Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

"ΜΙΚΡΕΣ ΩΡΕΣ με τη Ρένα Βλαχοπούλου": ένα κείμενο του Σωτήρη Κακίση

Τι έχει, τι είχε η Ρένα Βλαχοπούλου που δεν το 'χουνε οι άλλες, οι άλλοι; Γιατί αρέσει, γιατί άρεσε πάντα, γιατί μας αρέσει πάντα; Και γιατί τα κανάλια τα φτωχά (πλην τίμια!) τη σήμερον ημέρα (τη σήμερον νύκτα τους) παίζουν τα έργα της και τα ξαναπαίζουν, εξαντλητικά, επαναληπτικά, επιδεικτικότατα; Τι έχει, τι είχε η Βλαχοπούλου που δεν έχουν οι άλλοι σήμερα, που δεν έχουμε εμείς σήμερα; Ποιο ήταν, ποιο είναι το νακ της, το νακ εκείνης της γενιάς των θαυμάτων, εκείνης της υπέροχης γειτονιάς του χρόνου, των θαυμάτων; Πώς καταφέρνει, πώς καταφέρνουν Βλαχοπούλου και Κωνσταντάρας, και όχι μόνο, να μας κρατάνε τόσο εύκολα δικούς τους, μετά τόσα χρόνια από τις κορυφές της καριέρας τους να μας είναι τόσο προσφιλείς, τόσο συγγενείς, τόσο αγαπημένοι;

Έχουνε, έχει αυτό που δεν έχουμε, αυτό που δεν έχουν οι άλλοι σήμερα: αίσθημα. Αίσθημα!  Όπως είχε γράψει κι ο Σαββόπουλος για τον Κουν: "Και το αίσθημα του άλλου!" Δηλαδή: όντας εκείνοι, εκείνη ανθρώπινη και κανονικός άνθρωπος και τα ίδια περνώντας ακριβώς με τον υπόλοιπο κόσμο, ζώντας δίπλα τους και μέσα τους πάντα, ήξερε τι συμβαίνει, τι μας συμβαίνει, πού πονάμε, πού μας πονάει και πού μας σφάζει.

Δεν πήγε ποτέ η Βλαχοπούλου να μας πει από πάνω, ως δάσκαλος και σαν κομήτης, τα λόγια της, δεν μας έδειξε ποτέ να διαφέρει, να μην την ενδιαφέρει, να μην πονάει, να μη βρίσκεται κι αυτή μαζί μας, στον ίδιο πλανήτη πάντα, μαζί μας, από παππού, τελικά, ώς εγγονό, τρεις ζωές σχεδόν ολόκληρες!

Την κοιτάω στο γυαλί πάντα να μην είναι πουθενά, μα πουθενά αφύσικη, να μην είναι πουθενά, μα πουθενά άστοχη. Την κοιτάω, όπως κοίταζε ο Σταυρίδης τον εαυτό του, μου 'χε πει, και θαύμαζε κι ο ίδιος κατόπιν εορτής πόσο όλες του οι κινήσεις ήταν μία και μία, πώς δεν μοιάζει ποτέ εκτός έργου και ζωής, πώς δεν κινήθηκε ποτέ στην επικίνδυνη ζώνη του λυκόφωτος της αυταρέσκειας και του μέικ-μπιλίφ, πώς δεν πατήσανε ποτέ τα πονηρά μονοπάτια της κενοδοξίας, της προσωπικής ματαιοδοξίας, της απόστασης. Η Βλαχοπούλου, διάδοχος σχολής μεγάλης ηθοποιών πολύ μεγάλων, είχε να δει από Μακρή ώς Βασιλειάδου κι από Λογοθετίδη ώς Αυλωνίτη. Αυτούς πρόσεξε, αυτούς θ' αγάπησε κι αυτή, έτσι μας έκανε να την αγαπήσουμε κι εμείς εκείνη.

Τώρα θα μου πείτε: οι νεότεροι, οι αεριτζήδες, οι πλούσια τα ελέη των εκπομπών και των ευκαιριών έχοντες γιατί δεν κάνουν το ίδιο, γιατί επιμένουν αυτιστικά και ολιγόψυχα; Γιατί παίζουν όπως παίζουν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, μακριά νυχτωμένοι από την αμεσότητα και την ουσία, από την πραγματική άνεση και τη σωτήρια ευστοχία; Πού ζούνε, πώς ζούνε; Γιατί είναι μίμοι και όχι ο εαυτός τους, γιατί μιλάνε χωρίς να εννοούν τίποτα, γιατί κινούνται σαν να μην καταλαβαίνουν τίποτα, σαν να μην είναι πουθενά; Δεν έχουν ζωές κι αυτοί σαν κι εμάς, δεν γελάνε, δεν κλαίνε, δεν στενοχωριούνται, δεν χαίρονται; Γιατί τα ισοπεδώνουν όλα με μια λογοδιάρροια αφόρητη, με ύφη απίστευτα, εκτός τόπου και χρόνου; Γιατί επιμένουν να μένουν εκτός, που λέει κι η Ελευθερία; Πού είναι αυτο το αυτοκαταστροφικό εκτός τους; Εντός τους;

Τι να σας πω; Είμαι κι εγώ θύμα της μηχανής του χρόνου! Πίσω πάω κι εγώ μαζί σας, στης Βλαχοπούλου το συγκινημένο Νησί των Θησαυρών, στων παλιών ελληνικών ταινιών εκείνο το υπέροχο (κι υπερήφανο!) εντός, όπου οι άνθρωποι είναι ανθρώπινοι, με σάρκα και οστά και υπόσταση, με ζωές ζωές, με καρδιές γκαρδιακές, εγκάρδιες. Είμαι κι εγώ πρόθυμο θύμα της μαυρόασπρης εκείνης ηρεμίας τους κι ενός κόσμου μιας άλλης διάστασης, όχι επιστημονικής φαντασίας διαφόρων μου συγχρόνων φαντασμένων, φανφαρόνων, φανατικών του Τίποτα.

Δυστυχώς, για να ησυχάσω κι εγώ από τούτο το ισοπεδωτικό σήμερα, τρέχω σαν παιδί στην Κόμισσα της Κέρκυρας, να την ακούω θέλω συνέχεια να τραγουδάει με τη φωνή της την πιο γλυκιά απ' όλες εκείνα τα λυτρωτικά Κοκορίκο, εκείνα που τα περιφρονήσαμε ίσως μια φορά κι έναν καιρό οι ανόητοι, τα τραγούδια της τα σαν παιδιά αναζωογοννητικά, τα πάντα χαρούμενα. Ευτυχώς, μπορώ κι εγώ μαζί σας να μένω μαζί της, σ' εκείνο τον πύργο της τον αρχοντικό, σ' εκείνο το φιλόξενο νησί, που μας χωράει όλους, κακούς και καλούς, σαν Ροβινσώνες στην εποχή της ευπρόσδεκτους, σαν Οικογένειά της Ροβινσώνων (προς Θεού: όχι Ελβετών: Ελλήνων, καταδικών μας!), στον ανοιχτό σ' όλους τους ανέμους και, γι' αυτό ακριβώς, ασφαλέστατο κόσμο της!

                                                    Νοέμβριος 1992


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Playboy και αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση 48 Μικρές Ώρες και Τρία Αστυνομικρά Διηγήματα (Εκδόσεις Εξάντας, 1997). Τον ευχαριστώ από καρδιάς για την άδειά του να αναδημοσιευτεί και στο μπλογκ. Μπορείτε επίσης να διαβάσετε τη συνέντευξη που πήρε ο Σωτήρης Κακίσης από τη Ρένα Βλαχοπούλου το 1983 εδώ.

Όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από το αρχείο της Φίνος Φιλμ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου