Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Καλή χρονιά!

Εάν επισκέπτεστε τακτικά αυτό το blog, μπορεί να περιμένατε να διαβάσετε την τρίτη εορταστική μου πρόταση... Τελικά πήρε και αυτή αναβολή--όχι για πολύ όμως! Δεν μου 'κανε καρδιά, ωστόσο, να αφήσω τον χρόνο να περάσει και να μη στείλω τις ευχές μου ως Rena Fan. Δεν θα πρωτοτυπήσω, θα στείλω πρωτοχρονιάτικες ευχές όπως σχεδόν κάθε χρόνο, θυμίζοντάς σας δηλαδή το πρωτοχρονιάτικο απόσπασμα από τις Πρωτεουσιάνικες περιπέτειες. Βλέπετε, από τη μια... μού αρέσει πολύ (πώς αλλιώς;)! Από την άλλη, βλέπω ότι συνεχίζουν να το αναρτούν διάφορες ιστοσελίδες ή ιστολόγια (και μάλιστα χωρίς ποτέ--ή σχεδόν ποτέ--να αναφέρουν την πηγή των πληροφοριών με τις οποίες το συνοδεύουν. Βρήκα ώρα και μέρα κι εγώ να γκρινάσω!...) οπότε θα ήταν κρίμα να μην το αναρτήσω για άλλη μια φορά κι εγώ. Καμαρώστε λοιπόν τη Ρένα Βλαχοπούλου που αφήνει δώρα σε τροχονόμο της πλατείας Συντάγματος στις 31 Δεκεμβρίου 1955. Καμαρώστε όμως και μια πολύχρωμη εορταστική Αθήνα, με όμορφες εικόνες από ένα χτες που δεν ήταν πάντα όμορφο, αλλά μπορούμε να αντλούμε από αυτό ωραία πράγματα για να τα φέρουμε μαζί μας στο μέλλον...


Αν θέλετε να μάθετε πιο πολλά για το βίντεο αυτό, διαβάστε εδώ. Αν θέλετε να ακούσετε τη μούσα μου να σας δίνει τις πρωτοχρονιάτικες ευχές της, πηγαίνετε εδώ. Εγώ προς το παρόν σας δίνω τις δικές μου ευχές. Να έχετε μια καλή χρονιά. Το 2013 να σας φέρει ό,τι πραγματικά επιθυμείτε και θα σας κάνει να νιώσετε πιο πλήρεις. Και τέτοια μέρα του χρόνου εύχομαι να είμαστε και πάλι εδώ, όλες και όλοι, γερές/οί και πιο χαρούμενες/οι από ό,τι ήμασταν φέτος! Χρόνια πολλά και καλά!


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Εορταστικές προτάσεις II: "Οι απάχηδες των Αθηνών" στο ίδρυμα Μ. Κακογιάννης

Το blog αγαπάει την οπερέττα (ας μην ξεχνάμε ότι η μούσα του είχε κάποιες σχέσεις μαζί της ιδίως στα πρώτα βήματα της καριέρας της) και παρόλο που προτιμάει τις οπερέττες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, εκτιμά και το έργο του Νίκου Χατζηαποστόλου (η Ρένα Βλαχοπούλου άλλωστε συμμετείχε κάποια στιγμή στη Γιόλα, ενώ είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια του συνθέτη, καθώς τραγούδησε με επιτυχία τραγούδια του γιου του, Ανδρέα Χατζηαποστόλου). Έτσι ο Rena Fan δεν θα μπορούσε να λείπει από το φετινό ανέβασμα της πασίγνωστης οπερέττας Οι απάχηδες των Αθηνών, το γνωστότερο έργο του συνθέτη, σε λιμπρέτο του Γιάννη Πρινέα: το εμβληματικό έργο του οπερεττικού ρεπερτορίου παρουσιάζεται φέτος για έξι μόνο παραστάσεις μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου από την Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ραφή στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη, ενορχήστρωση και μουσική διεύθυνση του Μιχάλη Παπαπέτρου, με σκηνικά-κοστούμια της Χριστίνας Σπανού και τη δραματουργική συνεργασία της Κατερίνας Κωνσταντινάκου.

Οι Απάχηδες των Αθηνών είναι η δημοφιλέστερη ελληνική οπερέττα μαζί με τον Βαφτιστικό του Σακελλαρίδη: παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1921 και παίχτηκαν επί δύο χρόνια, πραγματοποιώντας περισσότερες από 650 παραστάσεις--αριθμός-ρεκόρ για την εποχή εκείνη. Από τότε μέχρι σήμερα ανέβηκαν αμέτρητες φορές (όπως και ο Βαφτιστικός): δοκιμάστηκαν σε αυτούς μεγάλα και μικρά ονόματα της "ελαφράς" σκηνής, αθηναϊκοί--κεντρικοί και συνοικιακοί--και επαρχιακοί θίασοι, ενώ την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία σε διαφορετικά ανεβάσματα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο θέατρο Ακροπόλ. Εάν ο Σακελλαρίδης και ο Βαφτιστικός του θεωρούνταν ότι πλησίαζαν περισσότερο τον κόσμο της ευρωπαϊκής οπερέττας, ο Χατζηαποστόλου θεωρούνταν γνήσιος εκπρόσωπος της αθηναϊκής μουσικής ηθογραφίας με τραγούδια που--υποτίθεται--ήταν πιο κοντά στο πνεύμα και το κλίμα της λαϊκής αθηναϊκής γειτονιάς.
Νίκος Χατζηαποστόλου

Βέβαια, όπως σημειώνουν και οι συντελεστές του τωρινού ανεβάσματος, το έργο αναπαράγει μια αστική ματιά, παρόλο που συγγραφέας του λιμπρέτου ήταν ο σοσιαλιστής Πρινέας. Η λέξη απάχης που προέρχεται από τους Ινδιάνους Απάτσι, χρησιμοποιούνταν στον μεσοπόλεμο για να χαρακτηρίσει του περιθωριακούς, επικίνδυνους αλήτες του Παρισιού. Η σημερινή ανάγνωση της οπερέττας από τον Αλ. Ευκλείδη (που αξίζει να υπενθυμίσω ότι μας έδωσε ως τώρα πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις του Βαφτιστικού και της Κόρης της Καταιγίδος του Σακελλαρίδη) φωτίζει το περιθώριο της σύγχρονης Αθήνας και επαναφέρει τον κοινωνικό διάλογο που υπάρχει στον πυρήνα του έργου (έστω και μέσα από την αστική ματιά του λιμπρέτου): η δράση μεταφέρεται στο Μεταξουργείο,  στις εισόδους των γκαλερί όπου, σημειώνει ο σκηνοθέτης, "η αφρόκρεμα της νέας αθηναϊκής δημιουργικότητας, υποστηριζόμενη από το τελευταίο κύμα της δημοσιογραφικής βιομηχανίας του lifestyle, εκθέτει τους (συχνά πολιτικούς) προβληματισμούς της [και] οι σύγχρονοι απάχηδες βρίσκονται σωριασμένοι, εκθέματα κι αυτοί μας από τις πιο αποτρόπαιες δημιουργίες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού". 
Ο Γιάννης Πρινέας στη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά των 
Απάχηδων (1950)

Έτσι, η οικογένεια Παραλή έρχεται πλέον στην Αθήνα και εγκαθίσταται στο Μεταξουργείο με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο: η κόρη του Ξενοφώντα Παραλή, η Βέρα, πρόκειται να εγκαινιάσει τη νέα της γκαλερί. Οι απάχηδες (ο Πρίγκιπας--διχασμένος ερωτικά αφού είναι ήδη ερωτευμένος με τη Βέρα αλλά διατηρεί δεσμό και με τη Ρωσίδα μετανάστρια Τιτίκα--, ο Καρούμπας και ο Καρκαλέτσος) που εισβάλλουν στον χώρο της παριστάνοντας τους τεχνοκριτικούς και τσακίζουν τον νεοπλουτισμό και την έπαρσή τους είναι άτομα του σύγχρονου περιθωρίου (άστεγοι, μετανάστες) που θα γοητεύσουν τόσο τη Βέρα όσο και τη γεροντοκόρη θεία της, την Αρετούσα. Η τελική λύση που δίνει η ίδια η Βέρα για να αφήσει το φτωχό ζευγάρι να ζήσει τον έρωτά του είναι ευρηματική, όπως είναι και όλες οι διακριτικές προσθήκες και αναφορές σε πρόσωπα και πράγματα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Η ανάδειξη όλων αυτών των στοιχείων στην παράσταση της Ραφής λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά κατά τη γνώμη μου. Το αρχικό, ευχάριστο ξάφνιασμα του να ακούς τις πολυτραγουδισμένες επιτυχίες του Χατζηαποστόλου σε ένα εντελώς καινούριο περιβάλλον (το "Μάη τρελέ με τα λουλούδια", ας πούμε, ερμηνεύεται εδώ με αγωνιστική διάθεση από τη χορωδία των αστέγων) διαδέχεται η διαπίστωση ότι όλο αυτό το σκηνικό είναι πραγματικά ο μοναδικός χώρος στον οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα το έργο και να "μιλήσει" στο σημερινό κοινό. Δεν θα ωφελούσε προφανώς ένα ακόμη νοσταλγικό, μουσειακό ανέβασμα των Απάχηδων που θα συγκινούσε το κοινό μεγαλύτερης ηλικίας και θα απωθούσε τους/τις νεότερους/ες. Τα ζητήματα του κοινωνικού διαλόγου που θέτει η σκηνοθεσία ενισχύονται από τις ερμηνείες των τραγουδιστών/τριών και της χορωδίας (υπεύθυνη για τη διδασκαλία της ήταν η Ιωάννα Φόρτη) και την άψογη εκτέλεση της μουσικής (η ανάγνωση της αυθεντικής παρτιτούρας από τον Μιχάλη Παπαπέτρου και τους τέσσερις μουσικούς του αναδεικνύει πολύ όμορφες πτυχές των συνθέσεων του Χατζηαποστόλου). Ίσως σε λίγα σημεία (τουλάχιστον τη βραδιά που είδα εγώ το έργο) να έπρεπε να είναι πιο γοργός ο ρυθμός της πρόζας, αλλά η παράσταση είναι  γενικά καλοκουρδισμένη, χωρίς πλαδαρότητες που χαρακτηρίζουν συχνά οπερεττικές παραστάσεις.

Η σκηνοθεσία έχει οδηγήσει τα μέλη της ομάδας σε πολύ πετυχημένες σατιρικές αλλά και αυτοσαρκαστικές πινελιές. Ξεχωρίζουν ο Δημήτρης Ναλμπάντης ως Πρίγκιπας, η εξαιρετική Ιωάννα Φόρτη ως ασυγκράτητη Αρετούσα (μοναδικές οι πόζες της, το περπάτημά της και τα βλέμματά της, ειδικά στο "Πω πω τρελάθηκα"), η Λουντμίλα Μπονταρένκο ως απολαυστική μετανάστρια Τιτίκα (θαυμάσιο το ντουέτο της με τον Πρίγκιπα στο "Μόνο με σένα"), ο Δημήτρης Δημόπουλος ως ξιπασμένος νεόπλουτος Ξενοφών Παραλής και η Αναστασία Κότσαλη ως αφελής γκαλερίστα Βέρα Παραλή. Τη διανομή συμπληρώνουν οι Θοδωρής Μπιράκος, Γιάννης Πεδιαδιτάκης, Βασίλης Πελαντάκης, Κωνσταντίνος Πασσάς και Μικαέλα Δανά. Τη χορωδία αποτελούν οι Χριστίνα Αλεξίου, Δημήτρης Γκογκόσης, Ξένια Ζήση, Κατερίνα Θεοδοσίου, Αντωνίνα Καλαϊτζή, Λίνα Καλπαζίδου, Ξένια Καπώνη, Άρτεμις Κονδυλοπούλου, Γαρυφαλιά Κουτσογιάννη, Αναστασία Μολυβδά, Μαρία Μουρκούση, Μαριαλένα Πολίτη και Χριστίνα Τσίμπρη. Ο πολύ καλός συντονισμός όλου του συνόλου αναδεικνύεται σε πολλά σημεία της παράστασης, και κυρίως στο φινάλε της δεύτερης πράξης που συγκεντρώνει και κάποια από τα πιο γνωστά μοτίβα του. Εκτός από τον Μιχάλη Παπαπέτρου που παίζει πιάνο παίρνουν μέρος οι μουσικοί Άγγελος Λιακάκης (βιολοντσέλο), Γιώργος Γουμενάκης (μαντολίνο), Δημήτρης Τίγκας (κοντραμπάσο) και Αντώνης Παπακώστας (κλαρινέτο).

Οι Απάχηδες των Αθηνών του Αλέξανδρου Ευκλείδη και της Ραφής παρουσιάζονται μόνο για έξι παραστάσεις: οι τρεις τελευταίες δίνονται σήμερα, αύριο και μεθαύριο, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (πληροφορίες εδώ). Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να δείτε το εγχείρημα της Ραφής, να αφουγκραστείτε τα θέματα που θίγει η σκηνοθεσία και, εντέλει και, το ίδιο το έργο και, φυσικά, να απολαύσετε και τα όμορφα τραγούδια του Χατζηαποστόλου. Κάποια από αυτά λίγο πειραγμένα ίσως, αλλά όλα τους απολαυστικά.




Φωτογραφίες του Ιωάννη Σκλάβου από την παράσταση:
Η απολαυστική Ιωάννα Φόρτη ως ασυγκράτητη Αρετούσα

Απολαυστικό ντουέτο: 
ο Δημήτρης Ναλμπάντης (Πρίγκιπας) και η Λουντμίλα Μπονταρένκο (Τιτίκα) 

Ο Δημήτρης Ναλμπάντης και ο θίασος

Ο θίασος στο φινάλε της δεύτερης πράξης

Η χορωδία και οι μουσικοί στην έναρξη του έργου



Εορταστικές προτάσεις I: "Τι Βουλή θα παραδώσεις, μωρή;"

Τρεις εορταστικές προτάσεις για τις μέρες των εορτών έγιναν η αφορμή για να επιστρέψει ο Rena Fan στο πληκτρολόγιό του: αφορούν και οι τρεις θεατρικές παραστάσεις που θα ήταν καλό να δείτε αυτές τις μέρες, την κάθε μια για τους λόγους που θα αναφέρω, και που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (και σίγουρα τον τρόπο που ο Rena Fan καλά γνωρίζει) μπορούν να συνδεθούν με τη μούσα και τα ενδιαφέροντα αυτού του blog. Ξεκινώ με την επιθεώρηση Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή; που παίζεται στο θέατρο Ζίνα. Είχα ξεκινήσει να γράφω τη γνώμη μου για την επάνοδο του επιθεωρησιακού είδους, αλλά και της Άννας Παναγιωτοπούλου σε αυτό, τον Ιούλιο, όταν είχα τη χαρά να δω την επιθεώρηση αυτή στο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης, αλλά για διάφορους λόγους δεν κατάφερα να ολοκληρώσω το κείμενο.

Με ανάμικτα... θεωρητικά συναισθήματα λόγω της διαπίστωσης ότι έπρεπε η Ελλάδα να βρεθεί σε μαύρο χάλι για να απολαύσουμε και πάλι μια ωραία επιθεώρηση, αλλά ουσιαστικά με πολλή χαρά υποδέχτηκα την πρόταση που κατέθεσαν η Άννα Παναγιωτοπούλου και οι συνεργάτες της συγγραφείς Αλέξης Καλλίτσης και Μίνως Θεοχάρης. Βέβαια πιο σημαντική από τη δική μου υποδοχή ήταν η υποδοχή που της επιφύλαξε το κοινό όλης της Ελλάδας στη θριαμβευτική περιοδεία που πραγματοποίησε ο θίασος υπό την καθοδήγηση των αδελφών Τάγαρη το περασμένο καλοκαίρι. Με περισσότερες από εξήντα πιάτσες στην Ελλάδα και την Κύπρο το Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή; θα πρέπει να ήταν μια από τις εμπορικότερες παραστάσεις της θερινής σεζόν.

Δεν ξέρω τι βουλή θα παραδώσουν οι πολιτικοί μας στο τέλος αυτής της τόσο κρίσιμης θητείας τους, όσο κι αν αυτή κρατήσει, αλλά ξέρω ότι η Άννα Παναγιωτοπούλου και οι συνεργάτες της, οι συμπρωταγωνίστριές της κι οι συμπρωταγωνιστές της μας παρέδωσαν μια γερή επιθεώρηση με όλα εκείνα τα θετικά χαρακτηριστικά που γνωρίσαμε στις παραστάσεις των θεάτρων Βέμπο, Αθήναιον και Παρκ στο τέλος της δεκαετίας του '80 και στις αρχές του '90 (και οι λίγο μεγαλύτεροι/ες σ' εκείνες της Ελεύθερης Σκηνής και του Ελεύθερου Θεάτρου). Εύστοχη πολιτική σάτιρα που δεν χαρίζεται σε κανέναν και σε καμιά, διεισδυτική ματιά των συγγραφέων σε θέματα κοινωνικά και όχι μόνο τηλεοπτικά (ένα από τα μόνιμα προβλήματα των επιθεωρήσεων που ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια είναι ότι τα νούμερά τους σε ποσοστό που ξεπερνούσε το 80% ήταν σάτιρα της τηλεοπτικής πραγματικότητας), εμπνευσμένες παρωδίες γνωστών τραγουδιών (όχι μόνο ένα ρεφραίν στην αρχή και ένα στο τέλος κάθε νούμερου, αλλά και εμβόλιμα τραγούδια--όπως στα νούμερα της παλιάς επιθεώρησης--αλλά και τραγουδιστικά νούμερα με ολόκληρο τον θίασο). Και βέβαια η ακτινοβολία, το γκελ και το προσωπικό χιούμορ αγαπημένων ηθοποιών, πρωταγωνιστών αλλά κυρίως πρωταγωνιστριών.


Κακά τα ψέματα, η παρουσία των πρωταγωνιστριών είναι καθοριστική στην επιθεώρηση.  Πάντα στους επιθεωρησιακούς θιάσους υπήρχαν δημοφιλείς άντρες κωμικοί που υπερτερούσαν αριθμητικά των πρωταγωνιστριών. Ωστόσο, οι γυναίκες "έκαναν τη διαφορά": στα χρόνια της κλασικής μεταπολεμικής επιθεώρησης οι αδελφές Καλουτά, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ρένα Ντορ, η Μαρίκα Νέζερ, η Σπεράντζα Βρανά, η Γεωργία Βασιλειάδου στόλιζαν τις σκηνές των μουσικών θεάτρων με το ταλέντο τους. Έπειτα, στα χρόνια του Ελεύθερου Θεάτρου, της Ελεύθερης Σκηνής, του Θεσσαλικού Θεάτρου και των... συγγενικών θιάσων ήταν η Άννα Παναγιωτοπούλου, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Μίνα Αδαμάκη, η Νένα Μεντή, η Χρυσούλα Διαβάτη, η Άννα Βαγενά, η Ελένη Γερασιμίδου, η Κατιάνα Μπαλανίκα, η Χρύσα Ρώπα που πρόσφεραν το αλατοπίπερό τους στους θιάσους, στα έργα και το κοινό. Όταν οι δυο αυτές γενιές αποσύρθηκαν από την επιθεώρηση σχεδόν ταυτόχρονα (η Άννα Καλουτά και η Ρένα Βλαχοπούλου εγκατέλειψαν το θέατρο το 1994, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποχώρηση των νεότερων πρωταγωνιστριών από την επιθεώρηση), παρέμειναν για μια περίπου δεκαετία στις επιθεωρησιακές σκηνές από τη μια ως δυναμικές παρουσίες του παρόντος η Βάσια Τριφύλλη και η Έλντα Πανοπούλου και από την άλλη ως νοσταλγικές παρουσίες του παρελθόντος η Μαίρη Χρονοπούλου, η Μάρω Κοντού και η Μάρθα Καραγιάννη. Μέχρι που αποχώρησαν και αυτές οι πέντε κυρίες για να φτάσουμε στο παράξενο (και μάλλον θλιβερό) φαινόμενο να υπάρχουν επιθεωρησιακοί θίασοι δίχως ούτε μια πρωταγωνίστρια...

Στο Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή; έχουμε τη σπάνια ευκαιρία να απολαύσουμε δυο πρωταγωνίστριες που ταυτίστηκαν με την επιθεωρησιακή πρόταση του Ελεύθερου Θεάτρου και αργότερα της Ελεύθερης Σκηνής: την Άννα Παναγιωτοπούλου (που με εξαίρεση το μάλλον άτυχο Ζωή σε λόγου μας του 2009-10 είχε να παίξει επιθεώρηση από το 1993 όταν συνεργάστηκε με τον Χάρρυ Κλυνν στις Πίτσες μπλε) και τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου (που απείχε από το είδος από τον Χορό του Οζαλ...όγγου του 1988, αν δεν κάνω λάθος). Και οι δυο τους είναι ηθοποιοί... αρμόδιες για την επιθεώρηση: οι γνώριμοι υποκριτικοί τους κώδικες, ο προσωπικός τους ρυθμός, ο τρόπος που πλασάρουν τις ατάκες τους, η χαρά που προκαλούν άμα τη... εμφανίσει, όλα αυτά τα στοιχεία μάς είχαν λείψει. Και ειδικά για την Άννα Παναγιωτοπούλου πρέπει να προσθέσω ότι μας είχε λείψει και το τραγούδι της. Και ευτυχώς σε αυτήν την παράσταση τραγουδά αρκετά: τόσο στο βασικό πολιτικό της νούμερο ("Υποφέιρω") όσο και στα δυο τραγουδιστικά νούμερα στα οποία συμμετέχει όλος ο θίασος.


Στη θερινή εκδοχή της παράστασης το τρίτο γερό... γυναικείο χαρτί ήταν η Χρύσα Ρώπα (επίσης απείχε χρόνια από την επιθεώρηση με εξαίρεση τα μετεπιθεωρησιακά θεάματα του Λάκη Λαζόπουλου). Στο θέατρο Ζίνα, όμως, τη Ρώπα αντικαθιστά η Δάφνη Λαμπρόγιαννη. Αν δεν κάνω λάθος, πρόκειται για την πρώτη της εμφάνιση στην επιθεώρηση, ωστόσο η διετής... θητεία της στο Βίρα τις Άγκυρες, το αλησμόνητο αφιέρωμα του Εθνικού Θεάτρου στην επιθεώρηση, με κάνει να πιστεύω πως θα είναι άξια διάδοχος της Ρώπα. Εκτός από τη Ρώπα, από τον θίασο του Τι βουλή... αποχώρησαν οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Αντώνης Καφετζόπουλος και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Τους αντικαθιστούν στο θέατρο Ζίνα ο Παύλος Κοντογιαννίδης και ο Τάσος Χαλκιάς. Ο Κοντογιαννίδης, πιο έμπειρος στην επιθεώρηση από τα χρόνια ακόμα του '70, έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν με την Παναγιωτοπούλου (τους είδα και τους δυο μαζί για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1990 στις Σέρρες, στην τότε περιοδεύουσα επιθεώρηση Πίσω έχει η Ελλάδα την ουρά και μπρος την Άρπα Κόλλα) και δεν έπαψε να δίνει το παρών στο είδος μέχρι και λίγα χρόνια πριν. Ο Χαλκιάς είναι λιγότερο έμπειρος επιθεωρησιακά από τους/τις υπόλοιπους/ες, αλλά έχει σημαντικές επιθεωρησιακές επιτυχίες στο ενεργητικό του (με πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, τη συνεργασία του με την Άννα Παναγιωτοπούλου στο Βουλή καλλιγραφία, στο θέατρο Αθήναιον το 1991). Συνεπώς, το πρωταγωνιστικό κουιντέτο εξακολουθεί να αποτελεί μια εγγύηση για τη διασκέδαση και την επιθεωρησιακή εκτόνωση του κοινού μέσα από τα γερά κείμενα του έργου.

Πλάι τους εξακολουθούν να λάμπουν ο Παντελής Καναράκης και ο Γιώργος Γαλίτης. Σημαντικές μονάδες και οι δυο τους για τη σύγχρονη κωμωδία και επιθεώρηση: απογειώνουν τα νούμερα στα οποία εμφανίζονται με τον ρυθμό τους και τη δική τους προσωπική λάμψη. Τόσο ως κρητικός όσο και ως ένας gay χαμένος σε... πορείες ο Καναράκης αλλά και ως Χάρης Αλεξίου ο Γαλίτης με κάνουν να πιστεύω ότι αν η επιθεώρηση είχε πιο σταθερή παρουσία στην αθηναΐκή σκηνή οι δυο τους θα  είχαν ακόμα περισσότερες ευκαιρίες να λάμπουν. Τον θίασο συμπληρώνουν οι Γιώργος Τσούρμας, Κατερίνα Δημάδη και Μαριαλέννα Ροζάκη. Τα επιθεωρησιακά κοστούμια και τα λιτά σκηνικά υπογράφει η Αναστασία Αρσένη, ενώ οι χορογραφίες είναι του Φωκά Ευαγγελινού, ο οποίος συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με την Άννα Παναγιωτοπούλου.

Το πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή (μιλώ έχοντας δει μόνο τη θερινή βερσιόν, αλλά από ό,τι άκουσα σε συνέντευξη της Παναγιωτοπούλου μόνο σε δυο νούμερα έχουν γίνει ουσιαστικές αλλαγές, πέρα από τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις όλων των κειμένων) είναι ότι κανένα από τα νούμερα της παράστασης δεν αφήνει το κοινό αδιάφορο. Όλα τους έχουν σωστό επιθεωρησιακό ρυθμό, και σάτιρα εύστοχη και ισορροπημένη. Προσωπικά ξεχώρισα το πρώτο, αμέσως μετά την έναρξη, ιδιαίτερα ευρηματικό νούμερο με τίτλο  "Ποια είναι η θέση μας", στο οποίο οι τρεις πρωταγωνίστριες μάς εισάγουν στο κεφάτο κλίμα της παράστασης. Εκμεταλλευόμενες την παραδοσιακή σκηνοθεσία των επιθεωρήσεων με τα τρία συνήθως μικρόφωνα που είναι στημένα στην άκρη του προσκήνιου, οι τρεις κυρίες παίζουν με τις έννοιες Αριστερά-Δεξιά-Κέντρο έχοντας ως όπλο, εκτός από την πρωτότυπη ιδέα, το προσωπικό τους ταπεραμέντο. Και τα δυο σόλο της Παναγιωτοπούλου ( "Όσκαρ" και "Υποφέιρω") είναι πολύ καλά και δίνουν την ευκαιρία στην αγαπημένη πρωταγωνίστρια να μας προσφέρει το δικό της ιδιαίτερο στυλ και την υπέροχη φωνή της. Από τα νούμερα των πρωταγωνιστών στέκομαι ιδιαίτερα στον μονόλογο του Μπίου (που ερμήνευε ο Αντώνης Καφετζόπουλος το καλοκαίρι, ενώ το έχει αναλάβει τώρα ο Παύλος Κοντογιαννίδης): θυμίζει τα παλιότερα επιτυχημένα νούμερα που διηγούνταν μια ιστορία με αρχή, μέση και... κορύφωμα και επιτίθεται πολύ πετυχημένα στην καταναλωτική μας μανία.


Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου είναι έξοχη στο πρώτο της νούμερο με τίτλο "Δεν είμαι καλά", αλλά εκεί που πραγματικά απογειώνεται και μας παίρνει και μας μαζί της είναι στο δεύτερο μέρος, όταν εμφανίζεται ως Λέλος Βενιζέλος. Είναι ένα νούμερο που μπορεί άνετα να προστεθεί στην πολύ επιτυχημένη σειρά των νούμερων με παιδάκια (στα οποία, άλλωστε ξεχώριζε ιδιαίτερα η Μίρκα, ποιος/α μπορεί να ξεχάσει άλλωστε το περίφημο "Οικογένεια Γαμι-ό-μαστε"): η απολαυστική ηθοποιός υποδύεται τον γιο του Βαγγέλη Βενιζέλου κάνοντας το κοινό να παραληρεί. Επειδή έμαθα πως η Μίρκα Παπακωνσταντίνου έχει ήδη ξεκινήσει πρόβες για το έργο του Ε. Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ που πρόκειται να παρουσιαστεί στο τέλος του Γενάρη, υποθέτω πως θα αποχωρήσει σύντομα από τον θίασο του Ζίνα. Αν και φαντάζομαι ότι θα την αντικαταστήσει κάποια άλλη άξια συνάδελφός της, επιβάλλεται, νομίζω, να δείτε το νούμερο αυτό με την ίδια τη Μίρκα, και γι' αυτόν τον λόγο συνιστώ να σπεύσετε στο θεάτρο Ζίνα όσο πιο σύντομα γίνεται.


Το φινάλε του Α΄ μέρους από τη θερινή περιοδεία της επιθεώρησης

Ανέφερα και παραπάνω ότι η μουσική--που επιμελείται ο Διονύσης Τσακνής--παίζει σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή; (ας μην ξεχνάμε ότι η επιθεώρηση είναι μουσικό θέατρο!). Υπάρχουν πολύ επιτυχημένες παρωδίες τραγουδιών σε όλες τις σκηνές, αλλά κυριαρχούν δυο αποκλειστικά τραγουδιστικά νούμερα με όλον τον θίασο: στο πρώτο (που είναι το φινάλε του πρώτου μέρους) μια σειρά από παλιά και νεότερα τραγούδια διασκευάζονται με θέμα το φαγητό και την... έλλειψή του, ενώ το δεύτερο (που είναι η έναρξη του δεύτερου μέρους) αποτελεί μια "Ωδή στον καταναλωτισμό". Ο Τσακνής έχει συνθέσει επίσης ένα κεφάτο τραγούδι για τους επιτυχημένους στίχους της έναρξης του έργου, ενώ ένα δικό του τραγούδι, το "Φτιάξε, καρδιά μου, το δικό σου παραμύθι"--με τους υπέροχους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή--κλείνει την παράσταση, με τη μελαγχολικά γοητευτική ερμηνεία της  Άννας Παναγιωτοπούλου και ολόκληρου του θιάσου.


Ο θίασος της θερινής περιοδείας στο φινάλε της παράστασης

Η επιθεώρηση Τι βουλή θα παραδώσεις, μωρή; αποτελεί μια καλή υπενθύμιση της δύναμης και της χρησιμότητας του επιθεωρησιακού είδους. Δεν ξέρω αν η προσπάθεια αυτή θα έχει συνέχεια--βλέπω πολύ θετικά την επιστροφή και της Άννας Βαγενά, αν και δεν έχω δει την παράστασή της για να έχω γνώμη--αλλά σε κάθε περίπτωση μη χάσετε την ευκαιρία που σας δίνεται τώρα στο θέατρο Ζίνα να χαρείτε τις ερμηνείες αρμοδίων πρωταγωνιστριών/τών, να διασκεδάσετε, να προβληματιστείτε και να εκτονωθείτε.