Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Σαν σήμερα το 1963: Μερικοί το προτιμούν κρύο...

Στις 14 Ιανουαρίου 1963 ξεκίνησε σε οκτώ κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας η προβολή της ταινίας Μερικοί το προτιμούν κρύο που αποτελούσε την πρώτη απόπειρα του Γιάννη Δαλιανίδη να γυρίσει μια μουσικοχορευτική ταινία--προσπάθεια που τελικά ολοκληρώθηκε την επόμενη σεζόν με το Κάτι να καίει. Το μιούζικαλ αυτό ("μουσική κωμωδία" το αποκαλούσε ο δημιουργός του) άλλαξε στην ουσία τη ζωή της Ρένας Βλαχοπούλου, αφού ήταν η ταινία που την επέβαλε στο κινηματογράφο και της άνοιξε την πορεία για μια λαμπρή καριέρα στο ελληνικό σινεμά. Η Ρένα υπήρξε η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια των τεσσάρων πρώτων μιούζικαλ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ (και ας ήταν μόνο στο 4ο πρώτο το όνομά της), τα οποία πρωτοπροβλήθηκαν όλα Ιανουάριο και θα μας απασχολήσουν σε ισάριθμα "Σαν σήμερα"... 


Φυσικά θα δούμε πώς υποδέχτηκε η Κριτική την ταινία. Όλες οι κριτικές που εντόπισα παίνεψαν την τεχνική αρτιότητα της παραγωγής, αλλά οι περισσότερες δεν έμειναν ικανοποιημένες με το σενάριο ή τη σκηνοθεσία. Για κάποιες από τις ερμηνείες (ανάμεσά τους και της Ρένας) είχαν να πουν καλά λόγια--με εξαίρεση μία...

Προσέξτε κάτω από τη διαφήμιση
του
Μερικοί το προτιμούν κρύο
τη διαφήμιση της ταινίας που επρόκειτο
να προβληθεί την επόμενη εβδομάδα:

Μάνα γιατί με γέννησες; 

Ο Πέτρος Λινάρδος των Νέων (15-1-1963) έγραψε πως πρόκειται για μια "επιτυχημένη ελληνική προσπάθεια σ' ένα κινηματογραφικό είδος κάθε άλλο παρά εύκολο" που δεν προσπαθεί να κρύψει ότι προσπαθεί να εφαρμόσει τη γνώριμη αμερικανική συνταγή. Το αποτέλεσμα είναι ένα "ελαφρό, ευχάριστο, σκηνοθετημένο σε γοργό ρυθμό και παιγμένο με μπρίο 'μιούζικαλ'" με "απλό και ανώδυνο" σενάριο που "δίνει τη δυνατότητα σε έμπειρους και κεφάτους ηθοποιούς--όπως η Βλαχοπούλου και ο Ηλιόπουλος--να σκορπίσουν την ευφορία στον θεατή". Ο κριτικός των Νέων γράφει καλά λόγια για τη φωτογραφία του Νίκου Δημόπουλου  που είναι "επιδέξια προσαρμοσμένη στο έγχρωμο της ταινίας" και θεωρεί πως "το πιο υπολογίσιμο στοιχείο του φιλμ αφορά τις χορογραφίες του Μανώλη Καστρινού με την συνεργασία του σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη". 


Ο Γ(ιώργος) Π. Σ(αββίδης) στο Βήμα εντοπίζει πρόοδο στη δουλειά του σκηνοθέτη. Σημειώνει πως με εξαίρεση τον "αταίριαστο και ξαναζεσταμένο" τίτλο, "δεν υπάρχει τίποτε το κακόγουστο στην απίθανη αλλά ευχάριστη κωμωδία του κ. Γιάννη Δαλιανίδη. Όσο αρνητικός κι αν είναι τούτος ο έπαινος, αρκεί ωστόσο για να εξάρη την ταινία αυτή πολύ υψηλότερα από την μέση στάθμη της ως τώρα εργασίας του σεναριογράφου-σκηνοθέτη της, μα και από την ανώτερη στάθμη της ελληνικής εμπορικής παραγωγής". Ο Σαββίδης εντοπίζει στο σενάριο "εκζητήσεις χωρίς αντίκρυσμα" και "αδεξιότητες, αφλογιστίες, κοινοτοπίες, διασπάσεις του ύφους", αλλά χαίρεται γιατί το αποτέλεσμα δεν είναι ευτελές ούτε χυδαίο παρά "τους πρόσθετους πειρασμούς που προσφέρει η πρωτόπειρη χρήση του χρώματος"--και για αυτό επιδοκιμάζει την εργασία του Δημόπουλου αλλά και του σκηνογράφου Μάρκου Ζέρβα. Από τις/τους ηθοποιούς παραδόξως δεν ξεχωρίζει τον Ντίνο Ηλιόπουλο, και γράφει πως "αναμφισβήτητα προσθέτουν στο κινηματογραφικό τους ενεργητικό οι κ.κ. Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς και Βαγγέλης Βουλγαρίδης--και ξεχωρίζει πολύ ελπιδοφόρα (...) η ανεπιτήδευτη χάρη της δ. Χλόης Λιάσκου".

"Είμαστε ορειβάτες..."
Φωτογραφία από το αρχείο της Φίνος Φιλμ


"Πολιτισμένο, ευχάριστο έργο που βλέπεται ευχάριστα" είναι για τον Αχιλλέα Μαμάκη το Μερικοί το προτιμούν κρύο. Στην κριτική που δημοσίευσε το Έθνος (15-1-1963) δεν σταματάει όπως οι άλλες/-οι συνάδελφοί του στην τεχνική αρτιότητα της ταινίας, αλλά θεωρεί και την υπόθεση "διασκεδαστικώτατη (...) με απρόοπτα ξεκαρδιστικά ευρήματα και κωμικές σκηνές, που προκαλούν άφθονο γέλιο". Επαινεί τα χορευτικά του Καστρινού. τη μουσική του Μίμη Πλέσσα και τα ντεκόρ ("μερικά από τα οποία είναι πραγματικά έκτακτα") του Ζέρβα. Για τις ερμηνείες γράφει: "Από τους ηθοποιούς ξεχωρίζουν οι δύο βασικοί πρωταγωνισταί: ο Ντίνος Ηλιόπουλος και, προ πάντων, η θαυμασία Ρένα Βλαχοπούλου στον ρόλο της γεροντοκόρης αδελφής" ενώ πιστεύει πως ο Κώστας Βουτσάς είναι ανεκμετάλλευτος. Θεωρεί "σωστούς" τον Βουλγαρίδη, την Τζόλυ Γαρμπή και τον Κώστα Δούκα, ενώ για τη Λάσκαρη γράφει πως ο ρόλος της είναι περιορισμένος, αλλά "κάνει μια εκτάκτως εντυπωσιακή εμφάνισι στο χορευτικό με τους Τέντυμπόηδες".

Πόσο χαρούμενη φαίνεται η Ρένα Βλαχοπούλου το βράδυ της πρεμιέρας.
Άραγε μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι από την επόμενη μέρα
η καριέρα της θα απογειωνόταν για τρίτη φορά;
Πηγή φωτογραφίας:
Τα Νέα, 15-1-1963

Η Ροζίτα Σώκου στην Καθημερινή ομολογεί ότι δεν περίμενε την ταινία τόσο διασκεδαστική. Ωστόσο, θεωρεί πως η ταινία "Αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από νούμερα επιθεωρήσεως τα οποία έχουν συρραφή με υποτυπώδη τρόπο, αλλά έχουν το μεγάλο πλεονέκτημα να παρουσιάζουν μερικούς από τους άσσους του ελαφρού μας θεάτρου. Ιδιαίτερα η Βλαχοπούλου, ο Ηλιόπουλος και ο Βουτσάς είναι απολαυστικοί έστω και αν στον τελευταίο αυτόν δεν έχουν δοθή αρκετές ευκαιρίες". Όσο για τα νεότερα παιδιά, τη Λάσκαρη, τον Βουλγαρίδη και τη Λιάσκου θεωρεί πως "τα καταφέρνουν θαυμάσια, μολονότι είναι ακόμη μεγαλύτερα θύματα του σεναριογράφου, αφού δεν έχουν τα "νούμερα", με τα οποία σώζονται οι άλλοι". 


Βέβαια, την εποικοδομητική επιρροή της επιθεώρησης στα δαλιανίδεια μιούζικαλ (που φάνηκε πιο ολοκληρωμένα την επόμενη σεζόν στο Κάτι να καίει) έχει περιγράψει πολύ πιο εύστοχα η Λυδία Παπαδημητρίου στο βιβλίο της Το μιούζικαλ στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Γ(ιάννης) Μ(πακογιαννόπουλος) πάντως συνδέει την ταινία, ακόμα πιο υποτιμητικά, με το βαριετέ, καθώς θεωρεί πως κάποιες σκηνές "έχουν προφανώς μαζευτή από τα 'υπόλοιπα' κάποιου συγγραφέα σκετς για βαριετέ (η σκηνή με τους γιατρούς)" (Ελευθερία, 16-1-1963). Πιστεύει πως είναι "δύσκολο να μην εκφράση κανείς (...) τις καλύτερες και συγχρόνως τις χειρότερες κρίσεις". Οι καλύτερες αφορούν τη σοβαρή παραγωγή, ενώ οι χειρότερες το γεγονός ότι "η δουλειά στον καλλιτεχνικό τομέα αποπνέει αδικαιολόγητη προχειρότητα και αυτοσχεδιασμό. Υπάρχουν ολόκληρες σκηνές, όπου οι ηθοποιοί επαναλαμβάνουν σχεδόν δυο φορές τα λόγια τους για να 'δέσουν' τη δράση". Γενικά θεωρεί πως η "έλλειψη οποιασδήποτε ενότητας" είναι το "βαθύτερο" ελάττωμα της ταινίας: "Ο Δαλιανίδης θυμάται διάφορα νούμερα από όλες τις ξένες ταινίες που έχει δη. Δεν πρέπει όμως να τον κατηγορήση κανείς υπερβολικά γι' αυτό, αφού η ενότητα απαιτεί μακρόχρονη παράδοση και ταλαντούχους συνεργάτες μουσικούς, χορογράφους, ηθοποιούς, όλους ειδικευμένους στο ιδιότυπο αυτό είδος". Αν και θεωρεί το σενάριο "απρόσεχτα συνθεμένο" και χωρίς ευρήματα, αναγνωρίζει δύο προτερήματα στην ταινία: "ο ρυθμός και το κέφι, που φανερά έπαιξε ρόλο στο γύρισμα. Άλλωστε το φιλμ θυμίζει απόμακρα την 'Οδό Ονείρων' με τα πιο επιτυχημένα νούμερα της φωτογραφίας (Ηλιόπουλος-Βλαχοπούλου)". [Σημείωση του Rena Fan: ενδιαφέρουσα η σύνδεση με την Οδό Ονείρων--και μια ρενοφανατική λεπτομέρεια: στην πρώτη σκηνή του έργου η Ρένα φοράει το ριχτό φόρεμα που φορούσε στην αρχή του νούμερου "Όνειρο της οθόνης" στην Οδό Ονείρων...]. Για τις ερμηνείες ο Μπακογιαννόπουλος γράφει: "Οι ηθοποιοί με επικεφαλής την Βλαχοπούλου τα 'καταφέρνουν' σε ένα μπρίο όχι πολύ τεχνητό, τα κορίτσια είναι ωραία, ιδιαίτερα η Ζωή Λάσκαρη, που δεν διαθέτη ένα πραγματικό προσωπικό ταμπεραμέντο, τουλάχιστον έχει αναμφισβήτητο στυλ". Συνολικά πάντως ο κριτικός εγγράφει την ταινία "στο ενεργητικό του Δαλιανίδη και του ελληνικού κινηματογράφου, προς την κατεύθυνση τουλάχιστον της διεθνούς φανταχτερής σαπουνόφουσκας, αφού αυτή φαίνεται να υπερισχύη αποφασιστικά τον τελευταίο καιρό"...

Ο διευθυντής φωτογραφίας Νίκος Δημόπουλος και ο Γιάννης Δαλιανίδης "σηκώνουν"
την κορνίζα με τα "Δυο αδελφάκια" τα οποία αγκαλιάζει ο Ν. Ξεπαπαδάκος
Φωτογραφία από το βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη
Ταινίες για φίλημα
(εκδ. Εξάντας, 2000)

Προχωρώντας σε ακόμα πιο αρνητικές κριτικές, η Αγλαΐα Μητροπούλου στην Αθηναϊκή (15-1-1963) θεωρεί πως τα προσόντα της ταινίας είναι η "καλή έγχρωμη φωτογραφία" και οι "εξαίρετοι ηθοποιοί". Το σενάριο όμως "κάνει και τον πιο επιεική θεατή ν' αναρωτιέται πότε λοιπόν οι ελληνικές ταινίες θ' αποφασίσουν να έχουν καταστάσεις λιγώτερο τυποποιημένες και χιλιοϊδωμένες από αυτές που τις δυναστεύουν από το ξεκίνημά τους. Και γινόμαστε αυστηροί με τη καλογυρισμένη ταινία του κ. Δαλιανίδη γιατί και κέφι έχει και χρήματα έχει ξοδέψει και το ταλέντο τόσων καλών ηθοποιών, όπως της Ρένας Βλαχοπούλου, του Ντίνου Ηλιόπουλου, του Κώστα Βουτσά, έχει σπαταλήσει και την ομορφιά της Ζωής Λάσκαρη, της Μάρθας Καραγιάννη, της Χλόης Λιάσκου, έχει αδικήσει σε μια ταινία που θα του δώση σίγουρα πολλά εισιτήρια μα που για τον ελληνικό κινηματογράφο δεν σημαίνει ούτε μια σπιθαμή προόδου" (Θα τολμούσα, ιερόσυλα, να πω πως η σπουδαία Μητροπούλου έκανε λάθος...).

Αφίσα από τη δεύτερη προβολή της ταινίας

Η Ειρήνη Καλκάνη στην Απογευματινή, παρά τα καλά της λόγια για τη Ρένα, δίνει μια κριτική μάλλον άδικη και όχι και τόσο politically correct: 
Πολλοί καλοί ηθοποιοί (την φίνα και μπριλλάντε καρατερίστα Ρένα Βλαχοπούλου και τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τις κυρίες Ζωή Λάσκαρη και Μάρθα Καραγιάννη, όπως και τους κ.κ. Β. Βουλγαρίδη και Κ. Βουτσά), μερικά χαριτωμένα χορευτικά, καλά χρώματα, καλή φωτογραφία, αλλά ένα σενάριο κι ένας διάλογος για καθυστερημένα (μεγάλα) παιδιά με κληρονομικότητα ηλιθίου. Λίγη φαιά ουσία λείπει από αυτό το έργο, που κατά τα άλλα είναι ευπρεπές.
Απογευματινή, 15-1-1963


Η Εστία, τέλος, δεν είχε να πει καλά λόγια ούτε για την ταινία ούτε για τη Ρένα!
[Η ταινία] προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πράγματι, η ταινία αυτή ευρίσκεται, τεχνικώς, εις πολύ υψηλότερον επίπεδον των συνήθων Ελληνικών ταινιών, τα δε χρώματά της είναι καλούτσικα. Δυστυχώς, όμως, η πρόθεσις του σκηνοθέτου κ. Δαλιανίδη να δώση μίαν μουσικοχορευτικήν ταινίαν δεν εξεπληρώθη. Αντιθέτως, μάλιστα, η ταινία στερείται σοβαράς σκηνοθετικής εργασίας και στοιχειώδους καλού γούστου. Βεβαίως δε, δεν ημπορεί και να συζητηθή το απίθανον σενάριο και αι μέχρις ανοησίας υπερβολαί του. Αλλά και από απόψεως ηθοποιίας η ταινία ητύχησε, διότι ο μεν κ. Ηλιόπουλος επαναλαμβάνει τα γνωστάς χωρίς καμμίαν ποιότητα υπερβολάς του, η δε κ. Ρένα Βλαχοπούλου έχει μερικάς διασκεδαστικάς σκηνάς, αλλά της διαφεύγει ότι παίζει εις τον κινηματογράφον και όχι εις θεατρικήν επιθεώρησιν, ενώ, αντιθέτως, ικανοποιούν απολύτως οι νέοι πρωταγωνισταί: Ζωή Λάσκαρη, Β. Βουλγαρίδης και Κ. Βουτσάς.
Εστία, 15-1-1963

Δυστυχώς λόγω Covid-19 δεν μπόρεσα να εντοπίσω την κριτική της Αυγής--θα είχε ενδιαφέρον να δούμε την αριστερή ματιά πάνω στην ταινία. Επίσης μου προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι καμία κριτική δεν στάθηκε ιδιαίτερα στη μουσική του Μίμη Πλέσσα, η ποικιλία της οποίας συμβάλλει νομίζω σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχία της ταινίας...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου