Σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξε του τραγουδιού η μορφή.
Ο έρωτας ξεχάστηκε, μπήκε ξανά στην μπάντα.
Και μες σε πόλεις και χωριά και σε κάθε κορφή
νέα τραγούδια ακούστηκαν: τραγούδια του σαράντα.
Μ’ αυτό το τετράστιχο η αξέχαστη Σοφία Βέμπο προλόγιζε τα πολεμικά της τραγούδια στις παραστάσεις, τις εκδηλώσεις και τις ραδιοφωνικές εκπομπές στις οποίες θυμόταν τις μεγάλες τραγουδιστικές της επιτυχίες εκείνου του ιδιαίτερου θεατρικού χειμώνα, του χειμώνα του 1940-41. Η Σοφία Βέμπο είναι στις μέρες μας το σύμβολο ενός μεγάλου κεφαλαίου της θεατρικής και τραγουδιστικής μας ιστορίας: του κεφαλαίου που έχει τίτλο «Το ελαφρό τραγούδι και το θέατρο στον πόλεμο του ‘40».
Τονίζω τη λέξη «ελαφρό» γιατί με αυτό το είδος τραγουδιού θα ασχοληθώ. Η αλήθεια είναι ότι αν και αυτό το είδος είναι σήμερα παραγκωνισμένο και οι περισσότεροι μελετητές ασχολούνται με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, αυτές τις μέρες το ελαφρό παίρνει τη ρεβάνς: υπάρχουν πολλά και καλά ρεμπέτικα τραγούδια που γράφτηκαν την περίοδο του πολέμου με σατιρική και πατριωτική διάθεση, ωστόσο αυτές τις μέρες σε όλα τα επετειακά αφιερώματα ακούγεται η φωνή της Σοφίας Βέμπο στο θρυλικό «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι τότε το ρεμπέτικο ήταν απαγορευμένο στο ραδιόφωνο. Ίσως πάλι να οφείλεται στο ταλέντο και την επιβλητική παρουσία της Βέμπο που κατόρθωσε όχι μόνο να γίνει η πιο αγαπημένη τραγουδίστρια εκείνα τα χρόνια, αλλά και να παραμένει, σχεδόν 70 χρόνια από τότε και 30 χρόνια από τον θάνατό της, άρρηκτα δεμένη με την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Το (μουσικό) θέατρο στον πόλεμο του ‘40
Ωστόσο η Βέμπο δεν ήταν η μόνη. Σύσσωμο το ελληνικό θέατρο και το ελληνικό τραγούδι έδωσε το «παρών» σε κείνη την ιδιαίτερη στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, επιστρατεύτηκαν πολλοί άντρες ηθοποιοί και τραγουδιστές. Απέμειναν λοιπόν πίσω κυρίως άντρες μεγαλύτερης ηλικίας και φυσικά γυναίκες που σύντομα συνειδητοποίησαν ότι το ρεπερτόριό τους αυτές τις ώρες δεν μπορούσε να αγνοήσει την επικαιρότητα. Τα περισσότερα θέατρα αρχίζουν να παίζουν στις 2 Νοεμβρίου με καλυμμένα τα εξωτερικά τους φώτα «δια κυανού χάρτου». Μόνο το Βασιλικό Θέατρο δεν δουλεύει γιατί επιστρατεύονται οι περισσότεροι πρωταγωνιστές του. Τα υπόλοιπα θέατρα συνεχίζουν για λίγες μέρες το ρεπερτόριό τους αλλά σύντομα ανεβάζουν όλα πολεμικές επιθεωρήσεις. Ακόμα και ο θίασοι πρόζας: ο Κώστας Μουσούρης παρουσιάζει το θρυλικό Μπράβο Κολονέλλο των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου (από κάποιους θεωρείται ως η καλύτερη πολεμική επιθεώρηση που ανέβηκε εκείνο τον χειμώνα) και αργότερα το Φινίτο Μουσολίνι των ιδίων συγγραφέων. Ο ημικρατικός θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη στο Ρεξ άναβιώνει τα Πολεμικά Παναθήναια (που είχαν ανέβει στους Βαλκανικούς πολέμους) στα οποία προστίθενται επίκαιρα νούμερα. Ακόμα και η κυρία Κατερίνα ενδίδει στην επιθεώρηση και ανεβάζει, ανήμερα των Χριστουγέννων, τις Πολεμικές Καντρίλιες. Στο θέατρο Ολύμπια ανεβαίνει η επιθεώρηση Μάρε Νόστρουμ των Δημήτρη Χρονόπουλου και Χρήστου Χαιρόπουλου: επικεφαλής του θιάσου το μεγάλο προπολεμικό αστέρι της οπερέτας και της επιθεώρησης Πάολα Νικολέσκο (κατά κόσμον Παυλίνα Σπηλιωτοπούλου). Στο «Αλάμπρα» ανεβαίνει η Πολεμική σπίθα.
Η Ρένα Βλαχοπούλου στο θέατρο «Μοντιάλ»
Άφησα τελευταίο το θέατρο «Μοντιάλ». Όχι απλώς επειδή εμφανιζόταν εκεί η Σοφία Βέμπο που τραγούδησε τα πιο χαρακτηριστικά πολεμικά τραγούδια, αλλά επειδή εκεί έκανε τα πρώτα της θεατρικά βήματα, πάντα ως τραγουδίστρια, η Ρένα Βλαχοπούλου. Στον θίασο του «Μοντιάλ» ανήκαν μερικά από τα πιο σπουδαία ονόματα του μουσικού θεάτρου της εποχής: Άννα και Μαρία Καλουτά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης. Συμπράττει η Ηρώ Χαντά. Συμμετέχουν Λίτσα Λαζαρίδου, Γεωργία Βασιλειάδου, ο θρυλικός Μητσάρας και κομπέρ ο Μίμης Τραϊφόρος. Τραγουδούν η Σοφία Βέμπο και η Ρένα Βλαχοπούλου. Ορχήστρα Θεόδωρου Παπαδόπουλου και Μιχάλη Σουγιούλ. Ο θίασος ξεκίνησε τις παραστάσεις του στις 24 Νοεμβρίου 1940 με την Πολεμική επιθεώρηση που έγραψαν οι Γιώργος Θίσβιος, Δημήτρης Ευαγγελίδης, Αλέκος Σακελλάριος και Μίμης Τραϊφόρος. Το πρώτο αυτό έργο της σεζόν ανεβαίνει βιαστικά, δίχως πολλά σκηνικά και πολυτέλειες, για να προλάβει τις εξελίξεις της επικαιρότητας. Σ’ αυτό το έργο ο Μίμης Τραϊφόρος γράφει για το «πουλέν» του, τη Ρένα Βλαχοπούλου, το παρακάτω τραγουδάκι (μουσική Γιάννη Βέλλα):
Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη
κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη.
Πατρία, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου
στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.
Τις μέρες που τραγουδούσε αυτό το τραγούδι η Ρένα Βλαχοπούλου βίωσε μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής της. Κάποιο βράδυ, πριν εμφανιστεί, της ανακοίνωσαν ότι σε έναν από τους πρώτους βομβαρδισμούς της Κέρκυρας σκοτώθηκαν οι γονείς της. Το περιστατικό πέρασε και στον Τύπο της εποχής όπου διαβάζουμε: «Η κυρία Ρένα Βλαχοπούλου επέμεινε και έπαιξε χθες τα νούμερά της, αν και είχε πληροφορηθεί ότι μεταξύ των θυμάτων του πρώτου βομβαρδισμού της Κερκύρας συγκατελέγετο και ο πατήρ της». Σύμφωνα με παλιότερες διηγήσεις της ίδιας της Ρένας, πράγματι τραγούδησε εκείνο το βράδυ κλαίγοντας. Σύμφωνα με τη βιογραφία της που έγραψε ο Μ. Δελαπόρτας, η Ρένα ανακοίνωσε στο κοινό ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει και την αντικατέστησε η Σοφία Βέμπο.
Η Σοφία Βέμπο «αντικατέστησε» σίγουρα τη Ρένα Βλαχοπούλου στη δισκογράφηση αυτού του τραγουδιού (ηχογράφηση που ακούμε και εδώ, στο blog). Ήταν ένα από τα πολλά πολεμικά τραγούδια που ερμήνευσε σε δίσκους η Βέμπο εκείνη τη χρονιά. Ήταν επίσης η αφορμή για να ενωθεί ερωτικά και επαγγελματικά με τον Μίμη Τραϊφόρο. Είχε προσέξει τους στίχους του τραγουδιού που τραγουδούσε κάθε βράδυ η Ρένα και ζήτησε από τον Τραϊφόρο να γράψει και για ‘κείνη ένα πολεμικό τραγούδι, πάνω στη μουσική της «Ζεχρά» (που ήταν μεγάλη επιτυχία της). Ο Τραϊφόρος ανταποκρίθηκε άμεσα γράφοντας τα θρυλικά:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά.
Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά.
Από εκεί και πέρα αρχίζει ο θυελλώδης έρωτας της Βέμπο με τον Τραϊφόρο αλλά και η μακροχρόνια συνεργασία τους που ξεκίνησε από τα πολεμικά τραγούδια εκείνου του χειμώνα και συνεχίστηκε με μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια.
Ωστόσο, ας μείνουμε λίγο παραπάνω στο θέατρο Μοντιάλ και στις πολεμικές επιθεωρήσεις που ανέβηκαν εκεί. Αμέσως μετά τις γιορτές, τον Γενάρη, ο θίασος ανεβάζει τη νέα πολεμική επιθεώρηση Μπέλλα Γκρέτσια των Μ. Λαουτάρη, Χ. Χαρίτου, Θ. Συνοδινού. Σ’ αυτό το έργο η Ρένα Βλαχοπούλου δεν τραγουδάει πολεμικό, αλλά απλώς ερωτικό τραγούδι, το «Γλυκά μου μάτια». Τα πολεμικά τραγούδια αυτής της παράστασης επωμίζεται πλέον κυρίως η Σοφία Βέμπο. Ωστόσο η Ρένα Βλαχοπούλου είχε το πολεμικό της τραγούδι στην τρίτη επιθεώρηση του θιάσου που ανέβηκε τον Μάρτιο του 1941 με τίτλο Πολεμική Αθήνα. Τα κείμενα έγραψαν αυτή τη φορά οι Χρήστος Γιαννακόπουλος, Δημήτρης Γιαννουκάκης, Αλέκος Σακελλάριος και τη μουσική ο Κώστας Γιαννίδης. Σ’ αυτό το έργο η Ρένα τραγουδάει το πολεμικό τραγούδι των Κώστα Γιαννίδη-Μίμη Τραϊφόρου «Πήγαινε και όταν θα ‘ρθεις». Το τραγούδι αυτό δισκογραφήθηκε, αλλά η τύχη του δυστυχώς αγνοείται σήμερα! Και το τραγούδι αυτό όπως και ολόκληρη η επιθεώρηση ατύχησαν γιατί οι παραστάσεις δεν κράτησαν για πολύ: λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα, οι Γερμανοί εισβάλλουν στη χώρα και οι πολεμικές επιθεωρήσεις με τα θριαμβευτικά και πατριωτικά τους νούμερα και τραγούδια είναι πια παρελθόν.
Τα πολεμικά τραγούδια
Ωστόσο, τους πέντε μήνες στους οποίους κυριάρχησε αυτό το (ευτυχώς!) βραχύβιο θεατρικό είδος, η πολεμική επιθεώρηση, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ψυχαγωγία του κοινού στα μετόπισθεν. Το πολεμικό τραγούδι, βασικό συστατικό όλων των επιθεωρήσεων, αλλά και τα σατιρικά νούμερα (κλασικό παράδειγμα το «Ευζωνάκι» της Άννας Καλουτά που η ίδια μας ξαναθύμισε πριν από λίγους μήνες στο συγκινητικό αποκορύφωμα της παράστασης του Σταμάτη Κραουνάκη Χ-Σκηνής στο Ηρώδειο) έβαλαν το λιθαράκι τους στην εμψύχωση του λαού. Δημιούργησαν ένα κλίμα αισιοδοξίας που ήταν πολύ σημαντικό. Κυκλοφορούσαν σε περιοδικά και φυλλάδια και έφταναν σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας (ακόμα και στη μακρινή, τότε, Ηράκλεια Σερρών!). Οι τραγουδίστριες και οι ηθοποιοί της εποχής (Βέμπο, αδελφές Καλουτά, Βλαχοπούλου, Δανάη, Ρίτα Δημητρίου, Κούλα Νικολαϊδου, Πάολα και τόσες άλλες...) έτρεχαν τη μέρα από τον ραδιοφωνικό σταθμό στα νοσοκομεία και από τα νοσοκομεία πάλι στον ραδιοφωνικό σταθμό για να τραγουδήσουν αυτά τα θρυλικά πλέον πολεμικά τραγούδια—που όμως στις μέρες μας (από ό,τι διαπίστωσα μιλώντας για αυτά και στην παρέα μου) φαντάζουν γραφικά και γελοία. Ωστόσο ήταν προφανώς σημαντικά για την εποχή εκείνη και για αυτό θέλω να θυμηθώ μερικά.
Τα ερωτικά πολεμικά τραγούδια
Τα πολεμικά τραγούδια χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκαν τα ερωτικά-πολεμικά στα οποία είτε η γυναίκα αναγνωρίζει πλέον στον πολεμιστή άντρα της το... δικαίωμα να έχει μια άλλη αγαπημένη, την Ελλάδα, και του επιτρέπει να πάει να πολεμήσει είτε ο άντρας ανακοινώνει στη γυναίκα του ότι για χάρη της Ελλάδας θα την εγκαταλείψει προσωρινά... Ένα από αυτά, που δεν δισκογραφήθηκε αλλά υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΑ από μεταγενέστερη ηχογράφηση, ανήκει στη Σωτηρία Ιατρίδου, την πρώτη Ελληνίδα τραγουδοποιό, που διακρίθηκε για τις ερμηνείες της τόσο στο μουσικό θέατρο όσο και στο θέατρο πρόζας (λέγεται ότι ήταν η καλύτερη λαίδη Μάκβεθ του προπολεμικού μας θεάτρου). Το τραγουδούσε στις Πολεμικές καντρίλιες και είχε τίτλο «Να πας»:
Κάποτε σε είδα ερωτευμένο με μιαν άλλη και η ζήλια μ’ είχε κάνει σαν τρελή.
Κάποτε θυμάμαι πως σου είπα να μη φύγεις και σου έδωσα το πιο γλυκό φιλί.
Μα τώρα έτσι ερωτευμένο που σε είδα με την πατρίδα, θα σου το πω:
Να πας μες στου πολέμου εκεί την άκρη.
Να πας και δεν θα χύσω ούτε ένα δάκρυ.
Ποτέ να μη σε βλέπω πικραμένο.
Να πας και λυτρωτή σε περιμένω.
Άλλο χαρακτηριστικό τραγούδι αυτής της κατηγορίας είναι το «Μας χωρίζει ο πόλεμος» που τραγούδησε η Σοφία Βέμπο. Το έγραψε ο Μιχάλης Σουγιούλ από το φυλάκιο στο οποίο υπηρετούσε, καθώς λέγεται.
Ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια ας μην κυλήσει
στου χωρισμού μας το πικρό τώρα φιλί.
Πρέπει ο καθείς μας τώρα πια να πολεμήσει
αφού η γλυκιά μας η πατρίδα το καλεί.
Μας χωρίζει ο πόλεμος μα θεριεύει η ελπίδα
πως για τη γλυκιά πατρίδα φεύγω τώρα εκδικητής...
Τα πρωτότυπα τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά για τον πόλεμο ήταν σχετικά λίγα. Τα περισσότερα πολεμικά τραγούδια γράφτηκαν πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες (όπως το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά»). Η Πάολα, για παράδειγμα, τραγουδούσε την προπολεμική της επιτυχία «Τα χρυσάνθεμα που μου ‘στειλες» με νέους επίκαιρους στίχους:
Μες στο γράμμα αγαπημένε μου το φιλί μου είναι κλεισμένο
να μου το γυρίσεις γρήγορα νικητής προσμένω.
Μες στα χιόνια, μες στον πόλεμο χίλια θαύματα να κάνεις.
Κι ύστερα έλα, ξαναγύρισε, τη ζωή μου να γλυκάνεις.
Η Κάκια Μένδρη τραγουδούσε το εξαιρετικό ταγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο και του Αλέκου Σακελλάριου «Μοναξιά, φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά, είσαι η πιο σκληρή παρέα» με τους νέους στίχους «Παναγιά, έλα βόηθα μας και πάλι και του πολέμου η οργή να σβήσει από τη γη». Από τα πρωτότυπα τραγούδια που γράφηκταν τότε θρυλική έμεινε η επιτυχία της Κούλας Νικολαΐδου:
Κορίτσι μου για σένα πολεμώ
να μη σε δω ποτέ σε χέρια ξένα,
τον θάνατο μικρή μου προτιμώ
παρά να χάσω την πατρίδα μου και σένα.
Η Κούλα Νικολαΐδου τραγούδησε σε δίσκους Odeon τα περισσότερα από τα πολεμικά τραγούδια που τραγούδησε η Βέμπο στην Columbia. Εδώ φαίνεται λοιπόν η άλλη όψη της «μόδας» των πολεμικών τραγουδιών: οι εταιρίες βρήκαν τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους ακόμα και σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή και να εμπορευτούν την ανάγκη του λαού να πάρει θάρρος μέσα από τη μουσική και το τραγούδι. Η μεγάλη Δανάη Στρατηγοπούλου θεώρησε πατριδοκαπηλική όλη αυτή την υπερπαραγωγή πολεμικών τραγουδιών και τραγούδησε μόνο ένα, για πολλούς το ωραιότερο, θεωρώντας πως αφού είπε αυτά τα λόγια, δεν είχε τίποτα άλλο να προσθέσει:
Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου
Άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου.
Σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο
κι ένα σου ζητώ να με θυμάσαι μόνο.
Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή
θα σε περιμένει να σε σφίξει νικητή.
Το blog αυτό τιμάει τη λατρεμένη μας «γιαγιά» Δανάη ακούγοντας αυτό το γλυκύτατο τραγούδι του Ιωσήφ Ριτσιάρδη και στέλνοντάς της την αγάπη μας...
Τα σατιρικά πολεμικά τραγούδια
Ας περάσουμε τώρα στη δεύτερη κατηγορία πολεμικών τραγουδιών: πρόκειται για τα σατιρικά τραγούδια που ως γνήσια τέκνα της επιθεώρησης, είναι αποκλειστικά παρωδίες μεγάλων σουξέ της εποχής. Και εδώ πρωτοστατεί φυσικά η Σοφία Βέμπο που η φωνή της μπορεί πολύ εύκολα να περάσει από το επικό μεγαλείο στην κωμική έκφραση. Το δημοτικοφανές σουξέ της «Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός» γίνεται «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός». Το «Ράβει η Βάσω τα προικιά της» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη γίνεται «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του».
Αλλά και η θρυλική ζημιάρα Μαριγώ γίνεται με τη φωνή της Κάκιας Μένδρη ο λεβέντης ο Ιταλός:
Ο λεβέντης ο Ιταλός μια σωστή δουλειά δεν κάνει
το λιοντάρι παριστάνει μα το σκάει ο χαζός.
Αιχμαλώτους στέλνει εδώ και στην Αίγυπτο εκεί κάτω
πάει ο στόλος του στον πάτο
κι έχει χάσει τα νερά, μάρε νόστρουμ μια φορά!
Η Κάκια Μένδρη τραγουδούσε ακόμα σατιρικές παρωδίες των τραγουδιών του Αττίκ. Τα «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά» έγιναν... τυριά:
Μυρωμένα τυριά γκοργκοντζόλες
μας αφήκαν για κληρονομιά.
Το κακό είναι που μούχλιασαν όλες
και θυμίζουν φασιστική βρωμιά.
Η πιο ξακουστή όμως σατιρική παρωδία της εποχής έχει σχέση και με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Το πρώτο της τραγούδι, το προπολεμικό ιταλικό σουξέ “Reginella Campagnola” που τραγουδούσε στα ελληνικά ως «Μικρή χωριατοπούλα» το προηγούμενο καλοκαίρι στην «Όαση» του Ζαππείου (και κυκλοφόρησε σε δίσκο με τη φωνή του Φώτη Πολυμέρη) διασκευάστηκε από τον φαντάρο Γιώργο Οικονομίδη και έγινε το δημοφιλέστατο «Κορόιδο Μουσολίνι».
Με το χαμόγελο στα χείλη
παν’ οι φαντάροι μας μπροστά.
Και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι
γιατί η καρδιά τους δεν βαστά.
Η Άννα Καλουτά θυμάται ότι το «Κορόιδο Μουσολίνι» τραγουδούσε στο «Μοντιάλ» η Ρένα Βλαχοπούλου. Ο περισσότερος κόσμος το έχει συνδέσει με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο. Προφανώς και οι δυο τραγουδίστριες (όπως και πολλές άλλες) θα το τραγούδησαν εκείνη την εποχή και στο θέατρο και στο ραδιόφωνο και στα νοσοκομεία. Ωστόσο στη δισκογραφία πέρασε με τη φωνή του Νίκου Γούναρη (ενώ η Βέμπο τραγούδησε το «Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι», ελληνική διασκευή της αγγλικής πολεμικής επιτυχίας “What a surprise for the Duche”). Εδώ στο blog όμως, ακούμε τη Ρένα Βλαχοπούλου να τραγουδάει ακαπέλα το δεύτερο κουπλέ του τραγουδιού ως... Νίνα από τη ραδιοφωνική εκδοχή του έργου του Κώστα Ταχτσή Το τρίτο στεφάνι...
Σήμερα μας φαίνεται γραφικό όλο αυτό το σκηνικό, αλλά σκεφτείτε την τραγική ειρωνία για τους Ιταλούς: ένα δικό τους τραγούδι να γυρίσει μπούμεραγκ εναντίον τους! (Μια εξαιρετική παρουσίαση της διαδρομής αυτού του τραγουδιού μπορείτε να διαβάσετε στο blog Allu Fun Marx).
Πήρατε μια μικρή γεύση από τα πολλά πολεμικά τραγούδια που δόξασαν οι φωνές του ελαφρού τραγουδιού και του μουσικού θεάτρου τη χειμερινή περίοδο 1940-41... Πήρατε μια ιδέα από το κλίμα μιας άλλης εποχής, που μοιάζει τόσο μακρινή αλλά μας χωρίζουν μόλις 68 χρόνια. Δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρουν εμάς αυτά τα τραγούδια σήμερα, αλλά ξέρω, από τις διηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων μου, ότι τους βοήθησαν πολύ τότε. Θεωρήστε λοιπόν αυτό το κείμενο φόρο τιμής όχι μόνο στις καλλιτέχνιδες και τους καλλιτέχνες που τα ερμήνευσαν τότε, αλλά και σε κάποιους δικούς μου ανθρώπους!
Επαναλαμβάνω ότι δεν ασχολήθηκα καθόλου με τα ρεμπέτικα τραγούδια που ήταν επίσης πολύ σημαντικά (και μπορείτε να τα βρείτε στη χρήσιμη έκδοση του Σάκη Πάπιστα Το αστικό τραγούδι στα πέτρινα χρόνια όπου καταγράφονται ελαφρά και ρεμπέτικα πολεμικά τραγούδια, αν και λείπει από αυτήν μια πιο συστηματική ερμηνεία του φαινομένου «πολεμικό τραγούδι» στο ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής). Μπορείτε επίσης να βρείτε μια εξαιρετική παρουσίασή τους και πάλι στο blog του Allu Fun Marx. Ο πόλεμος του ’40 συνέχισε να εμπνέει την τέχνη και τα επόμενα χρόνια. Δεν είμαι εγώ φυσικά αρμόδιος να μιλήσω για το μεγαλείο του Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη. Θέλω όμως να θυμίσω την Αλβανία, έναν αδικημένο δίσκο του Πυθαγόρα και του Γιώργου Κατσαρού (αδικημένου, γιατί κατά τη γνώμη μου η «ελαφρολαϊκή» θητεία των δημιουργών του και της ερμηνεύτριάς του—της Μαρινέλλας—αλλά και η εποχή στην οποία κυκλοφόρησε—1973—επισκίασε την αξία κάποιων καλών τραγουδιών του).
Και θα κλείσω αυτή την ανάρτηση εντελώς... παράταιρα και ίσως και κάπως ιερόσυλα, με την άλλη μεγάλη αγαπημένη αυτού του blog, την αξέχαστη Βέρα Ζαβιτσιάνου που με την ιδιαίτερη ευαισθησία της διαβάζει ένα απόπασμα από το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Οδυσσέα Ελύτη που εκδόθηκε το 1945. Αμέσως μετά τη Βέρα ακούγεται ο «Έφεδρος Ανθυπολοχαγός» των Πυθαγόρα-Κατσαρού από τον Τάκη Μπινιάρη. Νομίζω ότι ταιριάζουν...
Πηγές:
Οι εκπομπές του πλουσιότατου αρχείου της ΕΡΑ/ΕΡΤ και η δισκογραφία της εποχής, η προσωπική μου έρευνα στον Τύπο της εποχής, η μεταπτυχιακή διατριβή της Βιργινίας Φωτιάδου Η επιθεώρηση 1940-41 (Τμήνα Φιλολογίας, Α.Π.Θ. 1992) και το κείμενο της Δηώς Καγγελάρη «Η αντίσταση στον κατακτητή σηκώνει αυλαία» από το Βήμα της 29ης Οκτωβρίου 2000.