Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Σαν σήμερα το 1954 και το 1979: Δύο ντερνιέρες

Στις 16 Δεκεμβρίου 1954 δόθηκε η τελευταία παράσταση της πετυχημένης επιθεώρησης Το τραγούδι της Αθήνας και στις 16 Δεκεμβρίου 1979 δόθηκε η τελευταία παράσταση της αποτυχημένης μουσικής κωμωδίας Λυσιστράτη '79. Δυο διαφορετικές παραστάσεις, σε δυο διαφορετικές εποχές της καριέρας της Ρένας Βλαχοπούλου που δέχτηκαν διαφορετικών ειδών κριτικές. Νομίζω ότι προτιμώ να αρχίσω από την αποτυχημένη παράσταση του 1979 που πήρε και τις πιο αρνητικές κριτικές.

Από το πρόγραμμα του έργου Λυσιστράτη '79

Πολλές φορές γράφτηκε και ειπώθηκε ότι η Ρένα Βλαχοπούλου θα ήταν η ιδανική Λυσιστράτη της κωμωδίας του Αριστοφάνη. Βέβαια στη δεκαετία του 1970 δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η τάση των σκηνοθετών να χρησιμοποιούν κωμικούς του λαϊκού θεάτρου στην αρχαία κωμωδία (μολονότι η Γεωργία Βασιλειάδου έπαιξε τον ρόλο ήδη στη δεκαετία του '50). Η Ρένα είχε παίξει μια κωμική εκδοχή του ρόλου στο δεύτερο μέρος της επιθεώρησης Καντζονίσιμα, Σατιρίσιμα, Ψιθυρίσιμα στη σκηνή του "Ρεξ" τη χειμερινή σεζόν 1971-72. Στην ίδια αυτή σκηνή, οκτώ χρόνια μετά, της δόθηκε η ευκαιρία να συναντηθεί πάλι με τον ρόλο.

Η Λυσιστράτη '79 ήταν ένα φιλόδοξο εγχείρημα, η αναγγελία του οποίου έγινε στις 16 Ιουλίου 1979, όταν δημοσιεύτηκε στον Τύπο η φωτογραφία της υπογραφής των συμβολαίων ανάμεσα στον επιχειρηματία του θεάτρου Κοτοπούλη (Ρεξ) Τάκη Μακρίδη και των βασικών συντελεστών του έργου. Διασκευαστής του κειμένου του Αριστοφάνη ήταν ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης. Σκηνοθέτης ο Γιάννης Δαλιανίδης, που τόσες επιτυχίες είχε χαρίσει στη Ρένα κυρίως στον κινηματογράφο, και σκηνογράφος-ενδυματολόγος ο σπουδαίος Γιώργος Ανεμογιάννης, με την τεράστια θητεία στο μουσικό θέατρο. Τη μουσική του έργου υπέγραφε ο Γιώργος Κατσαρός, επίσης φίλος και συνεργάτης της Ρένας, και τις χορογραφίες ο Γιάννης Φλερύ (γεγονός που αποτελεί διάψευση των σχετικά πρόσφατων ισχυρισμών ενός χορευτή--και φίλου!--της Ρένας Βλαχοπούλου ότι μετά από κάποιο ομοφοβικό σχόλιό της στα καμαρίνια του Ακροπόλ ο χορογράφος αρνήθηκε να συνεργαστεί ξανά μαζί της...). 

Η υπογραφή των συμβολαίων τον Ιούλιο του 1979
Από αριστερά: Γιάννης Φλερύ, Τάκης Μακρίδης, Γιώργος Κατσαρός,
Γιάννης Δαλιανίδης, Γιώργος Σκούρτης
και στο κέντρο φυσικά η Ρένα Βλαχοπούλου


Επικεφαλής του 30μελούς θιάσου ήταν φυσικά η Ρένα Βλαχοπούλου και δίπλα της ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης, η Μπέτυ Βαλάση, ο Νίκος Παπαναστασίου, ο Ανέστης Βλάχος και η Ιλιάς Λαμπρίδου. Από την αρχή ανακοινώθηκε ότι η Λυσιστράτη '79 θα βασιζόταν στο έργο του Αριστοφάνη με μια βασική διαφορά: αντί να τις απασχολεί η πολεμική αντιπαράθεση Αθήνας-Σπάρτης, οι ηρωίδες του έργου θα μάχονταν για την ισότητα των δύο φύλων και, για να τη διεκδικήσουν, θα χρησιμοποιούσαν την ερωτική απεργία...

Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ανεμογιάννη

Οι πρόβες ξεκινησαν στο τέλος του καλοκαιριού. Έχει σωθεί στο αρχείο του αξέχαστου ηθοποιού Μιχάλη Δεσύλλα μια σύντομη ηχογράφηση του Σεπτεμβρίου, με τον Γιώργο Κατσαρό στο πιάνο να συνοδεύει τον θίασο στα τραγούδια του έργου--τελικά όμως προτιμήθηκε η εύκολη λύση του πλέι μπακ, γεγονός πάντως που μας επιτρέπει να έχουμε σήμερα στα χέρια μας τα τραγούδια του έργου όπως ερμηνεύονταν από τον θίασο.

Φωτογραφία από το πρόγραμμα του έργου Λυσιστράτη '79
Διακρίνονται: Ρένα Βλαχοπούλου, Μπέτυ Βαλάση, Νίκος Παπαναστασίου,
Μίμης Φωτόπουλος και Βασίλης Μπουγιουκλάκης

Η πρεμιέρα της Λυσιστράτης '79 δόθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1979. Στη συνέντευξη τύπου που προηγήθηκε οι συντελεστές αναφέρθηκαν στις δυσκολίες που έχει το μιούζικαλ για τους/τις Έλληνες/Ελληνίδες ηθοποιούς που δεν αποκτούν τα κατάλληλα εφόδια στις δραματικές σχολές (41 χρόνια μετά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό έχει αλλάξει στον βαθμό που θα 'πρεπε...). Ο Γιώργος Κατσαρός δήλωσε ότι αντιμετώπισε το έργα σαν πρόκληση, καθώς η μουσική του διέφερε από τις προηγούμενες δουλειές του, αφού τα μουσικά μέρη έπρεπε να αποτελούν προέκταση του λόγου και δεν ήταν ανεξάρτητα όπως στις επιθεωρήσεις. 

Από το πρόγραμμα του μιούζικαλ Λυσιστράτη '79
Διακρίνονται επάνω οι Ιλιάς Λαμπρίδου, Νίκος Παπαναστασίου, Μπέτυ Βαλάση,
Μάρω Γραβλιώτου, και Ανέστης Βλάχος
και κάτω οι Μίμης Φωτόπουλος, Ρένα Βλαχοπούλου, Βασίλης Μπουγιουκλάκης

Ο Γιάννης Δαλιανίδης τόνισε πως στόχος όλων ήταν να παρουσιάσουν μια παράσταση που θα μπορούσε να ξεπεράσει τα σύνορα της Ελλάδας. Στο ρεπορτάζ της Ελευθεροτυπίας (12-10-1979) διαβάζουμε πως υπήρχαν ήδη δύο σχετικές προτάσεις. Ο διευθυντής του μιούζικ χωλ του Λένινγκραντ που παρακολούθησε τις πρόβες έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήτησε να του σταλεί πρόσκληση για την πρεμιέρα, ενώ ενδιαφέρθηκε επίσης και ο Boaz Davidson, σκηνοθέτης της κινηματογραφικής επιτυχίας Γρανίτα από λεμόνι!... Το έργο διαφημίστηκε ως το "πρώτο αυστηρώς ακατάλληλο ελληνικό μιούζικαλ" και ο Γιώργος Σκούρτης τόνισε "για να αποφευχθούν οι δυσμενείς εντυπώσεις και σχόλια, ότι πραγματικά πρόκειται για ένα σούπερ τολμηρό θέαμα, ακατάλληλο για μικρούς θεατές, όπου πολλά γίνονται και ακόμα περισσότερα λέγονται"...

Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ανεμογιάννη


Η συντάκτρια του Οικογενειακού Θησαυρού Βάσω Βασιλαδιώτη βρέθηκε στη γενική δοκιμή του έργου και κατέγραψε την ατμόσφαιρα της πρόβας. Κυριαρχούσαν οι φωνές του Γιάννη Δαλιανίδη ("Θα μείνουμε εδώ μέχρι το πρωί αν χρειαστεί!") και την εντυπωσίασε το γεγονός ότι η Ρένα Βλαχοπούλου υπέφερε από έναν πόνο στην πλάτη, αλλά αυτό δεν επηρέαζε καθόλου την απόδοσή της στην πρόβα. Πριν μας μεταφέρει τον διάλογό της με την πρωταγωνίστρια, παραθέτει ένα απόσπασμα από το έργο, τον πρόλογο της Λυσιστράτης:

Γεια σας φιλενάδες. Και γεια στα φιλαράκια μας του άντρες που απόψε ή που θα το πάρουνε απόφαση πως η γυναίκα πρέπει να είναι ίση σ' όλα με τον άντρα ή που θα γίνει της Καλλιόπης απόψε εδώ πέρα.

Μας βρίζουνε συνέχεια, βρε παιδάκι μου... Μπεκρούδες, προδότρες, γλωσσοκοπάνες, μυξοπαρθένες, κορμιά χαμένα, πανούργες, γκαμήλες, φακλάνες, τσιμούχες, βλήτα, κότες. Εμ βέβαια, γιατί αν κάνουμε ότι τους παρατάμε, μας σφάζουν σαν κοτόπουλα. Ζηλιάρηδες; Του θανατά. Μας βλέπουν σιωπηλές κι αμέσως κοιτάνε σαν πονηρά γουρούνια και λένε: "Τον γκόμενο θα σκέφτεσαι..." Μας βλέπουνε λιγάκι αδιάθετες, σου λέει, α, του κώλου αδιάθετη, την πονάει ο έρωτας. Μας βλέπουν τσαντισμένες, α, κατάλαβα, την παράτησε ο λεγάμενος. 

Με το μόνο που φχαριστιούνται είναι να μας βλέπουν πάντα να γελάμε! Βέβαια! Η γυναίκα πρέπει πάντα να γελάει. Φυσικά μονάχα για τον ειδικόνε της. Το πρωί να γελάει, το μεσημέρι να γελάει, το βράδυ να γελάει. Ακόμη κι όταν κλαίει η γυναίκα, πρέπει να γελάει. Βέβαια. Γιατί αλλιώς ασχημίζει. Μας θέλουν πάντα όμορφες. Άμα η γυναίκα δεν είναι όμορφη, δεν είναι γυναίκα. Χαζή μπορεί να 'ναι. Δεν τους πειράζει, α μπα... Άσχημη να μην είναι... Μας έχουν σαν τα έπιπλα δηλαδή. Το χαζό κρεβάτι κι η χαζή γυναίκα, ένα και το αυτό. Φτάνει μόνο να είναι ωραία, αναπαυτικά, ζεστά, να ξαπλώνει την αρίδα του ο γόης κι ο πολεμιστής... Παρόλα αυτά, όμως, ποτέ δεν παντρεύονται κάνα κρεβάτι ή καμιά καρέκλα. Γυναίκες παντρεύονται. (Ως επί το πλείστον δηλαδή...) Γιατί όχι; Χαζοί είναι; Τα παλιά τα χρόνια πολέμαγαν να βρούνε σκλάβους. Μετά είπανε: μα γιατί να πολεμάω; Καλύτερα να... παντρεύομαι. Και από τότε που σκαρφίστηκαν τον γάμο, άρχισε η μεγαλύτερη εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο. 

Ξύπνα να με ξυπνήσεις, φέρε μου καφέ, βάλε μου να φάω, ξύσε με εδώ, ξύσε με εκεί, γαργάλησέ με, σήκω κάτσε, κλείσε τα πόδια σου... Άνοιξέ τα... Γύρισε... Γύρνα.. Σκύψε... Αυτά...

Αλλά δεν μου λέτε, βρε φιλενάδες μου, φταίει ο άντρας για όλα αυτά; Ε; Εμείς τους λατρεύουμε τους κερατάδες (με συγχωρείτε, μου ξέφυγε από συνήθεια). Κι αφού εμείς οι γυναίκες τους λατρεύουμε, δεν μπορεί μωρέ, εμείς είμαστε τσακάλια, δεν μπορεί να φταίνει αυτοί...

(τραγούδι) Ποιος φταίει, το λοιπόν, το πιο πολύ;
Ποιος έφτιαξε τον γιο πατέρα;
Το κορίτσι, ποιος, μητέρα;
Ποιος τους βάζει να παλεύουν,
την αγάπη να παιδεύουν;
Ποιος τον έρωτα χαλάει
κι η ζωή μας φεύγει, πάει;
Ποιος διατάζει το κορίτσι, τη μητέρα;
Ποιος διατάζει και τον γιο και τον πατέρα;
Όλα τούτα θα τα βρούμε
κι έξω απ' τα δόντια θα τα πούμε!
"Λυσιστράτη" λέγεται το έργο αυτό,
δεν είναι κατηχητικό.
Κι οι διαβόλοι κι οι τριβόλοι να με πάρουν
αν τούτες οι αλήθειες σας σοκάρουν.
Φιλενάδες, φιλαράκια, ήρθε η ώρα,
Λυσιστράτη εδώ και τώρα!


Όταν η Βάσω Βασιλαδιώτη ζήτησε από τη Ρένα να της πει τη γνώμη της για το έργο και την ηρωίδα, εκείνη έδωσε τη γνωστή συντηρητική της απάντηση για τον φεμινισμό (παρόλο που ο τρόπος ζωής της ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό σύμφωνος με τον φεμινισμό...). Αναφέρθηκε επίσης στις ελευθεροστομίες του έργου, ενώ διαφαίνεται μια σχετική αγωνία για το αν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του.

--Έχει ωραίες καταστάσεις, ωραία μουσική, έχει συνέπεια, δομή και το βλέπω ωραίο. Δεν είναι από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα! Με αυτό το έργο προσπαθώ να κάνω κάτι πέρα από ένα νουμεράκι.
--Σαν γυναίκα σας εκφράζει η Λυσιστράτη;
--Δεν με εκφράζει τόσο. Για να είμαι ειλικρινής δεν είμαι τόσο φεμινίστρια! Αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία στο κείμενο που είναι αληθινά. Υπάρχουν άνδρες σκληροί, απαιτητικοί, που θέλουν πολλά χωρίς να δίνουν τίποτα.
--Λένε ότι ο Σκούρτης έχει γράψει ένα τολμηρό κείμενο. Κι ότι ορισμένες φράσεις μπορεί να σοκάρουν. Εσείς τι νομίζετε;
--Τώρα το παίζω ή του ύψους ή του βάθους σαν τον έμπορο. Όλα μπορούν να σοκάρουν. Εξαρτώνται από το πώς θα πεις κάτι. Μπορεί κάποιος να το πει ωραία και να του πεις ξαναπέστο. Με μένα πιστεύω είναι τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα. 
--Η "Λυσιστράτη" είναι από τις πιο ευχάριστες στιγμές της καρριέρας σας;
--Δεν μπορώ να πω, έχω ευχάριστες στιγμές. Αλλά καλύτερα νομίζω πως έπαιζα τη [χαρτοπαίχτρα] αν και δεν έχω μεγάλη πείρα στην πρόζα.
--Φέτος ο θεατρικός χειμώνας είναι δύσκολος. Σεις είστε αισιόδοξη;
--Τώρα κάνω ένα σάλτο. Για να δω, θα μπορέσω να αποδώσω επάξια το ρόλο αυτό; Λένε--εγώ δεν ξέρω--ότι είμαι καλή ηθοποιός. Για να δω... Δεν πιστεύω τίποτα αν δεν δω το αποτέλεσμα. Το κοινό δίνει την επιτυχία. Και το Ελληνικό κοινό δεν είναι εύκολο στην κρίση του.

Φωτογραφία από το πρόγραμμα του έργου Λυσιστράτη ΄79
Μίμης Φωτόπουλος, Νίκος Παπαναστασίου,
Ρένα Βλαχοπούλου και Βασίλης Μπουγιουκλάκης


Παρών στη γενική δοκιμή ήταν και ο Γιώργος Σκούρτης που μίλησε για το έργο καθώς και για τη Ρένα Βλαχοπούλου:

--Είμαι Αριστοφανικός. Η "Λυσιστράτη" πάντα μου άρεσε. Την πήρα λοιπόν και την ξανάγραψα προσαρμόζοντάς την στα σημερινά πλαίσια. Το πρόβλημα των σχέσεων των δύο φύλων είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Όσο για τη Ρένα Βλαχοπούλου, την σκέφθηκα από την αρχή που έγραφα την "Λυσιστράτη".
--Η Βλαχοπούλου έδωσε κατά τη γνώμη σας σωστά την ηρωίδα;
--Ναι, είναι η ιδανική μοντέρνα Λυσιστράτη. Το ερμηνεύει σωστά και το απλώνει στον κόσμο.
--Όταν γράφατε τη "Λυσιστράτη '79" ποιος ήταν ο στόχος σας;
--Το έργο ασχολείται με τα προβλήματα της γυναίκας και την καταπίεσή της. Και ακόμα με τις προσπάθειες για την κοινωνικοπολιτική εξέλιξή της με στόχο την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Ο στόχος είναι, όπως λέμε και στο έργο, ισότητα στη συμβίωση, έρωτας και συμφιλίωση.

Στο πρόγραμμα της παράστασης ο Σκούρτης έγραψε επίσης πως μέλημά του κατά τη συγγραφή του έργου ήταν να κρατήσει το μέτρο ανάμεσα στην ελαφρή διασκέδαση και τη σοβαρή διαπαιδαγώγηση. Προσπάθησε να επικεντρωθεί στο γενικό, το κοινωνικοπολιτικό δεδομένο της ανισότητας των φύλων, και να αποφύγει τις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις της καθημερινής εμπειρίας. Ανέφερε πως στόχος όλων μας θα έπρεπε να είναι η ελεύθερη και ισότιμη σχέση άντρα και γυναίκας και ολοκλήρωνε το σημείωμά του με τη φράση "Πες μου ΠΩΣ αγαπάς να σου πω ΠΟΙΟΣ είσαι"...

Φωτογραφία από το πρόγραμμα του έργου Λυσιστράτη '79
Μπέτυ Βαλάση, Ρένα Βλαχοπούλου,
Νίκος Παπαναστασίου, Μίμης Φωτόπουλος,
Ανέστης  Βλάχος, Βασίλης Μπουγιουκλάκης


Κατάφερε λοιπόν ο Γιώργος Σκούρτης να πείσει κοινό και κριτικούς για τις αγαθές του προθέσεις; Φαίνεται πως όχι. Η κριτική ήταν αυστηρή μαζί του, καθώς το αποτέλεσμα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει τα προηγούμενα έργα του συγγραφέα. Ο Στάθης Δρομάζος έγραψε στην Καθημερινή τα παρακάτω:

"Λυσιστράτη '79"

ΤΟΥ ΓΙΟΡΓΟΥ ΣΚΟΥΡΤΗ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ "ΡΕΞ"

ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΙΩ. ΔΡΟΜΑΖΟΥ

Φαίνεται ότι το μόνο που αντελήφθη ο συγγραφέας από τη "Λυσιστράτη" του Αριστοφάνη ήταν ένας βιασμός του νοήματος και του κειμένου του ποιητή για να χαλκευθή ένα "φτηνό" καταναλωτικό θέαμα, που στηριζόμενο στην παραποίηση και τον εκχυδαϊσμό της αθυροστομίας του Αριστοφάνη θα μπορούσε τουλάχιστον να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού της "Εμμανουέλας". Μην ξεχνάμε ότι το "μόνο αυστηρώς ακατάλληλο μιούζικαλ", που παίζεται στην Αθήνα, έτσι διαφημίζεται. Φυσικά, θα... υποπτευθείτε γιατί δεν θα δείτε, ούτε γυμνό, ούτε ημίγυμνο... Το "αυστηρώς ακατάλληλον" είναι ο κράχτης. Γιατί εκείνο που θα δείτε είναι απλώς αδιανόητο, πως ένας συγγραφέας που έγραψε τους "Νταντάδες" ή το "Κομμάτια και θρύψαλλα" (και τα δυο διδάχτηκαν στο θέατρο ενός Κουν) είναι δυνατόν να έχει τέτοια γνώση της αρχαίας παιδείας και τόση έλλειψη σεβασμού προς αυτή. Αν, βέβαια, κάποιος "συγγραφέας" έπαιρνε τους "Νταντάδες" και τους διασκεύαζε σε... "Λυσιστράτη", ασφαλώς ο "συγγραφέας" (χωρίς εισαγωγικά τώρα) θα προσέφευγε στα δικαστήρια για να προστατεύσει--και δικαίως--την πνευματική του ιδιοκτησία από το διασυρμό. Ατυχώς οι αρχαίοι ποιητές δεν τυγχάνουν καμιάς τέτοιας προστασίας και ο καθένας μπορεί να τους βιάζει ατιμωρητί.

Κατ' αρχήν, έγινε βιασμός του μηνύματος του Αριστοφάνη. Η "Λυσιστράτη" είναι ένα θαρραλέο αντιπολεμικό έργο (η ανθρωπότητα χρειάστηκε 2.500 χρόνια για να γράψει αντιπολεμικά έργα), ένα ποιητικό σάλπισμα ειρήνης, μια διακωμώδηση των πολεμοκαπήλων. Η... νέα "Λυσιστράτη" αγνοεί το μείζον αίτημα της ειρήνης και το υποκαθιστά με το αίτημα των γυναικών για "ίδια εργασία, ίδια αμοιβή"! Ένας φεμινισμός δηλαδή "λαϊκού" περιοδικού, που διαβάζεται στην αίθουσα αναμονής του γιατρού ή κάτω από τη μάσκα του κομμωτηρίου. Τα αιτήματα κατεβαίνουν με "ντιρεκτίβες" στις μάζες των γυναικών αφού τους γίνει κι ένα μάθημα περί... μητριαρχίας! Για το συγγραφέα, λοιπόν, το μήνυμα της "Λυσιστράτης" είναι αν θα πλένει ο άντρας ή η γυναίκα τα πιάτα! Απροστάτευτα λοιπόν τα έργα του Αριστοφάνη από κάθε βιασμό, αφού παίρνουμε σκηνές ολόκληρες, όπως ο "όρκος", σπαρταριστή σάτιρα γυναικείων "αδυναμιών" και τις παρουσιάζουμε σαν σεξουαλικό κουτσομπολιό της γειτονιάς ή την πρώτη ερωτική σκηνή που έχουμε από ιδρύσεως θεάτρου, τη σκηνή της Μυρίνης και του Κινησία, και την παραμορφώνουμε σε εικόνα "τολμηρού" φιλμ, ή όπου μας βολεύει αρπάζουμε και την παράβαση από τις "Θεσμοφοριάζουσες" και κάνουμε... φεμινισμό.

Επειδή όλα αυτά δεν αρκούσαν, έπρεπε να μπει και η αθυροστομία του Αριστοφάνη για να "αλατιστεί" λιγάκι το έργο. Αλλά ο Αριστοφάνης, ω αγαθέ, χρησιμοποιεί τις αθυροστομίες εκεί που χρειάζεται να πει τα πράγματα με τ' όνομά τους και γι' αυτό ακριβώς δεν είναι άσεμνες (όπως λέμε σήμερα). Χρησιμοποιεί τους φαλλούς όχι για να προκαλέσει, αλλά για να διακωμωδήσει. Στη... νέα "Λυσιστράτη", όμως, υπάρχει μια ακατάσχετη χυδαιολογία, χοντράδες, που δεν έχουν καμιά σχέση με την ποίηση, "άσεμνες" φράσεις, με τις οποίες δεν γελάει ούτε η παρέα όταν αθυροστομεί, και φτηνό... σόκιν για να μην το παρακάνουμε!

Τι επιδίωκε ο συγγραφέας με το ασπόνδυλο αυτό θέαμα, κατακρεουργώντας τον Αριστοφάνη, βάζοντας τους ηθοποιούς να μην ξέρουν τι να πουν και τι να κάνουν, δεν καταλάβαμε. Ίσως βέβαια το "αυστηρώς ακατάλληλον" να είναι το κλειδί. Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται και το λειτούργημα του συγγραφέα και το λειτούργημα του ηθοποιού. Ας γυρίσει, λοιπόν, ο συγγραφέας στα έργα του και οι καλοί ηθοποιοί στους ρόλους τους. Τους έχουμε και τους μεν και τους δε τόσο επαινέσει  ο ν ο μ α σ τ ι κ ά  και τόσο χειροκροτήσει, ώστε δεν είναι δυνατόν να παρανοήσουν το νόημα αυτής της κριτικής. Δεν έχει κανένα νόημα να ασχοληθούμε ούτε με σκηνοθεσίες, ούτε με χορογραφίες, ούτε με μουσικές...

Καθημερινή, 1-12-1979


Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ανεμογιάννη


Λιγότερο... διακριτικός με την πρωταγωνίστρια Ρένα Βλαχοπούλου (για της οποίας το τραγουδιστικό ρεπερτόριο είχε δημοσιεύσει και παλιότερα "τσουχτερά" σχόλια) και τους συμπρωταγωνιστές της και τους άλλους συντελεστές της παράστασης, και κυρίως με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη ήταν ο Θόδωρος Κρητικός. Όχι απλώς τους κατονομάζει, αλλά με αφορμή την παράσταση παρουσιάζει και τους ενδιαφέροντες προβληματισμούς του για το "ελληνικό μιούζικαλ" και τη θέση της επιθεώρησης στη δικτατορία (όσο κι αν διαφωνεί κανείς μαζί του ή αν έχει διαψευστεί από την πιο πρόσφατη έρευνα, όπως πχ. το βιβλίο της Κωστάντζας Γεωργακάκη για την επιθεώρηση στην επταετία). Αποφάσισα να την παραθέσω και αυτήν ολόκληρη (και οι ρενοφανατικοί... φυλαχτείτε!...):

"ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ '79"
Μιούζικαλ του Γιώργου Σκούρτη
ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ "ΡΕΞ"
Γράφει ο Θόδωρος Κρητικός

ΚΑΝΕΙΣ, μέχρι σήμερα, δεν έχει ταπεινώσει το ελληνικό θέατρο τόσο πολύ, όσο οι εφευρέτες του εκτρώματος που ονομάζεται ελληνικό "μιούζικαλ". Το εγχώριο "μιούζικαλ" αποτελεί μια από τις μεγαλύτερε απάτες που επιχειρήθηκαν ποτέ σε βάρος του ταλαίπωρου θεατή. Πρόκειται για την πιο σατανική πλεκτάνη που εξυφάνθηκε από τους εχθρούς του θέατρου, με στόχο την οριστική κατάργηση της τέχνης αυτής. Το ελληνικό μιούζικαλ ουσιαστικά καταργεί το συγγραφέα, το σκηνοθέτη, τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές, τους χορευτές. Και τους αντικαθιστά με μαγνητόφωνα, μεγάφωνα,  προβολείς και φανταχτερά κοστούμια. Δεν χρειάζεται ταλέντο, δεξιοτεχνία, καλλιτεχνικό και επαγγελματικό ενθουσιασμό. Μόνο χρηματοδότη χρειάζεται, πρόθυμο να επενδύσει τα λεφτά του σε πολύχρωμο κοπανιστό αέρα. Κι ένα αποπροσανατολισμένο κοινό, πρόθυμο ν' αγοράσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Το "μιούζικαλ" είναι μια σχετικά πρόσφατη συμφορά. Ενέσκηψε στα χρόνια της δικτατορίας, την ίδια ακριβώς εποχή που ενέσκηψε κι η άλλη ελληνική συμφορά, η τηλεόραση. Για τη γέννησή του κυκλοφορεί συγκεκριμένα η θεωρία πως ήρθε να αντικαταστήσει την επιθεώρηση, σε μια εποχή που η λογοκρισία έκανε προβληματικές τις παραστάσεις της τελευταίας. Η παραπάνω άποψη είναι βέβαια πέρα για πέρα αβάσιμη. Η επιθεώρηση δεν γνώρισε μέρες παρακμής στα χρόνια της δικτατορίας, για τον απλούστατο λόγο ότι ανέκαθεν υπήρξε ένα εντελώς καιροσκοπικό θεατρικό είδος, πρόθυμο να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις των εκάστοτε κρατούντων. Ποιος δεν θυμάται, στην εφταετία, τη Ρένα Βλαχοπούλου να βρίζει με τον πιο χυδαίο τρόπο, από την επιθεωρησιακή σκηνή, τους εξόριστους της χούντας και να υμνεί τα πρωτοπαλίκαρά της; (Σημείωση του Rena Fan: πιθανότατα ο Κρητικός αναφέρεται εδώ στο νούμερο που εξόργισε τη Μελίνα Μερκούρη, καθώς μιλούσε για τη "Μελίνα Μερκουράδα" που η Ρένα είδε στο Παρίσι, όπως μας πληροφορεί ο Γιώργος Παυριανός). Η γέννηση του "μιούζικαλ", στους δίσεκτους εκείνους χρόνους, δεν είχε την παραμικρή σχέση με την πολιτική κατάσταση του τόπου, παρ' όλο που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο χαρακτήρας του διαμορφώθηκε τελικά σύμφωνα με την κατάσταση αυτή. Η γέννησή του συνδέεται με μερικά επαγγελματικά και οικονομικά φαινόμενα στο χώρο της βιομηχανίας θεαμάτων, τον καιρό εκείνο. Συγκεκριμένα, συνδέεται με τη μεγάλη οικονομική καθίζηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας και το πρόβλημα επαγγελματικής μεταστέγασης των στελεχών της, όταν η τηλεόραση ήρθε να αποσπάσει τις πλατιές μάζες από τη μεγάλη οθόνη για να τις καθηλώσει μπροστά στη μικρή. Στα χρόνια αυτά, άνθρωποι σαν το Γιάννη Δαλιανίδη, το Γιώργο Λαζαρίδη και τον Κώστα Καραγιάννη εγκαταλείψανε βιαστικά τον κινηματογράφο, σαν πλοίο που βυθίζεται, κι εισβάλανε στο χώρο του θεάτρου, κουβαλώντας μαζί τους, σαν προίκα τους, όλα τα ακινητοποιημένα από την κρίση μηχανήματα και συμπράγκαλα της κινηματογραφικής μαστορικής τους: τα μαγνητόφωνα και τα μεγάφωνα, τους προβολείς και τις στροφοσκοπικές λυχνίες, το φώσφορο και το φθόριο, τα πλαίημπακ και τις φωτεινές προβολές, τις ατάλαντες φωτογενείς βεντέτες τους και τα τζίνια των διαφημιστικών τους γραφείων. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν να αντικαταστήσουν τη θεατρική τέχνη με φτηνά φωτιστικά και ηχητικά εφφέ, το ταλέντο με γενναίες χρηματικές επενδύσεις. Κι έφτιαξαν ένα νέο θεατρικό είδος στα μέτρα τους, το ελληνικό "μιούζικαλ" (Σημείωση του Rena Fan: προφανώς ο Κρητικός μιλάει για τις παραστάσεις του Δαλιανίδη Μαριχουάνα Στοπ, Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας, Οι εραστές του ονείρου και άλλες λιγότερο ίσως πετυχημένες).

Από τους πρωτεργάτες του νέου είδους, ο Γιάννης Δαλιανίδης ανέλαβε φέτος τη σκηνοθετική οργάνωση ενός ακόμη έργου όμοιου κι ίσως λίγο οικτρότερου από όλα τα άλλα με τα οποία έχει συνδέσει το όνομά του. Εκείνο μόνο που ξεχωρίζει το φετινό μιούζικαλ απ' το σωρό είναι το θράσος του να επικαλείται και να διασύρει το όνομα μιας από τις φωτεινότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία του θεάτρου, το όνομα του μεγάλου Αριστοφάνη. Με βασικούς συνεργάτες το Γιώργο Σκούρτη και τη Ρένα Βλαχοπούλου ("συνεργούς", νομίζω, τους αποκαλεί ο ποινικός κώδικας σ' αυτές τις περιπτώσεις), ο κ. Δαλιανίδης έρχεται φέτος να μεταβάλει ένα από τα ενδοξότερα κείμενα του ρεπερτόριου σε σαχλό και ανούσιο μουσικό θέαμα, κατάλληλο μόνο για τρόφιμους ιδρύματος πνευματικά καθυστερημένων παιδιών. Η "Λυσιστράτη του '79" έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που βύθισαν το είδος της σε ανυποληψία. Διαθέτει άχρωμα παλιομοδίτικα τραγουδάκια του Γιώργου Κατσαρού που μεταδίδονται, κατά πυκνά διαστήματα, από το μαγνητόφωνο των παρασκηνίων, ενώ πάνω στη σκηνή οι ηθοποιοί ανοιγοκλείνουν ανόρεχτα τα άλαλα χείλη τους, με την ελπίδα να ξεγελάσουν το θεατή και να τον πείσουν πως τραγουδούν πραγματικά. Διαθέτει παιδαριώδη χορευτικά νούμερα που εκτελούνται από το μπαλέτο με τον ενθουσιασμό νεοσύλλεκτων φαντάρων επιφορτισμένων να πλύνουν την Καλλιόπη του λόχου. Διαθέτει άχαρα αλλά πολύχρωμα σκηνικά, πολύχρωμα φώτα, τελάρα που ανεβοκατεβαίνουν ασταμάτητα, σκάλες που φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Διαθέτει κοριτσόπουλα με μαγιό, πρόθυμα να δείξουν στο κοινό τις γάμπες τους, ακόμη κι αν δεν είναι εντελώς πρώτης κατηγορίας. Και μαντράχαλους πρόθυμους να ξεστομίσουν τα καλαμπούρια του συγγραφέα, ακόμη κι όταν είναι δέκατης όγδοης κατηγορίας. Διαθέτει πρωταγωνίστριες που περιορίζουν την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα στη συχνή αλλαγή φορεμάτων. Και πρωταγωνιστές που περιορίζουν τη δική τους σε μορφασμούς και χοντρές χειρονομίες. Κυρίως διαθέτει ένα ασυνάρτητο προχειρογραμμένο κείμενο που δεν αποτελεί παρά απλά πρόσχημα για να μπαινοβγαίνει ασταμάτητα το τσούρμο του θιάσου, με την ελπίδα να δημιουργήσει στο θεατή την ψευδαίσθηση δράσης και κίνησης.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τις βαρύτατες ευθύνες του Γιώργου Σκούρτη για τη συμμετοχή του στο θλιβερό τούτο εγχείρημα με την ιδιότητα του συγγραφέα-διασκευαστή. Ο κ. Σκούρτης ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα στο Θέατρο Τέχνης, πριν δέκα περίπου χρόνια, με ιδανικά σαφώς διαφορετικά από εκείνα του Γιάννη Δαλιανίδη και της Ρένας Βλαχοπούλου. Σήμερα εμφανίζεται να πιστεύει πως είναι δυνατό να υπηρετεί κανείς ταυτόχρονα το Θεό και το Μαμωνά. Επειδή όμως συναισθάνεται προφανώς την ευθύνη του απέναντι στο μέχρι τώρα κοινό του και στη μέχρι τώρα ιστορία του, ο άνθρωπος που ανέλαβε να προσαρμόσει τον Αριστοφάνη στις απαιτήσεις του Δαλιανίδη και της Βλαχοπούλου κάνει απελπισμένες προσπάθειες να καλύψει το δυσάρεστο έργο του κάτω από ένα ιδεολογικό φύλλο συκιάς. Με άλλα λόγια, προσποιείται πως στη διασκευή της "Λυσιστράτης" δεν έχει μόνο οικονομικά ενδιαφέροντα, αλλά και ιδεολογικά. Προσποιείται ότι προσπαθεί να εντάξει το αρχαίο κείμενο στο πλαίσιο του σύγχρονου φεμινιστικού προβληματισμού.

Στη διασκευή του Γιώργου Σκούρτη, η ερωτική απεργία των ηρωίδων του Αριστοφάνη δεν έχει για στόχο της την κατάργηση του πολέμου, αλλά την κατάργηση της ανισότητας ανάμεσα στο ανδρικό και στο γυναικείο φύλο. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η Λυσιστράτη και οι συντρόφισσές της έχουν κουραστεί να χρησιμοποιούνται από τους άντρες τους απλώς και μόνο σαν σκεύη ηδονής και αποφασίζουν να τους υποχρεώσουν να αλλάξουν νοοτροπία, με μια μαζική αποχή από κάθε ερωτική περίπτυξη. Για να εκβιάσουν μάλιστα μια γρηγορότερη εξέλιξη των γεγονότων, κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους να εξάψουν τον πόθο των ανδρών και να τους οδηγήσουν στην απελπισία. Βάζουν προκλητικά μαγιό και τολμηρά φορέματα, φτιασιδώνονται και παρφουμαρίζονται, κουνούν με ηδυπάθεια τα καπούλια τους και γενικά χρησιμοποιούν όλα τα γνωστά πανάρχαια κόλπα της θηλυκότητας, για να εξαναγκάσουν, λέει, το ισχυρό φύλο να πάψει να τις αντιμετωπίζει μονάχα σαν θηλυκά! Φοβούμαι πως το ιδεολογικό φύλλο συκιάς του διασκευαστή είναι περισσότερο διάτρητο κι από το μπικίνι της Μυρίνης. Φοβούμαι πως ο προβληματισμός τους δεν αντέχει στην παραμικρή προσεχτική εξέταση. Οι ηρωίδες του, λέει, ερεθίζουν σεξουαλικά τους άντρες τους για να τους πείσουν να πάψουν πλέον να τις βλέπουν απλώς και μόνο σαν σεξουαλικό ερεθισμό! Ο φεμινισμός του κ. Σκούρτη είναι το είδος του φεμινισμού που θα μπορούσε να συλλάβει μονάχα το θολωμένο από τους καπνούς του ναργκιλέ μυαλό οδαλίσκης σε χαρέμι μεσανατολίτη εμίρη.

Σε τελευταία ανάλυση, όμως, δεν φταίει ίσως για την αμηχανία μας ο διασκευαστής του Αριστοφάνη, αλλά εμείς οι ίδιοι που προσπαθούμε να βρούμε ειρμό και ιδεολογική συνέπεια σε ένα κείμενο ολοφάνερα κατασκευασμένο με άλλους στόχους. Τα σημάδια της προχειρότητας και αδιαφορίας είναι τόσο φανερά στη δουλειά του Γιώργου Σκούρτη που διακυβεύει τη δική του σοβαρότητα όποιος θα αποπειραθεί να τη συζητήσει στα σοβαρά. Στην παράσταση του θεάτρου "Ρεξ", η "Λυσιστράτη" αντιμετωπίστηκε σαν πηγή σκαμπρόζικων καταστάσεων. Τίποτε άλλο. Βασική ασχολία του διασκευαστή ήταν να προσαρμόσει όπως όπως το αρχαίο κείμενο στις απαιτήσεις των πρωταγωνιστών, του μουσικού, του μπαλέτου, της φτηνής επιθεωρησιακής σύλληψης του σκηνοθέτη. Μια επιθεωρησιακή τσαπατσουλιά κι ευκολία πρυτανεύει στην όλη προσπάθεια.

Οι σκηνές του έργου μετατράπηκαν σε στοιχειώδη επιθεωρησιακά νούμερα, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των αστέρων του θιάσου. Δημιουργήθηκαν κωμικές και ψευτοσοβαρές παρλάτες για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Μανιακά νούμερα για κάποιον νευρικό κωμικό της τηλεόρασης που ακούει στο όνομα Νίκος Παπαναστασίου. Ειδικά νούμερα που θα επέτρεπαν στο Μίμη Φωτόπουλο και στο Βασίλη Μπουγιουκλάκη να παρουσιαστούν--κατά πάγια επιθεωρησιακή τακτική--ντυμένοι γυναικεία. Από τη στιγμή που ένας πρωταγωνιστής εκπληρώνει την επαγγελματική του υποχρέωση να εμφανιστεί σε δύο ή τρία το πολύ νούμερα, αποσύρεται για ανάπαυση στα παρασκήνια και αφήνει το μπαλέτο και τα δεύτερα στελέχη του συγκροτήματος να προωθήσουν την πλοκή. Μέχρι να φτάσουμε στο φινάλε, να βγουν όλοι ντυμένοι με τα γιορτινά τους να κινήσουν και πάλι τα άφωνα χείλη τους στις συλλαβές των τραγουδιών που ακούγονται απ' το μαγνητόφωνο. Πρόκειται για τραγούδια άσχετα πολλές φορές με την υπόθεση του έργου, τραγούδια με στίχους ασύντακτους και ασυνάρτητους, τραγούδια που ομοιοκαταληκτούν τσαπατσούλικα την "πατρίδα" με τα "βαρίδια" και τα "λόγια" με τα "πόδια". Κανείς όμως δεν χολοσκά μ' αυτές τις λεπτομέρειες. Στα κάτω κάτω, όλοι ξέρουν πως πρόκειται για λόγια γραμμένα με τα πόδια.

Δεν είναι έγνοια για τον Αριστοφάνη που με κάνει να ξοδεύω τόσο χώρο σε μια θλιβερή παράσταση σαν αυτή του "Ρεξ". Ο Αριστοφάνης δεν κινδυνεύει από τις περιποιήσεις της Ρένας Βλαχοπούλου και της παρέας της. Στους είκοσι πέντε αιώνες της ζωής του, είδε κι έπαθε πολλά, χωρίς να μειωθεί στο ελάχιστο η αξία των έργων του. Εκείνο που κινδυνεύει από μια παράσταση σαν της "Λυσιστράτης '79" είναι η καλαισθησία του σημερινού κοινού και τα αξιολογικά κριτήρια του ελληνικού θεατρικού επαγγέλματος. Αυτά υπονομεύονται, κάθε φορά που εμφανίζεται στην ελληνική σκηνή ένα ακόμα "μιούζικαλ".

Ελευθεροτυπία, 20-11-1979

Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ανεμογιάννη


Και νομίζω ότι έχει αξία να διαβάσουμε και τη γνώμη ενός από τους συντελεστές της Λυσιστράτης '79, του Γιώργου Ανεμογιάννη, για το σκηνικό αποτέλεσμα. Αφού μιλήσει για τους περιορισμούς που έθεταν πλέον οι επιχειρηματίες στους σκηνογράφους, καθώς "τσιγκουνεύονταν την πρόσληψη έκτακτων τεχνικών με την ανεύθυνη και ανόητη δικαιολογία πως αυτοί δεν φαίνονται στη σκηνή σαν τους ηθοποιούς, ο κόσμος δε βλέπει αν είναι πολλοί ή λίγοι", αναφέρει πως καταστάλαξε στα κρεμαστά φόντα, που θα ανεβοκατέβαιναν με διάφορους συνδυασμούς πάνω και γύρω στο σταθερό πατάρι (με δύο σκάλες να οδηγούν σ' αυτό) που του είχε ζητήσει ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης.

Ενώ λοιπόν πότε μπαλκονόπορτες και πότε παράθυρα έπαιρναν δρόμο προς την οροφή, απ' αυτή, για να χαρακτηριστεί μια νυκτερινή γειτονιά, κατέβαινε πλήθος από φωτεινές επιγραφές ξενοδοχείων, μπαρ, νυκτερινών κέντρων, καταστημάτων ή γλιστρούσε η φωτογραφία της Ακρόπολης.

Η Λυσιστράτη '79 παίχτηκε αντίθετα στον ευρηματικό μαγευτικό τρόπο που ο Αλέξης Σολομός παρουσίασε παλαιότερα στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο το έργο του Αριστοφάνη "δίχως αυθαίρετους εκσυγχρονισμούς, δίχως κραδαινόμενους φαλλούς".

Το διασκευασμένο κείμενο της παράστασης του Rex με τις απαράδεκτες προσθήκες και τις ανεπίτρεπτες ελευθεροστομίες οδηγούσε σε άλλους δρόμους, από το σκηνοθέτη όμως καταβλήθηκε φιλότιμη προσπάθεια τουλάχιστον να μην υπάρξουν οι "κραδαινόμενοι φαλλοί" της εποχής του Ροζάιρον (ηθοποιός που συχνά υποδυόταν τη Λυσιστράτη, σε παραστάσεις "μόνο" για άντρες). Όλοι αναζητούσαμε τρόπους υποδήλωσης.

Κάτι σκέφτηκε φαίνεται και ο φροντιστής του θεάτρου, που σαν ιδέα πολύ θα τον ικανοποιούσε, γιατί μια μέρα φτάνοντας φουργιόζος στο θέατρο, από το βάθος της πλατείας, με λαχανιασμένες ιαχές θριάμβου, διέκοψε τη δοκιμή φωνάζοντας στον Μακρίδη:
--Κύριε Τάκη, κύριε Τάκη, τα πέτυχα τα πέα!

Η Ρένα Βλαχοπούλου, εξαίσια κωμική καρατερίστα στο ρόλο του τίτλου, ήταν διασκεδαστική με τους αυτοσχεδιασμούς της. Μόνο μ' αυτούς έβγαζε γέλιο, μα η προσπάθειά της δεν μπόρεσε να στηρίξει την αποτυχία του κειμένου. Το κοινό δεν ακολούθησε.

Από το βιβλίο του Γιώργου Ανεμογιάννη 
Θεατρική Περιπέτεια 
(έκδοση εκτός εμπορίου, 1990).

Το κοινό λοιπόν δεν ακολούθησε. Και έτσι για πρώτη φορά από το 1971 στην καριέρα της Ρένας (και για τελευταία φορά μέχρι να αποσυρθεί από το θέατρο), ο θίασος αναγκάστηκε να διακόψει τις παραστάσεις του έργου στις 16 Δεκεμβρίου και να επιστρέψει στην ασφάλεια που πρόσφερε η επιθεώρηση: τη Λυσιστράτη '79 διαδέχτηκε το Φάτους πριν μας φάνε. Το όλο εγχείρημα έμεινε τελικά στη μνήμη της Ρένας ως μια Λυσιστράτη "κακοβαλμένη, χωρίς ουσία" (όπως δήλωσε στον Γιώργο Σαρηγιάννη το 1992). Ο Γιώργος Σκούρτης πάντως δεν "αποκήρυξε" τη διασκευή του, αφού στα μεταγενέστερα χρόνια την συμπεριλάμβανε στα βιογραφικά του σημειώματα

Η Ρένα Βλαχοπούλου και τα γυναικεία στελέχη στου θιάσου.
Μπροστά διακρίνονται η Μπέτυ Βαλάση και η Νικόλ Κοκκίνου.
Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργου Ανεμογιάννη


Παρόλο που γράφτηκε ότι τα τραγούδια της παράστασης θα κυκλοφορούσαν σε δίσκο, η αποτυχία του εγχειρήματος ακύρωσε το σχετικό σχέδιο. Ωστόσο, έξι χρόνια αργότερα δύο από τα τραγούδια του έργου, το "Είμαι γυναίκα" και το "Πω πω πω", συμπεριλήφθηκαν στον πρώτο μεγάλο δίσκο της Ρένας Βλαχοπούλου που κυκλοφόρησε με παραγωγό τον Γιώργο Κατσαρό από την εταιρία Athenaeum με δύο τίτλους, Η Αρτίστα και Θα σε πάρω να φύγουμε. Φυσικά δεν έχουμε κανένα βίντεο από την παράσταση, ωστόσο τον Μάιο του 1990 η Ρένα Βλαχοπούλου τραγούδησε το "Είμαι γυναίκα" στο τηλεπαιχνίδι της ΕΤ 2 Χωρίς παρεξήγηση που παρουσίαζε η Μάρω Κοντού. Ρενοφανατική λεπτομέρεια: η Ρένα φορούσε την τουαλέτα που φορούσε και στη Λυσιστράτη '79 στο Ρεξ. Θα ήθελα να ξέρω πραγματικά αν η επιλογή της τουαλέτας ήταν τυχαία...


Μπορεί το 1979 μια αποτυχημένη μουσική κωμωδία να έδωσε τη θέση της σε μια επιτυχημένη επιθεώρηση, 25 χρόνια νωρίτερα όμως συνέβη το αντίθετο στην καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου: μια επιτυχημένη επιθεώρηση, που όμως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της--στη δεκαετία του 1950 ήταν εξαιρετικά σπάνιο ένα χειμερινό μουσικό θέατρο να παρουσιάσει ένα μόνο έργο--, έδωσε τη θέση της σε μια μουσική κωμωδία που ήταν λιγότερο πετυχημένη. Σήμερα θα σταθούμε στην επιθεώρηση αυτή, που η τελευταία της παράσταση δόθηκε σαν σήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου 1954, γιατί είναι μια σημαντικότατη στιγμή στην καριέρα της Ρένας Βλαχοπούλου, αφού σε αυτήν τραγούδησε για πρώτη φορά την τεράστια επιτυχία της "Ομόνοια Πλας".

Η Ρένα Βλαχοπούλου ως Κερκυραία στο σόλο "Τι να κάνω στην Αθήνα"
στην επιθεώρηση
Το τραγούδι της Αθήνας
Φωτογραφία από το βιβλίο της Κωνστάντζας Γεωργακάκη

Η εφήμερη γοητεία της επιθεώρησης
(εκδ. Polaris, 2014)

Η επιθεώρηση Το τραγούδι της Αθήνας γράφτηκε από τη θρυλική συγγραφική τριάδα Γιώργος Ασημακόπουλος-Βασίλης Σπυρόπουλος-Παναγιώτης Παπαδούκας και τον συνθέτη Μενέλαο Θεοφανίδη. Παρουσιάστηκε στις 28 Οκτωβρίου 1954 στο Θέατρο Κυβέλης, στην Πλατεία Συντάγματος από έναν εταιρικό θίασο πρωταγωνιστριών/-τών του ελαφρού μουσικού θεάτρου, οι οποίοι είχαν ενδεχομένως κουραστεί από τις συνεργασίες τους με τους βασικούς παραγωγούς του μουσικού θεάτρου εκείνη την περίοδο (κυρίως τον Βασίλη Μπουρνέλλη και τον Γεώργιο Βέμπο) και αποφάσισαν να αναλάβουν οι ίδιες/-οι την οικονομική ευθύνη του θιάσου. Με τη σειρά που αναγράφονταν στο πρόγραμμα οι ηθοποιοί αυτοί ήταν: Μαρίκα Κρεβατά, Ρένα Βλαχοπούλου, Κούλης Στολίγκας, Κώστας Δούκας, Γιώργος Γαβριηλίδης, Κώστας Χατζηχρήστος, Σπεράντζα Βρανά, Πόπη Άλβα, Σοφία Βερώνη και το χορευτικό ζευγάρι Γιάννης Φλερύ-Λίντα Άλμα. Τον θίασο συμπλήρωναν 18 (!) ακόμα ηθοποιοί και χορεύτριες/-τές.


Η δεύτερη θέση της φωτογραφίας της στο πρόγραμμα ήταν φυσικά ένας σημαντικός προβιβασμός για τη Ρένα Βλαχοπούλου που μόλις το καλοκαίρι του 1954 είχε καθιερωθεί ως νουμερίστα της επιθεώρησης. Ήταν τόση η επιτυχία της μάλιστα που στις διαφημίσεις του θεάτρου Κυβέλης το όνομά της έμπαινε εντός πλαισίου συνοδευόμενο από τη φράση "και η μεγάλη βεντέτα της εποχής"!...


Και αφού παρουσίασα δυο (αρνητικές φυσικά) κριτικές για τη Λυσιστράτη '79, σκέφτηκα να παρουσιάσω επίσης δύο κριτικές για το Τραγούδι της Αθήνας, μία θετική και μία μάλλον αρνητική, που ωστόσο και οι δύο έχουν να πουν ιδιαίτερα καλά λόγια για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Η πρώτη κριτική δημοσιεύτηκε στο Έθνος και υπογράφεται από τον "Θεατή" (που είναι πιθανότατα ο Αχιλλέας Μαμάκης).

ΘΕΑΤΡΟΝ ΚΥΒΕΛΗΣ
"ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ"
Γ. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ-Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-Π.ΠΑΠΑΔΟΥΚΑ
Η νέα επιθεώρησις, που παίζεται από προχθές στο Θέατρο Κυβέλης, φέρει τα ξεχωριστά γνωρίσματα που εξασφαλίζουν κάθε χρόνο μακρά σειρά παραστάσεων στα έργα των κ.κ. Γ. Ασημακοπούλου, Β. Σπυροπούλου και Π. Παπαδούκα. Είνε εξυπνογραμμένη, διασκεδαστική, δροσερή και ανεβασμένη με πολύ γούστο.
Αν ήθελε κανείς να αξιολογήση την επιτυχία των σκηνών της, θα έπρεπε να αρχίση από την "Ομόνοια" κι από το "Τι να κάνω στην Αθήνα;" Το πρώτο είναι ένα πολύ απλό τραγουδάκι, ένα τίποτε, που του δίνει υπόστασι η Ρένα Βλαχοπούλου, η μόνη καλλιτέχνις του είδους, στην οποίαν, αν δοθή ο χαρακτηρισμός "Παριζιάνα σε εκφραστικότητα", δεν αποτελεί υπερβολή. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη σκηνή, όπου επίσης η Βλαχοπούλου παίζει μια Κερκυραία κόρη, που βρίσκει πως η πρωτεύουσα δεν έχει να προσφέρεί τίποτε περισσότερο απ' το νησί της. Αυτά τα δυο ιδιαιτέρως συμπαθητικά δημιουργήματα, χρωματισμένα στον σωστό τόνο, έχουν την καλύτερη δυνατή απόδοσι. (Σημείωση του Rena Fan: Παριζιάνα 15 χρόνια πριν την Παριζιάνα του Δαλιανίδη...)
"Ο τελευταίος σταθμός", όπου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων (η Μαρίκα Κρεββατά και ο Γιώργος Γαβριηλίδης) θυμούνται την παλιά ζωή τους, κερδίζει την συμπάθεια του Κοινού με την νοσταλγικότητα της αναπολήσεως των περασμένων και με το λεπτό παίξιμο των δύο ερμηνευτών.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος, πάρεδρος χωριού, πρωτοστατεί στην μετονομασία της πλατείας Τσώρτσιλ σε πλατεία Κύπρου και βρίσκει την ευκαιρία να τα πη ένα χεράκι στους πρωτοτύπους φίλους μας.
Στην "Κατίνα δημαρχίνα" η Πόπη Άλβα εκτελεί με το συνηθισμένο μπρίο της μια παραλλαγή του περίφημου νούμερου των τριών συγγραφέων "Ψηφίζει η Μαρία", το οποίον είχε δημιουργήσει η ίδια καλλιτέχνις.
Ο Κούλης Στολίγκας υποδύεται επιτυχώς τον Αγκόπ. Δυο σκετς, "Ο κύριος είνε απασχολημένος", με την Μαρίκα Κρεββατά και τον Γιώργο Γαβριηλίδη, και "Η κυρία κάνει δίαιτα" με την Σοφία Βερώνη, τον Κώστα Δούκα και τον Μιχάλη Μπούχλη, διασκεδάζουν τους θεατάς πάνω σε γνωστά αχνάρια.
Η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία της Σπεράντζας Βρανά δεν αξιοποιείται αρκετά με το "Μούκαναν τέτοια" (Σημείωση του Rena Fan: Παρωδία προφανώς του σουξέ της Ρένας Βλαχοπούλου "Κάνε μου τέτοια"! Η Βρανά αφηγούνταν τι τράβηξε όταν την ερωτεύονταν οι διάφοροι Έλληνες πολιτικοί...)
Το φινάλε "Ο ελληνικός τσίρκος" δεν είνε από τα καλύτερα που έγραψεν η τριάς. 
Παραδόξως οι τρεις συγγραφείς έχουν κυριολεκτικά χαραμίσει ένα ωραίο θέμα, την "Ελληνοϊσπανική προσέγγισι", που παρέχει ευρύτατο έδαφος επιθεωρησιακής εκμεταλλεύσεως. Την περιώρισαν σ' ένα ντουέττο του Στολίγκα και του Χατζηχρήστου, μεταμφιεσμένων αντιαισθητικά σε Ισπανίδες χορεύτριες.
Πρωτότυπη η χορευτική παντομίμα "Η Φρύνη του '54 δικάζεται", όπου πρωταγωνιστεί το ζεύγος Λίντα Άλμα και Γιάννης Φλερύ, καθώς και στην θεαματικώτατη "Μια ιστορία απ' την παλιά Κίνα". 
Αν σ' όλα αυτά προσθέσετε το παθητικό τραγούδι του Νάσου Πατέτσου, την ωραία μουσική που έγραψεν ο μαέστρος Θεοφανίδης και τις φιλόκαλες σκηνογραφικές επινοήσεις του Μάριου Αγγελόπουλου, θα συμφωνήσετε με την πρόβλεψι ότι "Το τραγούδι της Αθήνας" θα ξεχειμωνιάση στο θέατρο της πλατείας Συντάγματος με μερικές προσθαφαιρέσεις.
Ο Θεατής
Έθνος, 30-10-1954

Η Ρένα Βλαχοπούλου "στα νέα της τραγούδια"
στην επιθεώρηση
Το τραγούδι της Αθήνας
Φωτογραφία από Τα Νέα, 4-11-1954

Το σόλο της Ρένας "Τι να κάνω στην Αθήνα", που επίσης ξεχώρισε την κριτική της στην Απογευματινή (30-10-1954) η Ειρήνη Καλκάνη δεν αποκλείεται να περιλάμβανε το τραγούδι "Έλα Παναΐα μου, μωρ' τι είναι αυτή η Αθήνα" που τραγούδησε λίγο καιρό αργότερα η Ρένα στην ταινία Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες (ξέρουμε σίγουρα ότι το συγκεκριμένο τραγούδι είχε χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς στίχους σε νούμερο της Αλέκας Στρατηγού που μιλούσε για την Κωνσταντινούπολη). Σε ό,τι αφορά το φινάλε της επιθεώρησης Το τραγούδι της Αθήνας που είχε τον τίτλο "Το ελληνικό τσίρκο", σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, παρουσίαζε ένα τσίρκο από το οποίο παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες πολιτικοί. Ιδιοκτήτρια του τσίρκου ήταν η Μαρίκα Κρεβατά και θηριοδαμάστρια η Ρένα Βλαχοπούλου. Εκτός από το "Ομόνοια Πλας" η Ρένα τραγουδούσε επίσης το "Έρωτά μου κρυφέ", που όμως δεν δισκογραφήθηκε--προφανώς η επιτυχία του "Ομόνοια Πλας" το επισκίασε. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο Θεατής του Έθνους θεωρεί πως αυτό το τραγούδι είναι ένα "τίποτα" που του δίνει υπόσταση η ερμηνεία της Ρένας, ο Γεράσιμος Σταύρου στην Αυγή το θεωρεί ένα αληθινά πρωτότυπο τραγουδάκι (και φυσικά θα συμφωνήσω μαζί του). Εκτός από τη μάλλον αρνητική κριτική της παράστασης (με εξαίρεση φυσικά τη Ρένα Βλαχοπούλου!), ο Σταύρου κάνει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, από την σκοπιά ενός αριστερού κριτικού και συγγραφέα, για το επιθεωρησιακό είδος.

Στο σημείωμά μας για τις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις είχαμε αναφέρει τους λόγους που το θεατρικό αυτό είδος--άξιο να προσφέρει πολύ περισσότερα από κάτι "κωμωδίες άνευ αξιώσεων"--βρίσκεται σε μια παρακμή κι έχει χάσει ως ένα σοβαρό βαθμό, τον γνήσιο λαϊκό του χαρακτήρα.
Οι αιτίες είναι άλλωστε γνωστές. Η επιθεώρηση απ' την ίδια τη φύση της πρέπει να σατιρίζει όλα τα επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα--κι εδώ η καθιέρωση έμμεσης λογοκρισίας δεν την αφήνει να ανασάνει ελεύθερα. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τεράστια έξοδα που τα πολλαπλασιάζει η κυριαρχία του νεοπλουτισμού στα μουσικά θέατρα με την ελπίδα ότι έτσι αντισταθμίζεται η έλλειψη σάτιρας. Τέλος εξουθενώνεται από την βαρύτατη φορολογία μαζί με την έλλειψη κατάλληλων θεάτρων. Αυτά όλα κυρίως έχουν φέρει την επιθεώρηση σε αδιέξοδο, οικονομικό και ηθικό.
Το δεύτερο το διαπιστώνει κανείς εύκολα παρακολουθώντας τις δυο τελευταίες επιθεωρήσεις που παίζονται στα θέατρα "Κυβέλης" και "Παπαϊωάννου". Οι συγγραφείς και των δύο έργων είναι δοκιμασμένοι σ' αυτό το είδος κι έχουν στο ενεργητικό τους πολλές επιτυχίες. Αλλά τα περιθώρια που τους επιτρέπεται να κινηθούν έχουν διαγραφεί αυστηρότατα. Γυρίζουν, λοιπόν, γύρω από τα ίδια και τα ίδια, χωρίς βέβαια να λείπει σ' ορισμένα σημεία η προσπάθεια να πρωτοτυπήσουν. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως απογοητευτικό. Τα νεοπλουτικά σκηνικά κι η παρέλαση οκταμελών γυναικείων και ανδρικών μπαλέτων με τις στερεότυπες κινήσεις--δεν τα διακρίνει ούτε στοιχειώδης προάσκηση!--δεν καταφέρνουν να ενισχύουν τις εντυπώσεις του θεατή. Αν η βοήθεια της "κλάκας" παρασύρει να χειροκροτηθούν μερικές διακοσμήσεις της σκηνής ή τα "καλλίγραμμα" πόδια της τάδε "αρτίστας" αυτό κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία. Κι όμως τα χειροκροτήματα συνήθως τότε ξεσπούν στα μουσικά μας θέατρα τον τελευταίο καιρό, μόλις αρχίζει η παρέλαση του γυμνού. Ένα επιτυχημένο αστείο, μια διασκεδαστική σκηνή, σπάνια δίνουν τέτοιες ευκαιρίες.
"Το τραγούδι της Αθήνας" της συγγραφικής τριάδος Ασημακοπούλου, Σπυροπούλου, Παπαδούκα (Μουσική Μ. Θεοφανίδη) ούτε συγκρίνεται με την καλοκαιρινή επιθεώρηση των ιδίων συγγραφέων "Τα μπλε τριαντάφυλλα". Πολλές φορές ήταν φανερή εδώ η υπερβολική προσπάθεια των ηθοποιών να επιβάλλουν το νούμερο που έπαιζαν με το μπρίο τους. Ωστόσο, το μπρίο του ηθοποιού χωρίς να βοηθείται από το κείμενο, δεν ενθουσιάζει--συγκινεί... Λυπάται το κοινό για την χαμένη προσπάθεια. Απ' "Το Τραγούδι της Αθήνας" αρκετές σκηνές δεν προσθέτουν τίποτα, κουράζουν κι ίσως μετά την πρεμιέρα να "κόπηκαν"--άλλωστε το έργο διαρκεί περίπου 4 ώρες και διευκολύνει το συμμάζεμα.
Αυτή η επιθεώρηση του θεάτρου "Κυβέλης" πολλά θα πρέπει να χρωστά αν θα σταδιοδρομήσει στην κ. Ρένα Βλαχοπούλου και στον χορογράφο Γιάννη Φλερύ. Η κ. Βλαχοπούλου με το αληθινά πρωτότυπο τραγουδάκι της "Ομόνοια Πλας" και στο νούμερο--το καλύτερο του έργου--"Τι να κάνω στην Αθήνα" φανερώνει υποκριτικά προσόντα που θα τα ζήλευαν και συνάδελφοί της στην πρόζα. Κι οι δυο αυτές εμφανίσεις της σημειώνουν τόση επιτυχία ώστε ξεχνάει κανείς προς στιγμήν τις αδιάφορες σκηνές που προηγήθηκαν. Επίσης κι οι χορογραφίες του κ. Φλερύ, χωρίς να προσπαθούν να εκφράσουν τίποτα, έχουν γίνει με πολλή φαντασία και κέφι. 
Το φινάλε του έργου "Το Ελληνικό τσίρκο" αφήνει ανεκμετάλλευτα ένα σωρό θέματα που μόλις τ' αγγίζει. Τέλος ξεχώρισαν τα νούμερα "Μια ταμπέλλα κατεβαίνει" με [τον] Κ. Χατζηχρήστο και την Σοφία Βερώνη, και "Ο τελευταίος σταθμός"--εδώ επαναλαμβάνονται οι αιώνιες αναμνήσεις των γέρων, αλλά παίζουν χαρακτηριστικά και με κέφι η κ. Μ. Κρεββατά και ο Γ. Γαβριηλίδης.
Γ. Σταύρου
Η Αυγή, 2-11-1954


Το τραγούδι της Αθήνας ολοκλήρωσε τις παραστάσεις του στις 16 Δεκεμβρίου 1954 και παραχώρησε δύο μέρες μετά τη θέση του στη μουσική κωμωδία Ραντεβού στο καμπαρέ που είχε μέτρια επιτυχία και παραχώρησε με τη σειρά της τη θέση της στην επιθεώρηση Ομόνοια Πλας (για αυτά τα έργα θα μιλήσουμε άλλη φορά...). Η Σπεράντζα Βρανά γράφει στο βιβλίο της Τα μπουλούκια, το θέατρο κι εγώ ότι παρά την εισπρακτική επιτυχία που γνώρισε ο συνεταιρικός θίασος, οι εταίροι δεν κέρδισαν ιδιαίτερα χρήματα. Αυτός είναι μάλλον ο λόγος που κανείς/καμιά τους δεν επανέλαβε, από όσο ξέρω, το εγχείρημα αυτό και επέστρεψαν στην ασφάλεια του επιχειρηματία, ασφάλεια που τους έκανε να δέχονται τις όποιες ιδιοτροπίες του...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου