Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Καλή χρονιά!

Φεύγει και το 2010. Ώρα του καλή(;). Παίρνει μαζί του πολλούς και πολλές, αφήνει δύσκολες καταστάσεις πίσω του, παίρνει και κάποιες ματαιωμένες προσδοκίες και αφήνει την πίκρα της ματαίωσής τους σε μας. Το 2011 έρχεται, φοβάμαι, με... πολλές ευθύνες: να διορθώσει ό,τι κακό άφησε το 2010, να επουλώσει τις πληγές από τον χαμό των ανθρώπων που αγαπήσαμε, να ευνοήσει τις προσδοκίες και τα όνειρά μας. Φωτιά στα μπατζάκια του... 

Σκεφτόμουν τι πρωτοχρονιάτικο και συνάμα ρενοφανατικό να σας παρουσιάσω φέτος. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και να μην ασχοληθώ με κάτι που σας παρουσίασα και πρόπερσι: τι έκαναν η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Στέφανος Στρατηγός σαν σήμερα πριν από 55 χρόνια. Σχετικά μας πληροφορεί το ακόλουθο δημοσίευμα των Νέων της 2ας Ιανουαρίου 1956:

Οι πρωταγωνισταί της νέας εγχρώμου Ελληνικής ταινίας «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» Ρένα Βλαχοπούλου και Στέφανος Στρατηγός προσέφερον προχθές, παραμονήν του Νέου Έτους, δώρα στους αστυφύλακες της Τροχαίας. Στη φωτογραφία οι δύο καλλιτέχνες ενώ χαιρετούν ένα τροχονόμο απέναντι από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας»


Αυτό που δεν διευκρίνιζε ο συντάκτης των Νέων είναι ότι δεν επρόκειτο (απλώς;) για ένα διαφημιστικό κόλπο: η προσφορά των δώρων στον αστυφύλακα ήταν μέρος της ταινίας! Δίχως να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση της ταινίας, υπάρχει αυτή η χαριτωμένη σεκάνς με  γοητευτικές εικόνες της Παραμονής Πρωτοχρονιάς στην Αθήνα του 1955... Γονείς, γιαγιάδες, παππούδες και παιδάκια να διαλέγουν δώρα στις υπαίθριες αγορές της πόλης... Αντίστοιχες εικόνες μπορεί να δει κανείς και στη συγκινητική Κάλπικη λίρα του Γιώργου Τζαβέλλα που είχε γυριστεί ένα χρόνο νωρίτερα, ωστόσο οι Πρωτεουσιάνικες περιπέτειες κερδίζουν πόντους (αν και λιγότερο καλή ταινία, σαφώς), επειδή είναι έγχρωμες και αποτυπώνουν καλύτερα το εορταστικό κλίμα της πρωτεύουσας. Χαρείτε λοιπόν την Αθήνα της 31ης Δεκεμβρίου του 1955 και αυτό το ξεχασμένο πια έθιμο της προσφοράς δώρων στους τροχονόμους. Η σεκάνς αυτή πάντως εμένα με γεμίζει με μια γιορτινή γλύκα, όσες φορές κι αν τη δω.


(Υπενθυμίζω ότι οι Πρωτεουσιάνικες περιπέτειες δόθηκαν σε DVD από το Τηλέραμα την προηγούμενη βδομάδα--δυστυχώς στην επεξεργασμένη τους μορφή που κυκλοφόρησε στην αγορά πριν από δύο χρόνια... Θα ασχοληθώ κάποια άλλη στιγμή με αυτό το θέμα).

Δέκα χρόνια μετά, η Ρένα Βλαχοπούλου αποχαιρετά το 1965 και λέει στον συντάκτη της στήλης "Τα απόρρητα των στούντιο" της εφημερίδας Εμπρός: "Στον χρόνο που πέρασε γνώρισα κάτι που λατρεύω αφάνταστα, και έκλεισα τα 38 μου χρόνια. Όποιος δεν το πιστεύει, ο... διάολος μέσα του!" Λίγο πριν φύγει το 2010 αυτό το "κάτι" ίσως κίνησε να την ξαναβρεί.

Και από το 1965 ας πάμε στο 1995. Τέλος Δεκεμβρίου η ομάδα της πρωινής εκπομπής του Mega Μεταξύ μας γυρίζει μια έκτακτη εορταστική βραδινή εκπομπή για να προβληθεί στις 3 Ιανουαρίου 1996. Η Σοφία Βόσσου και η Έλντα Πανοπούλου υποδέχονται πολύ κόσμο στο στούντιο αλλά φυσικά την προσοχή συγκεντρώνει η Ρένα Βλαχοπούλου που εμφανίζεται στο τέλος της εκπομπής για να τραγουδήσει (και μάλιστα ζωντανά!) το "Αγάπη μου, πού να 'σαι". Στους τίτλους του τέλους οι παρουσιάστριες, οι καλεσμένες και οι καλεσμένοι με επικεφαλής την Αλέξια συγκεντρώνονται γύρω από το πιάνο για να τραγουδήσουν με τη συνοδεία του μαέστρου Γιώργου Θεοδοσιάδη τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και το "Πάει ο παλιός ο χρόνος". Προσέξτε το κωμικό βλέμμα της Ρένας προς την Έλντα όταν εκείνη τραγουδά "Γέρε χρόνε φύγε τώρα..."


Άλλος ένας χρόνος φεύγει και δεν μπορώ να πρωτοτυπήσω στην ανάρτησή μου: σας εύχομαι τα καλύτερα για το 2011 και προτείνω να συνεχίσετε να είστε αισιόδοξοι/ες. Πόσο ρεαλιστικό είναι, άραγε, αυτό; Μια αγαπημένη μου κυρία, που λίγο πριν φύγει το 2010 έχασε τον σύντροφό της, επιμένει:

I could say life is just a bowl of Jello
And appear more intelligent and smart,
But I'm stuck like a dope
With a thing called hope,
And I can't get it out of my heart!
Not this heart...



Καλή μας χρονιά!

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Λογοθετίδης, Αυλωνίτης, Μακρής και Βασιλειάδου "επιστρέφουν" στο Δεύτερο Πρόγραμμα

Η εκπομπή Το κλειδί του Σολ που επιμελείται και παρουσιάζει ο Σιδερής Πρίντεζης στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ είναι αφιερωμένη αυτή τη βδομάδα σε τέσσερα μεγάλα αστέρια της ελληνικής κινηματογραφικής και θεατρικής κωμωδίας: τον Βασίλη Λογοθετίδη (φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατό του), τον Βασίλη Αυλωνίτη (πέθανε πριν από 40 χρόνια), τον Ορέστη Μακρή (πέθανε πριν από 35 χρόνια) και τη Γεωργία Βασιλειάδου (συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατό της) που άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα στην κωμωδία και (οι 3 τελευταίοι) την επιθεώρηση και αποτελούν σημαντικότατο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληνομιάς.
Γεωργία Βασιλειάδου: 30 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τον θάνατό της


Οι τρεις τους (Αυλωνίτης, Βασιλειάδου, Μακρής) έχουν δουλέψει πολύ με τη Ρένα Βλαχοπούλου στις επιθεωρησιακές σκηνές του '50 και του '60. Αν και ήταν όλοι/ες τους πρωταγωνιστές/τριες και είχαν τα δικά τους σόλο, συναντιούνταν στα φινάλε των επιθεωρήσεων και κυρίως στα καμαρίνια, τότε που οι ηθοποιοί πήγαιναν στο θέατρο μια και δυο ώρες πριν την έναρξη της παράστασης και ρουφούσαν τη μηρωδιά της σκηνής και των παρασκηνίων, μια μυρωδιά που μάλλον τούς έτρεφε. Ο Βασίλης Λογοθετίδης δεν δούλεψε ποτέ με τη Ρένα (με εξαίρεση την κατοχική παράσταση του Φανού των Συντακτών στην οποία είχε εμφανιστεί σύσσωμο, σχεδόν, το ελληνικό θέατρο). Ωστόσο κάποια στιγμή είπε στη Ρένα μια προφητική κουβέντα: βλέποντάς την στο πρώτο της νούμερο, το "Κάνε μου τέτοια", στο θέατρο "Βέμπο" το καλοκαίρι του 1954, της είπε: "Εσύ είσαι σπουδαία, το ξέρεις;" Εκείνη, σεμνή και σίγουρα χωρίς να φαντάζεται το τι επρόκειτο να ακολουθήσει στην καριέρα της, του είπε φυσικά ότι δεν ένιωθε σπουδαία, αλλά εκείνος επέμεινε: "Εσύ θα παίξεις κωμωδία, θα θριαμβεύσεις..."

 Αυλωνίτης-Βλαχοπούλου στη μοναδική κινηματογραφική τους συνεργασία:
Όταν λείπει η γάτα (1962)

Το πλούσιο αρχείο της ΕΡΑ κρύβει σίγουρα πολύτιμες ηχογραφήσεις των τεσσάρων ηθοποιών: ραδιοφωνικά επιθεωρησιακά νούμερα αλλά και αποσπάσματα από σκηνές έργων που έπαιζαν στο θέατρο και τα παρουσίαζαν και στην εκπομπή Το θέατρο στο μικρόφωνο του Αχιλλέα Μαμάκη. Τα σπάνια αυτά ντοκουμέντα καθώς και αποσπάσματα από κλασικές ταινίες αλλά και ηχογραφήσεις από δίσκους 78 στροφών θα μας δώσουν μια καλή ραδιοφωνική εικόνα των τεσσάρων ηθοποιών. Συντονιστείτε λοιπόν αυτή τη βδομάδα στο Δεύτερο, καθημερινά από τις 7 ως τις 8 μμ., για να θυμηθείτε και να απολαύσετε τον Βασίλη Λογοθετίδη (σήμερα, Δευτέρα 27/12), τον Βασίλη Αυλωνίτη (αύριο Τρίτη 28/12), τον Ορέστη Μακρή (Τετάρτη 29/12) και τη Γεωργία Βασιλειάδου (Πέμπτη 30/12).

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Πέθανε ο Γιώργος Λαφαζάνης

Πέθανε σήμερα ο Γιώργος Λαφαζάνης, ο αγαπημένος σύντροφος της Ρένας Βλαχοπούλου, ο άντρας που στάθηκε δίπλα της για 39 ολόκληρα χρόνια, από το 1965 που γνωρίστηκαν τυχαία μέχρι το 2004 που πέθανε εκείνη...
  
 Η γνωριμία τους θύμιζε πραγματικά κινηματογραφικό σενάριο. Ένα Σαββατόβραδο, μετά τη βραδινή της παράσταση στο θέατρο "Ακροπόλ", η Ρένα Βλαχοπούλου μπήκε στο αυτοκίνητό της μαζί με τη Φίτσα Ντάβου και τη Λόλα Τσακίρη με προορισμό κάποιο εστιατόριο στη Φωκίωνος Νέγρη. Όταν σταμάτησαν σε κάποιο κόκκινο φανάρι της Πανεπιστημίου, έξω από το Ρεξ, η Φίτσα Ντάβου  είπε στη Ρένα να δει στο διπλανό αυτοκίνητο έναν πανέμορφο άντρα: έτσι, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Το φανάρι έγινε πράσινο, τα αυτοκίνητα συνέχισαν τον δρόμο τους. Οι δυο φίλοι του Γιώργου Λαφαζάνη τού είπαν ότι η γυναίκα του διπλανού αυτοκινήτου ήταν η Βλαχοπούλου. Εκείνος όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο όνομα: είδε απλώς μια πολύ όμορφη γυναίκα. Ωστόσο, ήταν γραφτό οι δυο αυτοί άνθρωποι να συναντηθούν ξανά. Λίγη ώρα αργότερα συναντήθηκαν στο ίδιο εστιατόριο της Φωκίωνος Νέγρη. Η Φίτσα Ντάβου ανέλαβε να... βοηθήσει τη μοίρα. Άνθρωπος ευθύς και η ίδια, πήγε στο τραπέζι του Λαφαζάνη και κάλεσε εκείνον και τους φίλους του στο τραπέζι της Ρένας. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και έτσι έγινε η γνωριμία τους και ξεκίνησε ένα φλογερός έρωτας που δύο χρόνια μετά οδήγησε σε γάμο: στις 18 Σεπτεμβρίου 1967, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στη Μητρόπολη Αθηνών για να μοιραστεί τη χαρά της Ρένας Βλαχοπούλου και του Γιώργου Λαφαζάνη. Μετά από δυο αποτυχημένους γάμους και κάποιους δυνατούς έρωτες η Ρένα Βλαχοπούλου βρήκε επιτέλους τον άνθρωπο με τον οποίο θα μοιραζόταν τη ζωή της--μια απόλυτα συνειδητή επιλογή στην ωριμότητά της. Ίσως τα τραγούδι που τραγουδούσε στην ταινία Βίβα Ρένα τις μέρες εκείνες, το "Άνθρωπε της μοίρας μου" να μην ήταν καθόλου τυχαίο. Κοντά του όμως, θυμούνταν οι φίλοι και οι συνάδελφοί της, μεταμορφωνόταν σε μικρό, ερωτευμένο κοριτσόπουλο...

Το άλμπουμ του γάμου τους (από την έκθεση Diva Rena στο θέατρο Badminton)

Ο Γιώργος Λαφαζάνης ήταν έμπορος ηλεκτρολογικού υλικού. Ομολογούσε πως δεν ήταν θαυμαστής της καλλιτέχνιδας Ρένας Βλαχοπούλου πριν τη γνωρίσει. Αφού τη γνώρισε όμως έγινε ο μεγαλύτερος θαυμαστής της Ειρήνης: της απρόβλεπτης, δυναμικής γυναίκας που μακριά από τους προβολείς μετατρεπόταν σε μια απλή νοικοκυρά που είχε για μοναδική της έγνοια το νοικοκυριό της και τον άντρα της. Γυναίκα εκρηκτική εκείνη, άντρας ευγενικός και υπομονετικός εκείνος ανεχόταν τις τρέλες της, τις ιδιοτροπίες της, τις δυσκολίες που είχε το επάγγελμά της, και της πρόσφερε απλόχερα την αγάπη του. 
(από το βιβλίο Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα)

Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε πει πως ο Γιώργος Λαφαζάνης ήταν ο μοναδικός "εξωθεατρικός" σύζυγος που αγαπήθηκε από το ελληνικό θέατρο. Ήταν αγαπητός στους/στις συναδέλφους της, ίσως επειδή ποτέ δεν ανακατευόταν στις καλλιτεχνικές υποθέσεις της γυναίκας του. Την περίμενε τα βράδια έξω από το θέατρο, μέχρι να τελειώσει η παράσταση. Όταν δούλευε σε νυχτερινά κέντρα, την περίμενε υπομονετικά να γυρίσει στο σπίτι. Ο Λαφαζάνης ήταν άλλωστε ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο σταδικά αραίωσε και στη συνέχεια σταμάτησε τις τραγουδιστικές της εμφανίσεις, αφού δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο. Η περίποιηση του άντρα της ήταν η βασική της απασχόληση τα πρωινά: να του μαγειρέψει, να του πλύνει τα πουκάμισα και να τα σιδερώσει. Αναγνώριζε πάντα πόσο υπομονετικός ήταν: "Δεν διαμαρτύρεται ο κακομοίρης", έλεγε σε συνεντεύξεις της. "Μπαίνει μια μέρα στο σπίτι και βλέπει όλα τα έπιπλα σε άλλες θέσεις. Το μόνο που ρώτησε είναι 'Πού είναι η κρεβατοκάμαρα;' 'Στο βάθος δεξιά', τού λέω..." Κάποια άλλη φορά, γυρίζει στο σπίτι και του ανακοινώνει: "Πούλησα το σπίτι!" "Πούλησες το σπίτι;" τής απαντάει στωικά. "Αντί να μου βάλει τις φωνές 'Μωρή πούλησες το σπίτι μας;'...", θυμόταν αργότερα η Ρένα γελώντας...


Μόνο μια φορά που κινδύνεψε η ζωή της αντέδρασε δυναμικά: η Ρένα λάτρευε το ψάρεμα και περνούσε ατέλειωτες ώρες στη θάλασσα με τη βάρκα της. Μια φορά όμως, σε μια φοβερή καταιγίδα, τα κύματα παρέσυραν τη βάρκα και χρειάστηκε να κινητοποιηθεί το λιμεναρχείο που τελικά εντόπισε τη Ρένα κάπου κοντά στην Αίγινα. Μετά από αυτό, ο Γιώργος Λαφαζάνης αποφάσισε πως η βάρκα έπρεπε να πουληθεί. Από τότε συνέχιζε να απολαμβάνει τα ψάρια που έπιανε η γυναίκα του στη στεριά...
Ρένα-Γιώργος μετά από ψάρεμα
(από το βιβλίο Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα)

Στις βραδινές εξόδους τους γλεντούσαν με την καρδιά τους και τραβούσαν επάνω τους τα φλας των φωτορεπόρτερ. Γοητευτικός άντρας εκείνος τραβούσε επίσης πολλά γυναικεία βλέμματα επάνω του. Αυτό κολάκευε πολύ τη Ρένα που ήταν περήφανη για τον όμορφο άντρα που είχε κατακτήσει. "Ζηλεύω", ομολογούσε, "μα δεν το δείχνω..." Μάλλον όμως του το έδειχνε κάποιες φορές, όπως δήλωσε εκείνος το 1997 στην Ελένη Μενεγάκη (στη διάρκεια μιας εκπομπής του Πρωινού καφέ που μεταδόθηκε από το σπίτι της Ρένας και του Γιώργου, στην οδό Υψηλάντου, στη Βούλα). "Αυτό σημαίνει αγάπη", σχολίασε η παρουσιάστρια. "Δεν ξέρω αν είναι αγάπη..." είπε εκείνος και η Ρένα τον διέκοψε: "Ε, τι είναι, συμφέροντα;"...


Διαμαρτυρόταν όμως σε συνεντεύξεις της ότι εκείνος δεν της λέει ότι την αγαπάει. Ανασφάλεια ή απλώς η διάθεσή της να το ακούει ξανά και ξανά;



Συνέχισαν τις βραδινές τους εξόδους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '90 που η Ρένα άρχισε να καταβάλλεται από τον σακχαρώδη διαβήτη που την ταλαιπώρησε πολύ και σιγά-σιγά την ακινητοποίησε. Τότε ο Γιώργος Λαφαζάνης έγινε για εκείνη φύλακας-άγγελος. Τη φρόντισε με σπάνια--για άντρα--αφοσίωση και αυταπάρνηση. Την εκπροσωπούσε σε όλες τις τιμητικές εκδηλώσεις που διοργανώνονταν για εκείνη. Το 2001 ήταν παρών στα εγκαίνια της αίθουσας τέχνης "Ρένα Βλαχοπούλου" του Νίκου Ζαχόπουλου, μετέφερε στον κόσμο την αγάπη και τη συγκίνησή της. Στην παρουσίαση της βιογραφίας της Βίβα Ρένα στο θέατρο "Ακροπόλ", παρέλαβε αντί για εκείνη το μετάλλιο της πόλης των Αθηνών που τής πρόσφερε ο Δήμος Αθηναίων. Την επόμενη χρονιά παρέλαβε αντί για εκείνη τον Χρυσό Σταυρό του Ταξιάρχη του Φοίνικος από τα χέρια του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου.
Ο Γιώργος Λαφαζάνης παραλαμβάνει τιμητική πλακέτα για τη Ρένα από τα χέρια του προσωπογράφου της Νίκου Ζαχόπουλου, σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Ικαριωτών Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών "Δαίδαλος" τον Γενάρη του 2001

Ο κόσμος και οι φορείς εκδήλωναν αμείωτη τη χαρά τους για τη Ρένα, εκείνη όμως κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της και βυθιζόταν σε κατάθλιψη. Ο Γιώργος Λαφαζάνης ήταν ακούραστος συμπαραστάτης στο πλευρό της, την προστάτευε από τα--ενίοτε αδιάκριτα ή περίεργα--βλέμματα του κόσμου και των δημοσιογράφων. Μέχρι που εκείνη έσβησε. Συντετριμμένος στην κηδεία της, κοιτούσε σιωπηλός το φέρετρο που έκλεινε τα 39 χρόνια της κοινής τους ζωής.


Έναν χρόνο μετά, στο μνημόσυνό της, ήταν φανερή επάνω του η επίδραση της απώλειας. Η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί και σιγά-σιγά άρχισε κι εκείνος να βυθίζεται στην κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Έπειτα από λίγο καιρό ο Γιώργος Λαφαζάνης σταμάτησε να επικοινωνεί με τους οικείους του και κλείστηκε στον δικό του κόσμο: ίσως να είχε μοναδική του συντροφιά τη σκέψη της Ρένας...

Σοφία Λαφαζάνη-Σταυρίδη, Γιώργος Λαφαζάνης: δυο αγαπημένα αδέλφια(από το βιβλίο Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα)

Στη βραδιά που οργάνωσε για εκείνη ο Μάκης Δελαπόρτας στο Badminton τον περασμένο Φλεβάρη, δεν ήταν φυσικά δυνατό να παραστεί. Τον εκπροσώπησε η αδελφή του, η υπέροχη κυρία Σοφία Λαφαζάνη-Σταυρίδη, που τον φρόντισε όλα αυτά τα χρόνια με στοργή και αγωνία. Της στέλνουμε σήμερα τα συλλυπητήριά μας και την αγάπη μας, και της ευχόμαστε να είναι πάντα καλά για να τον θυμάται.
Ρένα Βλαχοπούλου, Γιώργος Λαφαζάης, Μαργαρίτα Γεωργακοπούλου, Σοφία Σταυρίδη
(από το βιβλίο
Βίβα Ρένα, εκδ. Άγκυρα)

Ο Γιώργος Λαφαζάνης έδωσε νόημα στη ζωή της Ρένας Βλαχοπούλου και στάθηκε για εκείνην ο πολύτιμος σύντροφος της ζωής της, συνοδοιπόρος και προστάτης της για 39 ολόκληρα χρόνια. Τον αποχαιρετούμε σήμερα με θλίψη αλλά κυρίως με ευγνωμοσύνη για όσα της πρόσφερε. Θα τον θυμόμαστε πάντα με θαυμασμό για τα σπάνια χαρίσματά του αλλά και με την ικανοποίηση που γεννά η γλυκιά ανάμνηση ενός τόσο αγαπημένου ζευγαριού... Αγαπημένε μας Κύριε Λαφαζάνη, καλό σας ταξίδι.

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

"Η γυνή να φοβήται τον άνδρα" στο θέατρο "Κιβωτός"

Μέρες που έρχονται, ίσως αποφασίσετε να πάτε στο θέατρο. Δεν έχω δει πολλές παραστάσεις φέτος, αλλά από τις ελάχιστες που είδα μέχρι στιγμής, θα σας προτείνω το έργο Η γυνή να φοβήται τον άνδρα, ένα αγαπημένο έργο του ελληνικού θεάτρου, που έχουμε όλοι/ες αγαπήσει χάρη στην κινηματογραφική του διασκευή και που θέλησαν να μας θυμίσουν φέτος στο θέατρο "Κιβωτός" ο Γιάννης Μπέζος και η Ναταλία Τσαλίκη. Εκτός από το γεγονός ότι πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση, έχει και μια πολύ μικρή δόση από... Ρένα Βλαχοπούλου, οπότε επιβάλλεται να σας την παρουσιάσω.

Ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραψε την τρίπρακτη αυτή κωμωδία το 1959 για τον Βασίλη Λογοθετίδη και την Ίλια Λιβυκού και λίγα χρόνια αργότερα τη μετέφερε ο ίδιος στον κινηματογράφο με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η κλασική ιστορία του γκρινιάρη και κακότροπου Αντωνάκη που ταλαιπωρεί χρόνια ολόκληρα τη σύντροφό του Ελενίτσα, με την οποία συζεί χωρίς να την έχει παντρευτεί, επέτρεψε στον Γιώργο Τζαβέλλα να κάνει ένα καίριο κοινωνικό σχόλιο την εποχή που παίχτηκε/προβλήθηκε το έργο. Η υπόληψη της αστεφάνωτης γυναίκας, η καταπίεση του σατράπη συζύγου, οι συνθήκες διαβίωσης στα σπίτια της εποχής, η ανοικοδόμηση είναι θέματα που μάλλον δεν αφορούν το σημερινό κοινό--ή αφορούν μόνον ως ανάμνηση τους/τις θεατές μεγαλύτερης ηλικίας. Ο λόγος του Γιώργου Τζαβέλλα, όμως, είναι ζωντανός και μπορεί να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού ακόμα και στην εποχή του ΔΝΤ...

Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθέτησε το έργο με πολλή αγάπη και πολύ κέφι. Δεν είναι εύκολη υπόθεση το ανέβασμα ενός τέτοιου έργου, γιατί το μεγάλο κοινό το γνωρίζει πολύ καλά από την κινηματογραφική του διασκευή και έχει σίγουρα ταυτίσει τους βασικούς ρόλους με τους/τις ηθοποιούς της ταινίας. Επιπλέον, η κινηματογραφική εκδοχή έχει διάφορα ατού, όπως την εναλλαγή των χώρων, τη χρήση του φλας μπακ που λειτουργεί υπέρ του κειμένου (και εξαφανίζει τις αδυναμίες της τρίτη πράξης του έργου) και βέβαια την αυθεντικότητα της εποχής που περιγράφει. Ωστόσο, η παράσταση του Μπέζου ξεπερνά τα εμπόδια και το αποτέλεσμα αφήνει στους/στις θεατές μια γλύκα, ένα άρωμα νοσταλγίας χωρίς τα στοιχεία του κακώς εννοούμενου "ρετρό" αλλά με φρεσκάδα και ζωντάνια.


Αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται πρώτα-πρώτα στους/στις ταλαντούχους ηθοποιούς. Ο Γιάννης Μπέζος έχει διανθίσει τον χαρακτήρα του δύστροπου Αντωνάκη με άφθονες πινελιές του προσωπικού του χιούμορ και έτσι κερδίζει το γέλιο μα και τη συμπάθεια του κοινού για τον ρόλο που υποδύεται, δικαιώνοντας και τον ήρωα του Τζαβέλλα και τη δική του υποκριτική τέχνη. Είναι κωμικός όταν πρέπει και συγκινητικός όποτε χρειάζεται. Η Ναταλία Τσαλίκη είναι αφοπλιστική ως Ελενίτσα. Δεν τη συμπαθείς μόνον επειδή ο ρόλος της (το θύμα ενός σατράπη) είναι αβανταδόρικος: η ευαισθησία της, η υπομονή της, το παράπονό της, τα ξεσπάσματά της--δειλά στην αρχή, δυναμικά στη συνέχεια--σου επιβάλλονται χάρη στο βλέμμα της, τις κινήσεις της, και βέβαια τον λόγο της.


Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι πλασιώνεται από έναν ικανότατο θίασο. Η Φαίδρα Δρούκα είναι απολαυστική ως... κουμπαρομπεμπέκα. Ο Παύλος Ορκόπουλος χαρίζει το κύρος του στον ρόλο του Χαράλαμπου και δίπλα του ο Γιώργος Ψυχογιός και ο Γιάννης Στόλλας συμπληρώνουν το τρίο των φίλων του Αντωνάκη με αμεσότητα και κέφι. Το τρίο των δυναμικών συζύγων τους αποτελείται από τη Βαλέρια Κουρούπη, την Ελένη Σιδερά και τη Λήδα Καπνά που γεμίζουν τη σκηνή με τον δυναμισμό και την τσαχπινιά τους. Αποτελεσματικοί είναι, τέλος, η Γιάννα Παπαγεωργίου (στον ρόλο της Παγώνας, της υπηρέτριας με τη συγκινητική αφοσίωση στην Ελενίτσα), ο Άγγελος Μπούρας (στον ρόλο του Θεμιστοκλή, του αδελφού της Ελενίτσας) και ο Δημήτρης Κανέλλος (στους ρόλους του αστυφύλακα και του εργάτη που γκρεμίζει το σπίτι του Αντωνάκη και της Ελενίτσας).

Ένας σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας της παράστασης είναι τα τραγούδια που έγραψαν η Λίνα Νικολακοπούλου και η Δήμητρα Γαλάνη. Είναι συχνό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, όταν παρουσιάζονται έργα που αγαπήσαμε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, αυτά να διανθίζονται με τραγούδια της εποχής εκείνης. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, αυτό σπάνια εξυπηρετούσε το έργο καθώς τα τραγούδια έμπαιναν σφήνα σε σκηνές γλεντιού (που συνήθως δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο), θυμίζοντας τις αντίστοιχες σκηνές των παλιών ελληνικών ταινιών (μοναδική ίσως εξαίρεση το ανέβασμα της Θείας από το Σικάγο, το 2006 στο θέατρο "Ήβη", όπου η Άννα Παναγιωτοπούλου που διασκεύασε το έργο και ο Σιδερής Πρίντεζης που είχε τη μουσική επιμέλεια επέλεξαν τραγούδια εποχής που έδεναν οργανικά με το κείμενο και συνέβαλλαν στην εξέλιξη του έργου). Όταν, μάλιστα, το Η γυνή να φοβήται τον άνδρα, παρουσιάστηκε τη σεζόν 2000-2001 στο θέατρο "Βέμπο" με τον Γιώργο Παρτσαλάκη και τη Μαρία Τζομπανάκη, σε μια καλή παράσταση των επιχειρήσεων Β. Λιβαδά που σκηνοθέτησε η Σμαρούλα Γιούλη, ακούγονταν αρκετά τραγούδια του '50 και του '60 σαν "μουσικό διάλειμμα" (κυρίως στο γλέντι που ακολουθούσε τον γάμο του Αντωνάκη και της Ελενίτσας). Ο Γιάννης Μπέζος απέφυγε αυτήν την τακτική και ζήτησε από τη Δήμητρα Γαλάνη και τη Λίνα Νικολακοπούλου να γράψουν καινούρια τραγούδια ειδικά για την παράσταση. Το αποτέλεσμα είναι πέντε τραγούδια με πανέμορφη μουσική της Γαλάνη και εμπνευσμένους στίχους της Νικολακοπούλου που δένουν με το έργο και ερμηνεύονται θαυμάσια από τους/τις ηθοποιούς του θιάσου (υποθέτω ότι υπεύθυνη για τη διδασκαλία των τραγουδιών ήταν η Μελίνα Παιονίδου--για την οποία εκφράζονται ευχαριστίες στο πρόγραμμα--, παλιά συνεργάτιδα του Μπέζου από το θρυλικό Βίρα τις άγκυρες του Εθνικού Θεάτρου).

Δίχως βέβαια να μετατρέπουν το έργο σε μιούζικαλ ή μουσική κωμωδία, τα τραγούδια αυτά (χορογραφημένα έξοχα από τη Δάφνη Σταυροπούλου--που είναι και η βοηθός σκηνοθέτη της παράστασης--και ενορχηστρωμένα από τον Χρήστο Αλεξάκη) συμβάλλουν στην εξέλιξή του, φορτίζοντας ή αποφορτίζοντας κατάλληλα την ατμόσφαιρα. Το συγκινητικό "Φλυτζάνι" με την Τσαλίκη και τη Δρούκα, το τραγούδι "Του Μιχαλάκη" με το κουαρτέτο των ανδρών (Μπέζος-Ορκόπουλος-Ψυχογιός-Στόλλας) και η "Σούζα" με το δυναμικό τρίο των γυναικών (οι Κουρούπη-Σιδερά-Καπνά έξοχες ως άλλες Andrews Sisters ή Τρίο Σταρ), το γλυκό ντουέτο Μπέζου-Τσαλίκη "Η γυνή να φοβήται τον άνδρα" και το reprise του στο φινάλε του έργου με όλον τον θίασο πρέπει οπωσδήποτε να καταγραφούν σε ένα CD single που θα διατίθεται στο θέατρο "Κιβωτός" με το πρόγραμμα του έργου, για να συνοδεύουν με τη μελωδικότητα και την ευαισθησία τους τους/τις θεατές στα σπίτια τους...

Φυσικά στην επιτυχία της παράστασης συμβάλλουν επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, πιστά στην εποχή τους και αρκετά εύγλωττα για τη ζωή των χαρακτήρων που περιβάλλουν και ντύνουν (τον Γιώργο Πάτσα βοήθησαν στα σκηνικά η Πηνελόπη Τριανταφύλλου και στα κοστούμια η Τότα Πρίτσα). Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ολοκληρώνουν την αρτιότητα αυτής της παραγωγής της "Ελληνικής Θεαμάτων".

Τώρα θα μου πείτε, πού κολλάει η Ρένα Βλαχοπούλου σε όλα αυτά; Για να το ανακαλύψετε πρέπει να μπείτε στην αίθουσα του θεάτρου "Κιβωτός" περίπου ένα τέταρτο πριν ξεκινήσει η παράσταση. Αμέσως μόλις χτυπήσει το πρώτο κουδούνι, αρχίζουν να ακούγονται από τα μεγάφωνα τραγούδια της περιόδου 1953-1964 (υπεύθυνος για την επιλογή τους είναι προφανώς ο Σιδερής Πρίντεζης, για τον οποίο επίσης εκφράζονται ευχαριστίες στο πρόγραμμα) που δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα και αποτελούν την καλύτερη εισαγωγή στην παράσταση αυτή, όχι μόνο επειδή είναι... συνομήλικα του έργου, αλλά επειδή "φωτίζουν" κάποιες από τις πτυχές του: τα "Γλυκά μου μάτια" και το "Για τις γυναίκες ζούμε" με τον Νίκο Γούναρη, το "Με σένα αρχίζει η ζωή" και το "Κορόιδα όλοι άντρες" με την Καίτη Μπελίντα, η "Σκλάβα" με την Τζένη Βάνου και--η στιγμή που ο Rena Fan... αγαλλιάζει--το "Σατράπη μου" με τη Ρένα Βλαχοπούλου. 

Μπορεί για το τρίτο κουδούνι και την έναρξη της παράστασης να επιλέχτηκε η "Σκλάβα" (ίσως επειδή είναι πιο γνωστό τραγούδι ή ίσως επειδή η ποιότητα της ηχογράφησης είναι καλύτερη), νομίζω όμως ότι το τραγούδι της Ρένας περιγράφει με ακρίβεια τα συναισθήματα της ταλαιπωρημένης Ελενίτσας και γι' αυτόν τον λόγο επέλεξα να σας το θυμίσω "ντύνοντας" με αυτό μια σειρά από φωτογραφίες της Μαριλένας Σταφυλίδου που προέρχονται από το πρόγραμμα της παράστασης. (Αν θέλετε να μαθετε περισσότερα για την ιστορία αυτού του τραγουδιού, διαβάστε τη σχετική ανάρτηση...)



Αν θέλετε λοιπόν να δείτε μια εξαιρετική παράσταση που θα σας γεμίσει με γλύκα και ίσως και αισιοδοξία, πηγαίνετε στο θέατρο "Κιβωτός" για να χαρείτε το Η γυνή να φοβήται τον άνδρα. Δεν είναι σημερινό έργο, αλλά είναι σημερινή η ανάγκη μας να πιστέψουμε στον καλό μας εαυτό. Νομίζω ότι το έργο του Γιώργου Τζαβέλλα και η παράσταση του Γιάννη Μπέζου συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση...

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η Ρένα Βλαχοπούλου στη "Μηχανή του χρόνου"

Την Παρασκευή, 3 Δεκεβρίου, στις 10μμ, η εκπομπή Η μηχανή του χρόνου, που επιμελείται και παρουσιάζει ο Χρίστος Βασιλόπουλος στη ΝΕΤ, παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στη Ρένα Βλαχοπούλου. Αντιγράφω από την ιστοσελίδα της ΝΕΤ:

Η Ρένα Βλαχοπούλου στη Μηχανή του Χρόνου. Η άγνωστη ζωή της κοπέλας που ξεκίνησε από τα καντούνια της Κέρκυρας για να πρωταγωνιστήσει στις μεγαλύτερες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Η ιστορία της μοιάζει με παραμύθι αλλά ξεκίνησε σαν εφιάλτης. Οι γονείς της σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς της Κέρκυρας, ενώ πρώτα είχαν ζήσει έναν έρωτα κόντρα στα αυστηρά ήθη της εποχής. Ο πατέρας της ήταν Κόντες που έχασε τον τίτλο για να παντρευτεί την μαγείρισσα του σπιτιού με την οποία γέννησε εννιά παιδιά. Η Ρένα ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας. Η Βλαχοπούλου, εξίσου ανατρεπτική στην προσωπική της ζωή, έκανε τρεις γάμους. Ο πρώτος, με ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, ο δεύτερος με γόνο μεγάλης τραπεζικής οικογένειας ενώ ο τρίτος της σύζυγος, την συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ιδιαίτερα γοητευτική παρουσία, η Βλαχοπούλου κέρδισε ακόμα και την καρδιά του Σάχη της Περσίας, πριν ακόμα αυτός γνωρίσει τη Σοράγια. Το κοινό τη λάτρεψε αλλά παρέμεινε πάντα προσιτή. Υπέγραφε αυτόγραφα με την ίδια ευκολία και ευχαρίστηση που καθάριζε το πεζοδρόμιο του σπιτιού της και τα καμαρίνια του θεάτρου. Λάτρευε το ψάρεμα, τη μαγειρική και το χαρτάκι με τους φίλους της. Είχε μόνο έναν καημό, ότι δεν απέκτησε παιδιά αφού έκανε πολλές εκτρώσεις.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης στην τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη, μας αποκαλύπτει παρασκήνια από τα γυρίσματα των ταινιών, στις οποίες πρωταγωνίστησε η Ρένα Βλαχοπούλου. Μαζί του, ο Κώστας Βουτσάς, ο Δημήτρης Καλλιβωκάς, ο Μίμης Πλέσσας, ο Φώτης Μεταξόπουλος και πολλοί ακόμα φίλοι και συνεργάτες της, θυμούνται περιστατικά από τη ζωή της γυναίκας που κατέκτησε τον ελληνικό κινηματογράφο όταν πια είχε περάσει τα 40! Ήταν μία κινηματογραφική ανακάλυψη του αείμνηστου Γιάννη Δαλιανίδη.
Σκηνοθέτης της εκπομπής ο Γιώργος Νταούλης και αρχισυντάκτης ο Δημήτρης Πετρόπουλος.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Γιώργος Φούντας

Για τον Γιώργο Φούντα, που πέθανε χτες, δεν έχω να γράψω πολλά--σας παραπέμπω στα διάφορα αφιερώματα στον τύπο, αλλά και στο διαδίκτυο (διαβάστε, πχ., το πολύ ωραίο κείμενο του φίλου Αντώνη Μποσκοΐτη ή bosko). Εγώ ήθελα απλώς να σας θυμίσω την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, την οποία πραγματοποίησε ως "ερασιτέχνης" (όπως αναγράφεται στους τίτλους της ταινίας) στα Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα (1944) με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Αττίκ. Σε δυο σκηνές εμφανίζεται ο Φούντας, στην αρχή της ταινίας, ως ένας από τους εραστές της πρωταγωνίστριας του θιάσου Κάρμεν.

Ο Γιώργος Φούντας ήταν παντρεμένος με τη σπουδαία χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα, το μοναδικό αερικό της Οδού Ονείρων, την υπέροχη παρτενέρ του Μανώλη Καστρινού, η οποία συνεργάστηκε επανειλημμένα με τη Ρένα Βλαχοπούλου σε θέατρα και κέντρα του '50 και του '60.
Ο Γιώργος Φούντας και η Χρυσούλα Ζώκα ήταν αχώριστοι από το 1954 ως το τέλος. Απέκτησαν μαζί έναν γιο.

Καλοτάξιδος...

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Σαν κι απόψε...

Είναι φορές που τις επετείους δεν τις θυμάσαι. Σε θυμούνται εκείνες. Μέσα από φίλους που σου μιλούν για κάτι άλλο και ξαφνικά σε εμπνέουν να πας να βρεις ένα αντικείμενο που έχει πάνω του την αύρα ενός προσώπου που αγάπησες πολύ. Και τότε μπλέκει η καθημερινότητά του με την καθημερινότητά σου.

Και τότε συνειδητοποιείς πως ναι, ήταν σαν κι απόψε...


Το soundtrack της επετείου από τη γιαγιά Δανάη: κι ας μην ήταν άνοιξη, κι ας μην ειπώθηκε η λέξη εκείνη, κι ας μην κυλάει η ζωή μου άδεια:




Ευχαριστώ τον Σείριο και τον Νίκο Ζαχόπουλο που ερήμην τους βοήθησαν την αποψινή επέτειο να... με θυμηθεί!

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Γενέθλια...

Πολύς κόσμος αναρωτιέται πότε ήταν τα γενέθλια της Ρένας Βλαχοπούλου: άλλοι/ες θέλουν απλώς να μάθουν τα ζώδιό της (αρκετοί/ες φτάνουν στο blog αναζητώντας αυτή την πληροφορία) ενώ άλλοι/ες θέλουν να μάθουν κυρίως ποια χρονιά γεννήθηκε...

Η ίδια η Ρένα δυσανασχετούσε κάθε φορά που η ηλικία της γινόταν το θέμα της συζήτησης: είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω βίντεο που είναι κάπως επετειακό καθώς προέρχεται από εκπομπή που προβλήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1992.


Είναι χαρακτηριστικό ότι συχνά έδινε αντικρουόμενες πληροφορίες για το ντεμπούτο της ενώ όταν τη ρωτούσαν πότε γεννήθηκε ή πότε ξεκίνησε να τραγουδά ομολογούσε ότι έλεγε ψέματα: σε μια συνέντευξη στο τέλος της δεκαετίας του '80 είπε ότι ξεκίνησε να τραγουδάει το 1941 σε ηλικία 12 χρόνων και συμπλήρωσε "Εδώ γελάνε....". Αρκετά χρόνια πριν, στο τέλος του 1965 δήλωνε ότι στη χρονιά που φεύγει "έκλεισα τα 38 μου χρόνια... Κι όποιος δεν το πιστεύει ο διάολος μέσα του!"

Η πρώτη φορά που είδα να δηλώνεται επίσημα η χρονολογία γέννησης της Ρένας ήταν το φθινόπωρο του 1986, όταν ήταν υποψήφια δημοτική σύμβουλος. Τότε, στα βιογραφικά της που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο, διαβάζαμε ότι είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα πριν από 63 χρόνια...

Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1992 δήλωσε στον Γιώργο Σαρηγιάννη ότι είναι 67 ετών, μπερδεύοντας πάλι τα πράγματα...

Στην πρόσφατη έκθεση Diva Rena ανάμεσα σε άλλα προσωπικά της αντικείμενα είδαμε και το τελευταίο εκλογικό της βιβλιάριο (με χρονολογία έκδοσης 1993) όπου το έτος γέννησης συμφωνούσε με τις πληροφορίες των βιογραφικών της που δημοσιεύτηκαν όταν "κατέβηκε" στις δημοτικές εκλογές. Το ίδιο έτος γέννησης είχα ανακαλύψει κι εγώ αναζητώντας τα στοιχεία της Ρένας στους εκλογικούς καταλόγους του Υπουργείου Εσωτερικών...

Φυσικά στην επίσημη βιογραφία της η ακριβής χρονολογία γέννησης δεν αναγράφεται πουθενά: ο/η αναγνώστης/τρια πρέπει να τη συμπεράνει από τα... συμφραζόμενα και μάλλον καταλήγει στην παραπάνω χρονολογία. Αυτό δεν σημαίνει πως ο κόσμος έχει πειστεί: είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική Wikipedia, στο άρθρο "Ρένα Βλαχοπούλου", η χρονολογία γέννησης έχει αλλάξει αρκετές φορές (και υπάρχει μάλιστα και σχετική συζήτηση των χρηστών της Wikipedia με  διάφορα επιχειρήματα που, ανεξάρτητα από τη βάση τους, δείχνουν τη δυσπιστία τους...), αλλά τελικά έχει επικρατήσει τον τελευταίο καιρό αυτή η "επίσημη" χρονολογία--που, όπως θα προσέξατε, επιμελώς αποφεύγω να αναφέρω ρητά διότι πάντα έχω στα αυτιά μου μια ατάκα της Ρένας από μιαν εκδήλωση στην Κέρκυρα: ένας από τους διοργανωτές διάβαζε ένα βιογραφικό της και όταν είπε: "Η Ρένα γεννήθηκε στην Κέρκυρα...", εκείνη έσπευσε κωμικά να του πει: "Μην πεις πότε..."

Και τι γίνεται με την ημερομηνία γέννησης; Για αρκετά χρόνια γραφόταν στα περιοδικά ότι η Ρένα ανήκει στο ζώδιο του Σκορπιού. Το 1992 όμως η ίδια δήλωσε σε συνέντευξή της πως είναι Λέων αλλά δεν γνωρίζει ακριβώς την ημερομηνία γέννησης γιατί τα χαρτιά της... κάηκαν στην Κέρκυρα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ήταν γεννημένη τέλος Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου...

Έχουν όμως σημασία όλα αυτά; Η ίδια η Ρένα ήταν πραγματικά άτομο χωρίς ηλικία και ανεξάρτητα από τη χρονιά (ή την ημερομηνία) που τελικά γεννήθηκε, συμβόλιζε πάντα το κέφι, τα νιάτα, το ξεκίνημα: αυτή ήταν άλλωστε και η προσωπική της φιλοσοφία. Όταν τραγούδησε το υπέροχο τραγούδι της "Καλημέρα ζωή" σε μια εκπομπή του ΕΙΡ το 1957 και η εκφωνήτρια τη ρώτησε σε ποιο από τα τρία μέρη του τραγουδιού ("Καλημέρα ζωή" στα 20 χρόνια, "Καλησπέρα ζωή" στα 40 και "Καληνύχτα ζωή" στα 60--τότε τα 60 ήταν προχωρημένη ηλικία...) επιθυμεί να μείνει, η Ρένα δήλωσε: "Λέω να μείνω στο 'καλημέρα'!"

Αυτά σκεφτόμουν σήμερα που κλείνω τα 35 μου χρόνια και αναρωτιόμουν ποιο τραγούδι της Ρένας να μου αφιερώσω. Πέρα από το "Καλημέρα ζωή" (των Μενέλαου Θεοφανίδη-Γιώργου Ασημακόπουλου-Βασίλη Σπυρόπουλου-Πάνου Παπαδούκα) που δεν δισκογραφήθηκε, αλλά ευτυχώς υπάρχει ακόμα στα αρχεία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας από εκείνη την εκπομπή του 1957, η Ρένα τραγούδησε για τα... σαράντα τόσο στη δισκογραφία ("Τι 30, τι 40, τι 50" των Νίκυ Γιάκοβλεφ-Πυθαγόρα, τραγούδι που φυσικά λάτρευε...) αλλά και στο σινεμά ("Η ζωή αρχίζει στα 40" των Μίμη Πλέσσα-Άννυς Σακελλάριου, στην ταινία Η θεία μου η χίπισσα). Αν και είναι λίγο νωρίς λοιπόν, μού αφιερώνω το "Τι 30, τι 40, τι 50..."


Επιτρέψτε μου όμως να μου αφιερώσω και ένα τραγούδι άσχετο με τη Ρένα, το "Μια στάση εδώ" (που θα μπορούσε να ονομαστεί και "τραγούδι των 35 χρόνων") που ερμήνευε η Δήμητρα Χατούπη το καλοκαίρι του 1997 στο θέατρο "Παρκ", στο μιούζικαλ "Αντίο, κορίτσι μου". Νομίζω ότι η ίδια η Ρένα δεν θα συμφωνούσε πολύ με όλους τους στίχους του--ούτε κι εγώ εδώ που τα λέμε--, αλλά αυτό που πραγματικά με εκφράζει αυτές τις μέρες είναι η φράση "Η δράση συνεχίζεται αλλά το διάλειμμα το θέλουμε από χέρι..."


Όταν τελειώσει το διάλειμμα και όταν μου το επιτρέψει η δράση (σύντομα ελπίζω), θα επανέλθω με ένα αφιέρωμα στη Σμάρω Στεφανίδου, μια παρουσίαση της εξαιρετικής παράστασης Η γυνή να φοβήται τον άνδρα με τον Γιάννη Μπέζο και τη Ναταλία Τσαλίκη που είχα την ευκαιρία να δω πρόσφατα στο θέατρο "Κιβωτός" και φυσικά με το δεύτερο μέρος του αφιερώματος στον Γιάννη Δαλιανίδη. Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!


Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Αφιέρωμα στη Σμάρω Στεφανίδου από το Δεύτερο Πρόγραμμα

Η Σμάρω Στεφανίδου, η σπουδαία πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, έφυγε χτες στα 97 της χρόνια. Μέσα στις επόμενες μέρες το blog θα της αφιερώσει φυσικά μια ανάρτηση, καθώς η Ρένα Βλαχοπούλου συνεργάστηκε με τη Στεφανίδου στο ραδιοφωνικό Τρίτο στεφάνι, αλλά και με τον σύζυγό της, τον πρόωρα χαμένο τραγουδιστή Βάσο Σεϊτανίδη, σε νυχτερινά κέντρα της δεκαετίας του '50 και του '60.
Προς το παρόν σας ενημερώνω πως αύριο Τρίτη, 9 Νοεμβρίου, στις 7μμ, στο Δεύτερο Πρόγραμμα, η εκπομπή Το κλειδί του Σολ του Σιδερή Πρίντεζη θα παρουσιάσει ένα αφιέρωμα στη Σμάρω Στεφανίδου: θα ακουστούν αποσπάσματα από ταινίες της και κυρίως από εκπομπές και θεατρικά έργα από το αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Είναι ευκαιρία λοιπόν να θυμηθούμε και το ραδιοφωνικό Τρίτο στεφάνι αλλά και άλλα διαμάντια που κρύβει το πλούσιο αρχείο της ΕΡΑ...
Θα ήθελα τέλος να αναδημοσιεύσω και εγώ ένα γράμμα που έγραψε χτες η κόρη της Σμάρως Στεφανίδου, η χορεύτρια ινδικών χορών, χορογράφος και χοροθεραπεύτρια Λήδα Σάνταλα στην ιστοσελίδα του Shantom, του πολυχώρου πολιτισμού και τεχνών που ίδρυσαν μάνα και κόρη πριν από μερικά χρόνια:

Κυριακή, 7 Νοεμβρίου 2010
Αγαπητοί μου φίλοι,
σήμερα στις 7 το απόγευμα η μεγάλη ηθοποιός και φιλόσοφος Σμάρω Στεφανίδου ολοκλήρωσε την υπέροχη ζωή της με ένα ηλιόλουστο φινάλε. Όπως το ηλιοβασίλεμα είναι η κατάληξη μιάς λαμπρής μέρας, έτσι και η Σμάρω έφυγε με τον ομορφότερο τρόπο, μέσα στην αγάπη και τη γαλήνη, προσφέροντας δώρα πολύτιμα στους γύρω της.
Νοιώθω πολύ ευλογημένη που την είχα ως μητέρα και μέντορα. Η σχέση μας από δω και πέρα, ελεύθερη από τους περιορισμούς της ιδιότητας κόρης - μάνας, θα συνεχιστεί αιώνια σε πνευματικό επίπεδο.
Η Σμάρω, πλήρης ημερών, με πλήρη νοητική διαύγεια και με αμείωτο το γνωστό της χιούμορ, πήγε στο Ιπποκράτειο περπατώντας, με αξιοπρέπεια και θάρρος.
Είμαι ευγνώμων στους γιατρούς, το νοσηλευτικό προσωπικό,τους τραπεζοκόμους και τους καθαριστές, που με αφοσίωση και σεβασμό μετέτρεψαν το θάλαμο 12 σε... σπίτι μας. Με τη φροντίδα και τη διακριτικότητά τους, μας έδωσαν την ευκαιρία να βιώσουμε, η Σμάρω και γω, την όλη διαδικασία σα μιά εμπειρία ζωής και αγάπης.
Φεύγοντας η Σμάρω με δίδαξε οτι το τέλος είναι μιά καινούργια αρχή.
Παραδίδω το χέρι της στους μεγάλους ηθοποιούς που προηγήθηκαν: ας της ευχηθούμε άλλες τόσες επιτυχίες στο "άλλο" επίπεδο συνειδητότητας.
Περήφανη για τη Σμάρω
Η κόρη της
Λήδα Shantala.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Δημοτικές εκλογές

Οι σημερινές δημοτικές εκλογές μού έφεραν στο μυαλό (τι πρωτότυπο, θα μου πείτε...) τη Ρένα Βλαχοπούλου. Ο νους μου όμως δεν πήγε στην περίφημη Βουλευτίνα, την ταινία του Κώστα Καραγιάννη που συνήθως αναφέρουμε κάθε φορά που γίνονται εκλογές (και που αυτή τη βδομάδα προσφέρεται και πάλι σε DVD από τον Τηλεθεατή). Θυμήθηκα ότι 24 χρόνια πριν, στις δημοτικές εκλογές του 1986 η Ρένα Βλαχοπούλου εκλέχτηκε δημοτική σύμβουλος.

Εποχή έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων εκείνη, το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν ήδη πέντε χρόνια στην εξουσία, και τα αποτελέσματα εκείνων των δημοτικών εκλογών θα έδειχναν αν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου διατηρούσε ακόμα υψηλά ποσοστά ή αν οι ψηφοφόροι ήθελαν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική της. Η "μάχη" θα κρινόταν φυσικά στους μεγάλους δήμους της χώρας. Στον Δήμο Αθηναίων το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε και πάλι τον Δημήτρη Μπέη (ήδη δήμαρχο της πρωτεύουσας από το 1979) και τον συνδυασμό του "Αθήνα-Αναγέννηση", ενώ η Νέα Δημοκρατία υποστήριζε τον Μιλτιάδη Έβερτ και τον συνδυασμό του "Νέα Εποχή". Υποψήφιος από τον χώρο της Αριστεράς ήταν ο Θεόδωρος Κατριβάνος, επικεφαλής του συνδυασμού "Συνεργασία για ν' αλλάξει η Αθήνα".

Η Ρένα Βλαχοπούλου, όπως είναι γνωστό, ανήκε πάντα στη δεξιά παράταξη (έδειχνε από παλιά ιδιαίτερη προτίμηση στον Κωνσταντίνο Καραμανλή) και δέχτηκε, όταν της ζητήθηκε, να στηρίξει με την παρουσία της την υποψηφιότητα του Μ. Έβερτ. Η Ρένα δεν ήταν, φυσικά, η μόνη εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού κόσμου που "κατέβηκε" στις δημοτικές εκλογές του '86. Μαζί της στο ψηφοδέλτιο του Έβερτ ήταν υποψήφιοι/ες οι ηθοποιοί Έλσα Βεργή, Άννα Συνοδινού, Νίκος Απέργης και ο συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος. Στον συνδυασμό του Δημήτρη Μπέη ήταν υποψήφιοι/ες οι ηθοποιοί Ελένη Ανουσάκη, Στέφανος Ληναίος, Γιάννης Μόρτζος, ο συνθέτης Μίμης Πλέσσας και η τραγουδίστρια Μαρία Δημητριάδη. Επίσης στο ψηφοδέλτιου του Θεόδωρου Κατριβάνου ανήκε και ο ηθοποιός Άγγελος Αντωνόπουλος. Οι συνδυασμοί (και τα κόμματα γενικότερα) πόνταραν πάντα σε πρόσωπα με μεγάλη αναγνωρισιμότητα που θα μπορούσαν να φέρουν περισσότερες ψήφους (εκτός από καλλιτέχνες/ιδες υποψήφιοι/ες ήταν και εκπρόσωποι της δημοσιογραφίας: στο ψηφοδέλτιο του Έβερτ ο Τέρενς Κουίκ και ο Ζάχος Χατζηφωτίου, στο ψηφοδέλτιο του Μπέη η Έλλη Στάη).


Ο πρώτος γύρος των εκλογών διεξήχθη την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 1986 και ακολούθησε ο δεύτερος γύρος στις 19 Οκτωβρίου. Ο Μιλτιάδης Έβερτ εκλέχτηκε δήμαρχος της Αθήνας και η Ρένα Βλαχοπούλου εκλέχτηκε δημοτική σύμβουλος με 6.087 ψήφους, κατακτώντας την 7η θέση ανάμεσα στους υποψηφίους του Έβερτ και την 11η θέση ανάμεσα στους υποψηφίους όλων των συνδυασμών. Τις περισσότερες ψήφους (14.006) συγκέντρωσε ο υποψήφιος του Έβερτ Κώστας Σαψάλης ενώ δημοφιλέστερη δημοτική σύμβουλος του συνδυασμού του Δ. Μπέη, καθώς και δημοφιλέστερη από όλους τους/τις υποψήφιους καλλιτέχνες/ιδες αναδείχτηκε η Ελένη Ανουσάκη με 11.019 ψήφους--αφήνοντας πίσω της, εκτός από τη Ρένα, την Άννα Συνοδινού (5η στον συνδυασμό του Έβερτ με 8.945 ψήφους), τον Στέφανο Ληναίο (επίσης 5ος στον συνδυασμό του Μπέη με 4.711 ψήφους), τον Σταύρο Ξαρχάκο (14ος στον συνδασμό του Έβερτ με 4.229 ψήφους), τον Νίκο Απέργη (15ος στον συνδυασμό του Έβερτ με 4.220 ψήφους), τον Άγγελο Αντωνόπουλο (4ος στον συνδυασμό του Κατριβάνου με 3.900 ψήφους) τον Γιάννη Μόρτζο (11ος συνδυασμό του Μπέη με 2.966 ψήφους), και την Έλσα Βεργή (20ή στον συνδυασμό του Έβερτ με 2.691 ψήφους). Ο Μίμης Πλέσσας και η Μαρία Δημητριάδη κατέκτησαν αντίστοιχα τη 16η και την 27η θέση στον συνδυασμό του Δ. Μπέη και δεν εκλέχτηκαν. Βέβαια, πιο δημοφιλείς από τους/τις ηθοποιούς και τους συνθέτες αναδείχτηκαν οι δημοσιογράφοι Τέρενς Κουίκ (13.611 ψήφοι) και Ζάχος Χατζηφωτίου (10.286 ψήφοι) κατακτώντας αντίστοιχα τη 2η και την 3η θέση στο ψηδέλτιο του Μ. Έβερτ.


Πώς έβλεπε η ίδια η Ρένα την υποψηφιότητά της; Με καθόλου... φεμινιστικούς όρους, δήλωνε πως της αρέσει το νοικοκυριό και πίστευε ότι ο Δήμος της Αθήνας χρειαζόταν νοικοκύρεμα. Ίσως μάλιστα η απόφασή της να μην εργαστεί στο θέατρο τη χειμερινή περίοδο 1986-87 (πραγματοποίησε μόνο μια σύντομη περιοδεία στις ΗΠΑ το φθινόπωρο του '86) να έδειχνε τη διάθεσή της να ασχοληθεί σοβαρά με τα κοινά (βέβαια, οι συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου γίνονταν Δευτέρα, συνεπώς κανένας/καμιά ηθοποιός δεν θα είχε πρόβλημα να τις παρακολουθήσει, αφού η Δευτέρα είναι ημέρα αργίας για τα θέατρα). Μετά την εκλογή της δήλωνε σε συνεντεύξεις της πως την ενδιαφέρει πολύ η καθαριότητα του Δήμου ενώ πρόθεσή της ήταν να ασχοληθεί και με τα προβλήματα των νέων, ιδιαίτερα το ζήτημα των ναρκωτικών. Και βέβαια, σε μια συνέντευξη που έδωσε στον Αρτέμη Μάτσα, τόνισε πως θέλει να σταθεί κοντά στην τρίτη ηλικία, ιδιαίτερα στους καλλιτέχνες και τις καλλιτέχνιδες μεγάλης ηλικίας που έδωσαν όλη τους τη ζωή στο θέατρο και αντιμετώπιζαν πλέον δυσκολίες (σ' αυτόν τον τελευταίο τομέα είναι αλήθεια πως η Βλαχοπούλου πρόσφερε αρκετά, όχι βέβαια με την ιδιότητα της δημοτικής συμβούλου, αφού η στήριξη που πρόσφερε σε παλιούς συναδέλφους της ήταν συνεχής τόσο πριν όσο και μετά την εκλογή της).
Με την έναρξη της θητείας της, τον Γενάρη του 1987, η δημοτική σύμβουλος Ρένα Βλαχοπούλου δίνει το "παρούσα" στην πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία στη Μητρόπολη της Αθήνας, μαζί με τον δήμαρχο και όλο το δημοτικό συμβούλιο, και γίνεται περιζήτητη για την κοπή βασιλόπιτας διαφόρων συλλόγων και οργανώσεων. Στη διάρκεια της θητείας της ήταν συχνά παρούσα σε εκδηλώσεις του Δήμου Αθηναίων και σε επισκέψεις επισήμων, ωστόσο φαίνεται πως η συμβολή της στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν υπήρξε ιδιαίτερα ουσιαστική. Μετά το τέλος της θητείας της δήλωσε σε κάποιες συνεντεύξεις της ότι η εμπειρία της από τον Δήμο δεν ήταν πολύ θετική. Την ενοχλούσε η κομματική αντιπαράθεση ανάμεσα στις παρατάξεις καθώς και η πολυλογία κάποιων δημοτικών συμβούλων: "Ας πούμε ότι είχαμε να μιλήσουμε για έναν αναπτήρα", έλεγε στον Κ. Π. Παναγιωτόπουλο, σε μια συνέντευξη του περιοδικού Και. "'Αναπτήρας είναι', έλεγα εγώ. 'Ναι, αλλά αυτός ο αναπτήρας δεν είναι απλός αναπτήρας, είναι...' έλεγε ο σύμβουλος της άλλης παράταξης. 'Μα, χρυσέ μου, αναπτήρας είναι!' απαντούσα εγώ"... Ενώ, το 1992, όταν ο--συνάδελφός της στον Δήμο--Τέρενς Κουίκ τη ρώτησε σε μια τηλεοπτική συνέντευξη σχετικά με την εμπειρία της στην αίθουσα συνεδριάσεων, τού απάντησε: "Είναι δυνατόν εμείς οι άνθρωποι να 'χουμε τέτοιο μίσος μεταξύ μας; Δηλαδή ήτανε σαν να θέλει να πάρει ένα πιστόλι να σκοτώσει... Πω πω, λέω, Χριστέ μου... Δεν με είδες ποτέ να μιλήσω καταρχήν. Κάποτε μου λέει κάποιος ((γιατί δεν μιλάς)), 'εγώ ακούω', τού λέω. Ας μην τα συζητούμε αυτά..." Ήταν πλέον η εποχή που η Ρένα άφηνε σιγά-σιγά πίσω της τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και δεν ήθελε πλέον να ασχολείται με κομματικά ζητήματα, μετανιώνοντας ίσως και για κάποιες από τις κινήσεις της στη δεκαετία του '80.

Δεν γνωρίζω αν οι σημερινές δημοτικές εκλογές θα οδηγήσουν τελικά και σε βουλευτικές. Αφήνω όμως για μια μελλοντική ανάρτηση την κινηματογραφική και θεατρική ενασχόληση της Ρένας με βουλευτικές εκλογές, δηλαδή την πασίγνωση Βουλευτίνα και το λιγότερο γνωστό αλλά πολύ διασκεδαστικό νούμερο "Η αλλαγή της Ρένας" στην επιθεώρηση του 1981-82 Δεν θέλω ου...

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Το Δεύτερο Πρόγραμμα θυμάται τη Σοφία Βέμπο

Μουσικά πρωινά και μουσικά απογεύματα με τη Σοφία Βέμπο μας προσφέρει αυτή την εβδομάδα το Δεύτερο Πρόγραμμα. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, αφού αυτή την εβδομάδα γιορτάζουμε την εθνική επέτειο με την οποία, καλώς ή κακώς, ταυτίστηκε η μεγάλη καλλιτέχνιδα. Ωστόσο, φέτος δεν συμπληρώνονται μόνο 70 χρόνια από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμπληρώνονται επίσης 100 χρόνια από τη γέννηση της αξέχαστης τραγουδίστριας. Έτσι, δυο καθημερινές εκπομπές του Δεύτερου αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη συνολική διαδρομή της Βέμπο στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού και του ελληνικού θεάματος γενικότερα.

Κάθε πρωί λοιπόν, από σήμερα μέχρι και την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου, από τις 10 ως τις 11, ο Λεωνίδας Αγγέλου και η Μαρίνα Λαχανά παρουσιάζουν ένα οδοιπορικό στην πολυκύμαντη σταδιοδρομία της "Τραγουδίστριας της Νίκης".

Αλλά και κάθε απόγευμα, ο Σιδερής Πρίντεζης παρουσιάζει στο Κλειδί του Σολ το δικό του αφιέρωμα στη Βέμπο. Συγκεκριμένα, τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου, την Τρίτη 26 Οκτωβρίου και την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα, θα μεταδώσει προπολεμικές και μεταπολεμικές ηχογραφήσεις, με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο, από το θέατρο και τη δισκογραφία. Ακούγονται βαλς, τάνγκο, ρομάντζες, ανατολίτικα, αρχοντορεμπέτικα, δημοτικά και δημοτικοφανή τραγούδια που ηχογράφησε στην Ελλάδα αλλά και την Αμερική. Την Πέμπτη 28 Οκτωβρίου, στις 6 το απόγευμα, θα μεταδοθεί δίωρη επετειακή εκπομπή που θα περιλαμβάνει τραγούδια, από το ρεμπέτικο ρεπερτόριο στην αρχή και από το ελαφρό ρεπερτόριο στη συνέχεια, που ηχογραφήθηκαν μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τα περισσότερα φυσικά με τη φωνή της Σοφίας Βέμπο. Ακόμα, στην ίδια εκπομή, θα ακουστούν αποσπάσματα από μεταγενέστερες επετειακές εκομπές του αρχείου της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (σημειώνω εδώ ότι το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, στις 11, το Δεύτερο θα μεταδώσει από το αρχείο δυο ολόκληρες εκπομπές με τίτλο Το θέατρο του '40 που παρουσίασαν το 1982 ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Μίμης Πλέσσας). Τέλος, την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα, η εκπομπή του Σιδερή Πρίντεζη θα είναι αφιερωμένη στη Σοφία Βέμπο του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Θα μεταδοθούν τραγούδια και σκηνές από τις μόλις τρεις ταινίες στις οποίες συμμετείχε, σπάνια αποσπάσματα από ραδιοφωνικές επιθεωρήσεις και συνεντεύξεις της, αλλά και ηχητικά στιγμιότυπα από την ιστορική τηλεοπτική της συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό.


Το εξαιρετικό αφιέρωμα στον Γιάννη Δαλιανίδη που παρουσίασε ο Σιδερής Πρίντεζης την περασμένη εβδομάδα με κάνει να πιστεύω ότι και το αφιέρωμά του στη Βέμπο θα χαρακτηρίζεται από μεράκι και σεβασμό και θα μας επιφυλάσσει και εκπλήξεις που τόσα χρόνια βρίσκονταν καλά κρυμμένες στο αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Και με την ευκαιρία αυτή, να πω ότι χάρηκα ιδιαίτερα που διάβασα στη χθεσινή Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία τη συνέντευξη που έδωσε ο νέος γενικός διευθυντής της ΕΡΑ Δημήτρης Παπαδημητρίου, στην οποία μεταξύ άλλων δήλωσε ότι πρόθεσή του είναι να αξιοποιηθούν τα διαμάντια που κρύβει το πλούσιο αρχείο της ραδιοφωνίας με τη συνδρομή παραγωγών όπως η Φεβρωνία Ρεβύνθη και ο Σιδερής Πρίντεζης που γνωρίζουν καλά το αρχείο. Προβλέπεται ένας χειμώνας με πολλές μουσικοθεατρικές ραδιο-συγκινήσεις.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Γιάννης Δαλιανίδης, μέρος 1ο...

Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που πέθανε τo πρωί του Σαββάτου 16 Οκτωβρίου σε ηλικία 87 ετών, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του λαϊκού μας κινηματογράφου. Μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Γιώργο Τζαβέλλα και τον Ντίνο Δημόπουλο και με την υποστήριξη του Φιλοποίμενα Φίνου διαμόρφωσαν το κινηματογραφικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας και ήταν ένας από τους εμπορικότερους--αν όχι ο εμπορικότερος σκηνοθέτης--της δεκαετίας του '60. Το blog αυτό του οφείλει ευγνωμοσύνη γιατί καθιέρωσε τη Ρένα Βλαχοπούλου στον κινηματογράφο και της χάρισε την αθανασία: αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Δαλιανίδης, πιθανότατα σήμερα θα θυμόμασταν τη Ρένα Βλαχοπούλου ως μια εξαιρετική τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού (όπως θυμόμαστε σήμερα τη Μάγια Μελάγια ή την Μπελίντα που άφησαν πίσω τους ηχογραφήσεις και σποραδικές κινηματογραφικές εμφανίσεις) ή ως μια ένδοξη νουμερίστα του παλιού μουσικού θεάτρου (όπως θυμόμαστε σήμερα τη σπουδαία Ρένα Ντορ που απλώς έκανε και κάποιες ταινίες, δίχως όμως να είναι ποτέ η πρωταγωνίστριά τους). Ο Δαλιανίδης ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που μπόρεσε να εκμεταλλευτεί σωστά τις ικανότητες της Ρένας Βλαχοπούλου και τη βοήθησε να χτίσει την κινηματογραφική καριέρα που αφενός έδωσε διάρκεια και στη θεατρική της καριέρα και αφετέρου διέσωσε για πάντα αυτό το πολυδιάστατο ταλέντο.

Φυσικά ο Δαλιανίδης δεν έχτισε μόνο την καριέρα της Ρένας. Πολλοί/ές ηθοποιοί ξεκίνησαν την καριέρα τους ή/και καθιερώθηκαν χάρη στις ταινίες του. Ο Κώστας Βουτσάς, ο Νίκος Κούρκουλος, η Μάρθα Καραγιάννη και η Μαίρη Χρονοπούλου έγιναν πρώτα ονόματα χάρη σ' εκείνον, η Ζωή Λάσκαρη δημιουργήθηκε από εκείνον, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Κώστας Χατζηχρήστος και ο Χρόνης Εξαρχάκος του οφείλουν μερικές από τις πιο ωραίες ταινίες τους, ακόμα και η Αλίκη Βουγιουκλάκη τον χρειάστηκε σε διαφορετικές φάσεις της καριέρας της για να φτιάξει ή να διατηρήσει τον μύθο της (και αξίζει να πούμε ότι οι ταινίες της σταρ Βουγιουκλάκη έπρεπε να ανταγωνιστούν για ένα διάστημα τις ταινίες του σταρ-σκηνοθέτη Δαλιανίδη). Και βέβαια είναι ατέλειωτος ο κατάλογος των ηθοποιών (κάθε ηλικίας!) που διακρίθηκαν στις ταινίες που γύρισε το '60 και το 70, αλλά και αργότερα, στις τηλεοπτικές του σειρές (ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Άννα Παϊτατζή έγιναν σταρ χάρη στο Λούνα Παρκ του) και στις ταινίες της τελευταίας περιόδου της κινηματογραφικής καριέρας του (στις ταινίες του καθιερώθηκαν οι νέοι/ες σταρ της δεκαετίας του '80--παρόλο που οι εποχές είχαν πια αλλάξει και η ίδια η έννοια της λέξης "σταρ" ήταν αρκετά διαφορετική).

Θέλησα να παρουσιάσω συνοπτικά τη διαδρομή του Γιάννη Δαλιανίδη σε όλους τους χώρους του θεάματος (σινεμά, θέατρο, τηλεόραση), αλλά όταν ξεκίνησα να γράφω κατάλαβα ότι έχω να πω πολλά. Για αυτόν τον λόγο αποφάσισα να χωρίσω το αφιέρωμά μου σε δύο μέρη. Στο σημερινό πρώτο μέρος ασχολούμαι με την πορεία του Γιάννη Δαλιανίδη ως το τέλος της δεκαετίας του '60, μια δεκαετία που φέρει το δικό του ανεξίτηλο κινηματογραφικό στίγμα...

Τα πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Δαλιανίδης γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1923 σε έναν προσφυγικό καταυλυσμό της Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του τον υιοθέτησαν η Ολυμπία και ο Ναούμ Δαλιανίδης. Μεγάλης ηλικίας και οι δυο, δεν του έδωσαν τα χάδια που επιθυμούσε αλλά τον μεγάλωσαν με αγάπη και έγνοια, αγάπη που ο Δαλιανίδης ανταπέδωσε στη μητέρα του μέχρι το τέλος της ζωής της (ο πατέρας του πέθανε νωρίτερα)--για τη "γυναίκα που τον γέννησε" όπως την αποκαλούσε ο ίδιος, η οποία εμφανίστηκε στη ζωή του όταν εκείνος ήταν 14 χρόνων, ο Δαλιανίδης δεν ήθελε να μιλάει πολύ.
Ο κόσμος του θεάματος τον κέρδισε από μικρό παιδάκι. Στα 9 του χρόνια αρχίζει να παίζει στο παιδικό θέατρο. Μαθαίνει μάλιστα και κλακέτες από έναν φίλο του που τις έχει μάθει από τη Λουΐζα Ποζέλλι. Αλλά εκείνο που τον μάγευε ήταν ο κινηματογράφος. Το σπίτι του βρισκόταν στην Πλατεία Αριστοτέλους, που ήταν γεμάτη από κινηματογράφους. Έτσι από πολύ μικρός άρχισε να παρακολουθεί ταινίες. Δεν είχε σημασία το είδος ή οι ηθοποιοί. Του έφτανε να βλέπει εικόνες στο πανί. Για την ακρίβεια, ένιωθε ήδη αναστατωμένος πριν ακόμα αρχίσουν να προβάλλονται οι εικόνες, βλέποντας μονάχα το λευκό πανί.

Είχε βέβαια κάποιες προτιμήσεις:  Ερολ Φλιν, Νόρμα Σίρερ, Ιμπέριο Αρζεντίνα, Ταρζάν, ο Χοντρός και ο Λιγνός και, κυρίως, ο Φρεντ Αστέρ--τον γοήτευαν οι μουσικές ταινίες κι είχε αποφασίσει ότι θα κάνει τον διασκεδαστή, τον κωμικό, όχι τον εραστή. Ο πόλεμος βέβαια θα βάλει προσωρινά τέλος στις ευκαιρίες για διασκέδαση. Η Ολυμπία Δαλιανίδου στέλνει στον γιο της σε ένα θείο στον Βελιγράδι, για να τον γλιτώσει από την πείνα. Από εκεί ο νεαρός Γιάννης, το σκάει κρυμμένος κάτω από τη φούστα μιας Κροάτισσας για τη Βιέννη. Θυμόταν χαρακτηριστικά ότι ήταν τόση η ανάγκη του να χαρεί και να διασκεδάσει που μόλις έφτασε στη Βιέννη έτρεξε κατευθείαν σε ένα λούνα παρκ. Επί δυόμισι χρόνια λοιπόν θα κυνηγήσει κάθε ευκαιρία για να μάθει τα μυστικά του θεάματος, δουλεύοντας κυρίως ως χορευτής, αλλά μια μέρα που η αντιναζίστρια σπιτονοικοκυρά του ακούει κρυφά BBC, οι Γερμανοί εισβάλλουν στο σπίτι και τους συλλαμβάνουν. Οδηγείται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου υποφέρει από τα βασανιστήρια και τη σκληρή εργασία: ήταν άλλη μια περίοδος της ζωής του που δεν ήθελε να θυμάται. Ωστόσο ο Μάνος Τσιλιμίδης κατάφερε να του εκμαιεύσει πικρές και τρυφερές αναμνήσεις για τις συνθήκες εκεί καθώς και για τις σχέσεις του με άλλους συγκρατούμενους στην θαυμάσια συνέντευξη που του πήρε για το περιοδικό Σινεμά και αναδημοσιεύτηκε στον τόμο Σχεδόν μεταξύ μας. Σας παραπέμπω εκεί για περισσότερες λεπτομέρειες.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και τη στρατιωτική του θητεία, θα συνεχίσει τις προσπάθειές του να μάθει τα μυστικά του θεάματος στην Αθήνα. Δουλεύει στο μουσικό θέατρο ως χορευτής και νουμερίστας με το ψευδώνυμο "Γιάννης Νταλ" και μπαίνει δειλά-δειλά στον χώρο του σινεμά. Αν και παίζει μικρά ρολάκια σε ταινίες (οι Δυο κόσμοι του 1949 είναι σύμφωνα με τις πηγές η πρώτη του ταινία), αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να μαθαίνει τα μυστικά των φακών, των προβολέων, της σκηνοθεσίας. Δεν έχει τα χρήματα που απαιτούνται για να σπουδάσει στην περίφημη σχολή Λυκούργου Σταυράκου, αλλά ο διευθυντής φωτογραφίας Ντίντης Καρύδης θα σταθεί μεγάλος δάσκαλος για τον Γιάννη Δαλιανίδη και η μουβιόλα (το μηχάνημα που χρησιμεύει για το μοντάζ και αποκαλύπτει στον σκηνοθέτη τα λάθη που γίνονται στα γυρίσματα) το μεγαλύτερο σχολείο. Αποκτά σιγά-σιγά τις γνώσεις που απαιτούνται για τη σκηνοθεσία, αλλά το εισιτήριο για τον κινηματογράφο θα του το δώσει η συγγραφή σεναρίων.
 Ο Γιάννης Δαλιανίδης και ο Θανάσης Βέγγος στην ταινία Ο Μιμίκος και η Μαίρη

Ένας σκηνοθέτης γεννιέται
Το πρώτο του σενάριο είναι το Τρελοκόριτσο που γράφει για την Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά τελικά γυρίζεται με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη. Μάλιστα στην αρχή διστάζει να φανερώσει στους ανθρώπους του χώρου ότι έχει γράψει ένα σενάριο και γι' αυτό το διαβάζει σε μια παρέα παραγωγών δίχως να αποκαλύψει ότι είναι δικό του. Η αποκάλυψη γίνεται μόνο αφού βλέπει ότι το σενάριό του τους αρέσει. Γράφει τέσσερα ακόμα σενάρια, από τα οποία πιο γνωστό είναι το σενάριο της ταινίας Ο Μιμίκος και η Μαίρη (1958), στην οποία πρωταγωνιστούν η Βουγιουκλάκη κι ο Ανδρέας Μπάρκουλης, αλλά εμφανίζεται και ο ίδιος ο Δαλιανίδης σε έναν μικρό ρόλο. Την επόμενη χρονιά ομως θα σκηνοθετήσει την ίδια την Αλίκη στη Μουσίτσα, ταινία που γίνεται μεγάλη εμπορική επιτυχία: η Αλίκη θριαμβεύει τραγουδώντας το "Ρίκο Ρίκο Ρίκοκο" και σύντομα περνάει στη Φίνος Φιλμ με την Αστέρω. Θα περάσουν όμως δυο χρόνια πριν και ο Δαλιανίδης διαβεί τις πόρτες της Φίνος Φιλμ. 
 Δημήτρης Ψαθάς-Γιάννης Δαλιανίδης

Στο μεταξύ συνεργάζεται με την εταιρία "Αδελφοί Ρουσσόπουλοι-Λαζαρίδης-Σαρρής-Ψαρράς" με την οποία γυρίζει μια σειρά από πετυχημένες ταινίες: το Ένας βλάκας και μισός από το έργο του Δημήτρη Ψαθά (αξίζει να τονίσουμε ότι τα έργα του Δημήτρη Ψαθά χρωστούν σε ένα μεγάλο βαθμό την υστεροφημία τους στον Γιάννη Δαλιανίδη που μετέφερε έξι από αυτά στον κινηματογράφο) με τον Χρήστο Ευθυμίου στον καλύτερο ρόλο του αλλά και τη σπουδαία Μαρίκα Νέζερ, το Λαός και Κολωνάκι με τον Κώστα Χατζηχρήστο, το Κοροϊδάκι της δεσποινίδος και τη Χριστίνα: στις δυο τελευταίες σμίγει την Τζένη Καρέζη με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Η Χριστίνα είναι η πρώτη ταινία του που γυρίζεται στη Θεσσαλονίκη (διαβάστε την ανάρτηση του Γιάννη Γκροσδάνη για την κατά Δαλιανίδη κινηματογραφική Θεσσαλονίκη). Στο Κοροϊδάκι τη μουσική γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις: από εδώ "ξεπηδάει" το γλυκύτατο τραγούδι "Το χρυσόψαρο" που τραγουδούν Καρέζη-Ηλιόπουλος, ενώ για την ιστορία αξίζει να σημειώσουμε ότι σε ένα χορευτικό της ταινίας ακούγεται για πρώτη φορά μια μουσική που δυο χρόνια μετά αποκτά στίχους και γίνεται η "Μαύρη φορντ" της Οδού Ονείρων. Οι μουσικές σκηνές αυτής της ταινίας είναι ένας πρώτος πειραματισμός του Δαλιανίδη για τα μιούζικαλ που θα γυρίσει αργότερα στη Φίνος Φιλμ.

Οι πόρτες της Φίνος Φιλμ ανοίγουν για τον ανερχόμενο σκηνοθέτη τη σεζόν 1961-62. Ο Φίνος τον καλεί για να γυρίσει ένα κοινωνικό δράμα με θέμα τις περιπέτειες της νεολαίας. Ο Δαλιανίδης του προτείνει το σενάριο του Κατήφορου. Η αρχική σκέψη να παίξει τον κεντρικό ρόλο η Αλίκη Βουγιουκλάκη εγκαταλείπεται σύντομα και έτσι γεννιέται μια νέα σταρ, η Ζωή Λάσκαρη: αποκλειστικά δημιούργημα του Δαλιανίδη, ο οποίος θα είναι ο μόνιμος σκηνοθέτης της για αρκετά χρόνια, η Λάσκαρη αποδεικνύεται πολυτιμότατη για τη Φίνος Φιλμ, καθώς πρωταγωνιστεί σε κοινωνικά δράματα, κωμωδίες αλλά και μουσικές ταινίες. Βέβαια, δεν είναι η μόνη ηθοποιός που διακρίνεται στον Κατήφορο. Στο πλάι της βρίσκεται ο Νίκος Κούρκουλος: ο Φίνος δεν τον ήθελε γιατί είχε ήδη κάνει κάποιες εμφανίσεις σε μέτριες ταινίες μικρών εταιριών, ωστόσο ο Δαλιανίδης επέμενε να τον χρησιμοποιήσει και φυσικά δικαιώθηκε. Στο καστ ανήκει βέβαια και ο Κώστας Βουτσάς: παιδικός φίλος του Δαλιανίδη από τη Θεσσαλονίκη, έχει πραγματοποιήσει σύντομα περάσματα σε ταινίες, αλλά τώρα ο Δαλιανίδης του δίνει την ευκαιρία να ξεχωρίσει και η καριέρα του αρχίζει να απογειώνεται.

Εκτός από τον Κατήφορο, ο Δαλιανίδης γυρίζει και μια κωμωδία (που προβάλλεται πριν τον Κατήφορο) το Ζητείται ψεύτης (κινηματογραφική διασκευή του έργου του Δ. Ψαθά) που δίνει την ευκαιρία στον Ντίνο Ηλιόπουλο να δώσει ρεσιτάλ ερμηνείας και στον Δαλιανίδη να αποδείξει ότι μπορεί να γυρίσει μια κωμωδία με γοργούς ρυθμούς τόσο μπροστά όσο και πίσω από τις κάμερες--ένα γεγονός που ευχαριστεί ιδιαίτερα τον Φίνο. Τη σεζόν 1961-62, τον Κατήφορο ακολουθούν άλλες τέσσερις ταινίες που είναι μεταφορές θεατρικών έργων: Ο ατσίδας (πάλι έργο του Ψαθά, που αυτή τη φορά μεταφέρεται σε θεσσαλονικιώτικα τοπία), Ο Δήμος απ' τα Τρίκαλα (του Δημήτρη Γιαννουκάκη), Η κυρία του κυρίου (των Νίκου Τσιφόρου-Πολύβιου Βασιλειάδη) και Ο σκληρός άνδρας (του Γεώργιου Ρούσσου--εδώ έχουμε μια σκηνή ανθολογίας με τη Σπεράντζα Βρανά και τον Κώστα Χατζηχρήστο)... Όλα αποδεικνύουν τη μαεστρία του Δαλιανίδη και γίνονται επιτυχίες. Ο Φίνος έχει πλέον τυφλή εμπιστοσύνη στον νέο σκηνοθέτη, ο οποίος έχει για τη σεζόν 1962-63 μεγαλεπήβολα σχέδια...

Τα μιούζικαλ "δυτικού τύπου"
Τη σεζόν 1962-63 ο Δαλιανίδης δίνει στον Φίνο ένα δεύτερο κοινωνικό δράμα με θέμα τα παραστρατήματα των νέων, το πασίγνωστο Νόμος 4000, όμως το στοίχημα που βάζει ο Δαλιανίδης είναι να συστήσει στο κοινό τις μουσικές ταινίες. Ο ίδιος αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τον όρο "μιούζικαλ", προτιμά το "μουσική κωμωδία", αλλά η κριτική και το κοινό τον υιοθετούν. Φυσικά δεν είναι ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που γυρίζει μιούζικαλ: στη δεκαετία του '50 είχαν μεταφερθεί κάποιες οπερέττες στο σινεμά (πιο πετυχημένη ο Βαφτιστικός) ενώ το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ είναι αναμφισβήτητα το Χαρούμενο ξεκίνημα του Ντίνου Δημόπουλου που προβλήθηκε το 1954. Ο Δαλιανίδης όμως είναι ο πρώτος που θα ασχοληθεί συστηματικά με το είδος, θα κάνει συγκεκριμένη πρόταση, θα δώσει συγκεκριμένη φόρμα που στη συνέχεια θα ανανεώσει και βέβαια θα δημιουργήσει και τον κατάλληλο "θίασο" για αυτό. Επικεφαλής αυτού του θιάσου (παρόλο που τον πρώτο καιρό δεν είναι το πρώτο-πρώτο όνομα) τίθεται η Ρένα Βλαχοπούλου.

Η Ρένα Βλαχοπούλου έχει ως τώρα γυρίσει δυο ελληνικές ταινίες, τις Πρωτεουσιάνικες περιπέτειες του Γιάννη Πετροπουλάκη (άλλη μια απόπειρα μουσικής ταινίας, σαφώς όμως ανολοκλήρωτη και όχι ιδιαίτερα επιτυχής) και το Όταν λείπει η γάτα του Αλέκου Σακελλάριου (επίσης ταινία με αρκετά τραγούδια). Η πρώτη είχε εμπορική επιτυχία αλλά δεν αξιοποιούσε στο έπακρο τις δυνατότητες της Ρένας. Η δεύτερη έδωσε στη Ρένα την ευκαιρία να δείξει τι θα μπορούσε να κάνει στην κωμωδία, αλλά ο ρόλος της είναι μικρός και η όλη παραγωγή όχι ιδιαίτερα φιλόδοξη. Αυτές οι δυο ταινίες είναι ο λόγος που ο Φίνος αντιδρά όταν ο Δαλιανίδης τού λέει ότι χρειάζεται τη Βλαχοπούλου για τη μουσική ταινία που ετοιμάζει. Πιστεύει ότι δεν μπορεί να σταθεί σε μια ταινία--απόδειξη το ότι δεν έχει κάνει τίποτα ουσιαστικό στο σινεμά. Ο Δαλιανίδης όμως επιμένει (όπως έκανε και στην περίπτωση του Κούρκουλου), αφού ξέρει πραγματικά τις δυνατότητες της Ρένας: άλλωστε τη θαύμαζε από τότε που ήρθε στην Αθήνα, αρχικά ως τραγουδίστρια και στη συνέχεια ως νουμερίστα. Γνωρίζοντας λοιπόν πως η Βλαχοπούλου θα του είναι απαραίτητη για το μιούζικαλ, πείθει τον Φίνο να υποχωρήσει. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: η Ρένα θριαμβεύει στο Μερικοί το προτιμούν κρύο και ξεκινά την κινηματογραφική καριέρα που θα την κάνει γνωστή και δημοφιλή σε όλη την Ελλάδα, θα προσφέρει διάρκεια στη θεατρική της καριέρα και κυρίως μια σημαντική θέση στη μνήμη και στην καρδιά μας.


Βέβαια στην ταινία δεν υπάρχει μόνο η Ρένα Βλαχοπούλου (παρόλο που νομίζω ότι κυριαρχεί). Υπάρχει κι ο Ντίνος Ηλιόπουλος: έχει ήδη συνεργαστεί μαζί της στη ραδιοφωνική μουσική κωμωδία Τα ετερώνυμα έλκονται, αλλά εδώ δημιουργείται μια καταπληκτική χημεία ανάμεσά τους. Υπάρχει βέβαια η Ζωή Λάσκαρη που επιδεικνύει τις χορευτικές της ικανότητες, ο Κώστας Βουτσάς που λάμπει, ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης και η Χλόη Λιάσκου που γοητεύουν και φυσικά η Μάρθα Καραγιάννη. Η Καραγιάννη είναι η μόνη ηθοποιός που θα παίξει σε όλα τα μεγάλα μιούζικαλ που γυρίζει ο Δαλιανίδης μέχρι το 1971, αλλά σε αυτό το πρώτο μιούζικαλ δεν χορεύει! Ο λόγος; Ο ρόλος της επρόκειτο να παιχτεί από την Άννα Φόνσου, η οποία όμως για κάποιον λόγο δεν ήρθε στα γυρίσματα και έτσι ο Δαλιανίδης ζήτησε από την Καραγιάννη να συμμετάσχει στο έργο.

Αυτό το επίσημα πρώτο ελληνικό μιούζικαλ στηρίζεται σε ένα καθαρά ελληνικό θέμα: την υποχρέωση που έχουν οι άντρες να παντρέψουν τις αδελφές τους προτού παντρευτούν οι ίδιοι. Ο Δαλιανίδης διανθίζει επιδέξια την ιστορία με μουσικά νούμερα που δένουν αρμονικά με την υπόθεση και παρουσιάζουν κάποιες από τις τεχνικές που θα γίνουν το σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη στις επόμενες ταινίες: μουσικές φαντασίες στις οποίες κυριαρχούν έντονα χρώματα σε ένα μαύρο φόντο, στυλιζαρισμένες πόζες, εντυπωσιακός χορός. Ο Δαλιανίδης γνωρίζει καλά τον χορό λόγω της θητείας του στο μουσικό θέατρο και παρόλο που συνεργάζεται με σπουδαίους χορογράφους όπως ο Μανώλης Καστρινός και ο καλός του φίλος Γιάννης Φλερύ, η δικιά του γνώση και γνώμη περνούν στο τελικό αποτέλεσμα--σίγουρα και μέσα από το στήσιμο των πλάνων του. Φυσικά σε ένα μιούζικαλ κυρίαρχο ρόλο παίζει και η μουσική: ο Δαλιανίδης έχει την τύχη να συνεργάζεται και να διαφωνεί δημιουργικά με τον Μίμη Πλέσσα. Τα εξαιρετικά αποτελέσματα δεν φαίνονται μόνο στην οθόνη, είναι "ορατά" και στα soundtracks των ταινιών (που ολοκληρωμένα κυκλοφόρησαν πολλά χρόνια μετά την προβολή των ταινιών).  


To Μερικοί το προτιμούν κρύο προβάλλεται στις 14 Ιανουαρίου του 1963 και γνωρίζει τεράστια επιτυχία: μέσα σε πέντε εβδομάδες "κόβει" περισσότερα από 200.000 εισιτήρια στην Αθήνα και τον Πειραιά (την πρώτη μέρα μόνο κόβει 21.480 εισιτήρια!). Τα τραγούδια της ταινίας κυκλοφορούν σε δίσκους και ακούγονται από το ραδιόφωνο. Οι κινηματογράφοι σε όλη την Ελλάδα παίζουν στα διαλείμματα το 45άρι που περιλαμβάνει από τη μια πλευρά το "Σαν ξημερώνει Κυριακή" και από την άλλη το "Έχω στενάχωρη καρδιά", το τραγούδι που εισάγει τη μόδα των ελαφρολαϊκών τραγουδιών. Βέβαια, το μεγάλο hit της ταινίας είναι το "Η πρώτη μας νύχτα" που στην ταινία υποτίθεται ότι τραγουδάει ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης, ενώ στην πραγματικότητα ακούγεται η φωνή του Λάκη Παλίδη. Στη δισκογραφία ωστόσο γίνεται επιτυχία με τη φωνή του Γιάννη Βογιατζή. (Αξίζει να σημειώσουμε ότι στα πρώτα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, με εξαίρεση τη Βλαχοπούλου, οι ηθοποιοί ντουμπλάρονται από νέους/ες τραγουδιστές/τριες της εποχής όπως ο Παλίδης, ο Αλέκος Ζαχαράκος και η Νέλλη Μάνου). Η ταινία θα εγκαινιάσει την πρώτη σειρά μιούζικαλ του Δαλιανίδη, αυτά που οι μελετητές του ελληνικού σινεμά ονομάζουν αργότερα "δυτικού τύπου μιούζικαλ".

Κάτι να καίει: οι 5-Salonica στον Λευκό Πύργο

Το δεύτερο από τα τέσσερα μιούζικαλ αυτής της σειράς είναι το Κάτι να καίει. Αυτή τη φορά, παρόλο που εξακολουθεί να μην το δηλώνει, ο Δαλιανίδης φτιάχνει ένα ολοκληρωμένο μιούζικαλ: τα χορευτικά χρησιμοποιούνται περισσότερο (και η Μάρθα Καραγιάννη επιτέλους χορεύει), η Ρένα Βλαχοπούλου τραγουδάει σε τέσσερις σκηνές και στο τέλος του φιλμ υπάρχει ένα μεγάλο φινάλε με την παρέλαση όλων των πρωταγωνιστών/τριών. Το δεύτερο αυτό μιούζικαλ ξεπερνάει κάθε προηγούμενο εισπρακτικής επιτυχίας, καθώς έρχεται πρώτο στον πίνακα των εισιτηριών Α΄ προβολής της σεζόν 1963-64 με 660.000 εισιτήρια, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Μεθύστακα που το 1950 είχε κόψει 305.000 εισιτήρια. Η ταινία είναι η πρώτη έγχρωμη σινεμασκόπ ταινία του ελληνικού σινεμά και η δράση της ξεκινάει στη Θεσσαλονίκη: ο Δαλιανίδης βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τις ομορφιές της γενέτειράς του--και μάλιστα στην περίοδο της Διεθνούς Έκθεσης. Εκμεταλλεύεται ακόμα τις ομορφιές των Τεμπών, ενώ δεν λείπει και η Ακρόπολη από τα πλάνα του. Βλαχοπούλου-Ηλιόπουλος πετούν "δολοφονικές ατάκες" και ο Κώστας Βουτσάς αφήνει εποχή με το "Φςςς μπόινγκ". Υπάρχει όμως και για πρώτη φορά στο πανί μια απόδειξη της ικανότητας της Ρένας να παίξει και κάτι λιγότερο κωμικό, κάτι πιο μελαγχολικό: λίγο πριν το φινάλε η ηρωίδα που υποδύεται, η Σοφία, κάνει μια πικρή διαπίστωση: "Άσε με εμένα, εγώ ήμουν άτυχη στους άνδρες... Η μοίρα ορισμένων γυναικών είναι να μένουν γεροντοκόρες για να νταντεύουν τα παιδιά των αδελφών τους... Γίναν τόσο απότομα όλα αυτά"... Το παράπονο διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό, αλλά χάρη στη μαεστρία του Δαλιανίδη μας αποκαλύπτεται μια άλλη διάσταση του ταλέντου της Βλαχοπούλου. Σε ό,τι αφορά τις μουσικές σκηνές της ταινίας, υπάρχουν επιρροές από το West Side Story (η σκηνή που οι αστυνόμοι κυνηγούν τους μικροπωλητές) και βέβαια το μεγάλο φινάλε φανερώνει την επίδραση της επιθεώρησης, συνδυάζοντας το λαϊκό τραγούδι ("Όπου κι αν ψάξω βρίσκεσαι" με τη φωνή της Ρένας αλλά και το μπουζούκι του Γιώργου Ζαμπέτα) με τους δυτικοευρωπαϊκούς ήχους. 
Κάτι να καίει στην κοιλάδα των Τεμπών

Οι λαϊκός ήχος είναι λιγότερο έντονος στο μιούζικαλ της επόμενης σεζόν (1963-64). Τα Κορίτσια για φίλημα είναι για πολλούς/ές το καλύτερο μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Και πάλι η εικόνα είναι έγχρωμο σινεμασκόπ, αλλά η τεχνική πρωτοπορία αυτής της ταινίας εντοπίζεται στον ήχο: ο Φίνος φέρνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον στερεοφωνικό ήχο (είναι τέτοιο το μεράκι του μεγάλου παραγωγού που δεν θα φοβηθεί τον κόπο και τα έξοδα παρόλο που το αποτέλεσμα θα ακουστεί τελικά μόνο σε έναν κινηματογράφο, στο "Αττικόν", αφού καμιά άλλη ελληνική αίθουσα δεν διαθέτει την κατάλληλη τεχνική υποδομή για στερεοφωνικό ήχο). Αυτή τη φορά ο Δαλιανίδης χρησιμοποιεί τη Ρόδο και την Ύδρα, αλλά και τις ομορφιές της Αθήνας (η Ρένα τραγουδά το "Γελά γαλάζιος ουρανός" σε ένα αυτοκίνητο που περνάει από όλα τα αθηναϊκά landmarks, ακριβώς όπως την προηγούμενη σεζόν τραγουδούσε το "Γλυκιά ζωή" σε ένα αμάξι που περνούσε από τα θεσσαλονικιώτικα landmarks...). Βλαχοπούλου και Βουτσάς κυριαρχούν στις κωμικές σκηνές ("Κύριε Ράμογλου, αν ξαναπείς για το κότερο, θα στο βουλιάξω!") και τα νεότερα κορίτσα κυριαρχούν στα χορευτικά. Το φινάλε υμνεί πανηγυρικά τα κάλλη της Αθήνας--επικεφαλής η... ζωγράφος Ρένα Βλαχοπούλου--και κρύβει πετυχημένα τη "φτώχια" της παραγωγής: τα μανεκέν της σχολής Αντουανέτας Ροντοπούλου που παριστάνουν τα χρώματα της παλέτας δεν είναι ντυμένα με τουαλέτες, αλλά... τυλιγμένα σε τόπια από ύφασμα που κρύβονται κάτω από την τουαλέτα και θα επιστραφούν στο κατάστημα μετά το γύρισμα... (όπως θα επιστραφεί στην παρτεναίρ του Καστρινού στο θέατρο Χρυσούλα Ζώκα και το φτερό που κρατάει η Ζωή Λάσκαρη, ένα φτερό που η ίδια η Ζώκα είχε χρησιμοποιήσει στην επιθεώρηση αλλά και σε μια ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία...)
Κορίτσια για φίλημα: Η Ρένα Βλαχοπούλου και η Ζωή Λάσκαρη
με το δανεικό φτερό της Χρυσούλας Ζώκα

Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, το τελευταίο μιούζικαλ της κατηγορίας "δυτικού τύπου" έχει σκηνές γυρισμένες στο εξωτερικό. Η ιστορία του Ραντεβού στον αέρα, που είναι η εμπορικότερη ταινία της σεζόν 1965-66, ξεκινάει στο Παρίσι όπου η ελληνίδα υποψήφια των καλλιστείων (Ελένη Προκοπίου) χάνει την πρωτιά στον διαγωνισμό και η αδελφή της (Ρένα Βλαχοπούλου) είναι έξαλλη με την επιτροπή και τους δημοσιογράφους. Ευκαιρία για ένα ωραίο νούμερο στο οποίο η Ρένα υμνεί τα κάλλη της Προκοπίου (γυρισμένο στο στούντιο) αλλά και για ένα χορευτικό της Προκοπίου σε παρισινά τοπία. Η Ρένα αν και εμφανίζεται συνολικά λιγότερα λεπτά από τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς κυριαρχεί στην ταινία καθώς έχει διπλό ρόλο και σατιρίζει τον ίδιο της τον εαυτό. Σκηνή ανθολογίας η παράσταση στην αεροπορία όπου ως "ψεύτικη" Ρένα Βλαχοπούλου προσπαθεί να τραγουδήσει πλέι μπακ το "Έχω στενάχωρη καρδιά" όταν χαλάει το πικάπ, και άλλη μια ευκαιρία να παίξει μια δραματική σκηνή όταν η "πραγματική" Ρένα Βλαχοπούλου ανακαλύπτει την απάτη και ο υποψήφιος μνηστήρας ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την "ψεύτικη". Το μεγάλο φινάλε είναι προφητικό: στο πλαίσιο ενός τηλεοπτικού προγράμματος το καστ αποχαιρετά παλιούς τρόπους διασκέδασης και υποδέχεται την τηλεόραση. Η Ρένα συγκινεί με το "Φεύγουν τα χρόνια" και η περίοδος των μιούζικαλ "δυτικού τύπου" ολοκληρώνεται πανηγυρικά.


Τα μιούζικαλ "ελληνικού τύπου"
Τη σεζόν 1966-67 τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη αλλάζουν προσανατολισμό: μετά από τέσσερα χρόνια δυτικότροπης μουσικής έκφρασης, το μπουζούκι αποκτά κεντρική θέση στις ορχήστρες του Μίμη Πλέσσα. Προς αυτή την κατεύθυνση είχαν ήδη κινηθεί την προηγούμενη σεζόν οι Διπλοπενιές του Γιώργου Σκαλενάκη με το ζεύγος Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, αλλά ο Δαλιανίδης θα καταθέσει πιο ολοκληρωμένη πρόταση.

Η Λύδια Παπαδημητρίου στο βιβλίο της Το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ (εκδόσεις Παπαζήση, 2009) παρουσιάζει μια διεξοδική μελέτη όλων των ελληνικών μιούζικαλ και ασχολείται ιδιαίτερα με τη νέα αυτή τάση που παρατηρείται αυτή τη χρονική περίοδο. Η Παπαδημητρίου στηρίζει τη μελέτη της στο σχήμα "ελληνική ταυτότητα/ρωμέικη ταυτότητα" που εισήγαγε ο αμερικανός ανθρωπολόγος Michael Herzfeld. Η "ελληνική ταυτότητα" αναφέρεται σε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας που έχουν σχέση με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν και προτρέπουν την υιοθέτηση δυτυικών πολιτιστικών μοντέλων. Αντίθετα, η "ρωμέικη ταυτότητα" δίνει έμφαση στις παραδόσεις που σχετίζονται με την ανατολή, με το πιο πρόσφατο παρελθόν του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας. Αυτές οι δυο όψεις της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας εκφράστηκαν σε διάφορες όψεις της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής του τόπου μας. Στη μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα οι όψεις της "ρωμέικης" ταυτότητας εκπροσωπούν το παλιό και υποτάσσονται στην ελληνική που εκπροσωπεί το καινούριο--και αυτό φαίνεται στην κυριαρχία ενός δυτικότροπου μουσικού ύφους και στην πιο περιορισμένη παρουσίαση του λαϊκού στοιχείου. Στα πρώτα τέσσερα μιούζικαλ του Δαλιανίδη, το παλιό υποτάσσεται στο καινούριο: με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει η Παπαδημητρίου, οι ταινίες αντικατοπτρίζουν τις τάσεις της ελληνικής κοινωνίας "που σχετίζονταν με τον ταχύρρυθμο εκσυγχρονισμό και δυτικοποίηση που πραγματώθηκε μετά τον πόλεμο" (σ. 270). 

Όταν ο Σκαλενάκης γύρισε τις Διπλοπενιές, δήλωσε πως πρόθεσή του είναι να φτιάξει ένα μιούζικαλ "εθνικό, ρωμέικο" όπου θα κυριαρχεί το μπουζούκι, εφόσον θεωρεί πως τα αμερικανικού τύπου ελληνικά μιούζικαλ είναι κακέκτυπα των αμερικανικών. Όπως παρατηρεί η Λυδία Παπαδημητρίου, ο Δαλιανίδης αποφεύγει τον όρο "εθνικό μιούζικαλ" και χαρακτηρίζει την ταινία Οι θαλασσιές οι χάντρες μουσική ηθογραφία. Σε αντίθεση με τον Σκαλενάκη που παρουσιάζει μια ρεαλιστική προσέγγιση της "ρωμέικης" ελληνικότητας και διακηρύσσει κατά κάποιον τρόπο μια επιστροφή στην παράδοση, ο Δαλιανίδης την προσεγγίζει τη "ρωμέικη" ελληνικότητα "με ειρωνική απόσταση και φαντασμαγορία. Ο Δαλιανίδης αμφισβητεί την υποτιθέμενη αυθεντικότητα της ρωμέικης ταυτότητας" (σ. 192). Αυτό φαίνεται έντονα μέσα από τη χρήση της μουσικής: η αρχική αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή τάξη και στην αστική υπογραμμίζεται από τη χρήση μπουζουκιού και μοντέρνας μουσικής αντίστοιχα. Όταν η πλούσια ηρωίδα (Ζωή Λάσκαρη) και ο φτωχός μπουζουξής (Φαίδων Γεωργίτσης) ενώνονται, η μουσική που γιορτάζει την ένωσή τους είναι λαϊκή--θρίαμβος της ρωμέικης ταυτότητας. Στη συνέχεια όμως βλέπουμε τις προσπάθειες του μπουζουξή Γεωργίτση να γίνει μέλος της αστικής τάξης, με αποκορύφωμα την κωμική συναυλία που δίνει σε ένα μεγάλο θέατρο με αστικό κοινό--άρα η ρωμέικη ταυτότητα υποτάσσεται στην ελληνική. Με άλλα λόγια, ο Δαλιανίδης υπονομεύει την αυθεντικότητα και ίσως και την αθωότητα της ρωμέικης ταυτότητας μέσα από την εμπορευματοποίηση του μπουζουκιού και την επιθυμία της λαϊκής τάξης για κοινωνική άνοδο... Το στυλιζάρισμα που αποτελεί χαρακτηριστικό της σκηνοθεσίας του Δαλιανίδη εξυπηρετεί την ειρωνική απόσταση της οπτικής του. Βέβαια, παρατηρεί η Παπαδημητρίου (σ.202), η ταινία δεν οδηγεί σε μια κριτική της κατάστασης: στο τέλος υπάρχει αποδοχή αυτής της κατάστασης και της ικανοποίησης της επιθυμίας των λαϊκών στρωμάτων να ανέλθουν. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι τελικά Οι θαλασσιές οι χάντρες απεικονίζουν τη "ρωμέικη" ταυτότητα μέσα από μια κυρίαρχα "ελληνική" οπτική: ο εκσυγχρονισμός μοιάζει αναπόφευκτος ωστόσο αρκετά στοιχεία της παράδοσης διατηρούνται.

Γοργόνες και μάγκες

Η οπτική αυτή διατηρείται και στα δυο επόμενα μιούζικαλ "ελληνικού τύπου", το Μια κυρία στα μπουζούκια και οι Γοργόνες και μάγκες, στις οποίες θίγονται ζητήματα όπως ο τουρισμός και το φολκλόρ μέσα από την παρωδία και τη σάτιρα. Σας παραπέμπω στη μελέτη της Παπαδημητρίου για μια ολοκληρωμένη κριτική παρουσίαση των τριών ταινιών και για τη θέση τους στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή της περιόδου εκείνης (1966-1969). Εγώ θα περιοριστώ να πω πως και οι τρεις ταινίες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία: δεν κατέκτησαν την πρώτη θέση στον πίνακα εισιτηρίων (η Αλίκη Βουγιουκλάκη πήρε και πάλι τα πρωτεία που είχε χάσει επί τέσσερις σεζόν) αλλά βρίσκονται πάντα ανάμεσα στις δέκα πρώτες ταινίες της σεζόν.

Μια κυρία στα μπουζούκια: Μαίρη Χρονοπούλου-Μάρθα Καραγιάννη

Τα τρία αυτά μιούζικαλ γυρίζονται σε μια περίοδο που η Ρένα Βλαχοπούλου έχει αποχωρήσει (δυστυχώς) από τον Φίνο για να συνεργαστεί με την εταιρία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Ο δαλιανίδειος θίασος χάνει ένα γερό χαρτί, αλλά ο Δαλιανίδης βρίσκει τρόπο να την αντικαταστήσει: για τα τραγουδιστικά/θεαματικά μέρη επιστρατεύει μια ηθοποιό που πρώτος εκείνος αξιοποιεί στο μιούζικαλ, τη Μαίρη Χρονοπούλου (που τραγουδάει κλασικές πια επιτυχίες όπως το "Έκλαψα χθες", "Είμαι γυναίκα του γλεντιού", "Του αγοριού απέναντι", "Καμαρούλα"), και για τα κωμικά  χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη Μάρθα Καραγιάννη που δεν είναι πλέον απλώς η όμορφη κοπέλα που χορεύει, αλλά στηρίζει κωμικές σκηνές τσαλακώνοντας την ομορφιά της (και έτσι δίνει μια νέα εξέλιξη στην καριέρα της). Ο υπόλοιπος θίασος (Λάσκαρη, Βουτσάς, Βογιατζής) δίνει δυναμικό "παρών/παρούσα", προστίθενται όμως πλέον σ' αυτόν νέα μέλη όπως ο εξαιρετικός Χρόνης Εξαρχάκος και ο Φαίδων Γεωργίτσης, αλλά και τραγουδιστές/τραγουδίστριες που ερμηνεύουν οι ίδιοι πλέον στις ταινίες τα τραγούδια που γίνονται σουξέ και στη δισκογραφία: τη νέα αυτή τάση εξυπηρετεί και στις τρεις ταινίες ο Γιάννης Πουλόπουλος (με σουξέ όπως "Θα πιω απόψε το φεγγάρι", "Απόψε κλαίει ο ουρανός", "Καμαρούλα"), ενώ εμφανίζονται ακόμα η Αλέκα Μαβίλη (στις Χάντρες) και φυσικά η Μαρινέλλα που ξεκινά τη σόλο καριέρα της με το "Άνοιξε πέτρα" που τραγουδά στο Γοργόνες και μάγκες.


Το Γοργόνες και μάγκες είναι το τελευταίο μεγάλο επιτυχημένο μιούζικαλ του Δαλιανίδη και κλείνει την περίοδο των μιούζικαλ "ελληνικού τύπου". Η τρίτη περίοδος των μουσικών του ταινιών έχουν θεατρική προέλευση και θα την παρουσιάσω στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος. Πριν προχωρήσω όμως στις κωμωδίες και στα δράματα που ο Δαλιανίδης γύριζε όλα αυτά τα χρόνια παράλληλα με τα μιούζικαλ, θα καταφύγω και πάλι στη Λυδία Παπαδημητρίου για να επιχειρήσω μια συνολική αποτίμηση των κινηματογραφικών του μιούζικαλ. Σχολιάζοντας τις κριτικές--που γράφονταν ήδη από την εποχή της πρώτης προβολής τους και εξακολουθούν να γράφονται μέχρι σήμερα--οι οποίες θεωρούν το δαλιανίδειο μιούζικαλ φτωχό κακέκτυπο του αμερικανικού, η  Παπαδημητρίου υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για περιπτώσεις αποτυχημένης αντιγραφής. Σαφώς τα ελληνικά μιούζικαλ έχουν επηρεαστεί από αυτά, έχουν όμως επηρεαστεί επίσης από το ελληνικό μουσικό θέατρο (κυρίως από την επιθεώρηση--βλ. όλα εκείνα τα μεγάλα μουσικά φινάλε των ταινιών του Δαλιανίδη μα και την επεισοδιακή δομή των αφηγήσεων ή τη διακωμώδηση του χορού και του τραγουδιού--και ίσως σε ένα μικρό βαθμό, ενσωματώνουν στοιχεία και από την οπερέττα), τη λαϊκή μουσική και τους λαϊκούς χορούς, την ελληνική κινηματογραφική και θεατρική κωμωδία. Έτσι, η Παπαδημητρίου τονίζει ότι το ελληνικό μιούζικαλ "ανέπτυξε μια ιδιαίτερη κινηματογραφική ταυτότητα συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο μια σειρά ετερογενή μορφολογικά και πολιτισμικά στοιχεία" (σ. 270). Θεματικά, τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη στηρίχτηκαν στη συνομιλία ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, τη ρωμέικη και την ελληνική ταυτότητα:  άλλοτε υπάρχει η υποταγή του παλιού στο νέο και άλλοτε οι προσπάθειες του παλιού να αφομοιώσει στοιχεία του νέου. Με άλλα λόγια, η ελληνικότητα αλλά και η επιτυχία του είδους αυτού "οφείλονται στο γεγονός ότι κατανόησε και εξέφρασε τις κυρίαρχες επιθυμίες του έθνους την περίοδο της δημιουργίας του--να γίνει σύγχρονο, δυτικότροπο, πλούσιο, αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσει μερικά παραδοσιακά χαρακτηριστικά που θα χρησίμευαν στο να διακρίνεται η Ελλάδα από άλλα έθνη, στο πλαίσιο μιας όλο και περισσότερο αλληλοσχετιζόμενης παγκόσμιας κοινότητας" (σ. 270).

Έχω διαβάσει σε μια συνέντευξη ενός σύγχρονου Έλληνα σκηνοθέτη ότι τα μιούζικαλ αυτά ήταν φασιστικά επειδή απέκρυπταν πραγματικές πτυχές της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Γενικεύοντας αυτό που γράφει η Παπαδημητρίου για την περίοδο της δικτατορίας, θα πω ότι σαφώς η διάθεση των δαλιανίδειων μιούζικαλ δεν είναι ανατρεπτική αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν προπαγάνδα για το καθεστώς. Οι σχέση τους με το καθεστώς είναι ομολογουμένως ειρηνική και όχι αντιθετική: πρόκειται όμως για ψυχαγωγικό κινηματογράφο που αποτυπώνει κάποιες πτυχές της κοινωνίας, ανώδυνες ίσως, αλλά τολμά και να σατιρίσει κάποιες άλλες, ίσως με ανώδυνο τρόπο. Καλώς ή κακώς οι ταινίες αυτές γεννήθηκαν στο πλαίσιο μιας βιομηχανίας που δεν τόλμησε να ανατρέψει το κατεστημένο αλλά βοήθησε σε κάποιο βαθμό τον κόσμο που το υφίστατο να το αντέξει λίγο περισσότερο...

Τα κοινωνικά δράματα
Η πετυχημένη πορεία του Κατήφορου και του Νόμος 4000 αποδεικνύουν την ικανότητα του Δαλιανίδη στο δράμα. Έτσι παράλληλα με τις έγχρωμες μουσικές ταινίες συνεχίζει να γυρίζει ασπρόμαυρα κοινωνικά δράματα, κυρίως σε σενάρια δικά του, αλλά κάποιες φορές και σε σενάρια άλλων, όπως του Νίκου Φώσκολου και του Γιάννη Μαρή. Στα πιο πολλά από αυτά τα δράματα πρωταγωνίστρια είναι η Ζωή Λάσκαρη: Ίλιγγος, Ιστορία μιας ζωής, Εγωισμός, Χωρίς ταυτότητα, Δάκρυα για την Ηλέκτρα. Πρόκειται για καλογυρισμένες τολμηρές (για την εποχή τους) ιστορίες στις οποίες προβάλλεται η φυσική ομορφιά της πρωταγωνίστριας (και γι' αυτόν τον λόγο οι ταινίες χαρακτηρίζονται "ακατάλληλες δι' ανηλίκους"), η οποία αποτελεί συνήθως το "μήλο της Έριδος" ανάμεσα σε δυο ή περισσότερους άνδρες, συχνά διαφορετικών ηλικιών, και βρίσκεται μπλεγμένη σε σχέσεις που δέχονται τα πυρά του κοινωνικού περίγυρου. Η κοινωνική κριτική δεν απουσιάζει από τις ταινίες, αλλά σαφώς δεν γίνεται ποτέ δηκτική. Για πολλούς/ές η καλύτερη συνεργασία Λάσκαρη-Δαλιανίδη είναι η Στεφανία, όπου μεταξύ άλλων γίνονται αναφορές και στο σωφρονιστικό σύστημα.

Δεν ξεχωρίζει όμως μόνο η Λάσκαρη σ' αυτές τις ταινίες: λάμπουν πλάι της σπουδαίοι ηθοποιοί όπως η Βούλα Ζουμπουλάκη, ο Μάνος Κατράκης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Δέσπω Διαμαντίδου, η Τζένη Ρουσσέα, η Τασώ Καββαδία, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, ο Σπύρος Φωκάς και βέβαια η Μαίρη Χρονοπούλου που με την καθοδήγηση του Δαλιανίδη θριαμβεύει επίσης στις ταινίες Όταν η πόλις πεθαίνει και Το παρελθόν μιας γυναίκας. Το τελευταίο ασπρόμαυρο δράμα του Δαλιανίδη είναι το Ολγα, αγάπη μου με τη Λάσκαρη και τον Γιάννη Φέρτη. Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του '60, όμως, ο Δαλιανίδης γυρίζει με τη Λάσκαρη και δυο έγχρωμες δραματικές ταινίες. Η πρώτη είναι μάλιστα ένα δραματικό μιούζικαλ: το Γυμνοί στον δρόμο είναι η κινηματογραφική μεταφορά της Γειτονιάς των αγγέλων του Ιάκωβου Καμπανέλλη με μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Παρά την εκρηκτική συνύπαρξη της Λάσκαρη με τον Νίκο Κούρκουλο, η ταινία δεν αρέσει στο μεγάλο κοινό. Αντίστοιχα, μέτρια επιτυχία έχει και το Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο, ένα αντιστασιακό δράμα, γυρισμένο μέσα στη δικτατορία, τότε που όλες οι πρωταγωνίστριες γύριζαν από μία τουλαχιστον ταινία με θέμα τον πόλεμο και την Αντίσταση. Αυτή η ταινία όμως διέφερε από τις άλλες: πολλοί/ές κριτικοί, από τη μεγαλύτερη Ροζίτα Σώκου μέχρι τους νεότερους Ιάσονα Τριανταφυλλίδη και τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη επισήμαναν ότι πρόκειται για την πιο σεμνή "αντιστασιακή" ταινία που έχει να επιδείξει ο ελληνικός κινηματογράφος. "Παρουσίαζε τα πράγματα όπως ακριβώς τα ζήσαμε" έλεγε η Ροζίτα Σώκου...

Οι αγαπημένες κωμωδίες
Τα ασπρόμαυρα δράματα του Δαλιανίδη ήταν πετυχημένα, αλλά το μεγάλο κοινό έδειχνε πάντα ιδιαίτερη προτίμηση στις κωμωδίες του, ασπρόμαυρες και έγχρωμες. Είτε επρόκειτο για μεταφορές θεατρικών έργων στο πανί είτε, αργότερα, για πρωτότυπες κωμωδίες γραμμένες από τον ίδιο, ο  Δαλιανίδης ήξερε να δίνει τον σωστό ρυθμό στους/στις ηθοποιούς αλλά και στην κάμερα. Κάποιες κριτικές μίλησαν για "φιλμαρισμένο θέατρο" και αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις ισχύει--αλλά πρόκειται για πολύ σωστά φιλμαρισμένο και πολύ σωστά διδαγμένο θέατρο (στο κάτω-κάτω πολλές φορές τους ρόλους δεν ερμηνεύουν οι πρώτοι/ες διδάξαντες/ασες που μπορεί να θυμούνταν τη διδασκαλία του θεατρικού σκηνοθέτη). Όμως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με φιλμαρισμένο θέατρο. Ο Δαλιανίδης παίρνει το θεατρικό κείμενο και το επεξεργάζεται με κινηματογραφικούς όρους, προσθέτει σκηνές είτε για να περιορίσει τις αφηγήσεις των ηθοποιών είτε για να φωτίσει καλύτερα κάποιες πτυχές της υπόθεσης, αφαιρεί σκηνές όταν ξέρει πως μπορεί να χαλαρώσουν τους ρυθμούς, αλλάζει ακόμα και την πλοκή σε κάποιες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι δυο κινηματογραφικές μεταφορές θεατρικών έργων στις οποίες πρωταγωνιστεί η Ρένα Βλαχοπούλου. 


Το Ένα κορίτσι για δύο που προβλήθηκε τον Οκτώβρη του 1963 είναι η κινηματογραφική μεταφορά της κωμωδίας Ερωτευθείτε παρακαλώ  των Ν. Τσιφόρου-Πολ. Βασιλειάδη. Στο θέατρο παίχτηκε για δυο μήνες περίπου από τον θίασο Κάκιας Αναλυτή-Κώστα Ρηγόπουλου. Στα χέρια του Δαλιανίδη το κείμενο έγινε ένα σενάριο που ταίριαζε γάντι στους ηθοποιούς του θιάσου του (Λάσκαρη, Βουτσάς, Καραγιάννη, Βογιατζής--και μάλιστα ο Δαλιανίδης αλλάζει λίγο και το φινάλε του έργου για να εξυπηρετήσει τις κινηματογραφικές τους προσωπικότητες), διανθίστηκε με δυο μουσικά νούμερα (η Ζωή Λάσκαρη τραγουδά με τη φωνή της Νέλλης Μάνου) και βέβαια εμπλουτίστηκε με την εμφάνιση της Ρένας Βλαχοπούλου που παίζει τον μικρότερο κινηματογραφικό της ρόλο, αλλά είναι τέτοιο το εκτόπισμά της που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγάλος (στο θέατρο τον ερμήνευσε μια σπουδαία καρατερίστα, η Μαρίκα Νέζερ): μπορεί να είναι μόνο η τέταρτη ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου, αλλά στα χέρια του Δαλιανίδη είναι πλέον μια έμπειρη κινηματογραφική κωμικός που παίζει μάλιστα έναν ρόλο που δεν είναι γραμμένος για εκείνη.
 
Αυτό το "ζητούμενο" ικανοποιείται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην επόμενη θεατρική κωμωδία που διασκευάζει ο Δαλιανίδης για να πρωταγωνιστήσει η Ρένα Βλαχοπούλου και που δεν είναι άλλη από τη θρυλική κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά Η χαρτοπαίχτρα. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι η καλύτερη ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου και αυτή η άποψη σίγουρα στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ρένα ερμηνεύει έναν ρόλο που δεν γράφτηκε για εκείνη (στο θέατρο τον είχε ερμηνεύσει η κυρία Κατερίνα) και ίσως στο γεγονός ότι η ταινία δεν είναι μουσικοχορευτική (γιατί, κακά τα ψέματα, τα μουσικά θεάματα συχνά αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερα της πρόζας). Σαφώς η Ρένα πλάθει έναν ολοκληρωμένο ρόλο, που δεν βγάζει απλώς γέλιο: μπορεί και δίνει με λεπτές αποχρώσεις τη χαρτοπαικτική μανία της Αλέκας, το παράλογο πάθος που οδηγεί σε ακρότητες, αλλά και τη στεναχώρια (όταν ανακαλύπτει ένα σουτιέν στη βαλίτσα του συζύγου της), τη ζήλια, τον θυμό, την πονηριά. Όλα αυτά βγαίνουν έξοχα στο πανί με την μπαγκέτα του μαέστρου Δαλιανίδη που δίνει μια έξοχη κινηματογραφική διασκευή ενός θεατρικού έργου. Οι πρώτες δυο σκηνές της ταινίας είναι αποκλειστικά δικές του, το ίδιο και μερικές ακόμα σκηνές (στο δικαστήριο, στην κλινική, στο κέντρο διασκέδασης), ενώ η υπόθεση τροποποιείται ελαφρώς: ο σύζυγος δεν διατηρεί δεσμό με την κυρία Λελέ, ίσως για να είναι πιο συμπαθής ο Κωνσταντάρας ως σύζυγος, ίσως για να είναι πιο "ανώδυνη" η ταινία και να μη χαρακτηριστεί "Ακατάλληλη"--κάτι που ωστόσο δεν αποφεύχθηκε.
"Ακατάλληλη" χαρακτηρίστηκε και η επόμενη θεατρική κωμωδία που γύρισε ο Γιάννης Δαλιανίδης με τη Ρένα Βλαχοπούλου να παίζει και πάλι εξαίσια έναν ρόλο που δεν γράφτηκε για εκείνη (πρώτη διδάξασα η Μαίρη Αρώνη): το Φωνάζει ο κλέφτης τής δίνει την ευκαιρία να παίξει και πάλι με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και για πρώτη (και τελευταία δυστυχώς) φορά με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Οι επεμβάσεις του Γιάννη Δαλιανίδη είναι λιγότερες σ' αυτή την ταινία, ωστόσο πλουτίζει και πάλι το έργο με εξωτερικά γυρίσματα και σκηνές που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο και μας χαρίζει σκηνές ανθολογίας, όπως η ψεύτικη καρδιακή κρίση της Ρένας ή η γκρίνια της την ώρα που ο Παπαγιαννόπουλος προσπαθεί να προσευχηθεί ("Ναι, δι' ευχών, δεν σε σώζει κανείς, είσαι αμαρτωλός!"). Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Δαλιανίδης είναι πια ο πιο παραγωγικός σκηνοθέτης της Φίνος Φιλμ και γυρίζει κάθε χρόνο πολλές ταινίες (κωμωδίες, δράματα, μιούζικαλ): τη σεζόν που προβάλλεται το Φωνάζει ο κλέφτης (1964-65) έχει γυρίσει τόσες πολλές που για φορολογικούς λόγους δεν μπορεί να τις υπογράψει όλες. Έτσι, τόσο το Φωνάζει ο κλέφτης όσο και το Ένα έξυπνο-έξυπνο μούτρο με τον Κώστα Βουτσά που προβάλλεται την ίδια σεζόν φέρουν επίσημα την υπογραφή του μοντέρ Ανδρέα Ανδρεαδάκη. Περισσότερο από 25 χρόνια αργότερα, όταν τα δυο φιλμ προβάλλονται από τα ιδιωτικά κανάλια, οι τίτλοι τους αλλάζουν και πλέον διαβάζουμε "σενάριο-σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης".
 Ο Γιάννης Δαλιανίδης και η Ρένα Βλαχοπούλου στα γυρίσματα του Φωνάζει ο κλέφτης

Άλλες δημοφιλείς ταινίες που γύρισε τη δεκαετία του '60 ο Δαλιανίδης και έχουν θεατρική προέλευση: Οι κληρονόμοι, Τέντι-μπόι αγάπη μου, Ξυπόλητος πρίγκηψ, Νύχτα γάμου, Ο γόης. Άλλες είναι ασπρόμαυρες κι άλλες είναι έγχρωμες, ενώ σε κάποιες υπάρχουν μουσικά ιντερμέδια στα οποία ο πατέρας του μιούζικαλ δεν λέει ποτέ "όχι". Στους Κληρονόμους επιμελείται ο ίδιος το κοστούμι που φοράει η Μάρθα Καραγιάννη σε ένα χορευτικό: για την ακρίβεια, η ηθοποιός δεν φοράει κοστούμι, αλλά πούπουλα που τα έχει κολλήσει στο κορμί της ένα-ένα ο Δαλιανίδης. Ευφάνταστη λύση ανάγκης; Πρόκειται άλλωστε για μια από εκείνες τις ταινίες που, όπως λέει ο φροντιστής της Φίνος Φιλμ Παντελής Παλιεράκης, γυρίζονταν σε χρόνο-αστραπή μετά από πολυδάπανες παραγωγές (τα Κορίτσια για φίλημα εν προκειμένω) για να... ξελασπώσει η εταιρία. Ο Δαλιανίδης αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμος για τέτοιου είδους εγχειρήματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι αν συγκρίνει κανείς την ταινία αυτή με σημερινές κινηματογραφικες ή τηλεοπτικές παραγωγές, η σύγκριση αποβαίνει σε βάρος των σημερινών... Σε όλες τις παραπάνω ταινίες πρωταγωνιστεί, μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα, ο Κώστας Βουτσάς που σίγουρα συνδέθηκε πολύ στενά με το σινεμά του Δαλιανίδη και γύρισε μαζί του τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του (τουλάχιστον στη δεκαετία του '60).

 Ειδικά στη Νύχτα γάμου, που προέρχεται από θεατρικό των παλιών επιθεωρησιογράφων Βασίλη Σπυρόπουλου-Παναγιώτη Παπαδούκα, ο Δαλιανίδης έχει την έμπνευση να παρουσιάσει τον Κώστα Βουτσά ως Κωνσταντινουπολίτη κάτοικο της Θεσσαλονίκης και του δίνει για μητέρα την πληθωρική Μαίρη Μεταξά. Το ντουέτο είναι πολύ πετυχημένο και η χημεία τους είναι ακόμα πιο αποτελεσματική δυο χρόνια αργότερα στο Ανθρωπάκι (και αργότερα και σε τηλεοπτικές σειρές του Βουτσά). Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την καλύτερη ταινία του Κώστα Βουτσά, με εξαιρετική ερμηνεία και της Μάρθας Καραγιάννη, πολλές ξεκαρδιστικές στιγμές αλλά και αρκετές συγκινητικές.
Μαίρη Μεταξά, Μίτση Κωνσταντάρα και Μάρθα Καραγιάννη:
απολαυστικός γυναικοκαβγάς στο
Ανθρωπάκι

Η ψεύτρα: Βουγιουκλάκη-Αλεξανδράκης

Και τι γίνεται με τα δυο πολύ μεγάλα ονόματα του ελληνικού σινεμά, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη; Ο Γιάννης Δαλιανίδης είχε δουλέψει και με τις δυο όταν ήταν ακόμα στα πρώτα του βήματα, πριν μπει στη Φίνος Φιλμ. Τώρα όμως είναι ένας παντοδύναμος σκηνοθέτης σε μια παντοδύναμη εταιρία και η συνεργασία τους έχει άλλη σημασία. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη που αρχικά αρνήθηκε να παίξει στον Κατήφορο, τον χρειάζεται εσπευσμένα στο τέλος της σεζόν 1962-63, όταν  η απόπειρά της να παίξει κάτι διαφορετικό (Το ταξίδι του Ντίνου Δημόπουλου) αφήνει το μεγάλο κοινό αδιάφορο. Η Βουγιουκλάκη ζητάει τη βοήθεια του Δαλιανίδη και γυρίζουν μαζί την Ψεύτρα, αισθηματική κωμωδία με αρκετά μουσικά μέρη που γίνεται μεγάλη επιτυχία και έρχεται δεύτερη, μετά το Μερικοί το προτιμούν κρύο. Τα επόμενα όμως χρόνια δεν συνεργάζονται: για τέσσερα χρόνια ο Δαλιανίδης αποδεικνύεται ο ισχυρότερος αντίπαλος της Βουγιουκλάκη στα ταμεία αφού τα δικά του "δυτικού τύπου" μιούζικαλ κατακτούν την πρώτη θέση στους πίνακες εισιτηρίων, ενώ οι δικές της τη δεύτερη. Όταν δεν γυρίζει ταινίες με άλλες εταιρίες, προτιμάει τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Ντίνου Δημόπουλου, ενώ με τον Δαλιανίδη θα συνεργαστεί ξανά το 1972. 


Η Τζένη Καρέζη συναντά τον Δαλιανίδη στη γλυκιά ταινία Ένας ιππότης για τη Βασούλα, έργο που είχε ανεβάσει με μεγάλη επιτυχία και στο θέατρο. Ο Σιδερής Πρίντεζης ανακάλυψε στο αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (και μετέδωσε την περασμένη Τρίτη στο δεύτερο από τα πέντε μέρη του εξαιρετικού αφιερώματος της εκπομπής Το κλειδί του Σολ στον Γιάννη Δαλιανίδη) ένα ραδιοφωνικό ρεπορτάζ της Κικής Σεγδίτσα από τα γυρίσματα της ταινίας, όπου η Τζένη Καρέζη δηλώνει χαρούμενη και γιατί η Βασούλα μεταφέρεται στο σινεμά με τον καλύτερο τρόπο, καθώς τη σκηνοθετεί ο Γιάννης Δαλιανίδης που εμπλουτίζει την ταινία με πλούσια χορευτικά: είναι τα όνειρα της Βασούλας που στο θέατρο τα διηγούνταν στους θεατές ενώ στην ταινία οι θεατές θα τα βλέπουν μαζί της. Ένα συγκινητικό ντοκουμέντο για το making of της ταινίας (από αυτά που τόσο σπάνια βρίσκονται για τις ελληνικές ταινίες--σχεδόν ποτέ, θα έλεγα), ιδιαίτερα όταν ακούγεται ο Δαλιανίδης να φωνάζει "πάμε" και εμείς ακούμε στιγμιότυπα από το γύρισμα... Αξίζει να πούμε σ' αυτό το σημείο ότι ο Δαλιανίδης θεωρούσε πως η Καρέζη ήταν ιδανική για την κωμωδία, ενώ εκείνη έδειχνε προτίμηση για το δράμα, και αντίθετα θεωρούσε τη Βουγιουκλάκη ηθοποιό με μεγάλες δραματικές ικανότητες, ενώ εκείνη προτιμούσε τους κωμικούς ρόλους...

Η τρελή, σαραντάρα Παριζιάνα...
Κλείνοντας αυτό το πρώτο μέρος του αφιερώματός μου στον Γιάννη Δαλιανίδη, θα ήθελα να σταθώ στις δυο τελευταίες ταινίες που γύρισε με τη Ρένα Βλαχοπούλου τη δεκαετία του '60, γιατί είναι δυο σημαντικές ταινίες στην καριέρα της Ρένας. Τη σεζόν 1969-70 η Ρένα επιστρέφει στη Φίνος Φιλμ έπειτα από τρία χρόνια συνεργασίας με τον Καραγιάννη και ο Φίνος με τον Δαλιανίδη της χαρίζουν μια μεγάλη επιτυχία: ένα έγχρωμο μιούζικαλ στηριγμένο επάνω της, από αυτά που οι Αμερικανοί ονομάζουν star vehicles (οχήματα για σταρ). Τη σεζόν αυτή ο Δαλιανίδης δεν γυρίζει κάποιο μεγάλο ομαδικό μιούζικαλ, καθώς ο κύκλος αυτός για τη δεκαετία του '60 έχει κλείσει την προηγούμενη σεζόν με το Γοργόνες και μάγκες

Η Παριζιάνα (που τον πρώτο καιρό επρόκειτο να έχει τον τίτλο Παριζιάνα από τα Τρίκαλα) είναι για μένα η πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση του ταλέντου της Ρένας Βλαχοπούλου. Συμφωνώ με όσους/ες υποστηρίζουν ότι η Χαρτοπαίχτρα είναι ο πιο ολοκληρωμένος ρόλος της, αλλά στην Παριζιάνα μπορούμε να δούμε όλες τις πτυχές του ταλέντου της: το κωμικό αλλά και το ερωτικό τραγούδι, την αυτοϋπονομευτική της διάθεση όταν, τραγουδώντας το "Θέλω πολύ", παρωδεί τα ερωτικά χορευτικά, την ικανότητά της να είναι γοητευτική ως απλή μοδίστρα από τη Νέα Φιλαδέλφεια αλλά και ως φινετσάτη παριζιάνα σχεδιάστρια μόδας. Είναι άλλη μια έκφραση του δίπτυχου ρωμέικη-ελληνική ταυτότητα: η Ρένα Βλαχοπούλου ήταν η ιδανική ενσάρκωση αυτής της δισυπόσταστης πολιτισμικής ταυτότητας και αυτό το στοιχείο υπάρχει σε αρκετές ταινίες της, αλλά αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στις ταινίες που γύρισε με τον Γιάννη Δαλιανίδη.

Την ίδια σεζόν οι δυο τους συνεργάζονται για μια ακόμα διασκευή θεατρικού έργου: το Σαράντα και... που έγραψαν ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος για τη Μαίρη Αρώνη το 1959 διασκευάζεται σε σενάριο από τον ίδιο τον Σακελλάριο, αλλά ο Δαλιανίδης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία. Πρόκειται για την τελευταία ασπρόμαυρη ταινία της Ρένας Βλαχοπούλου και, αν και δεν είναι από τις πιο μεγάλες εμπορικές επιτυχίες της, είναι σίγουρα μια ταινία που την εκφράζει απόλυτα (και ίσως γι' αυτόν τον λόγο να ήταν και η πιο αγαπημένη ταινία της ίδιας της Ρένας). Ο Δαλιανίδης στήνει με μαεστρία τους καυγάδες της Βλαχοπούλου με την απολαυστική Τασσώ Καββαδία και όταν σε κάποια στιγμή η Ρένα αποκαλεί αυθόρμητα την Τασσώ "κοκάλω", ο Δαλιανίδης αποφασίσει να γυρίσει κάποιες σκηνές ξανά για να ακουστεί και πάλι αυτή η λέξη.

Η δεκαετία του '60 τελειώνει και μαζί της τελειώνει και το πρώτο μέρος του αφιερώματος του Rena Fan στον αξέχαστο Γιάννη Δαλιανίδη. Η δεκαετία του '70 θα φέρει την παρακμή του λαϊκού κινηματογράφου αλλά ο Γιάννης Δαλιανίδης θα ξεκινήσει μια επιτυχημένη καριέρα ως συγγραφέας και σκηνοθέτης στο θέατρο (που θα δώσει και την τρίτη ομάδα των κινηματογραφικών του μιούζικαλ, τα "θεατρικής προέλευσης" που είναι σαφώς λιγότερο πετυχημένα από τις άλλες δυο ομάδες) αλλά και στην τηλεόραση. Στη δεκαετία του '70 καταγράφονται επίσης οι τελευταίες του συνεργασίες με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Τις συνεργασίες αυτές, μαζί με κάποια backstage στιγμιότυπα, καθώς και τις δραστηριότητες του σκηνοθέτη στα χρόνια του '80 και του '90 θα τις θυμηθούμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος...

Διάλειμμα για πασατέμπο...

(Οι φωτογραφίες και οι αφίσες που συνοδεύουν την ανάρτηση προέρχονται από τα βιβλία Ταινίες για φίλημα, Σχεδόν μεταξύ μας, Αφίσες από τον Ελληνικό Κινηματογράφο και το προσωπικό μου αρχείο)