Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Σαν σήμερα το 1954: Σουσουράδα

Στις 7 Αυγούστου 1954 η Ρένα Βλαχοπούλου εμφανιζόταν στην επιθεώρηση του θεάτρου Βέμπο Σουσουράδα που είχαν γράψει ο Μίμης Τραϊφόρος και ο Γιώργος Γιαννακόπουλος με μουσική του Μενέλαου Θεοφανίδη. Επικεφαλής του θιάσου ήταν η Σοφία Βέμπο και ο Νίκος Σταυρίδης. Στο πλάι τους η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Κώστας Δούκας, η Σοφία Βερώνη, η Αλίκη Βέμπο και το χορευτικό ζευγάρι Φλερύ-Άλμα. Ανάμεσα στα νέα φιντάνια του θιάσου η Μπέτυ Μοσχονά (που είχε βέβαια θητεία στα μπουλούκια) και ο Γιάννης Φέρμης. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 9 Ιουνίου 1954.

Μίμης Τραϊφόρος, Μενέλαος Θεοφανίδης,
Σοφία Βέμπο, Νίκος Σταυρίδης, Ρένα Βλαχοπούλου
στις πρόβες της
Σουσουράδας το καλοκαίρι του 1954.
Από το αρχείο του Πάνου Μαυραγάνη


Η Σουσουράδα είναι μια σημαδιακή παράσταση στην καριέρα της Ρένας, καθώς σε αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά με διπλή ιδιότητα: ως τραγουδίστρια και ως νουμερίστα. Όπως έχουμε δει στο παρελθόν, οι κριτικοί τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια είχαν επισημάνει ότι η Ρένα ήταν μια τραγουδίστρια που διέθετε και υποκριτικά προσόντα--ερμήνευε τα τραγούδια της πάντα με ιδιαίτερη εκφραστικότητα. Οπότε ο Μίμης Τραϊφόρος αποφάσισε να την πιέσει να βγει στη σκηνή και ως ηθοποιός--σε ασφαλές φυσικά περιβάλλον, αφού θα ήταν παρτενέρ του έμπειρου Νίκου Σταυρίδη. Με βάση το αρχοντορεμπέτικο τραγούδι "Κάνε μου τέτοια" (γνωστό και ως "Άλα, πασά μου") οι συγγραφείς έγραψαν ένα σκετσονούμερο (σκετς, δηλαδή ελεύθερη και όχι έμμετρη πρόζα, που κατέληγε σε τραγούδι) στο οποίο ο Σταυρίδης συναντούσε μια "αθώα" κοπέλα σε ένα καφενεδάκι και της έκανε κόρτε. Εκείνη δεν αργεί να "πέσει" και, μάλλον (κρίνοντας από τους στίχους που τραγουδούσε η Ρένα στον Σταυρίδη), αποκαλύπτεται πως είναι και έτοιμη για πιο... πονηρά πράγματα...

Η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Νίκος Σταυρίδης στο νούμερο
"Κάνε μου τέτοια" της επιθεώρησης
Σουσουράδα
Από το βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα Βίβα Ρένα (εκδ. Άγκυρα, 2002)

Τη Ρένα και τον Σταυρίδη πλαισίωναν στο νούμερο ο Γιάννης Δούκας, ο Γιάννης Φέρμης και ο Ν. Τζανάτος. Παρόλο που, όπως έχουμε δει, είχε από τον Απρίλιο ανακοινωθεί πως η Ρένα θα εμφανιζόταν και σε νούμερα στη Σουσουράδα, φαίνεται πως δεν ήταν απολύτως έτοιμη ψυχολογικά για το μεγάλο βήμα. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των συνεργατών και συναδέλφων της (Τραϊφόρος, Θεοφανίδης, Φ. Ντάβου) η Ρένα έκλαιγε στα παρασκήνια από το άγχος και παρακαλούσε να κοπεί το νούμερο. Ο Τραϊφόρος την έσπρωξε με το ζόρι στη σκηνή και, έτσι όπως βγήκε σαστισμένη, το κοινό χειροκρότησε αυθόρμητα. Εκείνη από το τρακ της κάποια στιγμή έπεσε από την καρέκλα, ενώ της έπεφτε κάθε τόσο και το καπέλο, και το κοινό ενθουσιάστηκε. Εκείνο το βράδυ λοιπόν της 9ης Ιουνίου 1954 γεννήθηκε μια νέα πρωταγωνίστρια στο ελαφρό μουσικό θέατρο, στο οποίο θα κυριαρχούσε τα επόμενα σαράντα χρόνια. Ήταν τόσο μεγάλο το σουξέ της Ρένας και του Σταυρίδη που έκαναν τρία μπιζ. Ωστόσο, ο Σταυρίδης, μπαίνοντας στα παρασκήνια, είπε στον Τραϊφόρο: "Με διέλυσε η κωλοκερκυραία!..."

Από το αρχείο του Μάκη Σουρμπή

Εκτός από το "Κάνε μου τέτοια" η Ρένα ερμήνευε στην παράσταση δυο καινούρια τραγούδια του Μενέλαου Θεοφανίδη: το "Αθήνα ξελογιάστρα" και το "Σατράπη μου" (περίπου στο μέσον της πρώτης πράξης, αφού η καθιερωμένη τραγουδιστική εμφάνιση προ του φινάλε ανήκε αναμφισβήτητα στη θιασαρχίνα Σοφία Βέμπο. 




Οι περισσότερες κριτικές επισήμαναν τη νέα ιδιότητα της Ρένας. Αξίζει όμως τον κόπο να διαβάσουμε ολόκληρες τις κριτικές... Ξεκινάμε από τον Αχιλλέα Μαμάκη.
Είνε αναντίρρητον ότι οι συγγραφείς και αυτής της επιθεωρήσεως δεν πολυκουράστηκαν. Νούμερα πνευματώδη, υπό την πραγματικήν έννοια του όρου, δεν υπάρχουν και γι' αυτό και στην "Σουσουράδα" παίζουν σημαντικό ρόλο τα χορευτικά της επιθεωρήσεως και το θεαματικό της στοιχείο, που αν και σχετικού μόνον πλούτου έχει ωρισμένες στιγμές έντονη την σφραγίδα των καλαίσθητων δημιουργιών του Μάριου Αγγελόπουλου. Το κείμενο όμως, εάν δεν λέη μεγάλα πράγματα, διαθέτει κάτι που εκτιμά ο θεατής. Έχει πολιτική σάτιρα που πάντοτε απετέλεσε γνώρισμα της αθηναϊκής επιθεωρήσεως και είνε ακόμη και σαν τεχνική επάνω εις τα καθιερωμένα καλούπια του είδους. Έτσι, με την βοήθεια της μουσικής του Θεοφανίδη ωρισμένες σκηνές παρουσιάζουν πολύ μπρίο. Εάν προσθέση τις και τον αδρό υπογραμμισμόν αυτού του στοιχείου από τον δημοφιλή άσσο Νίκο Σταυρίδη και τον συμπαθή κωμικό Κώστα Δούκα πλαισιωμένους από μερικά γνωστά στελέχη της μουσικής σκηνής--όπως ο Αριστείδης Χρυσοχόος, ο Γιάννης Δούκας, ο Νίκος Φιλιππόπουλος και ο νέος καλλιτέχνης κ. Γιάννης Φέρμης που είχε δυο-τρεις αξιοσημείωτες εμφανίσεις--καθώς και τις κυρίες Αλίκη Βέμπο, Φίτσα Ντάβου και Νανά Γκάτση, φθάνουμε στην διαπίστωσι μιας ζωηράδας που εξασφαλίζει δυο ευχάριστες ώρες. Θα ήταν μάλιστα πιο ευχάριστες εάν δεν είχε το χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις κείμενο και ένα άλλο μειονέκτημα: Είνε υπερτροφικό. Είνε πολύ διωγκωμένο και υπάρχουν ένα σωρό περιττά λόγια που αν έλειπαν θα εκέρδιζε το σύνολον. Έπεσε--έμαθα--ψαλίδι και κόπηκαν ένα σκετς κι ένα ντουέττο. Υπάρχουν όμως και άλλα πράγματα που θα έπρεπε να κοπούν, όπως εκείνο το θλιβερό σκετς του Δούκα για τις Μις όπου κατεποντίσθη άδικα η καλλιτέχνις της πρόζας Ιουλιέττα Σωτηράκη. Περιορισμό θέλουν και τα συνεχώς επαναλαμβανόμενα στερεότυπα σατιρικά βέλη εναντίον του κ. Μαρκεζίνη.


Ανέφερα ήδη ότι τα χορευτικά του Γιάννη Φλερύ αποτελούν αναμφισβήτητο μέρος ενεργητικού της παραστάσεως. Θα πρέπει να προσθέσω ότι ξεχωρίζει το μάμπο που χορεύει με δαιμονισμένο μπρίο μαζί με την Λίντα Άλμα και το γκροτέσκο χορευτικό "Ένας περίπατος στο Φάληρο του 1914". Η "Πικρή ξενητειά" του δεν είχε τουλάχιστον στην πρεμιέρα την απήχησι που ανεμένετο, η δε χορογραφική προβολή του "Καραγκιόζη" με συνδυασμό και μαύρου φωτισμού μπορεί να είνε θεαματικώς εντυπωσιακή, αλλά δεν μπορεί να διεκδικήση ξεχωριστές δάφνες, αφού έχει γίνει ήδη άλλη επιτυχημένη χορευτική εκμετάλλευσις του θεάτρου των σκιών. Πρέπει ακόμη να εξαρθή όχι μόνον η χορογραφική επίδοσις του Φλερύ, αλλά και η παράλληλη χορευτική δεινότης τόσον αυτού όσον και της παρτεναίρ του. Μένει η μουσική: Ο Μενέλαος Θεοφανίδης έχει την ικανότητα να θέλγη τον ακροατή του με συνθέσεις, στις οποίες συμβαδίζουν παράλληλα η μοντέρνα τεχνοτροπία και η γλυκειά μελωδία. Αυτή η δημιουργική του ικανότης κάνει πολύ γλυκειά την μουσική του που φυσικά βρήκε ιδεώδεις ερμηνεύτριες την θιασάρχιν και την Ρένα Βλαχοπούλου. Η τελευταία μάλιστα όχι μόνον λανσάρησε από την πρώτη βραδυά το καινούργιο τραγούδι του Θεοφανίδη για την Αθήνα, αλλά επέδειξεν εις ένα ντουέττο με τον Σταυρίδη, το "Κάνε μου τέτοια", υποκριτικά στοιχεία που της εξησφάλισαν έντονη προβολή ανάμεσα εις όλα τα γυναικεία στελέχη του συγκροτήματος. Και αφού ξαναήλθε ο λόγος γι' αυτά, επιβάλλεται να αναφερθή ότι η ύστερα από τόσον καιρό επανεμφάνισις της Σοφίας Βερώνη επιστοποίησε πως ήταν αδικαιολόγητη η εκουσία απουσία της από την μουσικήν σκηνή. Το απέδειξε ιδιαίτερα εις το σκετς του Ιπποδρόμου που είνε και το πιο χαριτωμένο της "Σουσουράδας".
ΑΧ. ΜΑΜΑΚΗΣ
Έθνος, 12-6-1954






Σπάνια φωτογραφία της μαρκίζας του θεάτρου Βέμπο
το καλοκαίρι του 1954.
Απο τη σελίδα του Facebook
Μουσικό Θέατρο
του ηθοποιού και χορευτή Γιάννη Χριστόπουλου 

Ο Φέργκουσον της εφημερίδας Ανεξαρτησία (υποπτεύομαι πως είναι ψευδώνυμο του Γιάννη Φερμάνογλου) έγραψε:
Με άριστα εβαθμολογήθη ως νουμερίστα και η Ρένα Βλαχοπούλου εις το θέατρον "Βέμπο". Ανταξία παρτεναίρ ενός δυναμικού πρωταγωνιστού, του Νίκου Σταυρίδη, η Βλαχοπούλου, γεμάτη φινέτσα, δροσιά και μπρίο, δικαιολογεί απόλυτα το τόλμημά της όταν μάλιστα σκεφθή κανείς πόση έλλειψις δυναμικών στελεχών του είδους υπάρχει εις το μουσικό θέατρο.
Ανεξαρτησία, 14-6-1954


Ο Μάριος Πλωρίτης έγραψε στην Ελευθερία:
Με την καινούρια τους επιθεώρηση "Σουσουράδα" ο Δ. Τραϊφόρος και ο Γ. Γιαννακόπουλος ξαναγυρίζουν στην πηγή της ελληνικής επιθεώρησης και της αρχαίας κωμωδίας, στην πολιτική σάτιρα. Τα τελευταία χρόνια το "θέαμα"--κι ίσως και κάποιος κόρος του κοινού--είχαν λίγο πολύ παραμερίσει τη σάτιρα αυτή από την αθηναϊκή επιθεώρηση. Στη "Σουσουράδα" ξαναγυρίζει απόλυτη κυρίαρχη από την εισαγωγή ως το φινάλε. (Το δίχως άλλο, τα έργα και αι ημέραι των πολιτικών μας ευνοούν, με το παραπάνω, αυτή την αναβίωση...). Κι οι δυο συγγραφείς την εκμεταλλεύονται μ' επιτυχία και χωρίς βιαιότητα. Ιδιαίτερα γουστόζικη είναι στα πολιτικά νούμερα--αλλά και στα άλλα--η παρωδία γνωστών τραγουδιών--που είναι, κι αυτή, μια από τις "παραδόσεις" της ελληνικής επιθεωρήσεως. Προ πάντων στο "Ξυπόλητο τάγμα", όπου σατιρίζεται το θέμα--ποιων άλλων--των Δημοσίων υπαλλήλων.
Από τ' άλλα νούμερα ξεχωρίζει το "Κάνε μου τέτοια" που δίνει την ευκαιρία στη Ρένα Βλαχοπούλου να δείξει, πλάι στη γνωστή τραγουδιστική της αξία, και σημαντικά χαρίσματα νουμερίστας: υποκριτική, μιμική, μπρίο που θα ζήλευαν και οι "βετεράνες" του είδους. Τη συντροφεύει ο Νίκος Σταυρίδης με το αιώνιο κέφι του και την αστραπιαία επικοινωνία του με το κοινό. Ο ίδιος χαρίζει πολλά στην "Αλλαγή φύλου" με την συμπαράσταση της Αλίκης Βέμπο και της Σοφίας Βερώνη, που κάνει μιαν ωραία επιστροφή στη σκηνή, ιδιαίτερα με "Τα σίγουρα...". Από τους άλλους ηθοποιούς σημειώνω τον "αγαθό" Κώστα Δούκα, τον Αρ. Χρυσοχόο, το Γιάννη Ιωαννίδη (στην "Επικρατέστερη"), το Ν. Φιλιππόπουλο και τρεις "καινούργιους": τη Τζένυ Τσακίρη, τη Μπέττυ Μοσχονά και τον κωμικό Ι. Φέρμη (ιδιαίτερα στο "Ξυπόλητο Τάγμα" [Σημείωση του Rena Fan: το νούμερο για τους χαμηλόμισθους "πειναλέους" δημοσίους υπαλλήλους].
Η Σοφία Βερώνη,
σύζυγος του Μενέλαου Θεοφανίδη,
 στην επιθεώρηση
Σουσουράδα
Όσο για τη Σοφία Βέμπο, αξιοποίησε με τη γνωστή της "επιβλητικότητα" τα καινούργια τραγούδια του Θεοφανίδη, που συνέθεσε με γούστο και γνώση το γενικό μουσικό πλαίσιο του έργου.
Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για τα χορευτικά της "Σουσουράδας" που χορογράφησαν με φαντασία και κέφι ο Γιάννης Φλερύ και η Αλίκη Βέμπο. Το πιο χαριτωμένο είναι το "1914: περίπατος στο Φάληρο"--αναπόληση και σάτιρα της προ-προ-πολεμικής Αθήνας έξυπνη σε ευρήματα και παρωδία. Το πιο "δυναμικό", το "Μάμπο", δίνει στη Λίντα Άλμα και το Φλερύ την ευκαιρία να επιδείξουν τα εξαίρετα χορευτικά τους προσόντα και την "ευρωπαϊκή" τους κλάση.
Ο Μάριος Αγγελόπουλος συνδύασε στα ντεκόρ και τα κοστούμια το απαραίτητο "θέαμα" και την αποφυγή των υπερβολικών επιδείξεων. Ιδιαίτερα πετυχημένη ήταν η δουλειά του στο "Θέατρο Σκιών"--θεατρική μετάπλαση του Καραγκιόζη, πενιχρή σε κείμενο αλλά αξιόλογη σε χρώματα, σχήματα και διατήρηση αυτού του άλλοτε κοσμαγάπητου είδους.
Μ. ΠΛΩΡΙΤΗΣ
Ελευθερία, 16-6-1954

Τα μικρότερα ονόματα του θιάσου της Σουσουράδας. Ανάμεσά τους η επιστήθια φίλη της Ρένας
Φίτσα Ντάβου και η μετέπειτα πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου Μπέτυ Μοσχονά.
Από το αρχείο του Μάκη Σουρμπή




Αντίθετα από τον Πλωρίτη, ο Γεράσιμος Σταύρου στην Αυγή δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πολιτική σάτιρα της Σουσουράδας--και μάλιστα εντόπισε και ένα συγγραφικό ατόπημα (επίσης δεν έκανε καμιά αναφορά στη Ρένα Βλαχοπούλου!). Ο Σταύρου παρουσίασε ένα κριτικό σημείωμα και για τα τρία επιθεωρησιακά θεάματα του αθηναϊκού κέντρου. Εκτός από το Βέμπο, επιθεώρηση παρουσίαζε φυσικά το Ακροπόλ (Μπλε τριαντάφυλλα της συγγραφικής τριάδας Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας με μουσική Σουγιούλ και σκηνικά-κοστούμια Στέλιου Δόξα) με το βαρύ πυροβολικό της επιθεώρησης: Μακρής, Αυλωνίτης, Μαυρέας, Ντορ, Νέζερ, Μπελίντα, Λειβαδίτης, Π. Άλβα, Γαβριηλίδης. Επίσης το Περοκέ (Όσα παίρνει ο άνεμος των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου με μουσική Μουζάκη) διέθετε έναν αρκετά ισχυρό θίασο "νέου" κυρίως αίματος: Ντιριντάουα, Κοκκίνης, Χατζηχρήστος, Στολίγκας, Βρανά, Μηλιάδης. Διέθετε βέβαια τον Γιώργο Ανεμογιάννη στα σκηνικά και τα κοστούμια που οργίαζε (και το θεατρικό ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στα παρασκήνια εκείνο τον καιρό έλεγε πως κανονικά ο τίτλος του έργου θα έπρεπε να είναι "Όσα παίρνει ο Ανεμογιάννης"!...). Ο Γεράσιμος Σταύρου λοιπόν παρουσιάζει και τις τρεις επιθεωρήσεις, μαζί με τις σκέψεις του για το επιθεωρησιακό είδος. Καθώς σήμερα κλείνουμε έναν κύκλο αναρτήσεων στον οποίο μας απασχόλησε σταθερά η επιθεώρηση, αφού σ' αυτήν επιδόθηκε κυρίως η Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο, θα το δημοσιεύσω ολόκληρο, έτσι, πανηγυρικά...


ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ "ΕΛΑΦΡΟ" ΘΕΑΤΡΟ
ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Ένα ζωντανό θεατρικό είδος που μάρανε η έμμεση λογοκρισία.--Δεν νοείται επιθεώρησις χωρίς πολιτική σάτιρα.--Ο πλούτος των σκηνικών, οι ακρότητες και η τζαζ δεν αναπληρώνουν την έλλειψιν της σατίρας.--Αξιόλογοι συγγραφείς και καλλιτέχνες μπορούν να ανανεώσουν το είδος.
Η επιθεώρηση, η "σατιρική μουσική επιθεώρηση" όπως αναφέρεται συνήθως στα προγράμματα, είναι ένα θεατρικό είδος που έχει δημιουργήσει μεγάλη παράδοση στον τόπο μας και για την μεγάλη μερίδα του κοινού αποτελούσε, κι ίσως αποτελεί ακόμα, το προσφιλέστερο θέαμα. Κι αυτό για πολλούς λόγους: Πρώτα-πρώτα η επιθεώρηση έχει το στοιχείο της επικαιρότητας, της προβολής των καθημερινών γεγονότων με διάθεση εύθυμη και σατιρική κι έτσι βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα ενδιαφέροντά μας κατά τον πιο απλό και διασκεδαστικό τρόπο. Η πολιτική ζωή, οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι λαϊκές αντιδράσεις, οι καημοί, τα μεράκια, οι χαρακτηριστικώτεροι τύποι της ελληνικής ζωής είναι οι πηγές που αντλούν οι επιθεωρησιογράφοι τα θέματα των διαφόρων σκηνών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η επιθεώρηση είναι η θεατρική έκδοση μιας εφημερίδας--μιας εφημερίδας που εκφράζει ή θάπρεπε να εκφράζει ανόθευτα την κοινή γνώμη πάνω σ' όλα τα φλέγοντα ζητήματα, με τον τρόπο της φυσικά.
Έπειτα το θεατρικό αυτό είδος έχει ποικιλία, έχει πλούσιο θέαμα, ενισχύεται από την μουσική, τα τραγουδάκια, και διασκεδάζει ευκολώτερα τον θεατή, όταν μάλιστα οι γνωστές συνθήκες που κρατούσαν πάντα σε απομόνωση τις πνευματικές ανησυχίες του λαού, δεν άφηναν να καρποφορήσουν ανάλογα οι άλλες εκπολιτιστικές εκδηλώσεις.
Αλλά θα ήταν ασυγχώρητη επιπολαιότητα να κατατάσσεται η επιθεώρηση στα "ελαφρά" θεάματα, με την έννοια ότι μπορεί να εξαντλεί την επιείκειά μας και να παραγράφονται ορισμένες απαραίτητες αξιώσεις. Το θέατρο, σε οποιαδήποτε μορφή του, όσο και να περνάει δύσκολες μέρες, δεν παύει νάναι κοινωνικό λειτούργημα. Κι ασφαλώς ούτε η επιθεώρηση θα πρέπει να εξαιρεθεί, αφού έρχεται σ' επαφή με το μεγάλο κοινό, του επιβάλλει απόψεις, ιδέες κι επηρεάζει την διάθεση και το γούστο του. Μα υπάρχει κι άλλος σοβαρώτατος λόγος που ενισχύει τα παραπάνω. Η επιθεώρηση, όπως είπαμε και στην αρχή, έχει δημιουργήσει παράδοση, είναι καθιερωμένο πια θεατρικό είδος, με αυτάρκεια και λαϊκές εκπολιτιστικές βάσεις. Ανάδειξε συγγραφείς και ηθοποιούς, και δεν θάναι υπερβολή να πούμε ότι έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της στην προβολή της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Συγγραφείς, όπως ο Άννινος, ο Τσοκόπουλος, ο Πωπ, ο Πολ. Δημητρακόπουλος, ο Μωραϊτίνης, ο Καρακάσης από την περασμένη γενιά, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του σατιρικού τους έργου στην επιθεώρηση. Κι υπάρχουν επιθεωρησιακές σκηνές ("Ο ευχαριστημένος", "Βίβλος γενέσεως" κ.ά.) που, για την εποχή τους, στάθηκαν υπόδειγμα θεατρικής φαντασίας, εξυπνάδας, πρωτοτυπίας, λαϊκής θυμοσοφίας--την ποιότητα και την αξία τέτοιων σκηνών, την ίδια εποχή, δεν θα την εύρισκε κανείς, αν έψαχνε στις αντίστοιχες κωμωδίες "σοβαρών" συγγραφέων, οι οποίες είχαν για θέμα, συνήθως, ό,τι "χαριτωμένα" πράγματα γίνονταν στα σαλόνια και στις κρεββατοκάμαρες...
Έτσι, η ελληνική επιθεώρηση, όσο και να δανείστηκε πριν από πενήντα χρόνια τα πρότυπά της απ' το Παρίσι, εξελίχθηκε σε καθαρά ντόπιο θεατρικό είδος, ικανό να προσφέρει αληθινή ψυχαγωγία στο μεγάλο κοινό...
*    *    *
Πώς λοιπόν συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κι η επιθεώρηση περνάει, κατά γενικήν ομολογία, επικίνδυνη για την υπόστασή της κρίση; Ο πρώτος και κύριος υπεύθυνος είναι αναμφισβήτητα η επιβολή πότε της απροκάλυπτης (Τεταρτοαυγουστιανής) και πότε της έμμεσης (καλή ώρα) λογοκρισίας. Ξέρουν οι εκάστοτε ιθύνοντες τι επίδραση μπορεί να έχει το μουσικό θέατρο στο κοινό κι εκεί σφίγγουν, όσο παίρνει, τα χαλινάρια. Για τα σόκιν, τα γυμνά, τα υπονοούμενα "φιλολογικά" μόνο καμώνονται τους αυστηρούς. Εκεί που είναι πανέτοιμοι να επέμβουν με το ψαλλίδι, απειλητικά ανοιχτό κι ανελέητο, είναι στην πολιτική σάτιρα των επιθεωρήσεων. Αλλά επιθεώρηση χωρίς ελεύθερη πολιτική σάτιρα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Όταν αυτή λείψει ή "αποχρωματιστεί", μοιάζει με σκορδαλιά δίχως σκόρδο. Και τότε επιστρατεύονται τα πλούσια--νεοπλουτικά τις περισσότερες φορές--σκηνικά, τα γυμνά μπαλλέτα, τα χοντροκομμένα σόκιν για να καλύψουν το κενό. Μα, όπως απέδειξε η πραγματικότητα, τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το γνήσιο σατιρικό κείμενο. Αντίθετα, φορτώνονται οι μουσικοί θίασοι με περιττά έξοδα (περιττά για τις οικονομικές συνθήκες του σημερινού θεάτρου και του κοινού) και κάθε τόσο κινδυνεύουν να χρεωκοπήσουν. Το κοινό, το κοινό των επιθεωρήσεων, πάνω απ' όλα θέλει ν' ακούσει πολιτική και κοινωνική σάτιρα για όλα τα σημερινά γεγονότα που τ' απασχολούν κι όχι ό,τι δεν θα ενοχλήσει τους κ.κ. ιθύνοντες. Δεν λέμε πως πρέπει να περιφρονείται το θεαματικό μέρος στις επιθεωρήσεις. Κάθε άλλο. Και τα ωραία σκηνικά, και τα κουστούμια, κι οι χοροί και τα μπαλλέτα--μπαλλέτα όμως!--είναι απαραίτητα στοιχεία για να συμπληρώσουν το σατιρικό κείμενο. Να το  σ υ μ π λ η ρ ώ σ ο υ ν  και να μη θέλουν να το υποκαταστήσουν, καθώς συμβαίνει σήμερα.
Συγγραφείς το ελαφρό θέατρο διαθέτει αρκετούς που έχουν δώσει πολλά δείγματα του πηγαίου ταλέντου τους: Οι αδελφοί Χρ. και Γ. Γιαννακόπουλος, ο Ασημάκης Γιαλαμάς (ποιος ξεχνάει το θαυμάσιό του "Γιούπι-Γιούπι", την μόνη μεταπολεμική επιθεώρηση που χωρίς "στολίδια" και πολλές φίρμες έδωσε με αληθινό χιούμορ και πρωτοτυπία τα χαρακτηριστικώτερα γεγονότα του 1946-47;), ο Αλ. Σακελλάριος, ο Θίσβιος, ο Δ. Γιαννουκάκης, ο Παν. Παπαδούκας, ο Γ. Ασημακόπουλος κι ένα σωρό άλλοι δοκιμασμένοι και νεώτεροι επιθεωρησιογράφοι. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν και σήμερα να ανταποκριθούν, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, με τις απαιτήσεις του είδους. Αλλά το γενικώτερο πολιτικό κλίμα δεν τους αφήνει περιθώρια. Χαρακτηριστικά θ' αναφέρουμε ότι δεν είναι τυχαίο που τις παραμονές της ενάρξεως των μουσικών θεάτρων διαδίδεται καταλλήλως η προετοιμασία για επιβολή λογοκρισίας. Τότε βέβαια κινούνται οι θεατρικές οργανώσεις, οι "μπαμπούλες" πείθονται να ματαιώσουν τις επιθυμίες τους "διά να μην εκτεθεί η δημοκρατία μας", παράλληλα όμως λαβαίνουν από θεατρώνες και καμμιά φορά κι από συγγραφείς την διαβεβαίωση ότι θα λογοκρίνουν τα έργα τους οι ίδιοι, γι' αυτό ας μην ανησυχούν.
*    *    * 
Αυτά τα περιστατικά και οι παραπάνω σκέψεις νομίσαμε πως θάπρεπε να σημειωθούν πριν μιλήσουμε για τις τρεις επιθεωρήσεις που ανέβηκαν φέτος το καλοκαίρι, γιατί λίγο-πολύ κι οι τρεις γράφτηκαν με αυτές τις "προϋποθέσεις". Η συγγραφική τριάδα Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας κατέβαλε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ' αυτό το πραγματικό αδιέξοδο στην επιθεώρηση: "Τα μπλε τριαντάφυλλα" (Θέατρο "Ακροπόλ"). Εδώ δόθηκε μεγαλύτερο βάρος στο κείμενο--λείπουν από τα σκηνικά οι επιδείξεις "πλούτου" και δεν νομίζουμε ότι στενοχωριέται το κοινό... Εξ άλλου, το "Ακροπόλ" διαθέτει και το δυναμικώτερο, ας πούμε, συγκρότημα ηθοποιών που βρίσκει την ευκαιρία να εμφανιστεί σε αρκετές σκηνές με ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα ο Κυριάκος Μαυρέας με τους αμίμητους αυτοσχεδιασμούς του, το μπρίο και την ζωντάνια του--αληθινός "αρτίστας"--σημειώνει μεγάλη επιτυχία στο διασκεδαστικώτερο ίσως νούμερο του έργου: "Μαρκεζινιάδα", όπου εμφανίζεται ως νέος Όμηρος. Επίσης επιτυχημένες σκηνές ήταν "Οι Γερμανοί ξανάρχονται" με τους Αλ. Λειβαδίτη, Γ. Γαβριηλίδη και Ν. Ρίζο ως γερμαναράδες, αλλά υπό... μορφήν εμπορικών εκπρόσωπων του Αντενάουερ, το "Μπάι-μπάι", μια σάτιρα των αμερικανικών αποστολών που καταχειροκροτείται και ερμηνεύεται από την Ρένα Ντορ και τον Αλ. Λειβαδίτη, το σκετς: "Η κυρία ντύνεται" με τον Ορ. Μακρή και την Μαρίκα Νέζερ. Επίσης ο κ. Αυλωνίτης στον περιορισμένο πάντα ρόλο του "κομπέρ" κατάφερε με το παίξιμό του να δώσει ενδιαφέρον. Στο φινάλε της Αης πράξεως σατιρίζονται τ' αποτελέσματα της υδρογονοβόμβας κι εκφράζεται ο πόθος των λαών για Ειρήνη, αν και το θέμα δεν το εκμεταλλεύονται οι συγγραφείς όσο θάπρεπε [Σημείωση του Rena Fan: το βασικό μοτίβο του φινάλε ήταν ότι τα πάντα στη γη αλλάζουν χρώμα εξαιτίας της υδρογονοβόμβας, εξ ου και ο τίτλος Μπλε τριαντάφυλλα]. Οι χορογραφίες του κ. Τάκη Βαρλάμου, χωρίς να θέλανε να εκπλήξουν, είχαν μια φαντασία κι ένα καλό γούστο. Δεν ήταν, όπως συχνά συμβαίνει στις επιθεωρήσεις, ανεξάρτητα απ' τις ικανότητες των χορευτών, "θεαματικές κινήσεις" και τίποτ' άλλο. Για την μουσική του έργου, γραμμένη από τον κ. Σουγιούλ, θάχαμε να σημειώσουμε κάτι που παρατηρείται, από μας έστω τους... αναρμοδίους, σ' όλες τις "μουσικές" των επιθεωρήσεων, αν κι εδώ το κακό παραγίνεται: Η επίδραση της έξαλλης αμερικάνικης τζαζ κυριαρχεί πέρα ως πέρα και δεν επιτρέπει να ξεχωρίσουμε την προσωπικότητα του εμφανιζόμενου ως συνθέτη. Κι η "ελληνική μουσική" εξαντλείται στα μοτίβα των γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών. Προσπάθεια για μιαν ανανέωση δεν βλέπουμε δυστυχώς. Γενικά, "Τα μπλε τριαντάφυλλα" μπορεί να ξεχωρίζουν από τις άλλες δυο φετεινές επιθεωρήσεις σε κέφι και σατιρική διάθεση, αλλά οι σατιρικοί τους στόχοι παραμένουν περιορισμένοι σ' ένα-δυο πολιτικά πρόσωπα και σε μερικές καταστάσεις που δεν χαρακτηρίζουν φυσικά τα κύρια θέματα της καθημερινής μας ζωής...
Οι κ.κ. Χρ. Γιαννακόπουλος και Αλ. Σακελλάριος έγραψαν θαρρείς με "τσιγγουνιά" την επιθεώρησή τους "Όσα παίρνει ο άνεμος" (Θέατρο "Περοκέ"). Σχεδόν αγνόησαν εντελώς την πολιτική και κοινωνική σάτιρα (δεν νομίζουμε πως μπορεί να την αντικαταστήσει το νούμερο για τους υπαρξιστές), το κείμενό τους είναι λίγο και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Στη θέση του επικρατεί το θέαμα--σκηνογραφίες μπαλλέτα, κουστούμια. Αλλά έτσι που προσφέρεται, μάλλον για να προκαλέσει τον θαυμασμό μας, στο τέλος σ' αφήνει με την εντύπωση ότι αντί να χαρείς, κουράστηκες. Από τις σκηνές του έργου σημειώνουμε το νούμερο "Ένας φρέσκος υπαρξιστής" και την "Ιπτάμενη Παράγκα", όπου το μπρίο του Κώστα Χατζηχρήστου διασκεδάζει αληθινά το κοινό, το σκετς του Μίμη Κοκκίνη: "Φορολογούμενος πολίτης", μια επιτυχής σάτιρα των... φορολογικών παθημάτων μας, και το φινάλε της Αης πράξεως που έχει το ίδιο θέμα με το "Ακροπόλ". Η Κα Ντιριντάουα αδικείται από τα "νούμερά" της. Το χορευτικό ζευγάρι Μ. Καστρινός-Χρυσούλα Ζώκα έχει ωραίες εμφανίσεις, οι χορογραφίες του όμως επιδεικνύουν τις δυνατότητές του, χωρίς να τις αξιοποιούν σε συγκεκριμένα θέματα. Η μουσική του κ. Μουζάκη κάνει κατάχρηση των άγριων ρυθμών της τζαζ κι ενισχυμένη από τα μεγάφωνα, συνεχώς απειλεί κι αυτιά και νεύρα. Η σκηνοθεσία του κ. Αλ. Σακελλάριου έδωσε ρυθμό στην παράσταση.
Η "Σουσουράδα" τέλος, του Γιώργου Γιαννακόπουλου και του Μίμη Τραϊφόρου (Θέατρο "Βέμπο") ρίχνει επίσης το βάρος στο θέαμα. Ο σκηνογράφος κ. Μ. Αγγελόπουλος βοήθησε πολύ σ' αυτό. Αλλά η σάτιρα κι εδώ είναι ελάχιστη και μόλις πάει ν' αγγίξει μερικά θέματα, μόνο και μόνο για να μη λείπει εντελώς--το περυσινό "Τρόλλεϋ-Μπας", των ιδίων συγγραφέων, ήταν ασυγκρίτως καλύτερο. Επίσης τώρα γίνεται απόπειρα όχι μόνο να μην αγνοηθούν, αλλά να δικαιωθούν πολιτικά πρόσωπα και πολιτικές καταστάσεις του παρελθόντος--όπως έξαφνα ο Μεταξάς κι η 4η Αυγούστο--και του παρόντος. Η επιτυχία του έργου είναι οι χορογραφίες κι οι χοροί του Γιάννη Φλερύ και της Λίντα Άλμα. Η αναπαράσταση του "Νέου Φαλήρου κατά το 1914" ήταν έξοχη σε ρυθμό, σε κίνηση και χιούμορ. Θαυμάσια κι η ιδέα κι η εκτέλεση του "Καραγκιόζη"--αδικείται όμως από το κείμενο που αναφέρεται στον γνωστό "μύθο" του "Μεγαλέξαντρου και του καταραμένου όφι" χωρίς προσπάθεια ν' ανανεωθεί με συμβολική, έστω, σάτιρα πάνω στα σημερινά γεγονότα.
Τελειώνοντας, θάχαμε να προσθέσουμε πως οι τόσο αξιόλογοι ηθοποιοί του μουσικού μας θέατρου κι οι επιθεωρησιογράφοι, αν θέλουν να εξελιχθεί όπως τ' αξίζει αυτό το λαϊκώτατο θεατρικό είδος, η επιθεώρηση--και πιστεύουμε να το θέλουν--, θα πρέπει, με την ενίσχυση ολόκληρου του καλλιτεχνικού κόσμου, να επιβάλουν μια πραγματική ελευθερία στο θέατρο, ν' αντιμετωπίσουν θαρραλέα τις διάφορες "πιέσεις", γιατί μονάχα έτσι θα εκπληρώσουν τον εκπολιτιστικό τους προορισμό, το χρέος τους προς το μεγάλο κοινό που με τόση συμπάθεια και χαρά τους παρακολουθεί και τους περιμένει...
Γ. ΣΤΑΥΡΟΥ
Αυγή, 20-6-1954

Η Ρένα Βλαχοπούλου και, αν δεν κάνω λάθος, ο Γιάννης Δούκας
στο νούμερο "Κάνε μου τέτοια" της επιθεώρησης
Σουσουράδα

Από τα τρία επιθεωρησιακά θέατρα του καλοκαιριού εκείνου, μόνο το Περοκέ άλλαξε έργο. Ανέβασε στα μέσα Ιουλίου την επιθεώρηση των Ναπ. Ελευθερίου-Κ. Νικολαΐδη-Ηλ. Λυμπερόπουλου Όμορφα και ωραία που κράτησε το πρόγραμμα του θεάτρου μέχρι το τέλος της σεζόν. Οι άλλες δυο επιθεωρήσεις ενισχύθηκαν τον Αύγουστο με κάποιες νέες σκηνές. Στο Βέμπο εμφανίστηκε επιπλέον η Γεωργία Βασιλειάδου (στις 28 Αυγούστου). Στην πρώτη θέση του πίνακα των εισπράξεων παρέμεινε σταθερά όλο το καλοκαίρι το θέατρο Ακροπόλ, ενώ το Περοκέ και το Βέμπο ακολουθούσαν (και συνήθως το Βέμπο βρισκόταν στην τρίτη θέση). 


Φυσικά το "Κάνε μου τέτοια" παρέμεινε στο πρόγραμμα της Σουσουράδας και το τραγούδι γνώρισε τεράστια επιτυχία. Στη δισκογραφία η Ρένα το τραγούδησε παρέα με τον Πάνο Σάμη, ενώ το ηχογράφησαν επίσης η Μάγια Μελάγια και η Καίτη Μπελίντα. Σχεδόν όλες οι τραγουδίστριες της εποχής το τραγουδούσαν στα κέντρα της Αθήνας (μία από αυτές η Τούλα Λαμάρ μιμούνταν στο πρόγραμμά της διάφορες τραγουδίστριες, ανάμεσά τους και τη Ρένα Βλαχοπούλου, ενώ σύμφωνα με το θεατρικό κουτσομπολιό, ενέταξε στους στίχους το όνομα του Υπουργού Εργασίας Ελευθέριου Γονή, με τον οποίο είχε... προηγούμενα, όταν εκείνος εμφανίστηκε στο κέντρο που τραγουδούσε: "Άλα Γονή μου, άλα υπουργέ μου, κάνε μου τέτοια!"...). Φυσικά τραγουδήθηκε και εκτός Αθήνας, καθώς η Σουσουράδα παρουσιάστηκε από περιοδεύοντες θιάσους: τον Ιούλιο του 1954 την παρουσίασε η Τούλα Δράκου στην Κωνσταντινούπολη ενώ τον επόμενο χρόνο την παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη ο θίασος Ρένας Ντορ-Νανάς Σκιαδά-Αλ. Λειβαδίτη-Κ Δούκα (άγνωστο, δυστυχώς, ποιοι έπαιζαν το νούμερο σε αυτά τα ανεβάσματα). 

Το φινάλε της Σουσουράδας στο θέατρο Μετροπόλ της Θεσσαλονίκης
τον Ιούλιο του 1955. Επικεφαλής του θιάσου: Ρένα Ντορ, Νανά Σκιαδά,
Αλέκος Λειβαδίτης, Κώστας Δούκας

Το φθινόπωρο του 1954 η Άννα και η Μαρία Καλουτά ερμήνευσαν το τραγούδι και στα ρεσιτάλ που έδωσαν στην Αμερική (και, αν πιστέψουμε την εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης το τραγούδι δεν άρεσε στο κοινό της ομογένειας, αφού "δεν του αρέσει το χοντροκομμένο σόκιν", εκτιμά τις αδελφές Καλουτά όταν δεν τους "ξεφεύγει το μέτρο", και χειροκρότησε το τραγούδι από "απλή ευγένεια", ενώ χειροκρότησε ενθουσιωδώς σε άλλα μέρη του προγράμματος!...)

Η Άννα κι η Μαρία Καλουτά με τη Σόνια Κούρτις
στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1954

Φαίνεται όμως πως και στην Αθήνα κάποια στιγμή το τραγούδι (που είχε χρησιμοποιηθεί μέχρι και σε πολιτική γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη) ενόχλησε κάποια πιο συντηρητικά άτομα. Στις 3 Οκτωβρίου, μια μέρα μετά τη λήξη των παραστάσεων της Σουσουράδας, διαβάζουμε στην εφημερίδα Ανεξαρτησία ότι το "Κάνε μου τέτοια" απαγορεύτηκε από το ραδιόφωνο!... Τι σημασία είχε όμως πια; Είχε φτάσει στα αφτιά και στα στόματα όλου του κόσμου, ενώ είχε καταφέρει να καθιερώσει τη Ρένα Βλαχοπούλου ως κωμική ηθοποιό...

Διάλεξα αυτό το θέμα για το σημερινό "Σαν σήμερα" επειδή σήμερα κλείνει ένας κύκλος στο blog. Σαν σήμερα πριν από έναν χρόνο αποφάσισα να αρχίσω να γράφω μια σειρά αναρτήσεων με θέμα "Σαν σήμερα η Ρένα Βλαχοπούλου..." βάζοντας ένα προσωπικό στοίχημα: να γράφω κάθε μέρα μια ανάρτηση για έναν ολόκληρο χρόνο. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα καταφέρω να ολοκληρώσω το εγχείρημα. Άλλωστε ο λόγος που το ξεκίνησα ήταν καθαρά ψυχοθεραπευτικός: κάποιο "κρυμμένο τραύμα" που ταλαιπωρούσε την καθημερινότητά μου αλλά και οι πρωτόγνωρες συνθήκες της πανδημίας επέβαλλαν μια αποφόρτιση που σταθερά προσφέρει πάντοτε στη ζωή μου η Μούσα μου, η Ρένα Βλαχοπούλου. Το στοίχημα το κέρδισα. Επί ένα χρόνο, χωρίς αργίες, σε καθημερινές, γιορτές και σχόλες (και χάρη βέβαια στον χρόνο που αναγκαστικά μάς πρόσφερε η πανδημία), ο Rena Fan ξετρύπωνε κάθε βράδυ στο αρχείο του μια δραστηριότητα της Ρένας, ένα δημοσίευμα που την αφορούσε, μια ταινία, μια παράσταση, μια τηλεοπτική εμφάνιση. Με αγάπη πάντα και με κριτική ματιά ενίοτε. Και βέβαια η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν συχνά η αφορμή για να γράψω κάτι παραπάνω για το κλίμα της κάθε εποχής, για το ελαφρό τραγούδι, για τον λαϊκό κινηματογράφο, για το μουσικό θέατρο που τόσο πιστά υπηρέτησε η Ρένα. Πενήντα εφτά χρόνια καριέρας πρόσφεραν τελικά πολύ υλικό, πολλές αναμνήσεις και πολλές νέες γνώσεις. Θέλω να πιστεύω ότι ζωντανεύοντας στιγμές της καριέρας αυτής ζωντάνεψε και ένας ολόκληρος κόσμος που εγώ γνώρισα και αγάπησα μέσα από την έρευνα χάρη στη Μούσα μου.

Με τη συμπαράσταση φίλων, παλιών και νέων, που διάβαζαν τις αναρτήσεις μου, σχολίαζαν, διόρθωναν, έδιναν περισσότερες ιδέες αλλά και υλικό, και τις/τους ευχαριστώ για αυτό, το "Σαν σήμερα η Ρένα Βλαχοπούλου" έφτασε στο τέλος του. Δεν σταματά για πάντα, φυσικά. Ούτε το υλικό εξαντλήθηκε αλλά ούτε και η έρευνα για το φαινόμενο "Ρένα Βλαχοπούλου" ολοκληρώθηκε (και δεν ξέρω αν θα ολοκληρωθεί ποτέ...). Το "Σαν σήμερα" θα εμφανίζεται κάθε τόσο, απροειδοποίητα ή όχι, με μια νέα ανάρτηση, με κάποια ακόμα ανάμνηση, κάποια ακόμα ανακάλυψη. Όπως η Σουσουράδα σήμανε ένα νέο ξεκίνημα για τη Ρένα Βλαχοπούλου, η ολοκλήρωση του "Σαν σήμερα" θα σημάνει, ελπίζω, νέα ξεκινήματα για τον Rena Fan, για την ολοκλήρωση παλιών και νέων project... Πάντως σαν σήμερα το 1954 η Ρένα τραγουδούσε "όξω μαράζια, όξω σεκλέτια..." Το νάζι της, η γλύκα της, τα σκέρτσα της, τα σορόπια της, η νοστιμάδα της, το ταλέντο και η προσωπικότητά της που σπάζαν "από πιάτο ως κατσαρόλα", και τα μπερικέτια της είναι μια εγγύηση για αυτό... Κυρία Βλαχοπούλου, δεν θα ζητήσω ποτέ "καιρό το κουράγιο να βρω να ξεμπλέξω" από σας, γιατί αυτός ο έρωτας δεν με τυραννάει ποτέ...



Ευχαριστίες στον Γιάννη Δαρόπουλο, τον Νίκο Ζάικο, την Ειρήνη Πολυδώρου και τον Μάκη Σουρμπή που μου έστειλαν υλικό για τις αναρτήσεις μου. Επίσης πολλές ευχαριστίες στην Κωνσταντίνα Σταματογιαννάκη, υπεύθυνη του Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ, και το προσωπικό της Βιβλιοθήκης της Βουλής που με διευκόλυναν στην αναζήτηση του υλικού για την έρευνά μου...



Η παρούσα ανάρτηση, όπως και όλα τα κείμενα που δημοσιεύονται στο ιστολόγιο αυτό, είναι αποτέλεσμα προσωπικής έρευνας. Είναι υποχρεωτική η ρητή αναφορά στο ιστολόγιο, όταν χρησιμοποιείται υλικό από τις αναρτήσεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου