Τρίτη 3 Απριλίου 2012

"Αναζητώντας τον Αττίκ" στο Badminton (αλλά και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης!)

Φίλες και φίλοι του του μουσικού θεάτρου γενικότερα, και του ελαφρού τραγουδιού ειδικότερα, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε την εξαιρετική παράσταση Αναζητώντας τον Αττίκ, που ξεκίνησε με συγκρατημένη αισιοδοξία την πορεία της στο θέατρο Badminton τον περασμένο Φλεβάρη για να δώσει δέκα παραστάσεις, αλλά γνώρισε μεγαλη επιτυχία και πήρε αρκετές παρατάσεις. Την Κυριακή των Βαΐων, 8 Απριλίου, η παράσταση ολοκληρώνει τον κύκλο της στην Αθήνα. Ωστόσο, από τις 20 ως τις 29 Απριλίου θα παίζεται στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης και έτσι οι Βορειοελλαδίτες/ισσες θα έχουν κι εκείνοι/ες την ευκαιρία να ζήσουν μια υπέροχη μουσικοθεατρική εμπειρία.
 
Σκέφτηκα αρκετά, μαζί με την παρέα μου, το βράδυ που είδα την παράσταση, σε ποιο θεατρικό είδος θα κατέτασσα το Αναζητώντας τον Αττίκ. "Μουσική βιογραφία" μού πρότεινε μια φίλη θεατρολόγος, "musical pastiche" σκέφτηκα εγώ (δηλαδή "μουσική συρραφή", σ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν μιούζικαλ όπως το Mamma Mia που στήνουν την πλοκή τους γύρω από ήδη γνωστά τραγούδια, για να δώσουν το μουσικό στίγμα μιας εποχής, ή το Jersey Boys που είναι ταυτοχρόνως και pastiche/συρραφή τραγουδιών των Frankie Valley and the Four Seasons και μουσική βιογραφία του συγκροτήματος). Φαίνεται πως η παράσταση του Badminton συνδυάζει και τα δυο είδη, αλλά εγώ νομίζω ότι θα πω απλά ότι το Αναζητώντας τον Αττίκ είναι ένα πολύ ωραίο ελληνικό μιούζικαλ που περιγράφει μια περίοδο 40 χρόνων του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, αυτό που κατά καιρούς κάποιοι/ες ονομάζουν υποτιμητικά "ρετρό". Ωστόσο, η μεγάλη επιτυχία αυτού του έργου είναι ότι δεν είναι καθόλου ρετρό, δεν πρόκειται για μια κλασική, νοσταλγική υπενθύμιση παλιών ελαφρών τραγουδιών. Απεναντίας, η παράσταση μάς προσφέρει φρέσκιες, δυναμικές και συχνά χιουμοριστικές, προσεγγίσεις στο ρεπερτόριο αυτό, που δεν έχουν πάνω τους κανένα ίχνο ναφθαλίνης ή στείρας αναπόλησης. Το έργο του Αττίκ (αλλά και το έργο άλλων συνθετών/στιχουργών) παρουσιάζεται ολοζώντανο μπροστά μας και όχι νεκραναστημένο, μέσα από ελκυστικές επανεκτελέσεις που δίνουν την ευκαιρία όχι απλώς "να θυμηθούν οι παλιοί" (όπως τόσο κοινότοπα λέγεται για παρόμοιες προσπάθειες) αλλά να ανανεώσουν τη γνωριμία τους με αυτό όσοι/ες ήδη το γνωρίζουν, και να το γνωρίσουν όσοι/ες δεν το γνώριζαν.

Η δημιουργική ομάδα που έστησε το Αναζητώνας τον Αττίκ αποτελείται από τον Λάμπρο Λιάβα (μουσική έρευνα-κείμενα), τη Σοφία Σπυράτου (σκηνοθεσία-χορογραφία), τον Γιάννη Ξανθούλη (στιχουργικά ιντερμέδια), τη Λιλή Πεζανού (σκηνικά-κοστούμια) και τον Θόδωρο Κοτεπάνο (ενορχήστρωση και μουσική διεύθυνση). Οι τρεις πρώτοι εμπλέκονταν και στη μεγάλη επιτυχία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Το μικρόβιο του έρωτα που παρουσιάστηκε στο Ακροπόλ τη σεζόν 2009-10 και την επόμενη σεζόν στο Ολύμπια. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία με την παράσταση εκείνη που αφορούσε τη ζωή και το έργο ενός άλλου σπουδαίου συνθέτη, του Κώστα Γιαννίδη (και που επίσης μού είχε αρέσει πολύ, διαβάστε εδώ τις εντυπώσεις μου), ωστόσο οφείλω να πω πως η φετινή παράσταση στο Badminton δεν είναι απλώς συνέχεια εκείνου του εγχειρήματος, αλλά είναι μια εξελιγμένη και βελτιωμένη πρόταση από τους/τις δημιουργούς του.
Η Μάντρα του Αττίκ, το 1934, τη χρονιά που εγκαινίασε τη συνεργασία της μαζί του η Δανάη (διακρίνεται με την κιθάρα της στο κέντρο της φωτογραφίας). Φωτογραφία από το πρόγραμμα της παράστασης

Πρώτα από όλα, το Αναζητώντας τον Αττίκ δεν έχει τους οπερεττικούς περιορισμούς που "επέβαλλε" η συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, περιορισμούς ως προς την αξιοποίηση του δυναμικού της αλλά και ως προς το οπερεττικό στυλ που αναπόφευκτα χαρακτήριζε τις περισσότερες εκτελέσεις και ερμηνείες--κάτι που σαφώς δεν ήταν κακό, απεναντίας κάποιες ερμηνείες ήταν πραγματικά υπέροχες, απλώς τα ελαφρά τραγούδια δεν είναι γραμμένα για να τραγουδιούνται πάντα a grande voix. Το Αναζητώντας τον Αττίκ έχει δύο λυρικούς καλλιτέχνες (τη Νίνα Λοτσάρη και τον Ζαφείρη Κουτελιέρη, που άλλωστε έπαιζαν και στο Μικρόβιο του έρωτα) που μας χαρίζουν εξαιρετικές ερμηνείες σε αυτό το ύφος, αλλά διαθέτει κι άλλους/ες καλλιτέχνες/ιδες (που θα αναφέρω παρακάτω), ώστε τα τραγούδια της παράστασης να αποδίδονται με την εκφραστικότητα που κάθε φορά προϋποθέτουν και απαιτούν.

Έπειτα, το Αναζητώντας το Αττίκ έχει την τύχη να παρουσιάζεται στο Badminton, ένα θέατρο με πολύ περισσότερες δυνατότητες από τους αντίστοιχους χώρους της Λυρικής (το Ακροπόλ παλιότερα και τώρα το Ολύμπια). Πάντοτε πίστευα ότι η Αθήνα είναι τυχερή που διαθέτει το Badminton. Με το έργο αυτό όμως το ένιωσα πραγματικά. Ο παραγωγός του Badminton, ο Μιχάλης Αδάμ, έχει ήδη αποδείξει την αγάπη του για το μιούζικαλ (με τόσες μετακλήσεις ξένων παραγωγών) αλλά και για το ελαφρό τραγούδι (με συναυλίες αφιερωμένες στον Φώτη Πολυμέρη και τον Νίκο Γούναρη καθώς και μια συναυλία για τον Μιχάλη Σουγιούλ που θα γίνει στις 14 Μαΐου). Αυτή τη φορά όμως τόλμησε να στήσει από την αρχή ένα μιούζικαλ για το ελαφρό τραγούδι, καθόλου εύκολη απόφαση για τις εποχές που ζούμε. Και το θέατρό του, με τις άψογες ηχητικές εγκαταστάσεις και τη  μεγάλη σκηνή του (αλλά και τους... βοηθητικούς χώρους, όπως τον εξώστη στον οποίο εμφανίζεται η Νίνα Λοτσάρη για να τραγουδήσει το "Είν' η αγάπη χίμαιρα"), ήταν ο ιδανικός χώρος για να ζωντανέψει δυναμικά και γενναιόδωρα το όραμα του Λάμπρου Λιάβα, της Σοφίας Σπυράτου και των συνεργάτιδών/τών τους.


Ποιο ήταν αυτό το όραμα; Να περάσει μπροστά από τα μάτια των θεατών η πολυτάραχη ζωή του Αττίκ και το μοναδικό έργο του, αλλά και η εποχή στην οποία κυριάρχησε ο Αττίκ, οι τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έτσι, ο Λιάβας επέλεξε 18 τραγούδια του μέγιστου τραγουδοποιού (τις μεγάλες του επιτυχίες αλλά κι ένα-δυο λιγότερο γνωστά κομμάτια) και 22 τραγούδια άλλων δημιουργών, Ελλήνων και ξένων, τραγούδια δηλαδή που ακούγονταν στην Αθήνα την εποχή εκείνη και που βεβαίως παρουσιάζονταν και στους χώρους στους οποίους έδρασε καλλιτεχνικά ο Αττίκ, κυρίως στη Μάντρα του αλλά και στα βαριετέ όπου δούλευε πριν ιδρύσει τη Μάντρα. Τα τραγούδια είναι σοφά τοποθετημένα και στα δυο μέρη του έργου προσφέροντας, εκτός από ευκαιρίες για συγκρίσεις και, ενδιαφέρουσες εναλλαγές: από το ευρύτερο μουσικό κλίμα της κάθε περιόδου της ζωής του Αττίκ περνούμε στα τραγούδια του που είναι δεμένα με τα δικά του βιώματα και που οδηγούν σε γοητευτικές κλιμακώσεις.

Η οικογένεια του Αττίκ: από αριστερά: Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Σία Κοσκινά, Ευαγγελία Μουμούρη, Νικορέστης Χανιωτάκης, Νίνα Λοτσάρη και Ζαφείρης Κουτελιέρης

Για τη ζωή του Αττίκ (και τις συναντήσεις του με τη Ρένα Βλαχοπούλου) έχω ξαναγράψει και δεν θα επεκταθώ εδώ. Στο Αναζητώντας τον Αττίκ παρουσιάζονται τα σημαντικότερα γεγονότα της προσωπικής και καλλιτεχνικής του πορείας. Τα παιδικά χρόνια του Κλέωνα Τριανταφύλλου στην Αίγυπτο στο τέλος του 19ου αιώνα, η μετακόμιση της οικογένειας στην Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα, οι ιδιορρυθμίες της μητέρας του Εριθέλγης (μια γυναίκα ξεχωριστής πνευματικής καλλιέργειας που δεν είχε καθόλου καλή σχέση με το χρήμα και οδήγησε την οικογένεια στη χρεωκοπία, αφού νοίκιαζε ένα ολόκληρο τρένο για να μεταβεί με την οικογένειά της στο Παρίσι προκειμένου να παραστούν σε μια πρεμιέρα της Όπερας), η ζωή του Κλέωνα και του αδελφού του Κίμωνα στο Παρίσι, όπου αρχικά επρόκειτο να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Νομική αλλά τελικά αφοσιώθηκαν και οι δυο στη μουσική. Τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα του Κλέωνα που θριαμβεύει ως Αττίκ στην Πόλη του Φωτός (αλήθεια, πότε θα μπορέσουμε να ανακαλύψουμε κάποια από τα 300 τραγούδια που έγραψε εκεί;), η επιστροφή στην Αθήνα, οι γάμοι του και οι καλλιτεχνικές του επιτυχίες.

Ο Κίμων Τριανταφύλλου, ο Κλέων Τριανταφύλλου (Αττίκ), η μικρή Πέλεια Τριανταφύλλου (μετέπειτα κυρία Τζαρτίλη)
και η Εριθέλγη Τριανταφύλλου.

Τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από την αφήγηση των ηρώων (και σε κάποιες περιπτώσεις τα σχόλια ενός σκηνοθέτη και των ηθοποιών που παίζουν στην παράσταση που στήνεται μπροστά μας). Ο Λάμπρος Λιάβας έχει στηριχτεί στο πλουσιότατο αρχείο της οικογένειας του Αττίκ που του παραχώρησε η ανηψιά του, η υπέροχη κυρία Πέλεια Τριανταφύλλου-Τζαρτίλη (κόρη του Κίμωνα Τριανταφύλλου), καθώς και στο βιβλίο που έγραψε η Δανάη Στρατηγοπούλου (η οποία είχε επίσης αντλήσει πολλά στοιχεία από το αρχείο της Πέλειας, αλλά είχε προσθέσει και τις δικές της πολύτιμες εμπειρίες από τη δεκαετή της συνύπαρξη με τον Αττίκ). Οφείλω να πω ότι σε κάποια σημεία τα ιστορικά στοιχεία δεν συμφωνούν απόλυτα με τα όσα διαδραματίζονται στη σκηνή (πχ. η απόδοση κάποιων τραγουδιών από συγκεριμένους χαρακτήρες του έργου, κάποιοι διάλογοι, κάποιες φράσεις που ίσως να μην ταίριαζαν σε κάποιους ήρωες, κάποια από τα τεκταινόμενα στη Μάντρα). Αυτές οι λεπτομέρειες όμως καθόλου δεν μειώνουν το δραματουργικό και παραστασιακό αποτέλεσμα: το κοινό μεταφέρεται επιτυχώς στο μουσικό κλίμα της εποχής, αισθάνεται τη δυναμική σχέση ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής του Αττίκ και στη γέννηση των αριστουργηματικών τραγουδιών του, και αποκτά μια σχετικά πλήρη εικόνα του φαινομένου Αττίκ. Γράφω "σχετκά πλήρη", γιατί, κρίνοντας από όσα έχει γράψει και πει κατά καιρούς η Δανάη, είναι ίσως αδύνατο να αντιληφθούμε το μεγαλείο και το πολυσύνθετο ταλέντο αυτού του ανθρώπου όσοι/ες δεν είχαμε την τύχη να τον δούμε στη σκηνή (καθώς η μοναδική του κινηματογραφική εμφάνιση στα Χειροκροτήματα δίνει μια μάλλον πληγωμένη εικόνα του). 
Ο Άκης Σακελλαρίου--ώριμος Αττίκ
(φωτογραφία από την ιστοσελίδα www.sfera989.com)


Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης--νεαρός Αττίκ--και η Ευαγγελία Μουμούρη--Μαρίκα Φιλιππίδου


Παρόλα αυτά, στην παράσταση του Badminton οι δυο ηθοποιοί που μοιράζονται τον ρόλο του Αττίκ, ο Άκης Σακελλαρίου και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, φωτίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό, κατά τη γνώμη μου, αυτό το μεγαλείο. Ο Μπουρδούμης ενσαρκώνει τον καλλιτέχνη στα νεανικά του χρόνια (και στις σκηνές αυτές ο Σακελλαρίου αναλαμβάνει τον ρόλο του σκηνοθέτη της παράστασης), ενώ ο Σακελλαρίου παίρνει τη σκυτάλη όταν ο Αττίκ εγκαθίσταται μόνιμα πλέον στην Ελλάδα, στο τέλος της δεκαετίας του '20 (αφού για δέκα χρόνια έδινε παραστάσεις σε όλον τον κόσμο) και ξεκινάει τη λαμπρή του καριέρα στο βαριετέ Όασις. Ο Μπουρδούμης αποδίδει το νεανικό σφρίγος, τη γοητεία, τον πόνο του νεαρού Κλέωνα για το άδοξο τέλος των δυο πρώτων γάμων του (και τραγουδά εξαιρετικά, μεταξύ άλλων, το "Από μέσα πεθαμένος"). Ο Σακελλαρίου μας μεταφέρει τη γοητεία της καλλιτεχνικής ωριμότητας του Αττίκ, την πατρική στοργή για τα παιδιά-θαύματα της Μάντρας--στοργή που άγγιξε τα όρια του πλατωνικού έρωτα για τη Λουίζα Ποζέλλι--και ίσως και για την τρίτη του γυναίκα--η Σούρα ήταν για εκείνον η φυγάδα που ζητούσε προστασία--και βέβαια τη σπιρτάδα, την ετοιμότητα, τη λάμψη και το γκελ που είχε ο performer Αττίκ στη σκηνή της Μάντρας του (από τα τραγούδια που ερμηνεύει θα ξεχώριζα τη συμμετοχή του στο "Δεν σου πάει το πάχος, Δημητράκη" και στα "Τελευταία γιασεμιά" αλλά και τη διακοπείσα--πριν καλά καλά ξεκινήσει...--προσπάθειά του να πει το "Ζητάτε να σας πω").


Η Νίνα Λοτσάρη ως Δανάη


Γύρω από τους δυο Αττίκ, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και οι υπόλοιποι/ες καλλιτέχνες/ιδες. Αρχίζοντας από τις κυρίες, η Νίνα Λοτσάρη είναι αστραφτερή και επιβλητική σε όλες της τις εμφανίσεις. Τυπικά καλείται να ενσαρκώσει τρεις καλλιτέχνιδες εντελώς διαφορετικού ύφους (Ζαζά Μπριλλάντη, Κάκια Μένδρη, Δανάη), αλλά οι ερμηνείες της έχουν τελικά τη δική της εξαιρετική σφραγίδα. Μπριόζα στο "Αχ Μαρί", επιβλητική στο "Είν' η αγάπη χίμαιρα" (υπέροχη η ενορχήστρωσή του και εξαιρετικής έμπνευσης η σκηνοθεσία του), σαγηνευτική στο "Σιγαρέτο" (αιφνιδιαστικά γοητευτική η διασκευή του) και στο "Αντόνιο Βάργκας Χερέδια", και τρυφερή στη σκηνή του ντεμπούτου της Δανάης--ερμηνεύει συγκινητικά το "Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες" παρασύροντας ολόκληρο το Badminton (όχι μόνο τη βραδιά που είδα εγώ την παράσταση αλλά και άλλες βραδιές σύμφωνα με μαρτυρίες των συντελεστών).
Η εξαιρετική Ευαγγελία Μουμούρη

Η Ευαγγελία Μουμούρη είναι μια από τις πιο υπολογίσιμες γυναικείες παρουσίες στο ελληνικό μουσικό θέατρο. Στην παράσταση αυτή αναλαμβάνει αρκετούς σημαντικούς ρόλους μεγαλύτερους και μικρότερους) και είναι απολαυστική σε όλους. Αποδίδει τη λεπτή, ιδιόρρυθυμη τρέλα που (πρέπει να) είχε η Εριθέλγη Τριανταφύλλου, την καπατσοσύνη της Μαρίκας Κοτοπούλη (στη συνάντησή της με τη Δανάη) αλλά και τη γοητεία της Μαρίκας Φιλιππίδου. Είναι θαυμάσια η ερμηνεία της στη "Ριρίκα" αλλά και στα "Τελευταία γιασεμιά" (που τραγουδά μαζί με τον Άκη Σακελλαρίου προς το τέλος του έργου).
 Η Ευαγγελία Μουμούρη και ο Άκης Σακελλαρίου τραγουδούν "Της μιας δραχμής τα γιασεμιά"


Η Σία Κοσκινά και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης

Η Σία Κοσκινά, που έχει ήδη μακρόχρονη θητεία στο μιούζικαλ και εδώ και λίγο καιρό διδάσκει το είδος στη σχολή που έχει ιδρύσει, ξεχωρίζει ως Σούρα Τριανταφύλλου, προκαλώντας το γέλιο με τη ρωσική προφορά της, αλλά γοητεύει και ως Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου με το χαρακτηριστικό της φράκο. Τραγουδά θαυμάσια το "Τάγκο Νοτούρνο" και κυρίως το "Έχετε δίκιο, ας αλλάξουμε ομιλία" (τραγούδια που έχουν βεβαίως ταυτιστεί με τη Δανάη, το δεύτερο μάλιστα γράφτηκε ειδικά για εκείνη από τον Αττίκ). Πρέπει επίσης να πω ότι η Μουμούρη και η Κοσκινά εμφανίζονται μαζί και ως Άννα και Μαρία Καλουτά στην παιδική τους ηλικία (τραγουδώντας το "Θέλω μαμά έναν αντρούλη"). Με συγκίνησε το γεγονός ότι στο άκουσμα του ονόματος Καλουτά το κοινό του Badminton χειροκρότησε αυθόρμητα, όπως έκανε και λίγη ώρα αργότερα στο άκουσμα του ονόματος Δανάη Στρατηγοπούλου.

Ο Ζαφείρης Κουτελιέρης, ανάμεσα στη Σία Κοσκινά και την Ευαγγελία Μουμούρη, αναρωτιέται:
"Απ' την Κική κι απ' την Κοκό ποια να διαλέξω;"

Ο Ζαφείρης Κουτελιέρης είχε ήδη δώσει το στίγμα του στο Μιρκόβιο του Έρωτα ως ένας εξαιρετικός λυρικός ερμηνευτής που μπορεί να αποδώσει με πολύ κέφι και εκφραστικότητα το ρεπερτόριο της ελαφράς μούσας. Στο Αναζητώντας τον Αττίκ είναι ακόμα καλύτερος (ίσως να είναι και πιο απελευθερωμένος μακριά από το περιβάλλον της Λυρικής, στην οποία έτσι κι αλλιώς ανήκει και στην οποία δικαιωματικά θα επιστρέψει). Στους ρόλους του κονφερασιέ και του ποιητή δίνει ευκαιρία στο προσωπικό του χιούμορ να λάμψει, ενώ ως κανταδόρος βρίσκεται σαφώς στο στοιχείο του τραγουδιστικώς.
Νίνα Λοτσάρη-Νικορέστης Χανιωτάκης και οι άντρες του μπαλέτου

Τον Νικορέστη Χανιωτάκη τον γνώρισα για πρώτη φορά σε αυτή την παράσταση και... χάρηκα για τη γνωριμία. Έχει τη δική του προσωπική λάμψη (μια λάμψη λιγότερο... εξωστρεφή σε σχέση με τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς) και το δικό του χιούμορ που προσφέρει τις απαραίτητες πινελιές γέλιου στην παράσταση, πινελιές που απηχούν το χιούμορ της Μάντρας και του κλίματος που ήθελε να επικρατεί πάντα ο δημιουργός της. Αυτό συμβαίνει ειδικά όταν ο Χανιωτάκης εμφανίζεται ως Μίμης Τραϊφόρος παρέα με τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη που εμφανίζεται ως Ορέστης Λάσκος και μας θυμίζουν τους δυο θρυλικούς κονφερασιέ που ξεκίνησαν από τη Μάντρα για να θριαμβεύσουν αργότερα κι οι δυο τους επικεφαλής των δικών τους συγκροτημάτων σε θέατρα ή βαριετέ.

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ως Ζαζάς και Ζοζεφίν Μπέικερ μαζί!

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου (επίσης "απόφοιτος" του Μικροβίου του έρωτα) είναι ένας ξεχωριστός καλλιτέχνης με το δικό του ιδιαίτερο χιούμορ: στην παράσταση αυτή αναλαμβάνει να μας θυμίσει τον θρυλικό Ζαζά. Ο Ζαζάς ειδικευόταν σε νούμερα που παρωδούσαν μεγάλες πρωταγωνίστριες της εποχής, όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ. Ο Παπαδημητρίου πράγματι παρουσιάζει απολαυστικά ένα τέτοιο νούμερο, αλλά το μεγάλο του ατού είναι, νομίζω, η ικανότητά του να παρουσιάζει (και ενίοτε να υπονομεύει) τις τρυφερές ιστορίες που διηγούνται τραγούδια όπως η "Παπαρούνα", η "Κατινιώ" (αν και δεν παρουσιάζεται ολοκληρωμένο, ίσως να ήταν σε βάρος του ρυθμού της παράστασης) και το "Είδα μάτια". Ξεκαρδιστικός είναι βέβαια και στο "Καλαθάκι" των Γ. Ψύλλα-Π. Μενεστρέλ. Εάν στην παράσταση ακουγόταν το "Την ώρα που περνούσε το οργανάκι" (για την ακρίβεια ακούγεται μόνο η μουσική του όταν εμφανίζεται η Λουζία Ποζέλλι), σίγουρα θα το είχε αναλάβει ο Παπαδημητρίου και, όπως παρατήρησε ένας φίλος, θα το είχε "σχολιάσει" απολαυστικά.
 Ο Άγγελος Παπαδημητρίου στην "Παπαρούνα"

Εχοντας παρουσιάσει τους πέντε βασικούς άνδρες πρωταγωνιστές της παράστασης, θέλω να πω ότι με συγκίνησε ιδιαίτερα η εκτέλεση και από τους πέντε του αριστουργηματικού "Κι αν βγουν αλήθεια όσα νομίζεις παραμύθια". Σε ένα κείμενο του 1995 που αναδημοσιεύεται στο πρόγραμμα, η σπουδαία Νινή Ζαχά (που είναι νομίζω από τους ελάχιστους ανθρώπους που δούλεψαν με τον Αττίκ και βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας) αναφέρει ότι υπάρχουν τραγούδια του Αττίκ "που δεν είναι τα λέμε όλοι μαζί, κανταδόρικα". Ένα τέτοιο τραγούδι πίστευα ότι είναι κι αυτό (βαθιά επηρεασμένος ίσως από την definitive ερμηνεία της Δανάης στον δίσκο με τον Μίμη Πλέσσα), μέχρι τη βραδιά που άκουσα τους πέντε κυρίους να το τραγουδούν στη σκηνή του Badminton. Η ομαδική ερμηνεία τους με άγγιξε ιδιαίτερα και την κρατώ σαν μια από τις πιο πολύτιμες στιγμές της παράστασης για μένα--μιας παράστασης που, επαναλαμβάνω, είναι γεμάτη από όμορφες στιγμές. Μια γεύση από αυτή την όμορφη στιγμή μπορείτε να πάρετε από το παρακάτω βίντεο της εκπομπής "Έχει γούστο", με τρεις από τους πέντε εκλεκτούς κυρίους της παράστασης:



(Περισσότερα βίντεο από αυτή την εκπομπή του Έχει γούστο μπορείτε να δείτε εδώ)


Η Ζωζώ Σαπουντζάκη, έξοχη ως Μιστενγκέτ στο "Mon Homme"

Άφησα τελευταία την Κυρία Ζωζώ Σαπουντζάκη, και όχι απλώς επειδή πραγματοποιεί μια "τιμητική εμφάνιση" στο Αναζητώντας τον Αττίκ. Η Ζωζώ Σαπουντζάκη φέρνει στην παράσταση ατόφιο τον δικό της μύθο και τον εντάσσει λειτουργικότατα στο έργο. Αν η Σαπουντζάκη δρούσε καλλιτεχνικά στην εποχή της Μάντρας, θα ήταν σίγουρα ένα από τα αστέρια της, όχι απαραίτητα με τραγούδια του ίδιου του Αττίκ (άλλωστε όλοι/ες οι καλλιτέχνες/ιδες που εμφανίζονταν εκεί είχαν ποικίλο ρεπερτόριο). Στην παράσταση αυτή ερμηνεύει μοναδικά το "Mon homme" με ελληνικούς στίχους του Γιάννη Ξανθούλη παραπέμποντας στη Μιστενγκέτ (και πραγματοποιώντας μια εντυπωσιακή είσοδο στη σκηνή από την... οροφή της), ενώ βρίσκεται στο στοιχείο της με τη "Μιχάκα" (την είχε, θυμάμαι, τραγουδήσει ξανά στην εκπομπή Τα φώτα της ράμπας δεν σβήνουν ποτέ του Αρτέμη Μάτσα το 1990) και το "Ακόμα ένα ποτηράκι" της Σωτηρίας Ιατρίδου (που το τραγουδά στην πλατεία, παίζοντας με το κοινό). Παίζει με τον μύθο της στο νούμερο "Η βαλίτσα" που μοιράζεται με τον Άγγελο Παπαδημητρίου πριν ερμηνεύσει την "Κομπαρσίτα". 

Η Ζωζώ Σαπουντζάκη αναλαμβάνει ως πρωταγωνίστρια να ερμηνεύσει και το "Ζητάτε να σας πω" όταν ο Αττίκ (Άκης Σακελλαρίου) φορτισμένος από την παρουσία της Φιλιππίδου στη Μάντρα αδυνατεί να το πει. Αν και η Ζωζώ δεν θα ήταν ίσως αναμενόμενη επιλογή για το τραγούδι αυτό, ομολογώ πως το τραγουδά λιτά και δίνει μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία του, με την οποία ολοκληρώνεται εντυπωσιακά το πρώτο μέρος της παράστασης. Αντίστοιχα, λίγο πριν το τέλος του έργου, ερμηνεύει με έναν λιτά ερωτικό τρόπο το "Πόσο λυπάμαι" του Κώστα Γιαννίδη. Θα ήθελα η Ζωζώ να μην ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο θίασο και να βρίσκεται μαζί τους επί σκηνής στο συγκινητικό φινάλε, στο οποίο τραγουδούν όλοι/ες το "Τρεχαντήρι" (κι ας σήμαινε αυτό ότι θα εμφανιζόταν λιγότερο εντυπωσιακά για τον χαιρετισμό της), γιατί έτσι θα ήταν ακόμα πιο έντονη η διαπίστωση ότι δένει αρμονικότατα με το σύνολο. Ίσως όμως αυτό δεν έχει τόση σημασία. Η παρουσία της Κυρίας Ζωζώς Σαπουντζάκη είναι πολύτιμη για την παράσταση και αυτή η συμμετοχή της (που αν δεν κάνω λάθος ξεκίνησε από πρόταση του Μιχάλη Αδάμ στους συντελεστές του Αναζητώντας τον Αττίκ) είναι ένα συν στο μακρύ βιογραφικό της.
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη στη "Μιχάκα"

Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι (υποθέτω) κάθε βράδυ εμφανίζεται και ένας/μία guest star από το κοινό: μια αναπαράσταση της Μάντρας του Αττίκ δεν θα μπορούσε να παραλείψει τον διαγωνισμό ταλέντων. Έτσι, το βράδυ που παρακολούθησα εγώ την παράσταση ο 85χρονος κύριος Κωνσταντίνος Μαφίδης ανέβηκε στη σκηνή για να τραγουδήσει με κέφι το "Ποια είναι αυτή που αγαπάς" (πιθανώς πρόκειται για το τραγούδι των Γιάννη Κουγιουμτζόγλου-Κώστα Κοφινιώτη που τραγουδούσε το 1937 η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου), ενώ, όπως είδα στο βίντεο που έχει ανεβάσει η ιστοσελίδα Camera Stylo Online, το βράδυ της επίσημης πρεμιέρας κάποιος άλλος κύριος τραγούδησε το "Να ζει κανείς ή να μη ζει" του Αττίκ. Θα ήθελα πραγματικά να μάθω λεπτομέρεις για την εμφάνιση ταλένων  άλλες βραδιές--και ειδικά αν άτομα νεαρότερης ηλικίας είχαν το κουράγιο, όπως οι δυο αυτοί κύριοι, να ανέβουν στη σκηνή του Badminton και να τραγουδήσουν κάποιο τραγούδι μπροστά σε 2.000 περίπου θεατές (αν γνωρίζει κανείς/καμιά, παρακαλώ ας το γράψει στα σχόλια)!

Οι χορευτές/τριες του Αναζητώντας τον Αττίκ στο "Καλέ πατώνεις"


Πλάι στην πρωταγωνιστική ομάδα λάμπουν με τα νιάτα τους, το ταλέντο τους και τις χορογραφίες της Σπυράτου οι χορευτές/τριες Πάνος Αθανασόπουλος, Έλενα Βακάλη, Diana Gussman, Αμαλία Κοσμά, Μαργαρίτα Κώστογλου, Αλέξανδρος Λασκαράτος, Άννα Λιανοπούλου, Γιώργος Μποντάρης, Aleksander Qejvanaj και Ανδρέας Ράμα. Επί σκηνής, στο πλάι, βρίσκεται και το άρτιο μουσικό σύνολο με επικεφαλής τον ίδιο τον Θόδωρο Κοτεπάνο (πιάνο) που το απαρτίζουν οι Θεοφάνης Βερνίκος (τρομπέτα), Μαρίνος Γαλατσινός (κλαρινέτο, φλάουτο, άλτο και βαρύτονο σαξόφωνο), Βαγγέλης Θάνος (κρουστά), Σοφία Μουλακάκη (μπαγιάν), Γιάννης Μουμούρης (βιολί, μαντολίνο, μαντόλα) και Δημήτρης Τσεκούρας (κοντραμπάσο, κιθάρα). Είναι έτσι κι αλλιώς ενεργή η συμμετοχή τους σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αλλά θεωρώ πολύ όμορφη τη στιγμή του φινάλε όταν όλοι/ες τους ενώνονται με τους/τις ηθοποιούς και τις/τους χορεύτριες/τές για να τραγουδήσουν το "Τρεχαντήρι". Μπορεί να ακούγεται μόνο το ρεφρέν αυτού του αριστουργήματος, είναι όμως το πιο ταιριαστό τραγούδι για φινάλε, αφού, όπως έλεγε η Δανάη, ο Αττίκ το αφιέρωνε πάντα στους/στις καλλιτέχνες/ιδες που, ίδια τρεχαντήρια, δεν ξέρουν ποτέ σε ποιον γιαλό θα βρίσκονται την επόμενη μέρα.
Ο θίασος στον χαιρετισμό του φινάλε (φωτογραφία από την ιστοσελίδα www.espresso.gr)

Το έργο ολοκληρώνει την αφήγηση των γεγονότων της ζωής του Αττίκ με το κλείσιμο της τρίτης Μάντρας το 1940 και την απέλαση της Λουίζας Ποζέλι μετά την κήρυξη του πολέμου. Δεν μιλάει καθόλου για τα γεγονότα της Κατοχής--είναι άλλωστε περίοδος παρακμής για τον Αττίκ--και συνεπώς δεν γίνεται αναφορά στα Χειροκροτήματα ή στα περιστατικά που στάθηκαν αφορμές για την αυτοκτονία του καλλιτέχνη. Λείπει ίσως η αναφορά στον θάνατο της μητέρας του (1940), με αφορμή τον οποίο έγραψε άλλωστε το τελευταίο του τραγούδι, το "Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί" (που αποδίδει θαυμάσια η Νίνα Λοτσάρη). 
Στιγμιότυπο από την έναρξη του έργου: "Τα καημένα τα νιάτα τι γρήγορα που περνούν"
(φωτογραφία από την ιστοσελίδα www.athensmagazine.gr)

Όπως είπαμε όμως, δεν έχει ίσως τόση σημασία η λεπτομερής αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, όσο η αναπαράσταση της εποχής που γίνεται με γοργούς ρυθμούς και ευφάνταστες σκηνικές λύσεις. Οι αρχικές μου επιφυλάξεις για τις σκηνογραφικές επιλογές της Λιλής Πεζανού ξεπεράστηκαν, και, όσο περνάει ο καιρός και σκέφτομαι την παράσταση, καταλαβαίνω ότι οι λειτουργικές αυτές επιλογές της--με τη συμβολή και των φωτισμών του Γιώργου Τέλλου--συνέβαλαν στους γοργούς ρυθμούς του έργου. Θα ήταν άδικο να μην αναφέρω και το όνομα του Simon Honywill που είναι υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του ήχου της παράστασης που αγκαλιάζει ολόκληρη την αίθουσα του Badminton.
Η πρώτη Μάντρα του Αττίκ, τη δεύτερη χρονιά λειτουργίας της (1931). Φωτογραφία από το βιβλίο Αττίκ της Δανάης Στρατηγοπούλου (εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986)


Το Αναζητώντας τον Αττίκ κλείνει συγκινητικά με τον Αττίκ να λέει ότι η Μάντρα του δεν πέθανε, αλλά ίσως κοιμάται κάπου μέχρι να ξυπνήσει ξανά μια μιέρα. Πρόκειται για κάτι που είχε πει ο ίδιος στην τελευταία του μεγάλη συναυλία-διάλεξη, τον Γενάρη του 1944, στο θέατρο Ρεξ. Φοβάμαι πως είναι πλέον πολύ δύσκολο να ξυπνήσει ξανά η Μάντρα, αλλά η παράσταση του Badminton μάς βοηθάει να τη θυμηθούμε με πολύ όμορφο και συγκινητικό τρόπο. Μέχρι την Κυριακή των Βαΐων 8 Απριλίου όσοι/ες βρίσκεστε στην Αθήνα και από τις 20 ως τις 29 Απριλίου όσοι/ες βρίσκεστε στη Θεσσαλονίκη σπεύσατε να βυθιστείτε στη μαγεία του μιούζικαλ Αναζητώντας τον Αττίκ. Κι αν είναι μάλλον ακατόρθωτο να βρείτε τον πραγματικό Αττίκ, θα βρείτε σίγουρα την αύρα του, την ομορφιά του έργου του, τη γοητεία της εποχής που τον δημιούργησε αλλά και τη γοητεία της εποχής που ο ίδιος δημιούργησε.

(Όι φωτογραφίες της παράστασης--όπου δεν αναφέρεται πηγή--προέρχονται από την ιστοσελίδα του θεάτρου Badminton. Οι φωτογραφίες του Αττίκ, της παλιάς Μάντρας και της οικογένειάς του προέρχονται από το καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης που με το πλούσιο φωτογραφικό του υλικό αποτελεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα στο βιβλίο Αττίκ που έγραψε η Δανάη Στρατηγοπούλου το 1986 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου