστηκε για να γραφτούν επάνω της ποδοσφαιρικοί αγώνες. Ωστόσο από τα δημοσιεύματα της εποχής, κρίνουμε ότι δεν άρεσε πάρα πολύ στους κριτικούς! Παίχτηκε για 5 μήνες και φαίνεται ότι κέρδισε σιγά-σιγά το κοινό, καθώς η Βλαχοπούλου πήρε για άλλη μια φορά την υπόθεση τους ώμους της, σίγουρα και με τη βοήθεια του Σακελλάριου (τα κείμενα των επεισοδίων γράφονταν από διάφορους συγγραφείς, εκτός από τον Σακελλάριο, πχ από τον Δημήτρη Κωνσταντάρα και τον Λάκη Μιχαηλίδη).
Μια τελευταία κινηματογραφική συνάντηση Βλαχοπούλου-Σακελλάριου, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, θα πραγματοποιηθεί το 1985, στην ταινία Ρένα, τα ρέστα σου. Είναι η τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της Ρένας, ενώ σε δυο αρκετά μεγάλες σκηνές (πολύ μεγαλύτερες από τα cameo που έκανε ως άλλος Χίτσκοκ στις προηγούμενες ταινίες τους) εμφανίζεται και ο ίδιος ο Σακελλάριος: στο αεροπλάνο και στο Παρίσι. Αν και υπερπαραγωγή για τα μέτρα της εποχής, με γυρίσματα στη Ρόδο και στο Παρίσι, η ταινία είναι σαφώς κατώτερη των κοινών τους ταινιών του ’70: το σενάριο δεν είναι ιδαίτερα πνευματώδες, υπάρχουν κάποια λάθη στη ροή, αλλά αφενός η σκηνή της αεροπειρατείας (έστω κι αν είχε χρησιμοποιηθεί κάπως διαφορετικά στη Χίπισσα) και αφετέρου το «Αγάπη μου πού να ‘σαι» που τραγουδά η Ρένα συνοδεία του Γιάννη Σπάρτακου αρκούν για να μας κάνουν να την αγαπήσουμε!
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αλέκος Σακελλάριος συναντιόταν συχνά-πυκνά με τη Ρένα, πότε σε εκδηλώσεις προς τιμήν της, πότε σε εκδηλώσεις προς τιμήν του και πότε σε εκδηλώσεις προς τιμήν άλλων συναδέλφων τους (σας θυμίζω τη συναυλία του Σπάρτακου στον Λυκαβηττό). Πάντα εξέφραζαν την αγάπη τους και την εκτίμησή τους ο ένας για την... άλλη και πάντα μας θύμιζαν τις όμορφες στιγμές που δημιούργησαν μέσα στις πέντε δεκαετίες της συνεργασίας τους.